Ήταν ένα μαγικό σόου και η ηχογράφησή του αποτέλεσε ένα από τα καλύτερα live άλμπουμ όλων των εποχών. Όταν οι AC/DC έπαιξαν στο Glasgow Apollo στις 30 Απριλίου 1978, κυριολεκτικά πετούσαν στη σκηνή. Το άλμπουμ που μόλις είχαν ηχογραφήσει, το Powerage, ήταν το καλύτερό τους μέχρι τότε!

AC/DC on stage, 1979, αριστερά προς δεξιά: Malcolm Young, Phil Rudd (drums), Angus Young, Cliff Williams και Bon Scott
Οι AC/DC σχηματίστηκαν το 1973 στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Τρία μέλη του συγκροτήματος είχαν γεννηθεί στη Σκωτία: ο κιθαρίστας Angus Young και ο μεγαλύτερος αδελφός του, επίσης κιθαρίστας, Malcolm, στη Γλασκόβη, ενώ ο τραγουδιστής Bon Scott στη μικρή πόλη Forfar. Το Apollo ήταν ένας φημισμένος συναυλιακός χώρος. Η ατμόσφαιρά του, καθώς το θερμόμετρο ανέβαινε κατακόρυφα από τη ζέστη και το θόρυβο που δημιουργούσαν οι 3.500 παρευρισκόμενοι fan της μουσικής, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν από τη Γλασκόβη, ήταν μοναδική. Ως live act, οι AC/DC ήταν γεμάτοι ενέργεια. Κι εκείνη τη νύχτα του 1978, η ενέργεια υπήρχε παντού, ο αέρας ήταν φορτισμένος και η αίθουσα όλη δονούταν καθώς οι AC/DC ξεσπούσαν μέσα από τραγούδια τους, που θα αποτελούσαν πλέον τις βασικές εκτελέσεις σε κάθε live show του συγκροτήματος για τις επόμενες δεκαετίες: Hell Ain‘t A Bad Place To Be, The Jack, Bad Boy Boogie, Whole Lotta Rosie, Let There Be Rock. Ο Angus, φορώντας μια στολή μαθητή, είχε μια αέναη κίνηση, ο Bon πηγαινοέφερνε τον εαυτό του πάνω στη σκηνή, ενώ κι οι δύο ήταν πλαισιωμένοι από τα τείχη που δημιουργούσαν οι ενισχυτές και το rhythm section του Malcolm Young, του μπασίστα Cliff Williams και του ντράμερ Phil Rudd.
Για όσους ήταν παρόντες εκείνο το βράδυ, ήταν μια εμπειρία που δεν ξεχάστηκε ποτέ. «Έμεινα έκπληκτος», θυμάται ο Doogie White, ο οποίος ήταν 18 ετών τότε, και δεν γνώριζε φυσικά τη φήμη που θα αποκτούσε πολλά χρόνια αργότερα, ως frontman του Ritchie Blackmore και του Michael Schenker. «Η ισχύς των AC/DC είχε τη δύναμη μιας καταιγίδας ενώ ταυτόχρονα σου έβγαζε όλο το θυμό από μέσα σου».
Αυτή η δύναμη και αυτή η θερμή ατμόσφαιρα αποτυπώθηκε στο άλμπουμ που κυκλοφόρησε αργότερα το ίδιο έτος, στις 13 Οκτωβρίου. Ήταν ένα άλμπουμ που κατέγραψε τη live εμπειρία των AC/DC σε όλο της το μεγαλείο. Το άλμπουμ If You Want Blood You’ve Got It αποτύπωνε ξεκάθαρα ότι το συγκρότημα τα έδινε όλα πάνω στην σκηνή.

ACDC If You Want Blood You’ve Got It
Οι AC/DC απέκτησαν φήμη κατά τη διάρκεια της πορείας τους και πιο συγκεκριμένα όταν συναντήθηκαν με τον θρύλο Bon Scott. Στην αρχή, ο Malcolm ήταν o επικεφαλής της μπάντας και ο Angus ήταν ο πρωταγωνιστής του σόου, ο ήρωας της κιθάρας. Όμως, όπως είπε ο Angus, ο Bon ήταν αυτός που «έδωσε το στίγμα του στη μπάντα», με την εμποτισμένη από το ουίσκι φωνή του, τη διαβολική του επιμέλεια σε αυτό που έκανε και τους βρώμικους αλλά πνευματώδεις στίχους του. Στη σκηνή ο Bon ήταν το τέλειο περιτύλιγμα για τον Angus, το έπαιζε cool καθώς ο «μαθητής» έτρεχε σε σύγχυση. Ο Angus άλλαζε τον χαρακτήρα του κάθε φορά που φορούσε το σορτσάκι του «Είναι σαν να είμαι δύο άνθρωποι», είπε κάποτε χαρακτηριστικά. «Ο Bon ήταν ένας τύπος που ζούσε αυτό που τραγουδούσε», είπε ο μπασίστας Pete Way, ο οποίος γνώρισε τον Bon όταν το συγκρότημα των UFO έκανε περιοδεία με τους AC/DC. Και ήταν στο Rocker, σε ένα από τα πρώτα τραγούδια των AC/DC, που ο Bon αυτοπροσδιορίστηκε: «Είμαι ροκάς και ανεξέλεγκτος».
Ο Malcolm ήταν αυτός που έπεισε τον Angus να υιοθετήσει μια άλλη εμφάνιση για την οποία φυσικά θα γινόταν διάσημος – τη στολή που φορούσε στο γυμνάσιο αρρένων Ashfield.
