Ο Ρόρι Γκάλαχερ (Rory Gallagher), γεννήθηκε στις 2 Μαρτίου 1948 στην Ιρλανδία και πέθανε στις 14 Ιουνίου 1995 στο Λονδίνο. Ήταν συνθέτης , κιθαρίστας και τραγουδιστής της μπλουζ και της ροκ μουσικής. Θεωρείται ένας απ’ τους σπουδαιότερους κιθαρίστες του electric μπλουζ.
Μεγάλωσε στην Κομητεία Κορκ. Περίπου στην ηλικία των εννέα ετών, παρακολούθησε τον Έλβις Πρίσλεϋ σε τηλεοπτική του εμφάνιση και έκτοτε αποφάσισε ν’ ασχοληθεί με την κιθάρα, μελετώντας μόνος του. Όταν ήταν δώδεκα ετών, κέρδισε σ’ ένα διαγωνισμό την πρώτη του ηλεκτρική κιθάρα. Έφηβος ακόμα, άρχισε να παίζει διασκευές σε επιτυχίες της εποχής και να εμφανίζεται με το πρώτο του συγκρότημα, τους Fontana Showband, ως support act. Στα δεκαέξι του, σχημάτισε το δικό του μπλουζ συγκρότημα, τους Impact, με τους οποίους έπαιξε στη Γερμανία και την Ισπανία το 1965-1966. Σ΄αυτές τις περιοδείες, ανάμεσα στον εξοπλισμό του, διέθετε και τη “Battered Strat”, τη Stratocaster που θα τον συντρόφευε σε όλη την υπόλοιπη καριέρα του, την οποία αγόρασε σε κάποιο κατάστημα στο Κορκ το 1961. Η κιθάρα λέγεται ότι ήταν η πρώτη του είδους της στην Ιρλανδία. Την είχε παραγγείλει κάποιος άλλος μουσικός,ο οποίος άλλαξε γνώμη καθώς δεν του άρεσε το χρώμα. Έτσι, η κιθάρα κατέληξε στα χέρια του Γκάλαχερ για εκατό λίρες.

Η Battered Strat του 1961.
Πριν κλείσει τα είκοσί του χρόνια, έγινε παγκόσμια γνωστός με τους Taste, συγκρότημα που σχηματίστηκε το 1966 από τον ίδιο και τους Τζον Γουίλσον και Ρότσαρντ ΜακΚράκεν. Κυκλοφόρησαν δύο δίσκους, τους “Taste” και “On the Boards” και δύο ζωντανά άλμπουμ, τα “Live at Montreux” και “Live at the Isle of Wight“. Εμφανίστηκαν σε μερικά από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά φεστιβάλ της εποχής, ενώ περιόδευσαν και στην Αμερική.
Οι Taste διαλύθηκαν το 1970 και ο Γκάλαχερ ξεκίνησε την προσωπική του καριέρα μαζί με άλλους μουσικούς, όπως ο μπασίστας Τζέρι ΜακΑβόι, με τον οποίο θα συνεργαζόταν για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του, και ο ντράμερ Γουίλγκαρ Κάμπελ. Το 1971, κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό του δίσκο, που έφερε ως τίτλο τ’ όνομά του. Το άλμπουμ έφτασε στο top 40 των βρετανικών τσαρτ, ενώ παράλληλα ο Γκάλαχερ άρχισε να περιοδεύει στην Ευρώπη και την Αμερική, συναυλιακή δραστηριότητα που θα εξακολουθούσε έως το τέλος της ζωής του. Η κυκλοφορία με τις ηχογραφήσεις από την ευρωπαϊκή περιοδεία του 1972, με τίτλο “Live in Europe” γνώρισε μεγάλη επιτυχία, όπως κι εκείνη στην Ιρλανδία του 1973-74, με τίτλο “Irish Tour ’74” και η οποία μεταφέρθηκε, με τον ίδιο τίτλο, σε κινηματογραφική ταινία από το σκηνοθέτη Τόνυ Πάλμερ. Το 1972, ο Γκάλαχερ συμμετείχε στην ηχογράφηση των “London Sessions” των Μάντι Γουότερς και Τζέρι Λι Λιούις. Ο Γουότερς τον κάλεσε ξανά σε συνεργασία το 1974, για τις ανάγκες της ηχογράφησης του δίσκου του “London Revisited“.
Στη συνέχεια ακολούθησε μια σειρά επιτυχημένων κυκλοφοριών. Το 1975 υπέγραψε συμβόλαιο με την Crhysalis Records, κυκλοφορώντας την αμέσως επόμενη χρονιά το “Calling Card“, ο οποίος θεωρείται ο κορυφαίος δίσκος του, σε παραγωγή του μπασίστα των Deep Purple, Ρότζερ Γκλόβερ.

