Στις 21 Ιουνίου 1948 η Columbia Records, εισάγει τον δίσκο βινυλίου LP (long play) ή δίσκο 33 στροφών, που είναι ένα είδος φωνογραφικού αποθηκευτικού υλικού, που χρησιμεύει ως μέσο αποθήκευσης και αναπαραγωγής αναλογικού ήχου. Η Columbia Records τοποθετεί κάθετα τη βελόνα στην πρώτη πλαστική στένωση που επιτυγχάνει στο κοχλιοειδές αυλάκι του φωνογραφικού δίσκου των 12” στις 33 1/3 rpm. To βινύλιο είναι κατασκευασμένο από PVC ή πολυβινυλοχλωρίδιο. Ο ήχος εγγράφεται στις αυλακώσεις του βινυλίου. Ενώ η εγγραφή περιστρέφεται, η βελόνα τρέχει κατά μήκος των αυλακώσεων και μεταδίδει τις πληροφορίες στην ηλεκτρομαγνητική κεφαλή.
Υιοθετήθηκε άμεσα ως νέο πρότυπο από το σύνολο της δισκογραφικής βιομηχανίας. Εκτός από σχετικά μικρές βελτιώσεις και την σημαντική μεταγενέστερη προσθήκη της ικανότητας αναπαραγωγής στερεοφωνικού ήχου, έχει παραμείνει ως πρότυπο, για δίσκους βινυλίου. Κατά την αναπαραγωγή του ο δίσκος LP περιστρέφεται με 33 στροφές/λεπτό (ακριβέστερα με 33⅓), εξού και η εναλλακτική ονομασία “δίσκος 33 στροφών”.
Η Columbia, το 1939, με τον υπεύθυνο μηχανικό Peter Carl Goldmark και την ομάδα του, προσπαθεί να εξελίξει τους δίσκους των 78 rpm σε δίσκους 33 1/3 rpm.
Μέχρι εκείνη την εποχή, οι εταιρείες ηχογραφήσεων, Columbia και RCA Victor, δεν κατάφεραν να προωθήσουν εμπορικά τον ήδη τεχνολογικά ολοκληρωμένο δίσκο 33 1/3 rpm, για διάφορους λόγους (η βιομηχανία δεν ήταν έτοιμη να προωθήσει μαζικά στην αγορά τα συστήματα αναπαραγωγής αυτών των δίσκων και οι οικονομικές συνθήκες της εποχής δεν ευνοούσαν τα εμπορικά ανοίγματα).
Η προσπάθεια της RCA Victor, με την έκδοση του πρώτου εμπορικά διαθέσιμου βινυλίου μακράς διαρκείας, το 1931, απέτυχε, λόγω της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.
Στα εργαστήρια της Columbia Broadcasting Systems (CBS) ο ερευνητής Peter Goldmark σε συνεργασία με τον Howard H.Scott, προσπαθούσαν να παρατείνουν το χρόνο αναπαραγωγής για περισσότερα από 20΄ της ώρας, ανά πλευρά του δίσκου και να συρρικνώσουν το κοχλιοειδές αυλάκι του βινυλίου σε μέγεθος χιλιοστού. Πράγμα που τελικά κατάφεραν, ανοίγοντας το δρόμο που οδηγεί μέχρι και σήμερα τον κόσμο του βινυλίου.
Η Columbia Records παρουσίασε το πρώτο LP σε συνέντευξη τύπου στο Waldorf Astoria στις 18 Ιουνίου 1948, σε δύο μορφές: 10 ίντσες (25 εκατοστά) σε διάμετρο, που ταιριάζει με αυτό των 78 στροφών ανά λεπτό , και 12 ίντσες (30 εκατοστά) σε διάμετρο. Η αρχική κυκλοφορία 133 ηχογραφήσεων ήταν: 85 κλασικά LP 12 ιντσών (ML 4001 έως 4085), 26 κλασικά 10 ιντσών (ML 2001 έως 2026), δεκαοκτώ δημοφιλή 10 ιντσών (CL 6001 έως 6018) και τέσσερα juvenile records(νεανικές εγγραφές) 10 ιντσών (JL 8001 έως 8004).
