Skip to main content

Σε μια χώρα που το πολιτικό πολύ συχνά συγχέεται, δυστυχώς, με το κομματικό, ο Κώστας είναι ένας από τους δυο τρεις θεατρικούς σκηνοθέτες στην Ελλάδα, που μεταξύ άλλων κάνει σοβαρό πολιτικό θέατρο και όταν λέω σοβαρό εννοώ καθόλου στρατευμένο και καθόλου δήθεν. Τον ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο που μας διέθεσε και μάλιστα εις διπλούν καθώς την πρώτη φορά ξεχάσαμε να πατήσουμε το rec.

face to face 

Κώστας Γάκης:

Ανήκω στην Συντροφιά των Ονειροπόλων

 

 

Γ: Σε είχα αφήσει στο θέατρο Άλφα και τώρα σε ξαναβρίσκω εδώ. 

Κ: Ναι, στο θέατρο Άλφα-Ληναίος-Φωτίου. Υπάρχει μια ιστορική μνήμη, μια παρακαταθήκη που κουβαλάει αυτός ο χώρος και αλίμονο, δεν έχουμε το δικαίωμα να την αποσιωπούμε. Για εμένα προσωπικά αυτή η παρακαταθήκη είναι πολύ σημαντική και πάντα είχα την ανάγκη να ενωθώ με την ιστορία του θεάτρου αυτού. Μια γωνία που εδώ και πενήντα χρόνια, δίνει σήματα στην κοινωνία πολύ ωραία! Από που να ξεκινήσεις, από τους αντιδικτατορικούς αγώνες, με τις άγριες καταστάσεις που ζήσανε, τις λογοκρισίες όπου πηγαίναν από πόλη σε πόλη και τους κόβανε, από που… Σκέψου, δεν επιχορηγήθηκαν ποτέ από το κράτος, παρότι ο Ληναίος υπήρξε βουλευτής, γιατί οι ίδιοι ποτέ δεν το ήθελαν, θεωρούσαν πως δε πρέπει να γίνονται έτσι τα πράγματα, πως ένα θέατρο με πολιτική ταυτότητα, με αυτό το λόγο που αρθρώνει, δεν πρέπει να έχει κανενός είδους εξάρτηση. Μιλώντας με το Στέφανο τα τελευταία χρόνια, από το 2016 που γνωριστήκαμε, έχω μια πολύ μεγάλη χαρά ότι βρήκα έναν συγγενή. Μου έκανε μάλιστα την πολύ μεγάλη τιμή, να σκηνοθετήσω τη ραδιοφωνική εκδοχή του ‘’Καληνύχτα Μαργαρίτα’’, την εποχή που ήταν κλειστά τα θέατρα στον 9,84. Έχουν ένα ήθος που δε συνηθίζεται καθόλου στην εποχή μας, ειδικά από τους θεατρικούς επιχειρηματίες και αυτό είναι πάρα πολύ συγκινητικό, ας πούμε στο ζήτημα του ενοικίου όπου υπάρχει πολύ μεγάλη κατανόηση των δυσκολιών, σε οικονομικό επίπεδο, της εποχής μας. Οπότε το ότι με ξαναβρίσκεις εδώ μόνο τυχαίο δεν είναι. Είναι κάτι που μ’ αρέσει, που απέναντι από το πολυτεχνείο έχουμε φτιάξει αυτή την κολεκτίβα, την Συντροφιά των Ονειροπόλων, με την οποία προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ένα δικό μας δίκτυο ανθρωπιάς με επίκεντρο την έννοια του αγώνα και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Γ: Βλέπω πως πάντα θες να λειτουργείς μέσα σε συλλογικότητες, η ομάδα, η ιδέα, η κολεκτίβα τώρα. 

