Skip to main content

Ο Μίκης (Μιχαήλ) Θεοδωράκης  γεννήθηκε στη Χίο στις 29 Ιουλίου 1925. Η καταγωγή του πατέρα του, Γιώργη Θεοδωράκη, Mπιζανομάχου, ήταν από τον Γαλατά Χανίων και της μητέρας του, Ασπασίας Πουλάκη, από τον Τσεσμέ της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του συναντήθηκαν στην Μικρά Ασία, λίγο πριν από την Μικρασιατική Καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια ο Μίκης Θεοδωράκης τα πέρασε σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας όπως τη Μυτιλήνη, τα Γιάννενα, το Αργοστόλι, το Πύργο Ηλείας, τη Πάτρα και κυρίως στην Τρίπολη Αρκαδίας, λόγω των συχνών μεταθέσεων του δημοσίου υπαλλήλου πατέρα του.

Είναι Έλληνας συνθέτης, στιχουργός, διευθυντής ορχήστρας και πολιτικός, κρητικής και μικρασιάτικης καταγωγής. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες μουσικοσυνθέτες. Ως πολιτικός υπήρξε υπουργός και τέσσερις φορές εκλεγμένος βουλευτής του ελληνικού κοινοβουλίου με το Κ.Κ.Ε και την Ν.Δ, ενώ παράλληλα ήταν ακτιβιστής τιμημένος με το Βραβείο Ειρήνης Λένιν το 1983.

Έχει ασχοληθεί με όλα τα είδη της μουσικής, ενώ έχει συνθέσει τον ίσως πιο αναγνωρίσιμο ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι “Ζορμπάς” (1964), βασισμένο σε παραδοσιακή κρητική μουσική. Επίσης έχει ασχοληθεί με την κλασική μουσική γράφοντας συμφωνίες, ορατόρια, μπαλέτα, όπερες και μουσική δωματίου.

 width=

Ο Μίκης με τον Άντονι Κουίν

Συνθέσεις του έχουν ερμηνευτεί από καλλιτέχνες παγκοσμίου φήμης, όπως οι Beatles*, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ, η Τζόαν Μπαέζ και η Εντίθ Πιάφ, ενώ έχει γράψει μουσική για γνωστές ταινίες όπως: Φαίδρα (1962), Αλέξης Ζορμπάς (1964), Ζ (1969) και Σέρπικο (1973). To 1970, για τη μουσική στη ταινία Ζ, του απονεμήθηκε το βραβείο BAFTA για πρωτότυπη μουσική, ενώ ήταν υποψήφιος στην ίδια κατηγορία του 1974, για την ταινία State of Siege και το 1975, για την ταινία Serpico. Επίσης ήταν υποψήφιος για Γκράμι το 1966 και το 1975 για το μουσικό θέμα των ταινιών Ζορμπάς και Serpico αντίστοιχα.

*Το πασίγνωστο τραγούδι του «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» (στίχοι Νίκος Γκάτσος, α’ ερμηνεία Γιοβάννα) ηχογραφήθηκε από τους Beatles ως «The Honeymoon Song» τον Ιούλιο του 1963, στην διάρκεια ραδιοφωνικής εκπομπής του BBC (αγγλικοί στίχοι Ουίλιαμ Σάνσομ).

Το πιο σημαντικό του έργο θεωρείται η μελοποιημένη ποίηση, χρησιμοποιώντας ως στίχους ποιήματα βραβευμένων ποιητών ελληνικής και ξένης καταγωγής, όπως οι Γιάννης Ρίτσος (Βραβείο Ειρήνης Λένιν 1976), Γιώργος Σεφέρης (Νόμπελ 1963), Πάμπλο Νερούδα (Νόμπελ 1971), Οδυσσέας Ελύτης (Νόμπελ 1979).

 width=

Ο Μίκης με τον Γιάννη Ρίτσο

Το 2000 προτάθηκε για βραβείο Νόμπελ Ειρήνης.

