Ο Καρούζο ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που η φωνή του αποτυπώθηκε σε δίσκο γραμμοφώνου. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Μιλάνο ηχογράφησε δέκα άριες, στις 18 Μαρτίου 1902, αντί του ποσού των 5.000 δολαρίων. Στις 13 Ιανουαρίου 1910 μεταδόθηκε για πρώτη φορά σε απευθείας μετάδοση από το ραδιόφωνο, παράσταση όπερας. Ο Καρούζο, σημείωσε μία ακόμη πρωτιά, ερμηνεύοντας άριες από τα έργα «Παλιάτσοι» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο και «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Πιέτρο Μασκάνι.
Ο Ενρίκο Καρούζο (Enrico Caruso, 25 Φεβρουαρίου 1873 – 2 Αυγούστου 1921) ήταν Ιταλός τενόρος της Όπερας. Τραγούδησε με μεγάλη επιτυχία στις μεγάλες όπερες της Ευρώπης και της Αμερικής, ερμηνεύοντας ευρεία ποικιλία ρόλων από ιταλικές και γαλλικές όπερες, ρεπερτόριο που κυμαινόταν από λυρικό ως δραματικό. Ο Καρούζο πραγματοποίησε επίσης περίπου 290 ηχογραφήσεις από το 1902 έως το 1920. Όλες αυτές οι ηχογραφήσεις, οι οποίες καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, είναι διαθέσιμες σήμερα σε CD και ψηφιακές λήψεις.
Σε ηλικία 22 ετών ο Ενρίκο έκανε την πρώτη του εμφάνιση ( 15 Μαρτίου 1895 ) στο Teatro Nuovo στη Νάπολη. Το έργο με το οποίο εμφανίστηκε ήταν η πλέον ξεχασμένη όπερα «L’Amico Francesco» του ερασιτέχνη συνθέτη Ντομένικο Μορέλλι (Domenico Morelli). Ακολουθεί μια σειρά από εμφανίσεις σε περιφερειακά λυρικά θέατρα, ενώ παράλληλα διδάσκεται από τον Βιντσέντσο Λομπάρντι (Vincenzo Lombardi), που βελτίωσε τις ψηλές νότες του και εξευγένισε το στυλ του. Άλλοι διακεκριμένοι ναπολιτάνοι τραγουδιστές διδάσκονται από τον Λομπάρντι κατά την ίδια περίοδο: Οι βαθύφωνοι Αντόνιο Σκόττι (Antonio Scotti) και Πασκουάλε Αμάτο (Pasquale Amato), με τους οποίους ο Καρούζο αργότερα θα συναντηθεί στη Μετροπόλιταν Όπερα, και ο τενόρος Φερνάντο Ντε Λουτσία (Fernando De Lucia), ο οποίος θα εμφανιστεί επίσης στη Μετροπόλιταν Όπερα και αργότερα να τραγουδήσει στην κηδεία του Ενρίκο.
Κατά τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, ο Καρούζο ερμηνεύει ρόλους σε λυρικά θέατρα σε όλη την Ιταλία μέχρι το 1900, οπότε και έλαβε συμβόλαιο για να τραγουδήσει στη Σκάλα του Μιλάνου (La Scala), το κορυφαίο λυρικό θέατρο της χώρας. Το ντεμπούτο του στη Σκάλα πραγματοποιήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στον ρόλο του του Rodolfo στην όπερα La Bohème (Μποέμ) του Τζιάκομο Πουτσίνι με διευθυντή τον Αρτούρο Τοσκανίνι.
Η διεθνής αναγνώριση ήλθε την άνοιξη του 1902 όταν τραγούδησε στο Μόντε Κάρλο «Λα Μποέμ» και στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου «Ριγκολέτο» του Τζουζέπε Βέρντι. Στην Αμερική πρωτοεμφανίστηκε με τον «Ριγκολέτο» στην εναρκτήρια βραδιά της Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης στις 23 Νοεμβρίου 1903 και από τότε άνοιγε όλες τις καλλιτεχνικές περιόδους της για τα επόμενα 17 χρόνια, παρουσιάζοντας συνολικά 36 ρόλους. Η 607η και τελευταία εμφάνισή του με τη Μετροπόλιταν Όπερα ήταν στο ρόλο του Ελιάζαρ στο έργο του Φρομεντάλ Αλεβί «Η Εβραία», στις 24 Δεκεμβρίου 1920).
Ο Ενρίκο Καρούζο δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον ταλάνιζαν και πέθανε στη Νάπολη στις 2 Αυγούστου 1921, σε ηλικία 48 ετών.