Είναι πάρα πολλά τα τζαζ live που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας τα τελευταία 70 χρόνια, κάποια από τα οποία θα τα αποκαλούσαμε έως και θρυλικά.
Στο πρώτο μέρος αυτού του αφιερώματος, στο προηγούμενο τεύχος, γράψαμε για πέντε jazz live από τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, που αφορούσαν τους Dizzy Gillespie, Louis Armstrong, Red Nichols & His Five Pennies, Frank Sinatra και Stan Getz. Τώρα θα γράψουμε για άλλα πέντε, από τις επόμενες δεκαετίες…

Ella Fitzgerlad
ELLA FITZGERALD Αθήνα, Θέατρο Λυκαβηττού 16-17 Ιουλίου 1979
Πληρώνοντας κάποιος 500 δραχμές (υπήρχαν εισιτήρια και με 300, 200, όπως και λίγα φοιτητικά με 100 δραχμές) θα μπορούσε να δει και ν’ ακούσει το καλοκαίρι του 1979, στον Λυκαβηττό, μια μεγάλη φωνή της τζαζ, την Ella Fitzgerlad (1917-1996).
Όπως διαβάζουμε στο περιοδικό «Μουσική», τεύχος #21, Αύγουστος 1979:
«Σ’ ένα Λυκαβηττό πλημμυρισμένο από ένα ακροατήριο κάθε ηλικίας και με τους γύρω βράχους και τα “καραούλια” γεμάτα από νέους που δεν βρήκαν εισιτήριο ή δεν μπόρεσαν ν’ αγοράσουν (ήταν το ακριβότερο φέτος) η μεγάλη βοκαλίστα της τζαζ Έλλα Φιτζέραλντ δικαίωσε τη φήμη της στις δυο συναυλίες που έδωσε στην Αθήνα.
Από τις εφτά το απόγευμα πλήθος κόσμου περίμενε ν’ ανοίξουν οι πόρτες. Στο πάρκιν του Λυκαβηττού αδιαχώρητο. Στις οχτώ στρίμωγμα και κατάληψη των πλαστικών καθισμάτων του θεάτρου.(…)
Πρώτη γνωριμία με τον ήχο των τριών τζάζμεν με τα σμόκιν. Περασμένες εννιά εμφανίζεται το τρίο Paul Smith πιάνο, Keter Betts μπάσο, Mickey Rocker ντραμς (σ.σ. το σχήμα που άνοιξε τη συναυλία). Σωστό δέσιμο και επίδειξη δεξιοτεχνίας. Η ηχητική εγκατάσταση πολύ σωστή, υπόσχεται άψογη ακρόαση.(…) Ένα ακόμη κομμάτι από το τρίο και το session κλείνει μέσα σε μια θύελλα χειροκροτημάτων για ν’ ακολουθήσει μια δεύτερη μετά το διάλειμμα, πιο ζωηρή με την εμφάνιση της Έλλα.
Η μεγάλη τραγουδίστρια της τζαζ συγκινημένη, με χοντρά γυαλιά μυωπίας, φρακαρισμένη μέσα στο λαμέ φόρεμά της πιάνει το μικρόφωνο. “Satin doll”, “Misty”, “Dream dancing”, “(If you can’t sing it) you’ll have to swing it (Mr. Paganini)”, “St. Louis Blues”… με μια φωνή που δεν την έχει αγγίξει ο χρόνος.
Τραγούδια επιτυχίες της μεταπολεμικής τζαζ ακούγονται αναλλοίωτα τριάντα χρόνια μετά την πρώτη φορά τους(…)».
Τα χρόνια, όμως, είχαν περάσει κι έτσι υπήρχαν κι άλλες απόψεις. Υπήρχαν πλέον διαφορετικές απαιτήσεις από ένα jazz live. Μία από εκείνες τις «άλλες» απόψεις είχε εκφράσει ο Γιώργος Μπαράκος (από το περίφημο, εκείνα τα χρόνια, Jazz Club στην Πλάκα). Από το ίδιο τεύχος της «Μουσικής»:
«Το γεγονός της εμφανίσεως της Έλλα Φιτζέραλντ, για δύο παραστάσεις στο θέατρο του Λυκαβηττού, κατόπιν πρωτοβουλίας του ΕΟΤ, ήταν κάτι το αναπάντεχο για τους φίλους της τζαζ, μια που παρόμοια κίνηση είχε να συμβεί από το καλοκαίρι του 1967, όταν είχε εμφανισθεί ο Σταν Γκετζ με το τρίο του.(…)
Η μουσική που τραγούδησε η Φιτζέραλντ μπορεί να ενθουσίασε το σικ αθηναϊκό κοινό, με την μπριόζικη ατμόσφαιρά της, πλην όμως δεν παύει να είναι μια μουσική ρουτίνα που επαναλαμβάνεται 30 χρόνια, λόγω της εμπορικής της επιτυχίας, που οφείλεται αφ’ ενός μεν στο πολύτιμο μέταλλο της φωνής της, αφ’ ετέρου δε στον πανέξυπνο ιμπρεσάριο Νόρμαν Γκραντζ, που από το 1951 την μανατζάρει.