Ο Bon είχε γνωρίσει για πρώτη φορά τους Young Brods το 1974, όταν οι AC/DC έδωσαν μια συναυλία στο Pooraka Club στην Αδελαΐδα με τον πρώτο τους τραγουδιστή Dave Evans, του οποίου η τάση για glam-rock σκηνικά ρούχα, σατέν και γόβες, θεωρούνταν πολύ πομπώδης. Ο Bon, στα 27 του, ήταν ήδη βετεράνος, έχοντας ηχογραφήσει δύο άλμπουμ με το συγκρότημα Fraternity και είχε περιοδεύσει μαζί τους στην Αυστραλία και την Ευρώπη. Αντίθετα, ο Malcolm ήταν μόλις 21 ετών, ο Angus 19 και οι AC/DC είχαν κάνει μόνο ένα single, το Can I Sit Next To You, Girl. Στην Αδελαΐδα, μετά το σόου, οι Youngs είπαν στον Bon ότι αναζητούσαν έναν νέο τραγουδιστή. «Άδραξα την ευκαιρία», θυμάται αργότερα ο Βοn «για να τους εξηγήσω πόσο καλύτερος ήμουν από τον τραγουδιστή που ήδη είχαν!»
Σε μια πρόβα που έγινε πίσω από την πλάτη του Evans, ο Bon απέδειξε ότι είχε τη φωνητική δύναμη που χρειαζόταν το συγκρότημα. Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι AC/DC βρέθηκαν ξανά στη σκηνή του Pooraka Club με τον νέο τους τραγουδιστή. Στο καμαρίνι προτού ξεκινήσουν, ο Angus είχε παρακολουθήσει έκπληκτος τον Bon να πίνει δύο μπουκάλια bourbon, να παίρνει κοκαΐνη και να καπνίζει ένα στριφτό πριν πει: «Τώρα, είμαι έτοιμος!»
«Ο Bon ήρθε στους AC/DC αρκετά μεγάλος», είπε ο Angus. «Αλλά στην πραγματικότητα ήταν πολύ νεότερος από την ηλικία του». Ο Bon ήταν προστατευτικός απέναντι στον έφηβο κιθαρίστα, λέγοντάς του: «Ό,τι κάνω εγώ, εσύ δεν θα το κάνεις». Είχε επίσης μια φυσική παρουσία που ήταν καθησυχαστική για τον Angus ειδικά όταν το συγκρότημα «έπαιζε με τη φωτιά», το ποτό έρεε άφθονο και η βία αναπόφευκτα ακολουθούσε.

Bon Scott
Ο Malcolm ήταν αυτός που έπεισε τον Angus να υιοθετήσει μια άλλη εμφάνιση για την οποία φυσικά θα γινόταν διάσημος – τη στολή που φορούσε στο γυμνάσιο αρρένων Ashfield. Η πρώτη φορά που το δοκίμασε αυτό ήταν τον Απρίλιο του 1974, σε μια υπαίθρια συναυλία στο Victoria Park του Σίδνεϊ, λίγο προτού μπει ο Bon στο συγκρότημα. «Αυτή ήταν και η πιο δύσκολη φορά που ανέβηκα στη σκηνή», είπε ο Angus. Αλλά η αλήθεια είναι ότι είχε λάβει μερικές καλές συμβουλές από τον αδερφό του πριν από την παράσταση. Όταν τον ρώτησε «Πιστεύεις ότι θα με σκοτώσουν εκεί έξω;» ο Malcolm του είχε πει: «Καλύτερα να πηδήξεις λίγο! Αυτό θα αρέσει!» Αυτή η τακτική επιβίωσης έγινε μέρος κάθε εμφάνισης. «Σε μερικές από τις παμπ που έπαιζαν, ο Angus πηδούσε τόσο πολύ που πολλές φορές έφτανε πίσω από τους ενισχυτές!» Σε μια συνέντευξη του μάλιστα ο Angus είχε πει χαρακτηριστικά «Θυμάμαι ένα βράδυ, πριν ξεκινήσουμε τη συναυλία, κοίταξα τους παρευρισκόμενους και έμοιαζαν σαν λυσσασμένοι ενώ το βλέμμα στα πρόσωπά τους ήταν σαν να έλεγε «Στείλτε μας τον μικρό με το σορτς!» Σκέφτηκα αν μείνω ακίνητος, θα γίνω ο στόχος τους και θα μου πετούν μπουκάλια. Έτσι δεν σταμάτησα ποτέ να κινούμαι».
Ο Bon ήταν ιδιαίτερος τύπος κι έκανε πάντα αυτό που ήθελε. Ο Angus περιγράφει μία σκηνή όπου ο Bon κάνει όντως αυτό που θέλει χωρίς να νοιάζεται για το τι συμβαίνει γύρω του. «Σε μια από τις πρώτες μας συναυλίες με τον Bon, χάλασε το πούλμαν μας. Έτσι ο Bon πήγε στην παμπ όπου παίζαμε και είπε στον μαγαζάτορα «Άκου, αν θέλεις να δεις παράσταση απόψε, θα πρέπει να έρθεις και να μας βοηθήσεις να σπρώξουμε το πούλμαν!» Αμέσως μετά ο Bon θέλησε να σιδερώσει το τζιν του κι έτσι πήρε το σίδερο από την τσάντα, πήγε στο μπαρ, έσπρωξε τα ποτά όλων από τη μπάρα, έβγαλε το τζιν του μπροστά σε όλους και το σιδέρωσε».