Κ: Ναι, αν και η λέξη κολεκτίβα είναι μια λέξη παρεξηγημένη, γι’ αυτό το είπαμε «άλφα μικρό μια συντροφιά ονειροπόλων». Μπήκαμε λοιπόν σε μια διαδικασία ξανά με το θέατρο Άλφα, όταν ο Ιορδανίδης με ρώτησε, αν θα ήθελα να αναλάβω τη σκηνή του Δευτερότριτου, σαν τη δεύτερη σκηνή του θεάτρου. Επικοινώνησα λοιπόν με αυτόν το πυρήνα των 20-30 ανθρώπων, που τυχαίνει από το 2015-16 να έχουμε έρθει κοντά και με τους οποίους κάνουμε πολυφωνίες, ομαδικά κρουστά, ποιητικές, μουσικές, θεατρικές βραδιές, σύγχρονο χορό και τους είπα πως έχω αυτές τις τρεις μέρες, Δευτέρα Τρίτη και Σάββατο μέχρι τις πέντε που κάνω τα σεμινάριά μου. Το θέατρο είναι μεγάλο και έχει χώρους πολλούς, οπότε τους ρώτησα κατά πόσο θα ήθελαν να έρθουν να κάνουμε παραστάσεις μαζί, που θα υποστηρίζουν ένα θέατρο «από τα κάτω». Η σκέψη ήταν, κάθε δυο τρεις μήνες να κάνουμε ένα βαριετέ, όπως το λέμε, που λειτουργεί με διάφορα νούμερα, άλλωστε όπως λέμε, είμαστε νούμερα, όπου λοιπόν ο καθένας ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και δίνει ένα δικό του δημιουργικό πεντάλεπτο, που μπορεί να είναι ένα κείμενο που έχει γράψει, μπορεί να είναι χορός, οτιδήποτε. Στο τελευταίο βαριετέ, για να καταλάβεις, που είχαμε κάνει, είχαμε σύγχρονο χορό με ένα εικαστικό δρώμενο πάνω στη σκηνή, μετά ένα κείμενο που διάβαζε κάποιος, ένα κομμάτι από τον Ρασκόλνικοφ, μετά κάποιος χόρευε ζεϊμπέκικο και κάτι φώναξε σαν σύνθημα και μετά ήρθαν οι φίλοι της Συντροφιάς, Γιάννης Ταυλάς, Παντελής Κυραμαριός, και το Τρίο Φάλτσο και είπαν τα τραγούδια τους. Η σκέψη είναι πως όποιος έρχεται, μπορεί να κάνει ένα μικρό νούμερο, το οποίο πάντα όμως, να έχει κάπως ένα κοσμοαλλακτικό περιεχόμενο.

Γ: Κοσμοαλλακτικό;

Κ: Είναι μία λέξη που την ανακαλύψαμε μαζί με τη Νατάσα Φαίη Κοσμίδου στο πανελλήνιο δίκτυο για το θέατρο στην εκπαίδευση, το οποίο έκανε πριν τον κορονοϊό, κάθε καλοκαίρι. Μια καταπληκτική κατασκήνωση κάτω απ’ τα πλατάνια στο Πήλιο. Εκεί λοιπόν ήταν κάτι πάρα πολύ ωραίες φωνές, που μίλαγαν για ένα θέατρο που παρεμβαίνει μέσα στην εκπαίδευση, που μιλάει για ανθρώπινα δικαιώματα, για τη διαφορετικότητα και εκεί προσπαθούσαμε να βρούμε, ποιο είναι το επίθετο που χαρακτηρίζει αυτό που κάνουμε και βρήκαμε τη λέξη κοσμοαλλακτικό, που έχει πολύ πλάκα και που δεν σημαίνει τίποτα άλλο, από το να αφήσεις, μετά από αυτό το μάταιο ταξίδι του βίου, τον κόσμο λίγο καλύτερο, αν γίνεται. Όπως μας είπανε κάποιο δάσκαλοι μας στο εθνικό, μην περιμένετε τους μεγαλοσκηνοθέτες και τους μεγαλοπαραγωγούς, πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας κάνετε το δικό σας θέατρο. Ποιο είναι το θέατρο που προτείνετε και τους κοιτάγαμε σαν χάνοι, κάπως έτσι το ίδιο κάνουμε κι εμείς, δίνουμε μια σκυτάλη σε ενδιαφέροντα πράγματα, όπου μπορεί ένας να μου πει «μου φαίνεται κοσμοαλλακτικό, γιατί θα κάνει τον κόσμο να γελάσει», «δεκτό, αρκεί να μην είναι μόνο βωμολοχίες». Η «είναι κοσμολλακτικό γιατί θα μιλήσω για την πατριαρχία» ή «είναι κοσμοαλλακτικό γιατί θα μιλήσω για τους άνεργους ή για την επανάσταση» οπότε δεν μπαίνει ποτέ κάποιο όριο στο τι μπορεί να κάνει κάποιος αρκεί να είναι κοσμοαλλακτικό. Για παράδειγμα είναι μία ομάδα που δούλεψε κομέντια ντελ άρτε, κάνανε πρόβες για ένα διάστημα και κάποια στιγμή αναρωτήθηκα αν είναι κοσμοαλλακτικό αυτό και αμέσως έδωσα στον εαυτό μου την απάντηση, πως το να ενημερώσεις τον κόσμο για ένα είδος θεάτρου και ένα ύφος θεατρίνων που τους σταυρώνανε στα σταυροδρόμια και που ο Ντάριο Φο έχει γράψει γι’ αυτούς αυτό το φοβερό μονόλογο εναντίων των γελωτοποιών, είναι σημαντικό ναι. width=

