Skip to main content

Μια σειρά από άλμπουμ, με πολύ ιδιαίτερες μουσικές, που θεωρούνται πλέον θρυλικά

 Α Μέρος

 Δημιούργημα του δικηγόρου Bernard Stollman (1929-2015), η ESP-Disk (ή Esperanto-Disk) έκανε αισθητή την παρουσία της στα μέσα των sixties, όταν έδωσε βήμα σε ό,τι πιο «προχωρημένο» αναπτυσσόταν στις ζωντανές σκηνές της ανατολικής αμερικάνικης ακτής (Νέα Υόρκη κυρίως), προσφέροντας στέγη –αν και όχι τροφή– σε καλλιτέχνες που άλλαζαν το σκηνικό στη «μεγάλη μαύρη μουσική», δηλαδή στην jazz, μα ακόμη και στο rock, στο folk και στην avant-garde.

 width=

Bernard Stollman

Όλοι, βεβαίως, θα θυμούνται την ESP-Disk εξαιτίας των ηχογραφήσεων εκεί του Albert Ayler και ακόμη του Sun Ra και των Fugs, αλλά και λόγω Archie Shepp, Paul Bley, Pharoah Sanders, Ornette Coleman, Marion Brown, Burton Greene, Ran Blake, Milford Graves, Frank Wright, Henry Grimes, Gato Barbieri, Pearls Before Swine, Godz και ακόμη, λόγω Timothy Leary, William Burroughs, Ed Askew, Cromagnon… και… και… και… Ένας απίστευτος κατάλογος!
Ο Bernard Stollman, που ως δικηγόρος είχε υπάρξει εκφραστής κάποιων «συμφερόντων» της Billie Holiday και του Charlie Parker, δεν ήταν από τους ανθρώπους εκείνους που ζούσαν για τη μουσική. Κάποια αισθητική ανάγκη ή κάτι άλλο φαίνεται πως τον έσπρωξε προς την υπόγεια σκηνή των κλαμπ της Νέας Υόρκης, εκεί στις αρχές του ’60, βάζοντας ο ίδιος ως σκοπό της ζωής του να βοηθήσει ορισμένους μαύρους μουσικούς, που αγωνίζονταν να εκφράσουν το καινούριο.

Έτσι κάπως θα βρεθεί μια νύχτα στην Chambers Street για ν’ ακούσει τον Cecil Taylor και κάπως έτσι θα γνωριστεί με τον Ornette Coleman, κυκλοφορώντας στην ESP-Disk ένα δικό του session στο Town Hall, από το 1962.

Και βεβαίως, λίγο πριν την Πρωτοχρονιά του ’64, σ’ ένα άλλο κλαμπ, το Baby Grand στο Χάρλεμ, ο Stollman θα πάει «φυτευτός» για να δει τον Albert Ayler.

Ο Ayler έπαιζε εκεί και ο δικηγόρος, που παρότι δεν ήξερε πολλά από jazz, αλλά το μάτι του «έκοβε», κατάλαβε περί τίνος επρόκειτο έχοντας την πρόταση επί θύραις:
«Φίλε ξεκινάω μια εταιρία και θέλω να είσαι ο πρώτος καλλιτέχνης που θα ηχογραφήσω. Είσαι;». Ο Albert Ayler «ήταν» ως γνωστόν και η ιστορία γράφτηκε.

Αλλά, τέλος πάντων, τι είδους ετικέτα θα ήταν εκείνη που θα έφτιαχνε ο Stollman, αλλάζοντας ή μάλλον γράφοντας ένα μοναδικό κεφάλαιο στη σύγχρονη μουσική; Πρότυπό του, βάσει όσων ο ίδιος είχε πει, ήταν η περίφημη Folkways του Moses Asch – μια εταιρία την οποία ήξερε από κοντά ο φίλος μας, αφού παρείχε κι εκεί νομικές υπηρεσίες.

Του άρεσε η προσήλωση της ετικέτας στην αμερικανική μουσική, αλλά, κυρίως, του άρεσε η αισθητική της Folkways με τους στιβαρούς μαύρους χαρτονένιους φακέλους και τα κολλημένα χαρτιά με τα στοιχεία.

Μέχρι το 1968 η ESP-Disk δούλεψε καλά (οι Pearls Before Swine, που ήταν το εμπορικότερο όνομά της, είχαν πουλήσει 250 χιλιάδες αντίτυπα), συνεχίζοντας να κυκλοφορεί άλμπουμ για μερικά ακόμη χρόνια, πριν διακόψει, προσωρινά –γιατί η ESP-Disk υπάρχει και σήμερα– στα μέσα της δεκαετίας του ’70.