Ο Brian Johnson και ο Angus Young παίζουν στη σκηνή
Ο Bon επίσης ήταν ένας κολασμένος γυναικάς. Ήταν τόσο γοητευτικός που ο κόσμος τον τραβούσε από το χέρι, όπου κι αν πήγαινε. «Τον λέγαμε Bon The Likeable», θυμάται ο Angus. «Θα μπορούσαμε να είμαστε κάπου μακριά, κάπου που δεν θα περίμενες ότι θα τον αναγνώριζε κανένας και ξαφνικά κάποιος θα τον τραβούσε και θα του έλεγε: «Bon Scott!» και θα του έδινε ένα μπουκάλι μπύρα».
Μόλις ο Bon μπήκε στο συγκρότημα, η άνοδος των AC/DC ήταν ραγδαία. Τα δύο πρώτα άλμπουμ τους, High Voltage και T.N.T, κυκλοφόρησαν το 1975 με την αυστραλιανή δισκογραφική εταιρεία Albert, σε συμπαραγωγή του Malcolm, του μεγαλύτερου αδερφού του Angus, George Young, και του Harry Vanda, οι οποίοι παλαιότερα ήταν μέλη του αυστραλιανού ροκ συγκροτήματος The Easybeats. Οι ίδιοι παρέμειναν ως παραγωγοί σε κάθε άλμπουμ των AC/DC μέχρι το Powerage. Στο T.N.T., ο ντράμερ Phil Rudd και ο μπασίστας Mark Evans (καμία σχέση με τον Dave) ολοκλήρωσαν μια σύνθεση που θα παρέμενε σταθερή αξία για αρκετά χρόνια. Τον Δεκέμβριο του ’75, καθώς το άλμπουμ Τ.Ν.Τ. έφτασε στο Νο. 2 του αυστραλιανού chart, το συγκρότημα υπέγραψε συμβόλαιο, αποκλειστικής παγκόσμιας διάθεσης, με την Atlantic Records.

ACDC in London 1979
Στη δεύτερη παράσταση εκείνο το βράδυ, ο αριθμός των θεατών είχε διπλασιαστεί. Από στόμα σε στόμα η φήμη των AC/DC διαδιδόταν όλο και πιο γρήγορα.
Για να λανσάρει τους AC/DC στην παγκόσμια μουσική σκηνή, ο άνθρωπος που έκλεισε την συμφωνία του συγκροτήματος με την Atlantic Records, ο Phil Carson, προχώρησε στην κυκλοφορία του πρώτου τους διεθνούς άλμπουμ, με τον τίτλο High Voltage, το οποίο περιελάμβανε τραγούδια από τα δύο πρώτα άλμπουμ του συγκροτήματος, τα οποία είχαν κυκλοφορήσει μόνο στην Αυστραλία. Επιπλέον, ο Bon και οι αδελφοί Young πραγματοποίησαν τις πρώτες συναυλίες τους εκτός Αυστραλίας στο Ηνωμένο Βασίλειο, κάνοντας μία επιστροφή στα πάτρια εδάφη.
Στις 23 Απριλίου 1976, οι AC/DC έκαναν το ντεμπούτο τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, παίζοντας στην παμπ Red Cow στο Χάμερσμιθ του δυτικού Λονδίνου, όπου έδωσαν δύο παραστάσεις σε μια νύχτα. Την πρώτη την παρακολούθησαν περίπου 30 άτομα, ένας εκ των οποίων ήταν ο Malcolm Dome, τότε πτυχιούχος, τώρα συνεργάτης του Classic Rock. «Ήταν μια καταπληκτική παράσταση! Υπήρχε ενέργεια, υπήρχε ένταση. Ο Angus πηδούσε παντού και ο Bon ήταν τόσο χαρισματικός. Mόλις τελείωσαν την πρώτη παράσταση, ο Bon βγήκε από τη σκηνή και κατευθύνθηκε στο μπαρ. Είχε βγάλει το πουκάμισό και δεν μπήκε καν στον κόπο να το ξαναβάλει. Μόλις πήγε στο μπαρ, γύρισε και είπε στους θαμώνες: Ποιος θέλει ένα ποτό; Αγοράζω σε όλους σας από ένα ποτό και περιμένω να μου αγοράσετε κι εσείς από ένα!»
Στη δεύτερη παράσταση εκείνο το βράδυ, ο αριθμός των θεατών είχε διπλασιαστεί. Από στόμα σε στόμα η φήμη των AC/DC διαδιδόταν όλο και πιο γρήγορα. Ακολούθησε μία παράσταση στο Club Marquee του Λονδίνου κι έπειτα μια περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, χορηγία του περιοδικού Sounds. Η περιοδεία ονομάστηκε Lock Up Your Daughters από το στίχο ενός τραγουδιού του άλμπου T.N.T. Το πρώτο ραντεβού δόθηκε για τις 11 Ιουνίου στο Δημαρχείο της Γλασκόβης.
«Ήταν η πρώτη φορά που τους είδα», λέει ο Doogie White, ο οποίος τότε ήταν ένα 16άχρονο αγόρι που ζούσε στο κοντινό Μάδεργουελ. «Αυτή η παράσταση ήταν απλά συγκλονιστική. Πάνω στη σκηνή υπήρχε ένας «μαθητής» που έπαιζε κιθάρα, κι εγώ εκείνη την περίοδο ήμουν μαθητής! Ήμουν απλώς ένα παιδί που σκέφτηκε ότι αυτό που άκουγα εκείνη τη στιγμή, αυτό ήταν το αληθινό rock’n’roll».