Ο Γκραντζ κατόρθωσε να ξεπεράσει το στενό κύκλωμα της τζαζ και να πλασάρει την Φιτζέραλντ με επιτυχία στο πλατύτερο κοινό της popular μουσικής, καθώς και στο κοινό της κλασικής, ώστε ακόμη και σήμερα, στα 61 της χρόνια, η τραγουδίστρια να είναι ένα χρυσωρυχείο πλούσιο σε κοιτάσματα – αν λάβουμε υπ’ όψιν το εξωφρενικό ποσό των 2 εκατομμυρίων που έλαβε σαν αμοιβή από τον ΕΟΤ.(…)».

Keith Jarrett. Aφίσα του Δημήτρη Θ.-Αρβανίτη
KEITH JARRETT Αθήνα, Θέατρο Λυκαβηττού 29 Ιουνίου 1983
Το live του Keith Jarrett, τον Ιούνιο του 1983 στον Λυκαβηττό (στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών), θα έμπαινε σε μια τέτοια λίστα ιστορικών τζαζ συναυλιών στην Ελλάδα για δύο τουλάχιστον λόγους. Πρώτον, γιατί ήταν η παρθενική εμφάνιση του πρωτοπόρου πιανίστα της σύγχρονης τζαζ στην χώρα μας και δεύτερον, γιατί η αφίσα της συγκεκριμένης συναυλίας είχε σχεδιαστεί εκπληκτικά από τον Δημήτρη Θ. Αρβανίτη. Επρόκειτο, απλώς, για ένα έργο Τέχνης.
Οι συναυλίες του Keith Jarrett ήταν πάντα ένα θρίλερ, καθώς κανείς δεν ήξερε αν θα διακοπούν, για ποιο λόγο θα συνέβαινε αυτό και πώς ακριβώς θα τελείωναν – κάτι που, τέλος πάντων, ήταν ήδη γνωστό από εκείνη την εποχή.
Ο θόρυβος ήταν πάντοτε ένας παράγοντας, που δυναμίτιζε τις παραστάσεις του μεγάλου αμερικανού μουσικού – και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Keith Jarrett απαιτούσε από διοργανωτές και κοινό να του εξασφαλίσουν την απόλυτη ησυχία.
Αν παρ’ ελπίδα κάποιοι θεατές της συναυλίας θορυβούσαν, ο Jarrett θα μπορούσε να εγκαταλείψει το πιάνο του, αφήνοντας εμβρόντητο το κοινό του.
Γι’ αυτό τον λόγο οι διοργανωτές ασχολούνταν όχι μόνο με τους θορύβους εντός του χώρου της συναυλίας, αλλά και έξω απ’ αυτόν, στους γύρω-γύρω δρόμους και τα πάρκα.
Τα εισιτήρια της συναυλίας του Keith Jarrett στον Λυκαβηττό είχαν όλα προπωληθεί, ενώ η πόρτα θα έκλεινε ακριβώς στις 9:15 το βράδυ, για τους καθυστερημένους.
Δεν ξέρουμε τι απέγινε τελικά σ’ εκείνη τη συναυλία, όμως λίγα χρόνια αργότερα στην Πάτρα (20 Ιουνίου 1988), σε ένα άλλο live του Keith Jarrett, συνέβησαν τα… αναμενόμενα.
Οι δρόμοι γύρω από το Ρωμαϊκό Ωδείο της Πόλης ήταν εγκαίρως αποκλεισμένοι από την τροχαία και τα πάντα έδειχναν πως θα είχαμε ένα ήσυχο βράδυ – είχαμε, όμως. γελαστεί οικτρά.
Κανείς δεν είχε υπολογίσει το ρολόι του Παντοκράτορα (μιας γειτονικής εκκλησίας, που έγινε κάποτε και τραγούδι από τον Νίκο Ξυδάκη… «Στην Πάτρα ο Παντοκράτορας» κτλ.), το οποίο κάποια στιγμή άρχισε να χτυπά επαναληπτικά. Φυσικά τα χτυπήματα αποσυντόνισαν τον Keith Jarrett, που σταμάτησε να παίζει, απειλώντας πως θα διακόψει το κοντσέρτο – κάτι που δεν συνέβη τελικά. Φιμώθηκε το ρολόι (δεν ξαναχτύπησε) και το live συνεχίστηκε…

Sun Ra: Φωτογραφία Χρήστος Κοψαχείλης
SUN RA ARKESTRA Αθήνα, Θέατρο Ορφέας 27 Φεβρουαρίου 1984
Η συναυλία του μύστη Sun Ra (1914-1993) στον Ορφέα, τον Φλεβάρη του 1984, έχει περάσει προ πολλού στη σφαίρα του θρύλου. Και όχι μόνο στην Ελλάδα, μα και στο εξωτερικό, αν κρίνουμε από την παγκόσμια ζήτηση των τριών (ελληνικών) LP, που τυπώθηκαν λίγο αργότερα από την εταιρεία Praxis του Κώστα Γιαννουλόπουλου, όπως και από τις κατά καιρούς επανεκδόσεις που έχουν συμβεί (σε βινύλιο και CD) τα μετέπειτα χρόνια.
