Skip to main content

Ο Λιούις Άλεν “Λου” Ριντ (Lewis Allen “Lou” Reed), γεννήθηκε (από οικογένεια Εβραίων στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης και μεγάλωσε στο Φρίπορτ του Λονγκ Άιλαντ) στις  2 Μαρτίου 1942. Ήταν Αμερικανός τραγουδιστής, συνθέτης της ροκ μουσικής και κιθαρίστας. Ως μέλος των The Velvet Underground τη δεκαετία του 1960, ο Ριντ άνοιξε νέους δρόμους στο χώρο της ροκ προς διάφορες κατευθύνσεις.

Από πολύ μικρή ηλικία ξεκίνησε να παίζει κιθάρα, ενώ άρχισε να συμμετέχει σε σχολικές ροκ μπάντες. Σύντομα έκανε και την πρώτη του ηχογράφηση σε στιλ ριθμ εντ μπλουζ (Rythm and Blues) με το συγκρότημα The Shades.

Φοίτησε στο Πανεπιστήμιο των Συρακουσών (Syracuse University) όπου ο ποιητής και καθηγητής του Ντέλμορ Σβαρτς τον ενθάρρυνε στην πορεία του και τον βοήθησε όσον αφορά τη χρήση της αγγλικής γλώσσας( το τραγούδι “My House” το αφιέρωσε στον Σβαρτς).Ταυτόχρονα, αναπτύχθηκε το ενδιαφέρον του για την φρι τζαζ (free jazz) και την πειραματική μουσική (experimental). Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ποίηση της γενιάς μπιτ και για την πρόζα του Γουίλιαμ Μπάροουζ.

Μετά την αποφοίτησή του το 1964, έπιασε δουλειά ως συνθέτης στη δισκογραφική εταιρία Pickwick Records. Την επόμενη χρονιά δημιούργησε μαζί με τον Ουαλό αβανγκάρντ βιολιστή συνάδελφό του, Τζον Κέιλ, το συγκρότημα The Primitives, το οποίο μετεξελίχθηκε τελικά στους The Velvet Underground.  Αποτελούνταν από τον Λου Ριντ, τον Τζον Κέιλ, τον Στέρλινγκ Μόρισον και την Μορίν Τάκερ. Εκείνη την περίοδο γράφτηκαν τα τραγούδια “Heroin” και “I’m Waiting for my Man”, τραγούδια που μοιάζουν να σκιαγραφούν τα έργα του Μπάροουζ.

Το 1970 ο Ριντ ξεκίνησε  σόλο καριέρα, ενώ ταυτόχρονα μετακόμισε στο Λονδίνο. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ντέιβιντ Μπάουι, ο οποίος μαζί με τον Μικ Ρόνσον ανέλαβε την παραγωγή στο πρώτο προσωπικό του άλμπουμ, με τίτλο Transformer το 1972. Αυτός ο γκλαμ ροκ (glam rock) δίσκος περιλαμβάνει το γνωστότερο ίσως τραγούδι του Ριντ, το “Walk on the Wild Side” , το οποίο περιγράφει τους κοινωνικά απροσάρμοστους (misfits), τους εκπορνευόμενους άντρες (male hustlers) και τους τραβεστί στο Factory του Αντι Γιούρχολ. Αυτός ο δίσκος περιλαμβάνει επίσης τα τραγούδια “Perfect Day”, “Vicious” και “Satellite of Love”.