ESPDISK «κλασικοί» δίσκοι και λοιπές ιδιαιτερότητες

 width=

«Κλασικό» για τα μέτρα της ESP-Disk, σημαίνει π.χ. ο πρώτος δίσκος του Paul Bley Quintet (στην ετικέτα). Μάλιστα το “Barrage”, ηχογραφημένο στη Νέα Υόρκη τον Οκτώβριο του ’64, ίσως να λογίζεται και ως το παρθενικό, σκιώδες έστω, άλμπουμ της Carla Bley, μιας και ο Paul Bley επιλέγει να παρουσιάσει, σ’ αυτό, αποκλειστικά δικές της συνθέσεις.

 width=

Paul Bley

Με καίρια μπάντα συνοδείας (Eddie Gomez μπάσο, Milford Graves κρουστά, Dewey Johnson τρομπέτα και Marshall Allen άλτο, που προερχόταν από την Sun Ra Arkestra βεβαίως) ο Paul Bley χτίζει ένα μοναδικό περιβάλλον, στο οποίο συγκρούονται οι cool αναφορές του –μοντερνιστής, αλλά περισσότερο κοντά στον Bill Evans, παρά στον Cecil Taylor– με το γεμάτο πάθος και θέρμη παίξιμο των υπολοίπων.

Μία από τις πιο αινιγματικές φιγούρες της περιόδου ήταν ο βοστωνέζος πιανίστας Lowell Davidson, που είχε προταθεί στην ESP-Disk από τον Ornette Coleman. Έτσι, τον Ιούλιο του ’65, ο Davidson θα μπει για πρώτη φορά (μάλλον) σε στούντιο και «με τη μία» θα γράψει το “Trio”, συμπράττοντας με τους Gary Peacock μπάσο και Milford Graves κρουστά.
Βιοχημικός στο κανονικό του επάγγελμα, αυτός ο μάλλον παράξενος άνθρωπος, προσπάθησε να ενσωματώσει στο πιάνισμά του στοιχεία της χρωματικής θεωρίας.

 width=

Τούτο τον έκανε να μοιάζει ακόμη περισσότερο με τον Paul Bley για παράδειγμα, αν και ακούγοντας κομμάτια όπως το “Stately 1” αντιλαμβάνεσαι την «απέχθεια» του Davidson για την cool προσέγγιση και, παράλληλα, το δόσιμό του σ’ έναν ιδιότυπο, ευρωπαϊκής αίσθησης, ρομαντισμό.

Απλές μελωδικές φράσεις, σύντομα θέματα μεγάλης εκφραστικής δύναμης, που στέκονται αυτόνομα μέσα στη συνολικότερη σύνθεση, ένας Keith Jarrett πριν από τον Keith Jarrett, που έπαυσε επίσημα να ηχογραφεί, που είχε κάποιο σοβαρό ατύχημα στο εργαστήριό του και που πέθανε ξεχασμένος κοντά στα 50 του, το 1990.

 width=

Giuseppi Logan

Ο reedman Giuseppi Logan –χειριζόταν άλτο, τενόρο, μπάσο κλαρίνο, φλάουτο, άλλα «εξωτικά» πνευστά– είναι μία από τις πιο αινιγματικές free προσωπικότητες της εποχής.
Συνεργάτης των Archie Shepp, Pharoah Sanders και Bill Dixon, σχημάτισε εκεί γύρω στο ’64 το δικό του κουαρτέτο αποτελούμενο από τους Don Pullen πιάνο, Eddie Gomez μπάσο και Milford Graves κρουστά. Με αυτήν ακριβώς την line-up θα ηχογραφήσει τον Οκτώβριο του ’64, στη Νέα Υόρκη, το πρώτο άλμπουμ του –θ’ ακολουθήσει λίγο αργότερα το “More”, ενώ τον Απρίλιο του ’66 θα συμμετάσχει και στο “College Tour” της τραγουδοποιού Patty Waters, πάντα για την ESP-Disk–, στο οποίο εμφανίζει όλα εκείνα τα ιδιώματα της σύγχρονης μαύρης μουσικής που έδειχνε, τότε, να τον ενδιαφέρουν.
Τις πρώιμες world αναφορές, κυρίως την ινδική ρυθμοδυναμική, με την επαναληπτικότητα υπό μορφή «κύκλων» και βεβαίως το ψάξιμο του ήχου των οργάνων. Στο άλτο π.χ., το βασικό του πνευστό, κατόρθωνε να παράγει πάνω από τέσσερις οκτάβες, κρατώντας το κεφάλι του πολύ πίσω καθώς φυσούσε, γεμίζοντας τα πνευμόνια του και το όργανο με αέρα, που μπορούσε να τον κάνει ό,τι ήθελε. Δυστυχώς για εκείνον ο δύστροπος, οξύθυμος χαρακτήρας του, αλλά και η ροπή του προς τα ναρκωτικά, τον έθεσαν από πολύ νωρίς εκτός μάχης. Κι εδώ είναι το θαύμα.

