Skip to main content

Ο Γκούσταβ Μάλερ (Gustav Mahler, 7 Ιουλίου 1860 – 18 Μαΐου 1911) ήταν Αυστριακός συνθέτης της ύστερης ρομαντικής μουσικής και ένας από τους κορυφαίους διευθυντές ορχήστρας της γενιάς του. Συνέθεσε κυρίως συμφωνίες και μελοποίησε τραγούδια.

Έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ύστερο – ρομαντικούς συνθέτες, αν και η μουσική του δεν έγινε ποτέ πλήρως αποδεκτή από το μουσικό καθεστώς της Βιέννης κατά τη διάρκεια της ζωής του. Τα έργα του χαρακτηρίστηκαν αρχικά ως «εκκεντρικά», ενώ κατά άλλους εξέφραζαν το γερμανικό μοντερνισμό, ωστόσο μόνο κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του γνώρισαν ευρύτερη απήχηση.

Ο Mahler υπήρξε ο τελευταίος από μια σειρά Βιεννέζων συνθετών συμφωνικής μουσικής επεκτείνοντας την Πρώτη Βιενέζικη Σχολή που αποτελείτο από τους:
Haydn , Mozart, Beethoven, αλλά και Schubert και τον κύκλο των ρομαντικών μεταξύ των οποίων ο A.Bruckner και J. Brahms , ενώ ακόμη ενσωμάτωσε στοιχεία
και μη Βιεννέζων ρομαντικών, όπως του R. Schuman και του F.Mendelssohn. Ωστόσο το έργο του έχει δεχθεί τεράστια επίδραση κυρίως από τον R.Wagner, ο οποίος σύμφωνα με τον Mahler υπήρξε ο μοναδικός συνθέτης μετά τον Beethoven που με το έργο του κατάφερε να επιφέρει κάποια μορφολογική εξέλιξη στην μουσική της εποχής του (σονάτα). Τα έργα του χαρακτηρίστηκαν αρχικά ως “εκκεντρικά”, ενώ κατά άλλους εξέφραζαν το γερμανικό μοντερνισμό , ωστόσο μόνο κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του γνώρισαν ευρύτερη απήχηση. Ο Mahler συνέθεσε κατά κύριο λόγο συμφωνίες και λήντερ (Lieder=τραγούδια), ωστόσο η προσέγγισή του στο τελευταίο αυτό είδος κατέστησε συχνά δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ των ορχηστρικών ειδών του Lied, της συμφωνίας και του συμφωνικού ποιήματος.

 width=

O Μάλερ άρχισε να συνθέτει από τα εφηβικά του χρόνια, αλλά κατάλαβε νωρίς (μόλις αποφοίτησε από το ωδείο και το πανεπιστήμιο της Βιέννης) ότι δεν θα μπορούσε να ζήσει από αυτό. Αποφάσισε να γίνει διευθυντής ορχήστρας, ξεκινώντας από μικρές ορχήστρες. Το 1889 έγινε αρχιμαέστρος στη Βουδαπέστη, όπου στην πρεμιέρα του Λόενγκριν, το υποβολείο άρπαξε φωτιά. Ο Μάλερ δε σταμάτησε ούτε λεπτό. Συνέχισε να διευθύνει ενώ οι φλόγες τύλιγαν τη σκηνή και ο καπνός έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Μόνο όταν έφτασε η πυροσβεστική σταμάτησε να διευθύνει, μέχρι που να σβήσει η φωτιά. Αμέσως μετά συνέχισε από εκεί που είχε διακόψει.

Ήταν ψηλός και με “ξινισμένα” μούτρα, φορούσε γυαλιά με κοκάλινο σκελετό που γλιστρούσαν από τη μύτη του, από τον ιδρώτα, όταν άρχισε να διευθύνει. Οι κινήσεις του ήταν έντονες και σε φρενήρεις ρυθμούς. Στις συναυλίες του “απαιτούσε” απόλυτη σιωπή. Ακόμα κι ένας ξερόβηχας ήταν ικανός να προκαλέσει -τουλάχιστον -το άγριο βλέμμα του. Οι ιστορίες που τον συνοδεύουν αμέτρητες. Η αφηρημάδα του ήταν τέτοια που κάποιες φορές ανακάτευε το τσάι του με αναμμένο τσιγάρο, αντί για κουτάλι.

H μουσική του Μάλερ-όπως και πολλών άλλων διάσημων συνθετών- είναι στενά συνδεδεμένη με τη ζωή του. Οι συμφωνίες του, είναι η μουσική του αυτοβιογραφία. Η μουσική του, έχει τις ρίζες της σε μια παιδική ηλικία γεμάτη θλίψη: επτά από τα δεκατρία αδέλφια του πέθαναν σε νηπιακή ηλικία ενώ έχασε τον αγαπημένο του αδελφό, τον Ernst, σε ηλικία δεκατριών ετών.Οι γονείς του, μόλις ανακάλυψαν το ταλέντο του στη μουσική τον ενθάρρυναν να ακολουθήσει μια μουσική καριέρα.