Το τραγούδι “Perfect Day” περιλήφθηκε αργότερα στο σάουντρακ της ταινίας Trainspotting και ακούγεται στην σκηνή της ταινίας όπου ο πρωταγωνιστής Μαρκ Ρέντον έχει κάνει υπερβολική χρήση ηρωΐνης. Το τραγούδι αυτό έχει επίσης μεταγραφεί στα ελληνικά και έχει γίνει η μουσική του εκτέλεση από τον Διονύση Σαββόπουλο, στο δίσκο του Το Ξενοδοχείο το 1997.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Λου Ριντ διατήρησε το καταθλιπτικό στιλ του, γεγονός που απογοήτευσε μέρος του κοινού του. Το αποκορύφωμα τη αποτυχίας του θεωρείται το άλμπουμ Metal Machine Music. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 αποφάσισε να κάνει μία στροφή, αρχίζοντας να γράφει πιο ρυθμικά και αισιόδοξα τραγούδια. Το άλμπουμ The Bells συγκρίθηκε από τους κριτικούς με τα κλασικά Astral Weeks του Βαν Μόρισον και Exile on Main Street των Rolling Stones, καθώς συνεργάστηκε σε αυτό και ο τζαζίστας Ντον Τσέρι. Το 1993 ξαναβρέθηκε για τελευταία φορά με τα υπόλοιπα μέλη των Velvet Underground για μία ευρωπαϊκή περιοδεία.
Πέθανε στις 27 Οκτωβρίου 2013, από κίρρωση ήπατος όπως τελικά ανακοινώθηκε και για το λόγο αυτό ο Ριντ είχε υποστεί μεταμόσχευση ήπατος τον Μάιο του 2013.
Ο Ρόρι Γκάλαχερ (Rory Gallagher), γεννήθηκε (στην Ιρλανδία και μεγάλωσε στην Κομητεία Κορκ) στις 2 Μαρτίου 1948). Ήταν Ιρλανδός συνθέτης , κιθαρίστας και τραγουδιστής της μπλουζ και ροκ μουσικής. Θεωρείται ένας απ’ τους σπουδαιότερους κιθαρίστες του ηλεκτρικού μπλουζ.
Περίπου στην ηλικία των εννέα, παρακολούθησε τον Έλβις Πρίσλεϋ σε τηλεοπτική του εμφάνιση και έκτοτε αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την κιθάρα, μελετώντας μόνος του. Στα δώδεκά του χρόνια κέρδισε σ’ ένα διαγωνισμό την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Έφηβος ακόμα, άρχισε να παίζει διασκευές σε επιτυχίες της εποχής και να εμφανίζεται με το πρώτο του συγκρότημα, τους Fontana Showband, ως support act σε διάφορα άλλα συγκροτήματα. Στα δεκαέξι του, σχημάτισε το δικό του μπλουζ συγκρότημα, τους Impact, με τους οποίους έπαιξε στη Γερμανία και την Ισπανία κατά το ’65 και ’66. Σ΄αυτές τις περιοδείες, ανάμεσα στον εξοπλισμό του, διέθετε και τη “Battered Strat”, τη Stratocaster που θα τον συντρόφευε σε όλη την υπόλοιπη καριέρα του, την οποία αγόρασε σε κάποιο κατάστημα στο Κορκ το 1961. Η κιθάρα λέγεται ότι ήταν η πρώτη του είδους της στην Ιρλανδία. Την είχε παραγγείλει κάποιος άλλος μουσικός και ο οποίος άλλαξε γνώμη καθώς δεν του άρεσε το χρώμα. Έτσι, η κιθάρα κατέληξε στα χέρια του Γκάλαχερ για εκατό λίρες.
 width=

Η Battered Strat του 1961

Πριν κλείσει τα είκοσι του χρόνια, έγινε παγκόσμια γνωστός με τους Taste, συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1966 από τον ίδιο και τους Τζον Γουίλσον και Ρότσαρντ ΜακΚράκεν. Κυκλοφόρησαν δύο δίσκους, τους “Taste” και “On the Boards” και δύο ζωντανά άλμπουμ, τα “Live at Montreux” και “Live at the Isle of Wight“. Εμφανίστηκαν σε μερικά από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ της εποχής, ενώ περιόδευσαν και στην Αμερική.