Γ: Μια και το έφερε η κουβέντα στην κομέντια ντελ άρτε, ας μιλήσουμε για το λαϊκό θέατρο καθώς είσαι νομίζω από τους λίγους, αν όχι ο μόνος, στον τόπο μας που κάνει σοβαρό λαϊκό θέατρο.

Κ: Χαίρομαι και χοροπηδάω τρελά μέσα μου που μου το λες αυτό για δύο λόγους. Ο ένας είναι πως το παλεύω πάρα πολύ αυτό με τη λαϊκότητα του θεάματος, χωρίς να γίνεται λαϊκίστικο και το δεύτερο γιατί έχουμε δουλέψει μαζί σε δύο παραστάσεις που έτυχε και οι δύο να είναι κωμωδίες. Και στις δύο αλλά και σε αυτή που κάνατε με τη Στέλα τη Σερέφογλου που ήμουνα κι εγώ με έναν τρόπο μαζί σας, αισθανόμουν πως έχουμε αυτή την κοινή γλώσσα. Δηλαδή αν βγούμε σε έναν κόσμο να παίξουμε πρέπει οι σκηνές να μυρίζουνε κάτι από τη ζωή αυτού του κόσμου, να μπορούν να το καταλάβουν, να μην είναι ένα άσχετο πράγμα στο οποίο κάνουμε κάτι παλαβά, μένουμε τσίτσιδοι μπροστά στο κοινό, σπρώχνουμε το κοινό, το φτύνουμε ή αλαλάζουμε μπροστά σε μικρόφωνα. Δεν έχω τίποτα με τη χρήση του μικροφώνου, του γυμνού, του ακατανόητου, του ντανταηστικού, του φορμαλιστικού, αλλά το εβδομήντα, ογδόντα, ενενήντα τοις εκατό μιας παράστασης, πρέπει να εμπεριέχει, βαθιά κατανόηση, ο κόσμος να έρχεται και να μη νιώθει ηλίθιος. Κρατάμε λοιπόν αναμμένη αυτή τη φλόγα του λαϊκού θεάτρου και με μεγάλη μου έκπληξη βλέπω, πως οι κριτικοί του θεάτρου, σαν να έχουν αποσπαστεί τελείως κι αυτοί από οτιδήποτε είναι στη καρδιά των ανθρώπων, από οτιδήποτε μυρίζει ζωή. Ήρθαν ας πούμε στην «Ιστορία χωρίς όνομα», που έκοψε 170.000 εισιτήρια δηλαδή το είδε πάρα πολύς κόσμος που κατάλαβε τη μάχη δύο ανθρώπων, τη βίαιη πατριαρχία στη περίπτωση της Πηνελόπης Δέλτα και γράψανε «ο Κώστας Γάκης έξω απ’ τα νερά του έκανε ένα θέαμα ευρείας κατανάλωσης». Οπότε εκεί λες πως η κριτική έχει ένα θέμα και μια και ο καθένας δικαιούται να έχει την άποψή του, φροντίζεις να διαφυλάξεις αυτό το θέατρο, που με ένα τρόπο, το κληρονομήσαμε από τον Στέφανο και την Έλλη, ένα θέατρο που απευθύνεται σε όλο τον κόσμο και εκεί πλάι στην κατανόηση, βάζω και την τρομερή τρυφερότητα που είχαν οι δύο αυτοί άνθρωποι. Εκεί απευθυνόμαστε στο κόσμο των συναισθημάτων και αυτόν υπερασπιζόμαστε, δε μπορείς να βγεις από μια παράσταση και να μην έχεις συγκινηθεί, να μην έχεις γαργαληθεί.

