Το πρώτο σκυλί που απέκτησα ήταν θηλυκό και το έλεγαν Maureen. Από τη Maureen Tucker, την ντράμερ των Velvet Underground. Αν ήταν αρσενικό θα το έλεγα Sterling, από τον Sterling Morrison, τον κιθαρίστα των Velvets, με κίνδυνο να έτρωγα μεγάλη καζούρα απ’ τους φίλους μου στον Βύρωνα. Στα δεκαπέντε μου, την πρώτη φορά που έκανα έρωτα, ο δίσκος που έπαιζε στο background ήταν η «Μπανάνα», των V.U. Στο πρώτο διάλειμμα γυρίσαμε το δίσκο στη δεύτερη πλευρά. Κι έκτοτε αποφάσισα πως το σεξ, αν δεν είχε κάτι kinky, αν δεν είχε κάτι νωχελικό, αν δεν είχε κάτι βαθύ και σκοτεινό και μυστηριώδες, δεν άξιζε να συμβαίνει. Και η ζωή ολόκληρη, ομοίως.
Αυτό που προσπαθώ να πω είναι πως υπήρξα από πολύ μικρός φανατικός του συγκροτήματος και περήφανα δηλώνω πως είμαι εξίσου φανατικός και σήμερα ακόμα.

Velvet Underground (A-Δ: Doug Yule, Lou Reed, Maureen “Moe” Tucker και Sterling Morrison)
Και επιτέλους, εν έτη 2021, ένα ντοκιμαντέρ για τους Velvet Underground. Και μάλιστα ένα καλό και ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ. Μ’ έναν στίχο του Baudelaire, μετά τους τίτλους (“Music fathoms the sky”). Με πολλές εικόνες της εποχής, με πολλούς ήχους και τραγούδια απ’ την εποχή, με τη φωνή του Lou, να περιγράφει τι συνέβη τότε, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 μέχρι τα τέλη του ‘70 και πως τα έφερε η συγκυρία και μέσα σε ποια ατμόσφαιρα, να συναντηθούν με τον Sterling, τον John, τη Moe, τον Andy και τους υπόλοιπους και να κάνουν αυτό που έκαναν.
Βλέπουμε τον John, τη Maureen, τη γυναίκα του Sterling, φίλους της μπάντας, παραγωγούς, εικαστικούς, καλλιτέχνες, που συνέδεσαν τη μοίρα τους με το συγκρότημα να μας διηγούνται πως συνέβησαν όλα αυτά. Από κάποια απόσταση πια, με χιούμορ, αλλά με την ένταση της πρώτης εποχής. Ένταση, αυτό δηλαδή που κουβαλούσε πάντα ο Lou Reed, μαζί με το τεράστιο συνθετικό, στιχουργικό και μουσικό του ταλέντο. Κι αυτό, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ντοκιμαντέρ, που οδήγησε στη, μερική πρώτα και οριστική μετέπειτα, διάλυση του γκρουπ.