Πρόκειται για ένα μικρό, για το μέγεθός του, βιογραφικό. Το έργο του μοναδικό και πιθανών αξεπέραστο. Με τα έργα του αλλά κυρίως με τις πράξεις του, πρόσφερε τα μέγιστα τόσο στον πολιτισμό της Ελλάδας όσο και στους αγώνες για την ελευθερία της.

Αμέτρητα κείμενα, έργα και συνεντεύξεις που χαρακτήρισαν και συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν το ήθος και το μεγαλείο του. «Πιστεύω πως ο μοναδικός δρόμος για να κερδίσουμε τη μάχη μπροστά στην ιστορία και στον πολιτισμό, είναι η ενότητα του έθνους. Όχι ενότητα συμβατική, σκόπιμη, τακτική, αλλά ενότητα ουσιαστική. Ενότητα όλων των Ελλήνων!» και παραδεχόταν με περισσή ανιδιοτέλεια: «Σήκωσα τα βάρη του διχασμού. Όμως είμαι έτοιμος να δώσω το χέρι και να ξεχάσω για πάντα τα απάνθρωπα μαρτύρια και τις εξορίες, της αναγέννησης της Πατρίδας»!

Στην Τρίπολη, μόλις 17 ετών, δίνει την πρώτη του συναυλία παρουσιάζοντας το έργο του Κασσιανή και παίρνει μέρος στην αντίσταση κατά των κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου 1943 συλλαμβάνεται για πρώτη φορά από τους Ιταλούς και βασανίζεται. Διαφεύγει στην Αθήνα, όπου οργανώνεται στον ΕΛΑΣ και εκτελεί χρέη διαφωτιστή στον Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, ενώ αγωνίζεται και σαν διμοιρίτης τής Μεταξωτής διμοιρίας του 1ου τάγματος της Νέας Σμύρνης κατά τα Δεκεμβριανά. Συγχρόνως σπουδάζει στο Ωδείο Αθηνών με καθηγητή τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη.

Ο λόγος του σκληρός πολλές φορές, αλλά για εκείνον έπρεπε -και πρέπει- να λέει μόνο την αλήθεια όσο πικρή και σκληρή κι αν είναι : «Για να πετύχω την εθνική αφύπνιση, χωρίς να πω ψέματα ούτε να ξεγελάσω κανένα, χρησιμοποιώ τρόπους οξείς, αλήθειες πικρές και μεθόδους καυτερές που πολλές φορές σοκάρουν. Γιατί πιστεύω στη δύναμη της αλήθειας όσο πικρή κι αν είναι. Κι ακόμα πιστεύω πως η ζωή δίνει τη νίκη σ’ αυτούς που την υπηρετούν και την πιστεύουν. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος πως δεν μπορεί να υπάρξει αληθινή υπηρεσία προς το λαό αν δεν είσαι αγνός σαν την ιδέα, μεστός σαν την ανθρωπιά, δυνατός σαν την ορθή σκέψη».