Γ: Πιστεύεις πως αυτό το θέατρο είναι κάτι σύγχρονο που χωράει στην εποχή μας;

Κ: Τα πράγματα τα οποία μας συγκινούσαν 5.000 χρόνια πριν μας συγκινούν ακόμα. Σύγχρονο είναι ότι συγκινεί τη σύγχρονη ψυχή, όπως μου έλεγε και ο δάσκαλός μου στην κιθάρα, Βασίλης Καναδάς. Εδώ θέλω να το συνδέσω αυτό και με τη κληρονομιά που έχουμε ως Έλληνες. Πόσο συγκινητικό είναι να διαβάζεις τον Πλατωνικό Χαρμίδη, που πέφτει ο Σωκράτης από το κάλος του Χαρμίδη, γιατί η ομορφιά αυτού του νέου τον έκανε να πέσει από τον πάγκο και συνεχίσανε να μιλάνε για το τι είναι ομορφιά, τι αισθητική, τι κάλος. Πραγματικά σήμερα 2.500 χρόνια μετά διαβάζεις αυτό το κείμενο και λες τι ωραίο, σαν η σκέψη να είχε φύγει σε άλλο πεδίο με την έλευση των αγαπημένων μου ιώνων φιλοσόφων. Και τυχαίνει τώρα εμείς να ζούμε εδώ σ αυτό το λεκανοπέδιο και να φοβόμαστε να πούμε Χαρμίδης, Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Λυσίας για να μη μας πούνε φασίστες. Εδώ υπάρχει άλλη μια τεράστια παρεξήγηση γύρω από την οποία θέλω να ανοίξω συζήτηση σαν θεατρίνος. Στο δέντρο του Οιδίποδα σκεφτόμουν πως ήταν κάτι τσιρκολάνοι που μπήκαν σε μια κατεστραμμένη βιβλιοθήκη και βρήκαν κάτι χειρόγραφα, Σοφοκλή, Ευριπίδη και πήραν αυτά τα έργα, ανέβηκαν με κάτι εναέρια ακροβατικά και σκέφτηκαν πως αφού η μοίρα του ανθρώπου είναι τόσο εύθραυστη, εμείς θα είμαστε μαριονέτες που θα κρεμόμαστε απ’ τους ουρανούς και θα προσπαθούμε να ανέβουμε, ενώ η μοίρα θα κόβει τα σχοινιά και θα πέφτουμε στο μνήμα. Δηλαδή ας πάρουμε αυτά τα κείμενα και ας τα ξαναγράψουμε. Παλεύω, στο δέντρο του Οιδίποδα, στην Αριστοφανιάδα και στην Αντιγόνη-Μήδεια να βρω, τι από όλο αυτό συνεχίζει να με συγκινεί. Με συγκινεί να μιλάω ακόμα με λέξεις του Ομήρου. Άσχετα από αυτό που λένε με στόμφο κάποιοι για το αδιάσπαστο της φυλής, υπάρχει το αδιάσπαστο της γλώσσας το οποίο είναι πράγματι καταπληκτικό. Αισθάνομαι ότι υπάρχει μια επαναστατικότητα στην αρχαία ελληνική σκέψη γιατί είναι η κριτική σκέψη η οποία καλώς ή κακώς γεννήθηκε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Θα σου πω κάτι, εσύ θα απαντήσεις και αυτό κάπου θα βγάλει και στο τέλος θα είμαστε με τη τσικουδιά στο καπηλειό να κοροϊδεύει ο ένας τον άλλο για τις απόψεις του και μετά από δέκα χρόνια να στοχαζόμαστε και να ‘χει πάρει ο ένας τις απόψεις του άλλου. Αυτός είναι ο ελληνικός τρόπος κι όταν ο Μαρξ λέει για τον ελληνικό τρόπο δε λέει για τον νεοελληνικό τρόπο αλλά για αυτόν που παραδίδουν οι αιώνες κι αυτό είναι μια πολύ ωραία ανάσα ζωής. Μπορεί κάποιος να φάει όλη του τη ζωή ασχολούμενος με αυτά τα κείμενα.