California, Μάιος 1966. Φωτογραφία: Steve Schapiro/Corbis
Avant garde της Νέας Υόρκης, καλλιτέχνες, που τσαλαβουτούσαν στις άλλες τέχνες, πειραματισμός, ποίηση, ναρκωτικά, σεξ, αλλά και η μουσική, μουσική! Η εμβληματική μορφή του Andy Warhol. Η σχεδόν επιβολή της Nico. Οι νύχτες στο Factory (ως house band). Ένα πρωτοποριακό light & film show. Ένα χορευτικό show, με δερμάτινα ρούχα και μαστίγια. Η περιοδεία τους, ως μέρος του Exploding Plastic Inevitable, του Warhol.
“Those were the reason and that was New York, we were running for the money and the flesh”, που λέει και ο Leonard Cohen, στο “Chelsea Hotel”.
O Lou ήθελε να γίνει σούπερ σταρ και το κατάφερε. Έκανε σπουδαία albums, εξωφρενικές συναυλίες, τρομερές συνεργασίες και μια τρελή, γεμάτη ζωή. Και ο John δεν τα πήγε καθόλου άσχημα, εξέλιξε τη μουσική του και συνεχίζει να δημιουργεί. Όμως τίποτα δεν ήταν όπως η μουσική που έφτιαξαν με τους Velvet Underground, εκείνοι οι τέσσερις, ο Lou Reed, ο John Cale, η Maureen Tucker και ο Sterling Morrison, βάλε και τη Nico, οι πέντε τους. Και τίποτα παρόμοιο δεν είχε γίνει μέχρι τότε και τίποτα σαν κι αυτό δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα, σ’ αυτό που λέμε Rock’n’Roll.
Αυτό νομίζω πως λέει αυτό το ντοκιμαντέρ. Και το λέει ωραία, χωρίς φλυαρίες για τα παιδικά τους χρόνια, χωρίς αδιακρισίες για την ερωτική τους ζωή, χωρίς ωραιοποιήσεις και χωρίς απομυθοποιήσεις.
Οι Velvet Underground δεν είχαν καμία σχέση (και ακόμη λιγότερη συμπάθεια) προς τους σύγχρονούς τους Hippies, το Flower Power και τη Sunshine Pop. Ήταν από άλλο ανέκδοτο, μάλλον ως φυσική προέκταση των beatniks, διαβασμένοι, σκοτεινοί, οργισμένοι, σνομπ. Ο συνδυασμός R&B και Wagner. Αργήσαμε, αλλά τελικά το καταλάβαμε πως οι Velvets ήταν η προπάτορες του punk και του new wave.
Μαθαίνουμε επίσης πως οι V.U., κυρίως ο Cale και ο Reed ήταν θιασώτες της τότε νέας τάσης, που εξερευνούσε τους βόμβους, τις συχνότητες, τις νότες που διαρκούσαν ώρες και πως έκαναν πράξη τις αντίστοιχες θεωρίες στη μουσική τους.
Ο σκηνοθέτης μιμείται πετυχημένα την αισθητική του Andy Warhol με split screen, με αποσπασματικές εικόνες από αρχειακό υλικό της εποχής, που δένουν με την off screen διήγηση. Όλο αυτό κάνει το ντοκιμαντέρ ζωντανό, σύγχρονο, ανάγλυφο.

Andy Warhol In New York, United States, 1966
Στο ντοκιμαντέρ μιλάνε μεταξύ άλλων οι Jonas Mekas (ο επονομαζόμενος νονός του αμερικάνικου avant garde κινηματογράφου), η συγγραφέας, κριτικός, κινηματογραφίστρια και όχι μόνο Amy Taubin, ο πρωτοπόρος μινιμαλιστής συνθέτης και μουσικός της avant garde La Monte Young, η ηθοποιός, ζωγράφος και cult star Mary Woronov, η αδελφή του Lou Reed, Merrill Reed Weiner, ο συνθέτης Jonathan Richman, ο τραγουδοποιός Jackson Browne, ο σκηνοθέτης John Waters και άλλοι.
Σκηνοθέτης και συμπαραγωγός του ντοκιμαντέρ είναι ο Todd Haynes, κι αυτή δεν είναι η πρώτη του ταινία μουσικού ενδιαφέροντος. Όταν δεν περιγράφουν δυσλειτουργικές και δυστοπικές κοινωνίες, ή ασαφείς, θολούς, φυλετικούς ρόλους, οι ταινίες του καταπιάνονται με τις προσωπικότητες διάσημων μουσικών, όπως έκανε το 1991 με το Velvet Goldmine (για το glam rock), ή το 2007, με το I’m not There (για τον Bob Dylan).
Ένα αξιόλογο, έγκυρο ντοκιμαντέρ!
Το άρθρο είναι από τον Νίκο Τζαβέλλα και δημοσιεύεται στο δωδέκατο τεύχος του YELLOWBOX που κυκλοφορεί στα περίπτερα._YB