Οι Taste διαλύθηκαν το 1970 και ο Γκάλαχερ ξεκίνησε την προσωπική του καριέρα μαζί με άλλους μουσικούς, όπως ο μπασίστας Τζέρι ΜακΑβόι, με τον οποίο θα συνεργαζόταν για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, και ο ντράμερ Γουίλγκαρ Κάμπελ. Το 1971, κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό του δίσκο, που έφερε ως τίτλο τ’ όνομά του. Το άλμπουμ έφτασε στο Top 40 των βρετανικών τσαρτ, ενώ παράλληλα ο Γκάλαχερ άρχισε να περιοδεύει στην Ευρώπη και την Αμερική, συναυλιακή δραστηριότητα που θα εξακολουθούσε έως το τέλος της ζωής του. Η κυκλοφορία με τις ηχογραφήσεις από την ευρωπαϊκή περιοδεία του 1972, με τίτλο “Live in Europe” γνώρισε μεγάλη επιτυχία, όπως κι εκείνη στην Ιρλανδία του 1973-74, με τίτλο “Irish Tour ’74” και η οποία μεταφέρθηκε, με τον ίδιο τίτλο, σε κινηματογραφική ταινία από το σκηνοθέτη Τόνυ Πάλμερ. Το 1972, ο Γκάλαχερ συμμετείχε στην ηχογράφηση των “London Sessions” των Μάντι Γουότερς και Τζέρι Λι Λιούις. Ο Γουότερς τον κάλεσε ξανά σε συνεργασία το 1974, για τις ανάγκες της ηχογράφησης του δίσκου του “London Revisited“.

Στη συνέχεια ακολούθησε μια σειρά επιτυχημένων κυκλοφοριών. Το 1975 υπέγραψε συμβόλαιο με την Crhysalis Records, κυκλοφορώντας την αμέσως επόμενη χρονιά το “Calling Card“, ο οποίος θεωρείται ο κορυφαίος δίσκος του, σε παραγωγή του μπασίστα των Deep Purple, Ρότζερ Γκλόβερ. Η κυκλοφορία αυτή, όπως και η συνέχεια της καριέρας του, επισκιάστηκε από την επερχόμενη έκρηξη του πανκ κινήματος, γεγονός όμως το οποίο δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να κυκλοφορήσει πολύ καλούς δίσκους έως τα τέλη της δεκαετίας, όπως τους “Top Priority” και “Photo – Finish“.

Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1981 εμφανίστηκε στην Ελλάδα, στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Η συναυλία, μια απ’ τις πρώτες εμφανίσεις ξένων καλλιτεχνών που συνέβησαν στη χώρα, είχε 40.000 θεατές και συνοδεύτηκε από σοβαρά επεισόδια, από τη Νέα Φιλαδέλφεια έως τον Περισσό, ανάμεσα στις αστυνομικές δυνάμεις και το πλήθος. Σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του Γκάλαχερ: “Ήμασταν βρεγμένοι, τα μάτια μας δάκρυζαν κι όλοι φοβηθήκαμε. Η συναυλία από μόνη της ήταν καταπληκτική. Αλλά ήταν επικίνδυνη. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω σ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω καν τι συνέβαινε…“. Την επόμενη μέρα, ο Τύπος κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδα και τίτλους όπως “Κάηκε η Νέα Φιλαδέλφεια από τους ροκάδες“. Η συναυλία αργότερα κυκλοφόρησε σε παράνομη έκδοση (bootleg) με τον τίτλο “Live in Athens“.

 width=

Ο τάφος του Γκάλαχερ στο Κορκ της Ιρλανδίας

Η τελευταία του ζωντανή εμφάνιση έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1995, στο “Nighttown-Theatre”, στην Ολλανδία. Τον Απρίλιο, λόγω των χρόνιων προβλημάτων του με το αλκοόλ, υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση ήπατος στο King’s Hospital του Λονδίνου. Έπειτα από επιπλοκές, κατέληξε στις 14 Ιουνίου του 1995. Η σορός του βρίσκεται στο κοιμητήριο Saint Oliver, στο Κορκ της Ιρλανδίας. Ο τάφος του κοσμείται από πέντε χρυσές ακτίνες, μια εκ των οποίων φέρει το ακριβές μήκος και τα τάστα της Fender του.

Πηγή : el.wikipedia.org