https://youtu.be/xP7ICNMG05c

Μετά τα Δεκεμβριανά, καταδιώκεται από τις αστυνομικές αρχές. Για ένα διάστημα ζει παράνομα στην Αθήνα. Συλλαμβάνεται στις μαζικές συλλήψεις στις 9/10 Ιουλίου 1947 και κατόπιν στέλνεται εξόριστος με σχετική ελευθερία κινήσεων στην Ικαρία όπου είναι ο κομματικός υπεύθυνος του χωριού εξορίας, από όπου θα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αποδράσει με τους άλλους εξόριστους υπό τον Βασίλη Ζάννο. Με τη γενικευμένη αμνηστία που δίνει η κυβέρνηση του Θεμιστοκλή Σοφούλη περνάει στην παρανομία στην προσπάθεια συμμετοχής σε ένοπλες ομάδες του Δημοκρατικού Στρατού Αθηνών και βρίσκεται στην ομάδα του Παύλου Παπαμερκουρίου. Συλλαμβάνεται ξανά στο σπίτι του πατέρα του όπου βρήκε καταφύγιο όντας άρρωστος από πλευρίτιδα, αλλά στη συνέχεια στέλνεται ξανά εξόριστος στην Ικαρία, αυτή τη φορά σε συνθήκες “πειθαρχηµένης” διαβίωσης για λίγους μήνες, όπου γράφει το έργο «Ελεγείο και θρήνος στον Βασίλη Ζάννο» στη μνήμη του Βασίλη Ζάννου που εκτελέστηκε το 1948. Έπειτα στέλνεται στο στρατόπεδο της Μακρονήσου όπου βασανίζεται μέχρι παράλυσης.

Σύμφωνα με πηγές στις 18 Απριλίου 1949 κάνει δήλωση μετανοίας, ενώ ο ίδιος το έχει αρνηθεί. Μετά από παρέμβαση του πατέρα και του θείου του, ανώτερων κρατικών υπαλλήλων, απολύεται ως ανάπηρος.

Σύμφωνα με το Μίκη, όλα τα αγαθά αποκτώνται με αγώνες και θυσίες. Αναφέρεται πολύ συχνά στους νέους, με ατάκες ζωής: «Να κάνετε αυτό που δεν μπορείτε…», « Το σύστημα της βιομηχανικής εποχής δημιουργεί ανθρώπους χωρίς σωματική και ψυχική υγεία, δίνει τις λιγότερες ανθρωπομονάδες όπως τις λέω εγώ. Γι’ αυτό βλέπετε την ανάπτυξη της βαρβαρότητας. Να αλλάξουμε λοιπόν. Να κλείσουμε τις βιομηχανίες πολέμου και να φτιάξουμε βιομηχανίες ειρήνης», «Μπορεί οι ξένοι να μάς θεωρούν σκουπίδια. Η ιστορία όμως έχει αποδείξει ότι τα <σκουπίδια> μπορούν να μετατραπούν σε δυναμίτες, σε έκρηξη. Γιατί ο Έλληνας, όταν βρεθεί στον τοίχο είναι ή ραγιάς ή ήρωας», «Κλείστε βαθιά στην καρδιά σας την Ελλάδα. Και μονάχα τότε θα ανοίξουν για σας και τα παιδιά σας διάπλατες οι πόρτες για την Πρόοδο και την Ευτυχία του Λαού μας».

 width=

Ο Μίκης στο Παρίσι!

Στα τέλη του 1949 στέλνεται στα Χανιά όπου και αναρρώνει. Το 1950 όμως επιστρέφει στην Αθήνα από όπου αποφοιτά από το Ωδείο με δίπλωμα στην αρμονία. Ύστερα υπηρετεί το υπόλοιπο της θητείας σε Αλεξανδρούπολη, Αθήνα και Χανιά. Το 1950 αποπειράται να αυτοκτονήσει λόγω των συνεχών προκλήσεων που αντιμετώπιζε, όμως γλύτωσε τον κίνδυνο και το 1951 απολύεται οριστικά από τον στρατό. Το 1954 μεταναστεύει με κρατική υποτροφία στο Παρίσι όπου εγγράφεται στο Conservatoire και σπουδάζει με τον Ολιβιέ Μεσιάν, για σύντομο χρονικό διάστημα, μουσική ανάλυση, καθώς επίσης και διεύθυνση ορχήστρας με τον Εζέν Μπιγκό.

Το 1957 του απονέμεται το πρώτο βραβείο του Φεστιβάλ της Μόσχας από τον Σοστακόβιτς για το έργο του Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Συγχρόνως συνθέτει πολλά έργα συμφωνικής μουσικής και μουσικής δωματίου.