Σχεδόν 40 χρόνια μετά, το 2008, τον Giuseppi Logan θα τον ανακαλύψει μία χριστιανική ιεραποστολική ομάδα στη Νέα Υόρκη. Αποτέλεσμα; Να ξαναμπεί στο στούντιο, ηχογραφώντας τον πρώτο του δίσκο μετά από 44 χρόνια! (Πρόκειται για το “Giuseppi Logan Quintet” στη νεοϋορκέζικη Tompkins Square, το 2010).

 width=

Εξώφυλλο του δίσκου του Gato Barbieri

Το 1967 ο Gato Barbieri είχε ήδη μία πολύχρονη καριέρα πίσω του, ξεκινώντας από την πατρίδα του την Αργεντινή στα τέλη του ’50 και λίγο αργότερα από την Ιταλία, στην οποία θα βρεθεί το 1962, εκεί όπου θα γνωρίσει τον Don Cherry – τον

μουσικό που θ’ αλλάξει έκτοτε τους αισθητικούς προσανατολισμούς του.

Τον Μάρτιο του ’67 ο Barbieri μπαίνει σε κάποιο νεοϋορκέζικο στούντιο για να γράψει το “In Search of the Mystery”, το πρώτο και τελευταίο άλμπουμ του για την ESP-Disk (μπροστά στο εξώφυλλο δεν υπήρχε ουδεμία ένδειξη)

Η ηχογράφηση είναι από εκείνες που θα λέγαμε «μια κι έξω». Είναι σίγουρο πως έγινε μέσα σε ελάχιστες ώρες και, το κυριότερο, είναι σίγουρο πως έγινε για κάποιον πολύ συγκεκριμένο λόγο. Για ν’ αποσαφηνιστεί, βασικά, η σχέση του Gato Barbieri με τον τελευταίο ήχο του John Coltrane και κυρίως με τον ήχο του Albert Ayler.

Το υλικό είναι «ελεύθερο» (συνοδεύουν οι Calo Scott τσέλο, Norris “Sirone” Jones μπάσο, Bobby Kapp ντραμς) κι εκείνο που αξίζει να πούμε είναι πως, εδώ, διακρίνεται ο trippy-space και πάντα θρασύς ήχος του Barbieri, εκείνος που θα έφθανε στο αποκορύφωμά του με τους εκπληκτικούς δίσκους του στην Flying Dutchman, λίγο καιρό αργότερα.

 width=

Το παίξιμο και τον ήχο του κρουστού Milford Graves μπορεί κανείς να τα ακούσει σε δεκάδες άλμπουμ, όντας δίπλα (ή μέσα) στους New York Art Quartet, Jazz Composer’s Orchestra, Albert Ayler, Paul Bley, Giuseppi Logan, Miriam Makeba, Andrew Cyrille, John Zorn κ.ά.

Στο μοναδικό προσωπικό του LP στην ESP-Disk ως leader, με τον υπότιτλο “Percussion Ensemble”, ο Graves μαζί με το συνοδοιπόρο του περκασιονίστα Sunny Morgan, παρουσιάζουν ένα μοναδικό only percussions album (ηχογράφηση από τον Ιούλιο του ’65), το οποίο θα άφησε πολλά στόματα ανοιχτά στην εποχή του – αν και η ουσία είναι πως τέτοια έργα, με τόση ιστορία πίσω τους, ακούγονται σήμερα όχι, απλώς, ως ντοκουμέντα (του τότε), μα κυρίως ως προτάσεις (του αύριο).

 width=

Milford Graves

Είναι, με άλλα λόγια, αυτή η χαμηλών τόνων homemade αντίληψη –οι άνθρωποι χειρίζονται μόνον 4-5 κρουστά–, μέσω μιας, εκλεπτυσμένης και διαποτισμένης από το zen, μινιμαλιστικής φιλοσοφίας, η οποία δημιουργεί τετελεσμένο. Όλοι οι τίτλοι των θεμάτων είναι “Nothing” (είπαμε… το zen), έχοντας δίπλα τους κάποια νούμερα (5-7, 11-10, 19, 13), τα οποία μοιάζει ν’ αντιστοιχούν στα beats των περκασιονιστών ανά (μουσικό) μέτρο. Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, δεν είναι ν’ απορεί κανείς για το γεγονός πως το άλμπουμ ολοκληρώνεται απολαυστικά, σε λιγότερο από 34 λεπτά.

 width=

Μπασίστας στην περίφημη Arkestra του Sun Ra, την περίοδο 1958-1966 και περιστασιακά έως τις αρχές των seventies, ο Ronnie Boykins είναι ένας μουσικός που άργησε να δει προσωπική δουλειά του στο βινύλιο – γεγονός που συνέβη μόλις το 1975, όταν το “The Will Come, Is Now” πρωτοκυκλοφόρησε από την ESP-Disk.