Οι συμφωνίες και τα τραγούδια του Mahler σχετίζονται στενά μεταξύ τους. Στην πρώτη Συμφωνία “Τιτάνας” (1889) χρησιμοποιεί μελωδίες από τον κύκλο των
τραγουδιών “Τραγούδια ενός Οδοιπόρου” το σουμπέρτιο ειδύλλιο ενός εγκαταλειμμένου εραστή , για το οποίο ο Mahler έγραψε μόνος του το κείμενο. Η συμφωνία αρχίζει με μια συγκλονιστική περιγραφή της αυγής που σημειώνεται πάνω στην παρτιτούρα με την ένδειξη “σαν ένας ήχος της φύσης”. Αυτή η γαλήνη ωστόσο δεν νανουρίζει τον ακροατή , αντιθέτως τον κάνει να αισθάνεται ιδιαίτερα ζωντανός. Η παρουσίαση στο κοινό της πρώτης συμφωνίας “Τιτάνας” έγινε στις 20 Νοεμβρίου 1889.

Τα πρώιμα έργα του Μάλερ αποτελούν μια προσπάθεια κατανόησης και αλλά και αντιμετώπισης του πόνου που ένιωσε στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Οι πρώτες δύο συμφωνίες είναι γεμάτες από μια έντονη και ταραχώδη συγκίνηση. Και οι δύο περιέχουν πένθιμα εμβατήρια, όμως ο θάνατος εμφανίζεται ως κάτι που μπορεί να πολεμηθεί και να ξεπεραστεί. Τελικά, τα δύο αυτά έργα καταλήγουν να είναι θριαμβευτικά. Στην τρίτη συμφωνία του, ο Μάλερ «οραματίζεται» το σύνολο της φύσης να στρέφεται προς το Θεό: πρόκειται για το πιο χαρούμενο έργο του. Εκτός από συμφωνίες, έγραφε και τραγούδια, εμπνευσμένα από τη λαϊκή ποίηση της εποχής του. Κάποια από αυτά τα τραγούδια εκφράζουν μια αφελή ευτυχία, κάποια έχουν ένα εκλεπτυσμένο χιούμορ ενώ άλλα θρηνούν αδιάκοπα θανάτους.

Λίγα χρόνια αφότου είχε λάβει τη θέση του διευθυντή της Όπερας της Βιέννης (Το Φεβρουάριο του 1901), ο Μάλερ υπέστη μια παρ’ ολίγο θανατηφόρα αιμορραγία. Οι μετέπειτα συνθέσεις του αυτόν το χρόνο αντανακλούν αυτή την συνάντηση με το θάνατο. Eπίσης, σε αυτή την περίοδο άρχισε τη σύνθεση του πρώτου μέρους της πέμπτης συμφωνίας του, που χαρακτηρίζεται από την έντονη παρουσία πένθιμου τόνου.

Στο τέλος του 1901 γνώρισε τη νεαρή και όμορφη Alma Schindler, την οποία ερωτεύτηκε αμέσως και την παντρεύτηκε την επόμενη άνοιξη. Το καλοκαίρι τελείωσε την πέμπτη συμφωνία του μέσα σε ένα κλίμα αισιοδοξίας και αγαλλίασης. Σύντομα απέκτησαν μια κόρη, την Άννα. Το ίδιο καλοκαίρι, τελείωσε τη σειρά τραγουδιών με θέμα τo θάνατο παιδιών.

Τρία χρόνια αργότερα, η δευτερότοκη κόρη του, η Μαρία, αρρώστησε βαριά και πέθανε. Παράλληλα, ο Μάλερ πληροφορήθηκε ότι η καρδιά του βρισκόταν σε επισφαλή κατάσταση και πως θα έπρεπε να σταματήσει την έντονη ζωή του, ώστε να μην κουράζεται. Για το Μάλερ, αυτό ήταν ένα καταστροφικό διπλό χτύπημα. Θλίψη και πένθος για την απώλεια της αγαπημένης του κόρης και μια αυξανόμενη αίσθηση της δικής του θνησιμότητας οδήγησαν σε ένα ιδιαίτερα ζοφερό κλίμα. Έτσι έζησε τα τρία επόμενα χρόνια της ζωής του.

Η ενάτη συμφωνία του, την οποία συνέθεσε το 1909, δεν είχε καμία σχέση με την ογδόη συμφωνία, που εξυμνούσε τη θρησκευτική πίστη. Η ενάτη συμφωνία είναι η πιο ακραία του αντιπαράθεση με την ιδέα του θανάτου, ως εκμηδένιση. Στην αρχή της, το έργο διαρθρώνεται πάνω σε τρεις καταστροφικούς άξονες, εκ των οποίων ο τελευταίος εν τέλει διώχνει κάθε δυναμική από τη μουσική και αφήνει μια αίσθηση νοσταλγίας. Στο τέλος της, το αντάτζιο τελικά ξανακερδίζει το πνεύμα της ευγένειας και της αγάπης για τη ζωή.

Στις 18 Μαίου του 1911, ο Γκούσταβ Μάλερ, που έπασχε από στρεπτόκοκκο στο αίμα, έφυγε από τη ζωή, πριν προλάβει να τελειώσει την δεκάτη συμφωνία του. Σύμφωνα με μαρτυρίες της συζύγου του, η τελευταία του φράση ήταν: «Μότσαρτλ» (υποκοριστικό του Μότσαρτ).
Πηγή : el.wikipedia.org