Καλεσμένος στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Praxis ’84, ο Sun Ra με την Arkestra ερμήνευσαν απίστευτο υλικό – ή μάλλον ερμήνευσαν γνωστό υλικό με απίστευτο τρόπο.
Όλη η ιστορία της αμερικανικής μουσικής πέρασε εκείνο το βράδυ μπροστά από τα μάτια και τ’ αυτιά, όσων επεδίωξαν να βρεθούν στον Ορφέα, καθώς ο Βασιλιάς Ήλιος, σε μεγάλη φόρμα, έπαιξε τα πάντα με ανεπανάληπτο τρόπο.
“Space is the place”, “Next stop Mars”, “Discipline 27-II / Children of the sun”… και ακόμη “Mack the Knife” (Weill-Brecht), “Somewhere over the rainbow” (Harold Arlen), “Days of wine and roses” (Henry Mancini) και λοιπά και λοιπά…
Μεγάλοι, επίσης, μουσικοί, θα στέκονταν δίπλα του στην μπάντα συνοδείας. Εκτός από τον Sun Ra σε πιάνο, όργανο, σύνθια, φωνή στο πάλκο και οι Marshall Allen άλτο σαξόφωνο, διάφορα άλλα πνευστά, John Gilmore τενόρο σαξόφωνο κ.λπ., Ronnie Brown τρομπέτα, Danny Ray Thompson σαξόφωνα, Salah Ragab κρουστά…
MILES DAVIS Αθήνα, Θέατρο Λυκαβηττού, 1-2 Ιουλίου 1985
Οι πρώτες ιστορικές εμφανίσεις του θρύλου Miles Davis (1926-1991) στην Ελλάδα, έγιναν στις αρχές του Ιουλίου 1985 στο Λυκαβηττό.
Εκείνη την εποχή το jazz-fusion του Miles Davis μπορεί να μην ήταν στην καλύτερη στιγμή του, όμως στη σκηνή δεν υπήρχε περίπτωση το πράγμα να χαλαρώσει. Απεναντίας, εξακοντιζόταν στο άπειρο!
Η μπάντα ήταν σπουδαία, με πρώτο και καλύτερο τον κιθαρίστα John Scofield, ενώ και οι υπόλοιποι μουσικοί, – ήταν εκείνοι με τους οποίους εμφανίστηκε λίγες μέρες αργότερα στο Montreux- ήταν, το ίδιο, υπεράνω κριτικής (Bob Berg σαξόφωνα, πλήκτρα, Robert Irving III πλήκτρα, Darryl Jones μπάσο, Vincent Wilburn Jr. ντραμς, Steve Thornton κρουστά).
Το πυρωμένο funk έρρεε απρόσκοπτα και o Κωνσταντίνος Τζούμας, που εκείνη την εποχή συνεργαζόταν με τον Κώστα Βουτσά στις «Θεσμοφοριάζουσες» (σκην. Γιώργος Μεσσάλας), θυμάται ένα ευτράπελο περιστατικό, που σχετίζεται με τη συναυλία, στο βιβλίο του «Πανωλεθρίαμβος» [Καστανιώτης, 2010]. Γράφει ο Κ. Τζούμας:
Όταν οι πρόβες σφίγγουν κι αρχίζω να έχω μια ιδέα της παράστασής μας, μου θυμίζει κάτι από Μουζενίδη, Σολoμό, αλλά αυτό δεν με απασχολεί τόσο, όσο το γεγονός της συναυλίας του Μάιλς Νταίηβις στον Λυκαβηττό, το βράδυ που έχουμε γενική πρόβα όλος ο θίασος, σε ένα χώρο κοντά στην Πατησίων…
Πάω στην πρόβα σκοτισμένος, ο Βουτσάς σαν να με περιμένει.
«Άκου να δεις», με παίρνει κατά μέρος, «απόψε έχουμε Μάιλς Νταίηβις, δεν είναι να το χάνουμε αυτό…».
«Ακούς Μάιλς;».
«Έχω όλους τους δίσκους του, είναι πολύ μεγάλος, δε συζητάμε αυτό, θα κανονίσω να φύγουμε απ’ την πρόβα, άσ’ το πάνω μου».