Το 1960 επιστρέφει στην Ελλάδα. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ηχογραφείται για πρώτη φορά ο Επιτάφιος, που ανοίγει έναν καινούργιο δρόμο για το ελληνικό τραγούδι, όχι μόνο γιατί σηματοδοτεί μία ουσιαστική αλλαγή στη μουσική φόρμα, αλλά γιατί παντρεύει τη σύγχρονη λαϊκή μουσική με τη σύγχρονη ελληνική ποίηση, και το ευρωπαϊκό έντεχνο στοιχείο με το ελληνικό λαϊκό στοιχείο. Η πρώτη εκδοχή του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου (γράφτηκε το 1958) ηχογραφήθηκε από τη Νάνα Μούσχουρη σε ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας Μάνου Χατζιδάκι.

Την ίδια χρονιά ο Μίκης Θεοδωράκης αρχίζει και, σχεδόν, τελειώνει το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. “Εν τούτοις δεν βιάστηκα να το παρουσιάσω, όπως λέει και ο ίδιος στο βιβλίο του “Μουσική για τις μάζες”, γιατί διαισθανόμουνα ότι το ελληνικό κοινό δεν ήταν ακόμη ώριμο για να το δεχτεί. Η πρώτη εκτέλεσή του έγινε στα τέλη του 1964″. Το 1960, επίσης, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει τη μουσική για τα Επιφάνεια, σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, και συνθέτει δεκάδες κύκλους τραγουδιών που βρίσκουν βαθύτατη απήχηση στην Ελλάδα. Ιδρύει την Μικρή Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και δίνει πολλές συναυλίες στη χώρα προσπαθώντας να εξοικειώσει τον κόσμο με τη συμφωνική μουσική.

Το 1963 μετά τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη ιδρύεται η «Νεολαία Λαμπράκη», της οποίας εκλέγεται Πρόεδρος. Την ίδια εποχή εκλέγεται βουλευτής της ΕΔΑ και το 1964 αποκτά διεθνή αναγνώριση με τη σύνθεση της μουσικής για την ταινία του Μιχάλη Κακογιάννη, Αλέξης Ζορμπάς (Zorba the Greek).

Την 21η Απριλίου του 1967 περνάει στην παρανομία και απευθύνει την πρώτη έκκληση για αντίσταση κατά της Δικτατορίας στις 23 Απριλίου. Το Μάιο του 1967 ιδρύει μαζί με άλλους την πρώτη αντιστασιακή οργάνωση κατά της Δικτατορίας, το ΠΑΜ και εκλέγεται πρόεδρός του.

Συλλαμβάνεται τον Αύγουστο του 1967. Ακολουθεί η φυλάκισή του στην οδό Μπουμπουλίνας, η απομόνωση, οι φυλακές Αβέρωφ, η μεγάλη απεργία πείνας, το νοσοκομείο, η αποφυλάκιση και ο κατ’ οίκον περιορισμός, η εκτόπιση με την οικογένειά του στη Ζάτουνα Αρκαδίας, και τέλος το στρατόπεδο Ωρωπού. Πολλά από τα καινούργια έργα του καταφέρνει με διάφορους τρόπους να τα μεταβιβάσει στο εξωτερικό, όπου τραγουδιούνται από τη Μαρία Φαραντούρη και τη Μελίνα Μερκούρη.

Στον Ωρωπό η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Στο εξωτερικό ξεσηκώνεται θύελλα διαμαρτυριών. Προσωπικότητες, όπως οι Ντμίτρι Σοστακόβιτς, Άρθουρ Μίλερ, Λώρενς Ολίβιε, Υβ Μοντάν και άλλοι, δημιουργούν επιτροπές για την απελευθέρωσή του. Τελικά, υπό την πίεση αυτή αποφυλακίζεται και ταξιδεύει στο Παρίσι τον Απρίλιο του 1970. Στο εξωτερικό απευθύνει νέο κάλεσμα για την πτώση της δικτατορίας και την επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.