 

 width=

Γ: Πόσο Βαλκάνιος νιώθεις;

Κ: Υπάρχει μια φοβερή ψυχική εγγύτητα με όλο αυτό το χώρο που λέγεται Βαλκάνια, αλλά και με τους φίλους μας τους Τούρκους και είναι εντυπωσιακό πως εμείς οι Έλληνες νομίζουμε πως δεν είμαστε πολύ Βαλκάνιοι, γιατί υπερηφανευόμαστε για κάτι άλλο το οποίο ουσιαστικά έχει τόσο ξεφτίσει. Μου αρέσει που έχει ένα παιγνιώδες στοιχείο το βαλκανικό αυτό του καταφερτζή ανθρώπου… έχει ένα υπέροχα λαϊκό στοιχείο. Οι Οθωμανοί πάλι, είχαν κάποια πολιτισμικά στοιχεία τα οποία τα πήραμε, γίνανε μέρος της πολιτισμικής μας ταυτότητας και δε ξέρω τι νόημα έχει να θες να τα εκριζώσεις, γιατί είναι αυτό που είσαι, οπότε κοίτα να τα εξελίξεις και δες σε ποιο σημείο αυτή η ζύμωση έχει γίνει με πολύ ωραίο τρόπο. Η Κωνσταντινούπολη για παράδειγμα είναι ένας τόπος όπου αν ταξιδέψεις εκεί και αλληλεπιδράσεις με ανθρώπους οποιασδήποτε κοινωνικής βαθμίδας είτε ανήκουν είτε δεν ανήκουν στην τέχνη ή στη διανόηση, βλέπεις πως έχει γίνει ένα τόσο ωραίο κράμα από Τούρκους Αρμένηδες Σέρβους. Το βλέπεις αυτό στη μουσική σκηνή της Πόλης, που είναι ένα τρελό πράγμα, λες δεν γίνεται να υπάρχει αυτό στο πλανήτη γη, σ’ αυτή τη πόλη. Ε, αυτό δεν μπορεί να είναι η Πόλη τους ή η Πόλη μας, είναι Βαλκάνια. Για μένα η Κωνσταντινούπολη σε σχέση με την πολυπολιτισμικότητά της είναι πιο Νέα Υόρκη από τη Νέα Υόρκη, που τυχαίνει να τις λατρεύω και να έχω πάει και στις δυο, γιατί όλο αυτό το στοιχείο είναι πιο χωνεμένο από τους αιώνες στην Πόλη. Και η Ρώμη είναι μια υπέροχη πόλη αλλά δε σου δίνει αυτή την αίσθηση πως είναι ένα μεγάλο χωνευτήρι πολιτισμών. Επίσης αυτό είναι κάτι που το φέρουν και οι ίδιοι οι κάτοικοι της Πόλης όπως και μια περηφάνια αντίστοιχη του Νεοϋορκέζου. Από την άλλη φυσικά δεν μπορώ να χωνέψω αυτό που κάνει ο Ερντογάν με την Αγία Σοφία! Δυστυχώς υπάρχει φοβερός φασισμός στη γείτονα χώρα, με όλοι την αριστερή διανόηση στη φυλακή, με διωγμούς, απίστευτα πράματα. Και φυσικά μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν και στη δική μας κυβέρνηση άνθρωποι που έχουν παρτίδες με το φασισμό και εσχάτως χτυπούν την ελευθερία λόγου.

Γ: Τι φοβάσαι περισσότερο;

Κ: Μήπως δεν προλάβω να ασχοληθώ με τη μουσική όσο θα ήθελα. Είναι ένα κομμάτι που το φροντίζω… το φροντίζω το χωραφάκι μου όσο μπορώ, γράφω τις μουσικές, τα τραγούδια για τις παραστάσεις μου, αλλά θα ήταν πολύ δύσκολο να πω πως κάνω ένα στοπ από οτιδήποτε άλλο για κάποιους μήνες και ασχολούμαι αποκλειστικά με αυτό το κομμάτι, με τη μουσική.