Ο σκηνοθέτης μας καλεί όλους.
«Γιώργο, προτείνω να περάσουμε όλο το έργο μία κι έξω απ’ την αρχή και μετά δουλεύεις εσύ με το χορό επιμέρους κομμάτια, γιατί εγώ με τον Αγάθωνα από δω (σ.σ. ο Τζούμας υποδυόταν τον ποιητή Αγάθωνα) έχουμε να πάμε κάπου, οπότε πάμε πρόβα να μη χάνουμε χρόνο», ρίχνει αδιαπραγμάτευτα ο Βουτσάς.
Αυτό ήταν.
Έχουμε μπλοκαριστεί απ’ το μποτιλιάρισμα του περιφερειακού, αλλά όταν οι αστυνομικοί βλέπουν τον Βουτσά στο βολάν της Μερσεντές του, μας καλησπερίζουν και μας ανοίγουν δρόμο μέχρι πάνω. Παρκάρουμε έξω απ’ την είσοδο του θεάτρου. Χωνόμαστε στη λαοθάλασσα, που τη διαπερνάει η αύρα της μυσταγωγίας, με την μπάντα να εκπέμπει απίστευτη έλξη απ’ τον μοναδικό ήχο του Μάιλς, που με τη χρυσή κορνέτα και το μαύρο μουαρέ ταφταδένιο τζάκετ με τους χρυσοκεντημένους δράκους, κοντό σαν ταυρομάχου, πάνω απ’ το χυτό αραβικό παντελόνι και τα θαμπά χρυσαφιά οριενταλίστικα πασούμια, είναι μαγικός.
Έχουμε μείνει όρθια αγάλματα με τον Κώστα, εκεί μπροστά, στο έμπα της σκηνής, ανάμεσα στα παραδομένα πρόσωπα και στις ανήσυχες φλιπαρισμένες μούρες, ειδικά του διπλανού μας, που θυμίζει τον κουφιοκεφαλάκη Σωτηράκη απ’ το PICCOLO.
«Α, ρε, να ’χα την κορνέτα του», αναστενάζει.
«Γιατί, ξέρεις να παίζεις;»
«Όχι, αλλά απ’ τα χείλη του», συνεχίζει εκστατικός.
«Παιδί μου, ψώνιο είσαι; Αφού δεν ξέρεις, τι να το κάνεις το όργανο; Δε λες να σου πετάξει το τζάκετ του, να το φορέσεις, να κάνεις φιγούρα σε καμιά γκόμενα καλύτερα».
Κουνάει το κεφάλι του αχνά.
«Δίκιο έχεις».
Ο Κώστας γελάει.
«Τον ξέρεις;».
«Όχι, τώρα μιλήσαμε».
«Αχαχαχά, είσαι απίθανος».

Esbjorn Svensson Trio
ESBJÖRN SVENSSON TRIO (e.s.t.) Αθήνα, Θέατρο Παλλάς 11 Δεκεμβρίου 2006
Το σουηδικό Esbjörn Svensson Trio (Esbjörn Svensson πιάνο, Dan Berglund κοντραμπάσο, Magnus Öström ντραμς) υπήρξε ένα από τα κορυφαία σχήματα της σύγχρονης τζαζ.
Δυστυχώς ο πρόωρος χαμός του πιανίστα E. Svensson (1964-2008) σε καταδυτικό δυστύχημα έδωσε άδοξο «τέλος» σ’ αυτό το γκρουπ, που πρόλαβε να προσφέρει πολλά και που θα προσέφερε –είναι σίγουρο αυτό– ακόμη περισσότερα.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε πως το Esbjörn Svensson Trio έφτιαξε «σχολή» ευρωπαϊκής τζαζ, με τις εγγραφές του να θεωρούνται ήδη κλασικές, επηρεάζοντας δεκάδες καινούρια συγκροτήματα (και όχι μόνο στον τζαζ χώρο).
Αυτό το γκρουπ, στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του, είχαμε την ευκαιρία να το δούμε στην Αθήνα, σε μια συναυλία που είχαν διοργανώσει το περιοδικό «Jazz & Τζαζ» και η A&N Music Company, τον Δεκέμβριο του 2006, στο προσφάτως τότε ανακαινισμένο Παλλάς.
Οι αναμνήσεις είναι ακόμη νωπές κι ας έχουν κυλήσει δεκαπέντε χρόνια από τότε…
Το άρθρο είναι του Φώντα Τρούσα και δημοσιεύεται στο YELLOWBOX που κυκλοφορεί στα περίπτερα.
Οποιαδήποτε αναπαραγωγή ή αντιγραφή του άρθρου χωρίς την άδεια του συγγραφέα και του περιοδικού YELLOWBOX, θα διώκεται ποινικά._YB