Γεννημένος το 1943 στη Λουιζιάνα, ποτισμένος από την υγρασία, τον μυστικισμό και την αρχέγονη ενέργεια των βάλτων της περιοχής, και ακούγοντας τον Lightning Hopkins με το ιδιαίτερο soul boogie blues παίξιμό του, τον Elvis με την ανυπέρβλητη ερμηνεία, την rock ‘n roll ενέργεια και τον αισθησιασμό του, αρχίζει να κτίζει στο μυαλό του το είδος της μουσικής που θα γίνει συνώνυμο με το όνομά του, το Swamp Rock. Tο τελευταίο συστατικό στη συνταγή του, προέρχεται από την Bobby Gentry, με το μυθικό “Ode to Billie Joe”. Η country και ο αριστουργηματικός τρόπος αφήγησης της Gentry, που μεταμορφώνει μια απλή ιστορία σε ποίημα, συμπληρώνουν τα στοιχεία με τα οποία ο Τony Joe θα μπει στο πάνθεον των μεγάλων συνθετών-δημιουργών-ερμηνευτών της αμερικάνικης σκηνής.
Το 1967 υπογράφει συμβόλαιο με την Monument Records στο Νάσβιλ του Τενεσί και το 1969 κυκλοφορεί το πρώτο του άλμπουμ “Black & White “, ένα πραγματικό διαμάντι. Oι επιρροές που προαναφέραμε είναι εμφανείς και ο ήχος του μοναδικός, όπως άλλωστε σε όλους τους μεγάλους καλλιτέχνες. Στο άλμπουμ δεν υπάρχουν αδύνατα σημεία, ωστόσο ξεχωρίζουν 3 τραγούδια, το “Polk Salad Annie” το οποίο ο Elvis βγάζει από τα αμερικάνικα σύνορα και το κάνει γνωστό παγκοσμίως, το Raining night in Georgia το οποίο απογειώνει ο Brook Benton και στην πορεία γίνεται ένα από τα πλέον τραγουδισμένα standard, και το “Laura Mae Jones”, το οποίο επιλέγει η Dusty Springfield για το αξεπέραστο άλμπουμ της, Dusty in Memphis. Δεν μου έρχεται πραγματικά στη μνήμη άλλο άλμπουμ πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη, που να έδωσε τόση τροφή σε τόσους και τόσο μεγάλους τραγουδιστές. Εμφανείς είναι και οι επιρροές του άλμπουμ σε κατοπινούς καλλιτέχνες από τον JJ Cale έως τους White Stripes. Ειδικά για τους δεύτερους, αρκεί να ακούσετε το Stockholm Blues και το πως μια κιθάρα και μια ντραμς μπορούν να έχουν τόσο μεγάλο και γεμάτο ήχο!!!
Στην Monument ακολουθούν άλλα δύο εξαιρετικά άλμπουμ στο ίδιο ύφος το “… continued “ και το ”Tony Joe”. To 1971 υπογράφει συμβόλαιο με τη Warner και κυκλοφορεί το “Tony Joe” ένα μίγμα rock, boogie με έντονες soul νότες, που δίνει η αριστοτεχνική χρήση των χάλκινων – άλλο ένα διαμάντι.
Το 1972 κυκλοφορεί το “The train Ι’m on”. Εδώ το εξώφυλλο μιλάει από μόνο του, τα όργανα λιγοστεύουν, τα τοπία που βλέπεις μέσα από το τρένο αλλάζουν ομαλά και ήσυχα και αυξάνει η ανάγκη να διαλογιστείς και να τα βρεις με τον εαυτό σου στην μοναξιά που σου παρέχει το τρένο. Απλά υπέροχο!!!