Μετά το τέλος της περιοδείας στις 7 Ιουλίου, ο συγγραφέας Phil Sutcliffe είχε γράψει για το συγκρότημα. «Αυτό που πιστεύω ότι θα κάνουν οι AC/DC στο heavy metal είναι να το σφυρηλατήσουν με την ενέργειά τους και να το μετατρέψουν σε κάτι πραγματικά όμορφο. Η μουσική των Youngs αλλά και των υπολοίπων μελών του συγκροτήματος είναι μία φυσική εμπειρία rock’n’roll».
Τότε είχε γίνει κι ένα σχόλιο για τον Bon, που τον χαρακτήρισε όπως είχε πει κι ο ίδιος; «Με ρωτάνε συνεχώς είμαι AC ή DC; Κι εγώ τους απαντώ ούτε AC ούτε DC, είμαι ο κεραυνός που βρίσκεται στη μέση!»
Ο Phil Sutcliffe είχε πει αργότερα για τον Bon: «Ήταν τόσο εκκεντρικός και όμως τόσο προσγειωμένος. Στη σκηνή ήταν σαν πειρατής, κάπως ογκώδης και φαλλοκρατικός, αλλά με κωμικό τρόπο. Όπου κι αν ήταν, έκανε τον κόσμο να νιώθει καλά».
Στις 29 Αυγούστου, όταν οι AC/DC εμφανίστηκαν στο Reading Festival, ο Angus πρόσθεσε ένα νέο κομμάτι στη δράση του. Καθώς το συγκρότημα έπαιζε ένα blues κομμάτι, το The Jack, στο οποίο ο Bon χρησιμοποιούσε το strip poker ως εκτεταμένη σεξουαλική μεταφορά, το κοινό αποσπάστηκε στιγμιαία. Όπως θυμάται ο Angus: «Κάποια ξανθιά κοπέλα περπάτησε πολύ αργά μπροστά από τη σκηνή και τριάντα χιλιάδες μάτια ακουλούθησαν το βάδισμα της. Ο Malcolm είχε πει: «Πρέπει να κάνεις κάτι για να τραβήξεις πίσω την προσοχή του κοινού! Έτσι πέταξα το σορτσάκι μου». Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Angus θα αναπτύξει μια κωμική ρουτίνα στριπτίζ για αυτό το νούμερο.

Malcom Young 1980
Η αυξανόμενη δημοτικότητα των AC/DC στο Ηνωμένο Βασίλειο επιβεβαιώθηκε με μια ακόμη μεγάλη περιοδεία στα τέλη του ’76, η οποία περιελάμβανε ένα διάσημο σόου στο Hammersmith Odeon του Λονδίνου. Όμως με το νέο άλμπουμ που κυκλοφόρησαν εκείνη την εποχή, αντιμετώπισαν προβλήματα.
Το Dirty Deeds Done Dirt Cheap είχε ένα κακόγουστο ομότιτλο κομμάτι, αλλά και άλλα εξίσου κακόγουστα, όπως το Rocker και το Problem Child, το τελευταίο αφιερωμένο από τον Bon στον Angus. «Δεν είχα ποτέ μαχαίρι όπως λέει στο τραγούδι», εξήγησε ο Angus. «Αλλά ναι, ο Bon με χαρακτήρισε με δύο λέξεις!» Υπήρχε επίσης ένα μπλουζ τραγούδι διαφορετικού είδους από το The Jack. Στο μελαγχολικό Ride On, ο Bon συλλογίστηκε τη μοναξιά μιας ζωής στο δρόμο, ήταν ένα τραγούδι που πραγματικά απογύμνωσε την ψυχή του. Τέλος υπήρχαν και τα Squealer και Big Balls, που περιέγραφαν κάποιες ανάρμοστες συμπεριφορές του Bon.
Το Dirty Deeds Done Dirt Cheap ήταν τόσο άθλιο που ανώτερα στελέχη της Atlantic Records το θεωρούσαν εμπορικά μη βιώσιμο. Ως αποτέλεσμα, η εταιρεία αρνήθηκε να κυκλοφορήσει το άλμπουμ στις ΗΠΑ. Υπήρχε μάλιστα μια φημολογία ότι εκείνη την περίοδο η Atlantic πίεζε το συγκρότημα να αλλάξει τραγουδιστή. Ειπώθηκε μάλιστα ότι ο Bon ήταν πολύ ιδιοσυγκρασιακός στην προσέγγισή του, ενώ η φωνή του δεν ακούγονταν και πολύ καλά στους Αμερικανούς.
“Αυτό που πιστεύω ότι θα κάνουν οι AC/DC στο heavy metal είναι να το σφυρηλατήσουν με την ενέργειά τους και να το μετατρέψουν σε κάτι πραγματικά όμορφο”.
Αλλά το συγκρότημα δεν είχε καμία διάθεση για συμβιβασμούς και μετά από δύο ακόμη περιοδείες στο Ηνωμένο Βασίλειο στα τέλη του ’76 και στις αρχές του ’77, έφτιαξε ένα άλμπουμ τόσο διαφορετικό που ξεπερνούσε όλους τους σπουδαίους punk δίσκους εκείνης της χρονιάς.