Εισιτήριο της συναυλίας του Rory Gallagher στις 12 Σεπτεμβρίου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Ενώ ο Γκάλαχερ συνέχισε να εμφανίζεται ζωντανά σε όλο τον κόσμο, οι δισκογραφικές παρουσίες του έγιναν αραιότερες κατά τη δεκαετία του ’80. Στις 12 Σεπτεμβρίου του 1981 εμφανίστηκε στην Ελλάδα, στο γήπεδο της Νέας Φιλαδέλφειας. Η συναυλία, μια απ’ τις πρώτες εμφανίσεις ξένων καλλιτεχνών που συνέβησαν στη χώρα, είχε 40.000 θεατές και συνοδεύτηκε από σοβαρά επεισόδια, από τη Νέα Φιλαδέλφεια έως τον Περισσό, ανάμεσα στις αστυνομικές δυνάμεις και το πλήθος. Σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του Γκάλαχερ: “Ήμασταν βρεγμένοι, τα μάτια μας δάκρυζαν κι όλοι φοβηθήκαμε. Η συναυλία από μόνη της ήταν καταπληκτική. Αλλά ήταν επικίνδυνη. Απλά δεν ήθελα να πεθάνω σ ένα γήπεδο ποδοσφαίρου στην Ελλάδα, χωρίς να ξέρω καν τι συνέβαινε…“. Την επόμενη μέρα, ο Τύπος κυκλοφόρησε με πρωτοσέλιδα και τίτλους όπως “Κάηκε η Νέα Φιλαδέλφεια από τους ροκάδες“. Η συναυλία αργότερα κυκλοφόρησε σε παράνομη έκδοση (bootleg) με τον τίτλο “Live in Athens“.
Το 1985, ο Γκάλαχερ ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, “Capo records”, μέσω της οποίας κυκλοφόρησε δυο ακόμα δίσκους. Η υγεία του στα τέλη της δεκαετίας είχε αρχίσει να κλονίζεται, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει να εμφανίζεται ζωντανά, ακόμα και λίγο πριν το τέλος του. Η τελευταία του ζωντανή εμφάνιση έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1995, στο “Nighttown-Theatre”, στην Ολλανδία.
Από τη δεκαετία του 70 ακόμα ο Rory Gallagher ήταν εθισμένος στα συνταγογραφούμενα ηρεμιστικά. Υπήρχε η πεποίθηση πως πέθανε αποκλειστικά εξαιτίας του αλκοόλ, όμως το βιβλίο «Gallagher, Marriott, Derringer, Trower» του Αμερικανού συγγραφέα Dan Muise ήρθε να αμφισβητήσει όσα ξέραμε για το θάνατο του. O Muise υποστήριζε πως δεν ήταν το αλκοόλ η αιτία θανάτου του αλλά η φαρμακευτική αγωγή. Ο Gallagher εκείνη την εποχή ανέπτυξε πετοφοβία* για την αντιμετώπιση της οποίας οι γιατροί του συνέστησαν σκληρή φαρμακευτική αγωγή. Ανάμεσα στα φάρμακα που έπαιρνε ήταν ζάναξ, βάλιουμ και διάφορα αντικαταθλιπτικά. Σύμφωνα πάντα με το Muise, o συνδυασμός των φαρμάκων με το αλκοόλ αποδείχτηκε μοιραίος για το συκώτι του Rory. Ο tour manager του, Phil McDonell ισχυρίστηκε πως δεν υπήρχε περίπτωση ο Gallagher να πίνει με σκοπό να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις μιας συναυλίας. Η τελευταία σημαντική του εμφάνιση ήταν στο Cork Jazz Festival του 1993, καθώς και κάποιες μεμονωμένες συναυλίες στην Αυστραλία.
*Πετοφοβία: Συνδέεται με τα ταξίδια με αεροπλάνο. Οι πάσχοντες βιώνουν μεγάλο άγχος, που συνδέεται απλώς με την ιδέα ότι θα ταξιδέψουν με αεροπλάνο και ότι θα βρίσκονται μέσα σε αυτό για κάποιες ώρες.
Τον Απρίλιο, λόγω των χρόνιων προβλημάτων του με το αλκοόλ, υποβλήθηκε σε μεταμόσχευση ήπατος στο King’s Hospital του Λονδίνου. Έπειτα από επιπλοκές, κατέληξε στις 14 Ιουνίου του 1995. Η σορός του βρίσκεται στο κοιμητήριο Saint Oliver, στο Κορκ της Ιρλανδίας. Ο τάφος του κοσμείται από πέντε χρυσές ακτίνες, μια εκ των οποίων φέρει το ακριβές μήκος και τα τάστα της Fender του.