Το 1972 επισκέπτεται το Ισραήλ δίνοντας συναυλίες και συναντάται με τον Γιασέρ Αραφάτ, στον οποίο επιδίδει το μήνυμα της ισραηλινής κυβέρνησης και προσπαθεί να τον πείσει να αρχίσει συζητήσεις με την άλλη πλευρά.

Το 1974 με την πτώση της Δικτατορίας γυρίζει στην Ελλάδα. Δίνει πολλές συναυλίες τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη. Παράλληλα συμμετέχει στα κοινά είτε ως απλός πολίτης, είτε ως βουλευτής (τις περιόδους 1981-86 και 1989-92) είτε ως υπουργός Επικρατείας (1990-92), θέσεις από τις οποίες τελικά παραιτείται.

Το 1976 ιδρύει το Κίνημα «Πολιτισμός της Ειρήνης» και δίνει διαλέξεις και συναυλίες σ’ όλη την Ελλάδα. Το 1983 του απονέμεται το Βραβείο Λένιν για την Ειρήνη.

Πως όμως αντιμετωπίζει ο ίδιος τα χρόνια που περνούν; Είχε πει λοιπόν χαρακτηριστικά σε δημοσιογράφους πριν από 4 χρόνια:  «Είμαι αυτό που λένε “πλήρης ημερών”. Άσε που είμαι πεισιθάνατος. Αν και μέχρι τώρα συνήθως οι βασανιστές μου ήταν αυτοί που δεν ήθελαν με τίποτα να πεθάνω, γιατί καταλάβαιναν πως νεκρός θα ήμουν πολύ πιο επικίνδυνος. Πάντως, τώρα, στα 92 μου προκαλώ τον Χάρο να έρθει να δούμε ποιος θα αντέξει περισσότερο στο χορό και το τραγούδι. Το τραγούδι που έγραφα όταν ήμουν ακόμη γυμνασιόπαιδο και κάθε βράδυ στο τραπέζι το τραγουδάγαμε όλοι μαζί. Και αν ήταν βαλσάκι, ο πατέρας μου το χόρευε με τη μητέρα μου. Αυτές τις μνήμες θέλω να ξαναβρώ… Όπως καταλαβαίνετε, ό,τι και να γίνει, εγώ τον έχω νικήσει τον Χάρο, ας μπει και τώρα από την πόρτα!»

Το 1989 βρέθηκε στο στόχαστρο της οργάνωσης 17 Νοέμβρη και με κυβερνητική απόφαση, ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ανάμεσα στους 200 Έλληνες με καθημερινή περιφρούρηση με σκοπό τη προστασία του από πιθανό χτύπημα.

Το 1990 δίνει 36 συναυλίες σ’ όλη την Ευρώπη υπό την αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Συνεχίζει δίνοντας συναυλίες για την ηλιακή ενέργεια (υπό την αιγίδα της Εurosolar), κατά του αναλφαβητισμού, κατά των ναρκωτικών κτλ.

Παράλληλα αγωνίζεται και για τα ανθρώπινα δικαιώματα σε άλλες χώρες και κυρίως στις γειτονικές Αλβανία (που την επισκέπτεται και ως Υπουργός για τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας) και Τουρκία. Ως πρόεδρος Διεθνούς Επιτροπής στο Παρίσι καταβάλλει προσπάθειες για την απελευθέρωση των Τούρκων ηγετών της αντιπολίτευσης Κουτλού και Σαργκίν, κάτι που τελικά πετυχαίνεται. Προτείνει τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου Ειρήνης στους Δελφούς και υποβάλλει στην κυβέρνηση σχέδιο για μια «Ολυμπιάδα του Πνεύματος». Ιδρύει επιτροπή συμπαράστασης και βοήθειας προς τον κουρδικό λαό.