Let There Be Rock
Το Let There Be Rock ήταν αυτό που ο Angus αποκάλεσε απλώς «ένα καλό άλμπουμ κιθάρας». Ηχογραφήθηκε ζωντανά και η αλήθεια είναι ότι οι καλύτερες λήψεις είχαν κάποιες ατέλειες, αλλά αυτό δεν είχε και πολύ σημασία. Το ομότιτλο κομμάτι ήταν ένας ταραχώδης ροκ εν ρολ ύμνος, εμπνευσμένος από το Roll Over Beethoven του Chuck Berry – ουσιαστικά τον μύθο της ροκ, τον οποίο ο Bon λάτρευε. Στην ηχογράφηση αυτού του κομματιού, η δυναμική του συγκροτήματος ήταν τέτοια που ο George Young αρνήθηκε να σταματήσει τον Angus στο σόλο, όταν ο ενισχυτής του υπερθερμάνθηκε τόσο πολύ που σχεδόν πήρε φωτιά. Το άλμπουμ είχε κι άλλα δυνατά κομμάτια: το Hell Ain’t A Bad Place To Be και το Bad Boy Boogie και το πιο διάσημο από όλα, το Whole Lotta Rosie. Ήταν ένα τραγούδι που έλεγε πολλά για τον Bon. Οι περισσότεροι ροκ σταρ θα ήταν πολύ ματαιόδοξοι για να πουν μια τέτοια ιστορία, αλλά ο Bon την απολάμβανε.
Με περισσότερες από 100 εμφανίσεις, η περιοδεία Let There Be Rock περιελάμβανε μερικές αξιοσημείωτες πρωτιές – ντεμπούτο εμφανίσεις στις ΗΠΑ και στο Glasgow Apollo – ενώ τέσσερις φορές άνοιξαν τις συναυλίες των Kiss, ενώ κατά την προετοιμασία τους σε μία από αυτές, ο Angus αποκάλυψε: «Δυσκολευόμασταν πολύ όταν ανοίγαμε τις συναυλίες άλλων συγκροτημάτων γιατί η μπάντα μας ήταν πολύ καλή. Οι headliners τις περισσότερες φορές ήθελαν να «ξεφορτωθούν» τα support group. Αλλά οι Kiss μας ήθελαν πραγματικά και δεν μας φοβήθηκαν. Ο Gene Simmons μας είδε να παίζουμε στο club Whisky στο Λος Άντζελες και μας πήρε με το γκρουπ του σε μερικές από τα μεγαλύτερες συναυλίες τους, οπότε αυτό ήταν πολύ καλό για εμάς».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας, ο Bon δημιούργησε πάλι προβλήματα. Υπήρχε πανικός στην παρέα των AC/DC τις ώρες πριν από την παράσταση στο Ώστιν του Τέξας – κανείς δεν είχε δει τον Bon από τη στιγμή της εξαφάνισή του το προηγούμενο βράδυ με κάποιους Μεξικάνους. Έφτασε μόλις 30 λεπτά πριν ξεκινήσει η συναυλία παρέα με τους Μεξικάνους, σε χείριστη κατάσταση, έπειτα από ένα ξέφρενο πάρτι. Μόλις όμως ανέβηκε στη σκηνή, όλα άλλαξαν, όπως γινόταν πάντα.
Στο Τζάκσονβιλ της Φλόριντα, οι AC/DC έκαναν παρέα με το πιο διάσημο ροκ συγκρότημα της πόλης. «Όλοι αγαπήσαμε τους AC/DC», είπε ο κιθαρίστας των Lynyrd Skynyrd, Gary Rossington. «Ήμασταν πραγματικά το ίδιο είδος μπάντας. Αυτοί ήταν αλαζόνες Αυστραλοί και εμείς ήμασταν αλαζόνες αντάρτες του Νότου». Όπως θυμάται ο Rossington, υπήρχε «μεγάλος αμοιβαίος σεβασμός» μεταξύ του Bon και του τραγουδιστή των Skynyrd, Ronnie Van Zant. Ο Rossington αναγνώρισε σε αυτούς μια σπάνια ιδιότητα: «Ήταν σπουδαίοι αφηγητές. Ο καθένας μπορούσε να βρει τον εαυτό του στους στίχους τους».
Οι AC/DC είχαν μόλις τελειώσει την περιοδεία Let There Be Rock και ξεκίνησαν κατευθείαν την ηχογράφηση του Powerage, η οποία διήρκησε οκτώ εβδομάδες στις αρχές του 1978, με τον νέο μπασίστα Cliff Williams στη θέση του Mark Evans. Για πολλούς γνώστες, αυτός ήταν ο καλύτερος δίσκος των AC/DC. Όπως είχε πει ο Keith Richards: «Όλη η μπάντα το «έχει», και μπορείτε να το καταλάβετε αυτό πολύ εύκολα». Μερικά κομμάτια, κυρίως το Riff Raff, παίχτηκαν με τέρμα το γκάζι, αλλά το κύριο μέρος του άλμπουμ ήταν όλο βαρύ grooves – το παραπλανητικό Sin City, το funky Gone Shootin και το σκληρό Down Payment Blues. Σε αυτά τα δύο τελευταία τραγούδια, ο Bon –ο «ποιητής της εργατικής τάξης», όπως τον αποκάλεσε ο Brian Johnson– βρισκόταν στο απόγειό του. Στο Down Payment Blues εξέθεσε τις σκληρές πραγματικότητες που είχε περάσει ενώ στο Gone Shootin τραγούδησε για την καταδικασμένη σχέση του με μια κοπέλα.