Ο Boykins, στα mid-seventies, είχε μεταπηδήσει πια σ’ έναν άλλον αστερισμό – εκείνον του jazz underground, με το «βαθύ» spiritual αποτύπωμα.

Με έξοχες μελωδικές στιγμές, πληθωρικά παιξίματα από τρεις σαξοφωνίστες κι έναν τρομπονίστα (Joe Ferguson, Monty Waters, James Vass, Daoud Haroom), δύο κρουστούς εν παρατάξει (Art Lewis, George Avaloz) και με το κοντραμπάσο άλλοτε «σκέτο» και άλλοτε με δοξάρι (“Starlight at the wonder inn”) να παραλληλίζεται με τις γραμμές των πνευστών, ο Ronnie Boykins προσφέρει ένα opus της black jazz ικανό να συναγωνιστεί –όχι πως ήταν αυτός ο σκοπός του– τα μεγάλα άλμπουμ των Art Ensemble of Chicago.

Κορυφαία στιγμή η παρουσία του «μυστικού» deep afro-jazz “The third I”, που αναπαριστά τον φυσικό κόσμο της ζούγκλας.

Ένα από τα πιο ιδιόμορφα άλμπουμ της ESP-Disk υπήρξε ασυζητητί το «σκοτεινό», αλλά ιδιαίτερης συναισθηματικής δύναμης, “Color by the Number” (1969) του MIJ (άλλως Jim Holmberg).

 width=

Πρόκειται για ένα από τα πιο απροσάρμοστα, αλλά με μεγάλη καλλιτεχνική αξία, folk LPs που ηχογραφήθηκαν τότε στην Αμερική, απολύτως συμβατό ακόμη και με τις νεότερες lo-fi folk αναζητήσεις.

Προσωπική ανακάλυψη του Bernard Stollman, ο MIJ, αυθεντικός performer του δρόμου, παρουσιάζει ένα υλικό στηριγμένο στο ταλέντο του φυσικά – μα και στον τρόπο εκμετάλλευσης του reverb, το οποίο επιφυλάσσει για την κιθάρα και τη φωνή του (τραγούδι με yodeling και όχι μόνο) ο μηχανικός ήχου Onno Scholtze.

Κομμάτια όπως τα “Never be free”, “Look into the (k)night” και “Grok” αποτελούν μεγάλες στιγμές του ακουστικού psychedelic-folk, οι οποίες ακούγονται εντελώς «προχωρημένες» ακόμη και σήμερα. Ένα εξωπραγματικό άλμπουμ!

Όσο περνούσε ο καιρός εν τω μεταξύ φαίνεται πως η κατάσταση «ξέφευγε» τελείως από τα χέρια του Bernard Stollman, ο οποίος φιλοξενούσε πια στην εταιρεία του ό,τι πιο ιδιόμορφο θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.

 width=

Και κάπως έτσι προκύπτει το άλμπουμ “We Are The Levitts” (1968) των Levitts, μιας οικογενειακής μπάντας την οποίαν οδηγούσε ο Al Levitt, ένας διακεκριμένος τζαζ ντράμερ, συνεργάτης των Charles Mingus, Lennie Tristano, Stan Getz, Paul Bley, Sidney Bechet, Stephane Grappelli και μερικών… εκατοντάδων άλλων.

Πίσω λοιπόν από τον Levitt στοιχίζονταν όχι μόνον η κυρία Stella Levitt, μα και τα τέκνα Michele, Teresa, Minou, Sean, George και Robin –όλοι έπαιζαν και τραγουδούσαν–, ενώ ανάμεσα υπήρχαν και κανονικοί μουσικοί, όπως ο Chick Corea!

Το άλμπουμ δεν περιγράφεται. Pop να το πεις; Flower-power μήπως; Folk με βραζιλιάνικες αναφορές ίσως; Είναι απ’ όλα – με τα tracks “Notes so high”, “Fun city” και “We’re all through” αληθινά να ξεχωρίζουν.

Το αφιέρωμα είναι από τον Φώντα Τρούσα και περιλαμβάνεται στο δέκατο τέταρτο τεύχος του YELLOWBOX._YB