Το 1993 αναλαμβάνει Γενικός Διευθυντής Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ, όμως παραιτείται τον επόμενο χρόνο. Το 1994 λαμβάνει τιμητικό διδακτορικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ.

Ο Μίκης δε “μασούσε” τα λόγια του, ούτε-κυρίως- για τα εθνικά θέματα. Το 1997  είχε δηλώσει για το Μακεδονικό, πως «Το όνομα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, αρκεί οι λαοί να ζήσουν ειρηνικά». Αργότερα, σε συνέντευξη του τόνισε «Εξ αντικειμένου αυτή η χώρα ωθείται προς τη βελτίωση των σχέσεων με την Ελλάδα. Γιατί λοιπόν να μην είναι δυνατή η ευόδωση των σχέσεών μας προς όλα τα επίπεδα και ό,τι προκύψει; Η Τελωνειακή Ένωση, η συνομοσπονδία κ.λπ. είναι απλώς όροι. Πάντως νομίζω ότι το θέμα της ονομασίας θα ξεπεραστεί όταν οι σχέσεις των δυο λαών φθάσουν σε τέτοιο σημείο, που το όνομα δεν θα έχει καμιά σημασία».

Ο Θεoδωράκης ήταν ένας από τους κύριους ομιλητές στο Συλλαλητήριο για τη Μακεδονία στην Αθήνα, το οποίο έλαβε χώρα στις 4 Φεβρουαρίου 2018. Στον λόγο του ανέφερε πως «Η Μακεδονία είναι μία, ήταν, είναι και θα είναι πάντα ελληνική». Οι δηλώσεις συγκέντρωσαν τη στήριξη κομμάτων της βουλής, ενώ -φυσικά- δεν έλειψαν και αυτοί που σχολίασαν αρνητικά τις δηλώσεις του Θεοδωράκη. Επίσης, την μέρα πριν από το συλλαλητήριο ομάδα αναρχικών πέταξε μπογιές στην είσοδο του σπιτιού του και στη συνέχεια έγραψε απειλητικά μηνύματα, όπως για παράδειγμα: «Η ιστορία σου ξεκινάει από το βουνό και καταλήγει στον εθνικό βούρκο της Πλ. Συντάγματος». Αυτός είναι όμως ο Μίκης.

Η ομιλία του στο Μακεδονικό συλλαλητήριο του Ιανουαρίου 2018 χαρακτηρίστηκε από την τότε κυβέρνηση (ΣΥΡΙΖΑ) και τα αριστερά κόμματα ως «παραλήρημα» και «ιστορικό λάθος», που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική του στάση για το ζήτημα της ονομασίας και ταυτόχρονα φέρεται να έχει «ακροδεξιό χρώμα». Αντίθετα, υπήρξαν και ΜΜΕ που χαρακτήρισαν την ομιλία συγκλονιστική και ιστορική. Ο Μίκης Θεοδωράκης από τη πλευρά του απάντησε ότι «όσοι αντιδρούν δεν μπορούν να δεχθούν ότι ένας παλιός κομμουνιστής και αριστερός είναι τόσο πατριώτης».

Η φράση του «περιφρονώ τον φασισμό σε όλες του τις μορφές, προπαντός στην πιο απατηλή και επικίνδυνη μορφή του, την αριστερόστροφη» συζητήθηκε από πολιτικούς και δημοσιογράφους με ανάμεικτα σχόλια.

Πρόκειται για μια ζωή “Ιστορία” και ως τέτοια πρέπει να υπάρχει. Ο Μίκης είναι η ζωντανή ιστορία των αγώνων ενός Έθνους να σηκώσει κεφάλι απέναντι στον οποιονδήποτε κατακτητή. Με τα έργα του άνοιξε δρόμους, για την ελευθερία, την αλληλεγγύη και την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς._YB

https://youtu.be/1hTKcYsMfVk

Πηγή : el.wikipedia.org