Ο Bon εμφανίστηκε με μπλε τζιν παντελόνι και ένα φούτερ με λευκή κουκούλα που έγραφε AC/DC tour, κρατώντας τον κεντρικό ρόλο στη σκηνή καθώς ο Angus στριφογύριζε δίπλα του, με το κεφάλι να πηγαινοέρχεται στο ρυθμό του κομματιού.
Η πίεση από την Atlantic Records αυξανόταν. Κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης του Powerage, ο Phil Carson είχε πιέσει σκληρά για ένα τραγούδι που ένιωθε ότι είχε δυνατότητες επιτυχίας, το Rock ‘N‘ Roll Damnation. Μια νέα συλλογή best-of είχε επίσης συζητηθεί. Αλλά το συγκρότημα προτίμησε την ιδέα ενός live άλμπουμ, από τις πιο σπουδαίες ροκ συναυλίες του, τη δεκαετία του ’70, όπως οι Deep Purple με το Made In Japan και ο Peter Frampton με το Frampton Comes Alive! Και για τους AC/DC δεν υπήρχε καλύτερο μέρος για να ηχογραφήσουν ένα live άλμπουμ από το Glasgow Apollo, όπου οι Status Quo, «συνάδελφοι» στο heavy boogie, είχαν ηχογραφήσει το άλμπουμ του 1977 Quo Live!
«Ήταν ένας συγκλονιστικός χώρος», λέει ο Doogie White. «Το Apollo ήταν θέατρο, άρα είχε υπέροχο ήχο. Και δεν υπήρχε φουαγιέ εκεί, οπότε όλοι ήταν στη θέση τους καθ’ όλη τη διάρκεια της συναυλίας. Γι’ αυτό ήταν τόσο υπέροχο για κάθε συγκρότημα που έπαιζε εκεί. Όλα ήταν σωστά στημένα και τοποθετημένα μέσα σε αυτό».
Στις 30 Απριλίου, οι AC/DC μπήκαν στο Apollo, στο Ηνωμένο Βασίλειο για το σόου Powerage, ένα σόου που θα έμενε στην ιστορία. Ανάμεσα στο τοπικό συνεργείο που δούλευε στην έκθεση ήταν ένας νεαρός από τη Γλασκόβη, ονόματι Brian Carr. Ως θαυμαστής των AC/DC είχε γνωρίσει το συγκρότημα στο παρελθόν, το 1977, αλλά ως μέλος του πληρώματος μίλησε εκτενώς με τον Angus και τον Malcolm και ήταν μάρτυρας όλων εκείνων που έγιναν κατά τη διάρκεια του σόου, αλλά και πριν από αυτό.
«Το συγκρότημα έφτασε γύρω στο μεσημέρι», θυμάται. «Παράλληλα με το sound check, στηνόταν κι ένα κινηματογραφικό συνεργείο. Έπαιξαν ένα νέο τραγούδι που δεν είχα ακούσει ποτέ πριν – το Rock ‘N’ Roll Damnation, το οποίο δεν περιλαμβανόταν στην αρχική έκδοση του Powerage – κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή έγραφαν και το promo βίντεο».
Ο Carr θυμάται τον Angus ιδιαίτερα ως φιλικό και προσιτό. «Μου έδειξε πού είχε σπάσει την κιθάρα του επτά φορές». Θυμάται επίσης ότι είδε τον Bon να πίνει όλο το απόγευμα. «Νομίζω ότι θα μπορούσες να πεις ότι ήταν αλκοολικός, αλλά παρόλα αυτά λειτουργούσε πάρα πολύ καλά».
Πριν από την έναρξη της παράστασης, ένα άλλο μέλος του πληρώματος στάλθηκε σε ένα κοντινό κατάστημα αθλητικών ειδών για να προμηθευτεί τις ποδοσφαιρικές εμφανίσεις της Σκωτίας για κάθε μέλος της μπάντας. «Ήθελαν να τις φορέσουν για το encore», εξηγεί ο Carr. «Ήταν Κυριακή, τίποτα δεν ήταν ανοιχτό στη Γλασκόβη εκείνες τις μέρες, αλλά ο ιδιοκτήτης άνοιξε για χάρη τους».
Περίπου στις 21:00, μετά την εμφάνιση των support groups Mott The Hoople, British Lions, τα φώτα του Apollo χαμήλωσαν και ένας εκκωφαντικός βόμβος ακούστηκε από τη σκηνή. «Μπορούσατε να ακούσετε τους ενισχυτές να βουίζουν περισσότερο από το θόρυβο του πλήθους», λέει ο Carr. «Είναι δύσκολο να περιγράψω πόσο δυνατά ήταν. Μπορούσες να το νιώσεις τον ήχο μέσα σου».
Ο Angus εμφανίστηκε πρώτος, κάνοντας την εισαγωγή του Riff Raff, ενώ ο Phil Rudd ξεκίνησε την πρώτη δυνατή συγχορδία του. Ο Bon εμφανίστηκε με μπλε τζιν παντελόνι και ένα φούτερ με λευκή κουκούλα που έγραφε AC/DC tour, κρατώντας τον κεντρικό ρόλο στη σκηνή καθώς ο Angus στριφογύριζε δίπλα του, με το κεφάλι να πηγαινοέρχεται στο ρυθμό του κομματιού. Η ενέργεια τους γέμιζε όλοι τη σκηνή! Ήταν φοβεροί! «Με το που ξεκίνησαν ήταν έτοιμοι να τα δώσουν όλα», λέει ο Doogie White.