Μπαίνει πλέον, το χρώμα στις ετικέτες, με το οποίο προσδιορίζεται το μουσικό είδος των εκδόσεων.
Η έκδοση με την μπλε ετικέτα είναι η πρώτη έκδοση. Η μουσική νότα και το μικρόφωνο στο λογότυπο, κάτω αριστερά, είναι το αναγνωριστικό για έναν δίσκο κλασικού ρεπερτορίου ηχογραφημένο μεταξύ 1948 και 1949.
Για τις Pop ηχογραφήσεις η Columbia χρησιμοποίησε μια παρόμοια ετικέτα, σε κόκκινο χρώμα.
Το πράσινο χρώμα χρησιμοποιήθηκε σε ετικέτες για εκδόσεις ηχογραφημένων παραστάσεων από το Broadway.
Ο πρώτος δίσκος 33 1/3 rpm, ήταν από την Columbia ML4001: Mendelssohn, Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα σε Μι ελάσσονα (Ε minor) op.64, με τον Nathan Milstein Βιολί και Διευθυντή της Φιλαρμονικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης, τον Bruno Walter. Ηχογραφήθηκε στις 16 Μαΐου 1945, στο Carnegie Hall της Νέας Υόρκης .
– Αρχική έκδοση 78 στροφών: Set M-577 (mx XCO 34739 – XCO 34708).
– Αρχική έκδοση LP: ML 4001. Υπεύθυνος παραγωγής: Goddard Lieberson
Αρχικά κυκλοφόρησε το 1945 σε μονοφωνική εγγραφή (Mono), «Bruno Walter Edition», SMK 64459.
Η έκδοση ML4001 ηχογραφήθηκε απ’ ευθείας σε Lacquer disc* 16 ´´ διότι, οι πρώτες μαγνητικές ταινίες ήχου για mastering, χρησιμοποιήθηκαν από το 1949 και μετά.
*Lacquer technology : Cutting into lacquers, είναι μια παλαιότερη μέθοδος κοπής για δίσκους βινυλίου, αλλά εξακολουθεί να έχει πολλούς υποστηρικτές και θαυμαστές. Αυτή η αναλογική τεχνική mastering είναι ευρέως αποδεκτή και χρησιμοποιείται χάρη στο μεγαλύτερο αριθμό διαθέσιμων τόρνων κοπής βερνικιού.
Τα πλεονεκτήματα της “κοπής βερνικιού” με παχύτερο στρώμα λάκας επιτρέπει:
α) μεγαλύτερα κατακόρυφα πλάτη που μπορούν να μεταφέρουν περισσότερα σήματα χαμηλής συχνότητας εκτός φάσης (π.χ. μια μπασοκιθάρα ή ένα χτύπημα στο τύμπανο που ¨βγαίνει” μόνο σε ένα κανάλι), αλλά με υψηλότερο κίνδυνο εσφαλμένης παρακολούθησης
β) ευρύτερες και βαθύτερες αυλακώσεις, που είναι πιο ανεκτικές για τα περισσότερα είδη επιφανειακών ζημιών και προσφέρουν λίγο υψηλότερη αντίσταση για “κακώς βαθμονομημένα πικάπ”. Με πολύ φαρδύ και βαθύ αυλάκι, μπορούν να προκύψουν πολλά προβλήματα με αποτέλεσμα υψηλότερο θόρυβο και περισσότερες κραυγές.
Το μαλακότερο βερνίκι επιτρέπει πολύ υψηλά επίπεδα κοπής με αποτέλεσμα πολύ δυνατές εγγραφές, αλλά με κίνδυνο διαφόρων στρεβλώσεων και εσφαλμένης ρίθμυσης σε ορισμένα πικάπ.
Το Lacquer mastering είναι πιο κατάλληλο για δυνατές και μικρότερες ηχογραφήσεις και ενδείκνυται, κυρίως, για δίσκους DJ, dance εκτελέσεις και scratching.
Πηγή : en.wikipedia.org.