Το 1973 κυκλοφορεί το “Homemade ice cream”. Η αποθέωση της απλότητας και της καλής μπαλάντας μέσα από μια έντονα blues διάθεση. Η βαθιά αισθησιακή υγρή φωνή του Tony Joe White απογειώνει τους στίχους και τη σύνθεση. Το άλμπουμ αντικατοπτρίζει την ψυχή της Αμερικής μακριά από τη νεύρωση των μεγάλων πόλεων. Μια χλιαρή αδιάφορη εικόνα για τους ανθρώπους των πόλεων, αλλά μια ουσιαστική πρακτική κοινωνικοποίησης και διασκέδασης των κατοίκων μιας μικρής πόλης. Όλα αυτά βγαίνουν μέσα από το “Saturday night in Oak Grove Louisiana”, γενέτειρα του καλλιτέχνη. Ο ΤJW καταφέρνει να μας ταξιδέψει μέσα από τη μουσική του στο μεγαλείο και την απεραντοσύνη των μεγάλων πεδιάδων, που απειλούνται με συρρίκνωση από την αστικοποίηση και την εκβιομηχάνιση, γεγονός που στηλιτεύεται με το οικολογικά ευαίσθητο “O l Mother Earth”. To ταξίδι συνεχίζει μέσα από την υγρασία τον μυστικισμό και την ομίχλη των bayou (βάλτων), την ησυχία και την ομορφιά των μικρών επαρχιακών πόλεων, τη ζεστή ατμόσφαιρα και ιδιαιτερότητα του Νότου, που εκφράζεται μέσα από το Backwoods Preacher Man. Μυρίζεις τον ιδρώτα των ανθρώπων που δουλεύουν τη γη, συμπάσχεις με την αγωνία των μη προνομιούχων να επιβιώσουν, να χαρούν τη ζωή και το όνειρο κάποιων να ζήσουν τη λάμψη και τον πλούτο της Δυτικής Ακτής στο “California on my mind¨. Όλα αυτά δυστυχώς το ‘73 δεν βρίσκουν κοινό και οι γρήγοροι ρυθμοί ζωής και ο πλουτισμός αποτελούν πρότυπο για τους νέους. Οι απλοί αργοί ρυθμοί της επαρχίας δεν συγκινούν και οι οικολογικές ανησυχίες δεν αφορούν ακόμη τον μέσο Αμερικάνο. Το “Homemade icecream” θα ήταν απόλυτα συμβατό και επίκαιρο σήμερα, αλλά στην εποχή του, αν και σπουδαίο, δεν έτυχε μεγάλης αποδοχής και εμπορικά ατύχησε. Έτσι λύνεται και το συμβόλαιο με τη μεγάλη Warner.
Ο Tony Joe White προσπάθησε να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις ρίχνοντας το βάρος στο rnb, χωρίς να απεμπολήσει όμως το blues-rock πυρήνα της μουσικής του και το 1976 παρουσιάζει το Eyes στην 20th Century δίνοντας μια λευκή εκδοχή αισθησιασμού του Barry White, με έντονες blues -rock νότες, ένα αξιοθαύμαστο fusion που απορρίφθηκε όμως και από τις δύο πλευρές που πήγε να ενώσει.
Θα μπορούσα να γράψω άπειρες σελίδες γι’ αυτόν τον τεράστιο, low profile καλλιτέχνη ο οποίος μέχρι και το θάνατό του, το 2018, συνέχισε να μας δίνει εξαίσια άλμπουμ αλλάζοντας συνέχεια εταιρείες. Γι’ αυτό το λόγο, αλλά και για λόγους οικονομίας στο περιοδικό, θα τον εγκαταλείψουμε στην Warner. Αν θέλετε να τον συμπεριλάβετε στην δισκοθήκη σας και δεν το έχετε ήδη κάνει, σας προτείνω ανεπιφύλακτα τις δυο επανεκδόσεις της Analogue Productions, το “Black & White (AAPP129)” και το “Homemade ice cream (AAPP 2708-45)”. Όσον αφορά την ποιότητα είναι η κορυφαία που μας έχει συνηθίσει η Analogue Productions. Oι original εκδόσεις της Warner έχουν εξαιρετικό ήχο και η τιμή τους δεν είναι απαγορευτική. Στα 3 πρώτα άλμπουμ της Monument μια πολύ ωραία λύση είναι οι αγγλικές κόπιες του ‘70, πολύ καλύτερες ηχητικά και πολύ φθηνότερες από τις original αμερικάνικες. Τέλος αν και πρόσφατα καταργημένες, εξαιρετικές είναι οι κόπιες της Simply Vinyl._YB
Το άρθρο είναι του Τάσου Συρίγου και είναι δημοσιευμένο στο έβδομο τεύχος του YELLOWBOX.