Malcom Young-Γερμανία 1995
Μετά από μερικά κομμάτια, ο Angus είχε πετάξει το σχολικό του σκουφάκι, τη τσάντα, το σακάκι, τη γραβάτα και το πουκάμισό του και έμεινε μόνο με το σορτς, τις κάλτσες και τα αθλητικά του παπούτσια. Ο Bon λουσμένος στον ιδρώτα είχε μείνει μόνο με το πουκάμισό του. Ο Doogie White αναφέρει ειδικά για τον Bon ότι είχε τον αέρα ενός δυναμικού ανθρώπου. «Ήταν ένας εξαιρετικός frontman και είχε αυτή τη λάμψη στα μάτια του που έλεγε: Το παίρνω στα σοβαρά αυτό που κάνω, αλλά διασκεδάζω κι όταν το κάνω». Θυμάται επίσης τη στιγμή που ο Angus περνούσε μέσα από το πλήθος. «Ήταν η πρώτη φορά που είδα έναν τέτοιο κιθαρίστα. Περνούσε μέσα από το πλήθος και μας έκανε να ιδρώνουμε από τη δική του την ενέργεια. Ήταν υπέροχο, ήθελα να κρατήσω αυτή την περίεργη μυρωδιά πάνω μου, δεν νομίζω ότι πλύθηκα για μια εβδομάδα!»
Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του Lotta Rosie το κοινό φώναζε συνεχόμενα «Angus! Angus!» ενώ στην εισαγωγή του Let There Be Rock υπήρξε μια φρενήρης κορύφωση. Το συγκρότημα επέστρεψε για το encore με τις εμφανίσεις της Σκωτίας, τα πουκάμισα, τα σορτς, ακόμη και τις κάλτσες. Σε μια εποχή που το έθνος κυριευόταν από ποδοσφαιρικό πυρετό ενόψει του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978 στην Αργεντινή, η ανταπόκριση του κοινού ήταν μοναδική καθώς ο Angus τους θύμισε αυτό το ποδοσφαιρικό παραλήρημα. Έπαιξαν το χαρακτηριστικό τραγούδι του Bon, Rocker & Fling Thing, ένα ορχηστρικό κομμάτι βασισμένο στην παραδοσιακή μπαλάντα The Bonnie Banks O’ Loch Lomond, που κυκλοφόρησε αρχικά το 1976 ως B-side του σινγκλ Jailbreak. Όπως λέει ο Doogie White: «Αν και είχαν αυστραλιανή προφορά, ξέραμε ότι ήταν από τη Σκωτία. Νιώθαμε ότι ήταν δικοί μας».
Όταν τελείωσε η περιοδεία τον Μάιο, οι AC/DC είχαν το πρώτο τους hit στο Ηνωμένο Βασίλειο όταν το Rock ‘N’ Roll Damnation έφτασε στο Νο. 24. Το Powerage μπήκε επίσης στο top 30. Στην Αμερική είχαν δημιουργήσει μια διαφορετική ιστορία. Το άλμπουμ έφτασε στο Νο. 133 στο Billboard chart. Σε μια περιοδεία στις ΗΠΑ, συνολικής διάρκειας 63 ημερών, το συγκρότημα συνέχισε να κάνει πάταγο, ανοίγοντας τις συναυλίες του Alice Cooper και μετέπειτα των Aerosmith, των οποίων ο κιθαρίστας Joe Perry βγήκε νοκ-άουτ από την ενέργεια των AC/DC. «Έφεραν το rock’n’roll στα μέτρα τους, χωρίς να το πολυσκεφτούν», είχε πει ο Perry.

Οι AC/DC παίζουν στο “Day on the Green” στο Oakland Coliseum στο Oakland, Ca. στις 2 Σεπτεμβρίου 1978. (Φωτογραφία Larry Hulst/Archives Michael Ochs)
Με τον πρώην frontman των Geordie, Brian Johnson ως νέο τραγουδιστή των AC/DC, το Back In Black θα αναστήσει την καριέρα του συγκροτήματος και θα συνεχίσει να είναι το ροκ άλμπουμ με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών.
Ένα ακόμη άτομο που επηρεάστηκε πολύ ήταν ο νεαρός, τότε, James Hetfield, του οποίου η πρώτη συναυλία, ήταν σε ηλικία 15 ετών, όταν πήγε στους Aerosmith, με support group τους AC/DC, στο Los Angeles Forum, στις 13 Ιουλίου 1978. Τρία χρόνια προτού ο Hetfield ιδρύσει τους Metallica, αυτή η συναυλία είχε βαθιά επίδραση πάνω του. «Ήμουν μεγάλος θαυμαστής των Aerosmith», θυμάται. «Αλλά δεν είχα ιδέα ότι οι AC/DC ήταν τόσο ωραίοι. Πήγα με τον μεγαλύτερο αδερφό μου και τον θυμάμαι να δείχνει τον Angus και να λέει: «Αυτός που έτρεχε πάνω στη σκηνή ήταν ενοχλητικός! Αλλά πολύ θα ήθελα του μοιάσω».