Γ: Νομίζω πως με το θέατρο έχεις βρει ένα τρόπο να κάνεις και τα δύο, θέατρο και μουσική.

Κ: Ναι έτσι ακριβώς είναι. Επίσης χρησιμοποιώ πολύ τη μουσική και στην εκπαίδευση, σαν δάσκαλος οπότε είναι πάρα πολύ εύκολο να συνεχίσω έτσι. Είναι μια ατολμία αυτό, γι’ αυτό ανέφερα τη λέξη φόβος, είναι μια ατολμία να αντιμετωπίσω τον Κωστάκη σαν συνθέτη. Ο Κώστας γράφει μουσική, γράφει τραγούδια και λίγο φοβάται να το πει αυτό στα σαράντα πέντε του.

Γ: Καλλιτέχνης ή επαγγελματίας;

Κ: Ακούω σε διάφορες συνεντεύξεις που δίνουν φίλοι και γνωστοί καλλιτέχνες, όπου αρνούνται την έννοια καλλιτέχνης. Εμένα αυτή η λέξη μ’ αρέσει, πάντα μ’ άρεσε. Ίσως γιατί τη συνέδεσα με τα παιδικά μου χρόνια, με τις ιστορίες του πατέρα μου γύρω από το πόσο καλλιτέχνης είναι ο Κώστας ο Σταμούλος, που φτιάχνει την πρίζα στο σπίτι μας. Κατάγεται από την Ικαρία και έχει την πρίζα στο χέρι και κάθεται με τον πατέρα μου και αργούν, μιλάνε για τα δικά τους, λένε ιστορίες και λίγο βάζει μια βίδα, μετά την ξεχνάει, συνεχίζει κι όταν φύγει από το σπίτι, η πρίζα είναι πάρα πολύ καλά βαλμένη και τα χέρια του, βάζοντας την πρίζα, χόρευαν με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Κατά αναλογία μου αρέσει να σκέφτομαι πως ένας άνθρωπος μπορεί να ζήσει όλη τη ζωή του καλλιτεχνικά, δηλαδή να βγει μια βόλτα στο πάρκο και να έχει αυτή την αισθαντικότητα, αυτή την ευαισθησία, να ακούσει το θρόισμα των φύλλων ή να γελάσει με τον σκύλο που στριφογυρνάει κυνηγώντας την ουρά του. Επαγγελματίας είναι ένα άλλο ζήτημα επίσης πολύ τρυφερό και πονεμένο γιατί ζούμε σ’ ένα κόσμο όπου το κέρδος είναι πιο πάνω από την ανθρώπινη ζωή, οπότε το τι επάγγελμα κάνεις σημαίνει πως παράγεις υπεραξία για να ζήσεις, οπότε οφείλουμε να είμαστε επαγγελματίες για να μην πεθάνουμε και αυτό το κάνουμε με καλλιτεχνικό τρόπο. Το να μπαίνεις στη λειτουργία του ηθοποιού, την τελετουργία να μοιραστείς κάτι με τον κόσμο και ταυτόχρονα κάθε βράδυ να πρέπει να ‘χεις συγκεκριμένα εισιτήρια στο ταμείο για να μη χάσεις το θέατρο είναι μέσα στη φρικτή αυτή μοίρα του ότι όλα πωλούνται, όλα αγοράζονται. Και μαζί με τα πολύ ωραία μηνύματα που δίνει η παράσταση και το πολύ ωραίο post που θα κάνω, με τη φωτογραφία των γεμάτων από κόσμο δρόμων στη Χιλή, που επιτέλους άνοιξαν οι μεγάλες λεωφόροι που έλεγε ο πρόεδρος Αλιέντε, από κάτω θα υπάρχει και προπώληση εισιτηρίων, γιατί πρέπει να αγοράσει εισιτήρια ο κόσμος για να μπορεί ο καλλιτέχνης να λέει τις ιστορίες του και αυτή είναι η πάντα πληγωτική εξίσωση που πρέπει να κάνει κάθε επαγγελματίας καλλιτέχνης.