Στις 23 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς, μόλις 10 μέρες αφότου ο Hetfield είχε οραματιστεί το μέλλον του στο πρόσωπο του Angus Young, οι AC/DC ανακοίνωσαν ότι θα συμμετείχαν στο Day On The Green, ένα από τα μεγαλύτερα γεγονότα στην αμερικανική ροκ σκηνή, μια ετήσια σειρά παραστάσεων που πραγματοποιείτο στο Oakland Coliseum χωρητικότητας 80.000 ατόμων στην Καλιφόρνια. Οι παραστάσεις στο Day On The Green #3 συμπεριλάμβαναν τους Aerosmith, τους Foreigner, τον Pat Travers, ένα νέο, τότε, συγκρότημα από το Λος Άντζελες τους Van Halen, ενώ το πρόγραμμα της συγκεκριμένης ημέρας άνοιγαν οι AC/DC.
Ο χρόνος τους στη σκηνή ήταν ένα σοκ για το σύστημα. «Ήμασταν εκεί στις δέκα και μισή το πρωί και οι περισσότεροι από εμάς δεν είχαμε πάει καν για ύπνο!» είπε ο Angus. Ο Bill Graham, fan του συγκροτήματος και ραδιοφωνικός παραγωγός έκανε ότι μπορούσε για να τους προωθήσει στο τοπικό ραδιόφωνο μέχρι και την παραμονή της συναυλίας. Ως αποτέλεσμα αυτού ήταν ένα κατάμεστο γήπεδο, πολλές ώρες πριν εμφανιστούν στη σκηνή οι AC/DC. Ο Angus θυμάται: «Υπήρχε ένας τύπος από ένα κινηματογραφικό συνεργείο, ο οποίος μας πλησίασε κάποια στιγμή πριν βγούμε και μας ρώτησε τι είδους συναυλία θα ήταν αυτή» και τότε εμείς του είπαμε το τρομερό: «Έχεις ακούσει για τους Χριστιανούς που έριχναν στα λιοντάρια; Λοιπόν, εμείς είμαστε οι Χριστιανοί!»
Η δύναμη της ερμηνείας των AC/DC σε εκείνη τη συναυλία ήταν μοναδική. Ο Eddie Van Halen είπε αργότερα: «Στεκόμουν στο πλάι της σκηνής και τους χάζευα. Ήταν εκπληκτικοί» Ο κιθαρίστας των Thin Lizzy, οι οποίοι έκαναν περιοδεία με τους AC/DC τον Σεπτέμβριο του ’78, Gary Moore, είχε δηλώσει «Εκείνο το βράδυ μας πέταξαν κυριολεκτικά από τη σκηνή», ενώ πρόσθεσε «Ο Angus ήταν απίστευτος».
Το If You Want Blood You’ve Got It, κυκλοφόρησε στις 13 Οκτωβρίου 1978. Η φωτογραφία του εξωφύλλου του, όπως και ο τίτλος του, ήταν συμβολικά. Η κιθάρα διαπερνούσε το στήθος του Angus, το άσπρο σχολικό του πουκάμισο ήταν βαμμένο με κόκκινο αίμα, ενώ ο Bon είχε γύρει πάνω του. Στο πίσω μέρος του εξωφύλλου, ο Angus ήταν ξαπλωμένος στη σκηνή με το κεφάλι ενώ ο λαιμός της κιθάρας προεξείχε από την ποτισμένη με αίμα πλάτη του. Ο Angus περιέγραφε την εικόνα αυτή ως «εξαιρετική»! Ο τίτλος του άλμπουμ όμως είχε μια βαθύτερη σημασία για τον Bon. Σε συνέντευξή του το 1978, ομολόγησε: «Κάνω περιοδείες δεκατρία ολόκληρα χρόνια. Μετακινούμε συνεχώς. Αεροπλάνα, ξενοδοχεία, γκρουπ, ποτά, κόσμος, πόλεις… όλα έχουν να σου προσφέρουν κάτι. Νομίζω ότι έχω χύσει πολύ αίμα…»
Το άλμπουμ έφτασε στο Νο. 13 στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σε μια κριτική του If You Want Blood, τον Μάιο του 1978, στο Melody Maker, ο Harry Doherty χαιρέτισε τους AC/DC ως «ένα από τα καλύτερα heavy metal συγκροτήματα εκείνης της περιόδου» και χειροκρότησε το «ακατέργαστο, ροκ τους», ενώ πρόσθεσε ότι «Είναι ένα άλμπουμ που δείχνει γιατί AC/DC έχουν τόση απήχηση στο κοινό».

Ο τραγουδιστής Brian Johnson (αριστερά) και ο κιθαρίστας Angus Young σε περιοδεία στο Ηνωμένο Βασίλειο, 1981. Στο βάθος είναι ο ντράμερ Phil Rudd. Φωτογραφία Michael Putland
Στην περιοδεία που ακολούθησε, οι AC/DC επέστρεψαν θριαμβευτικά στο Glasgow Apollo. «Δεν φορούσαν τις φανέλες της Σκωτίας εκείνη την εποχή», λέει ο Brian Carr. «Αλλά όταν έπαιξαν το Fling Thing είχαν τις σημαίες της Σκωτίας μαζί τους και οι Σκωτσέζοι, όπως και πολλοί λαοί εξάλλου, λατρεύουν τη σημαία τους». Αυτά τα συναισθήματα ήταν επίσης βαθιά και για τους αδερφούς Young αλλά και τον τραγουδιστή Ronald Belford Scott, ο οποίος ήταν γνωστός ως Bon.
Όπως λέει ο Doogie White: «Το If You Want Blood είναι ένα από τα σπουδαιότερα live άλμπουμ. Και η ομορφιά του είναι ότι αυτό