Skip to main content

Της Βάσιας Παρασκευοπούλου

.YELLOWBOX. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ.

Μπορούμε να είμαστε περισσότερο φως, περισσότερος ουρανός, περισσότερη φαντασία, μπορούμε να είμαστε σώματα και μαζί αστρικές καταιγίδες˚ μοιάζει να μας ψιθυρίζει η ελληνοδανέζα Danai Nielsen κάθε φορά που ανεβαίνει πάνω στην σκηνή και εν είδει τελετουργίας ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές της μουσικής της με βασικό όργανο ένα oldschool συνθεσάιζερ. Δονήσεις και αισθήσεις, dream pop και ηλεκτρονικά στοιχεία, και μαζί φουτουριστική αισθητική και performance. Αυτή είναι η Danai Nielsen, το κορίτσι που μετουσιώνει σε τραγούδια τις ιδιωτικές του στιγμές, το κορίτσι που πατάει σ’ ένα παρόν κι απευθύνεται σ’ ένα μέλλον, το κορίτσι που αλλάζει κουστούμια και φωνές και κατασκευάζει σκηνικά τοπία με τα ίδια του τα χέρια. Πολύπτυχη και πολυτάλαντη, από πέρυσι κυκλοφορεί τον πρώτο της προσωπικό δίσκο με τον τίτλο “To Who Are They”, έναν δίσκο που μέσα από ένα παιχνίδι αντιστροφής θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντανακλά και συγκεντρώνει το δικό της “Who am I” με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α :

N  E  W    G  I  R  L  S    O  N     T  H  E    B  L  O  C  K 

& FIRST PERSONAL ALBUM

Β: Δανάη είχα κάπου διαβάσει πως δεν ξεκίνησες μουσική από δική σου επιθυμία. Ισχύει;

Δ: Η αλήθεια είναι πως γράφτηκα στο Ωδείο σε μικρή ηλικία, και άρχισα να παρακολουθώ μαθήματα κλασσικής μουσικής, επειδή οι γονείς μου ίσως να είχαν κάποιο απωθημένο σε σχέση με την μουσική που το εκδήλωσαν πάνω μου (σ.σ. γέλια). Εγώ από την άλλη, ναι, δεν το απολάμβανα ιδιαίτερα τότε, γιατί το πλαίσιο του Ωδείου ήταν εξαιρετικά αυστηρό κι ήθελε διάβασμα και πολύ θεωρία. Αργότερα όμως, όταν έκανα τα δικά μου πράγματα, εκτίμησα τα εργαλεία που είχα πάρει. Από το γυμνάσιο ήμουνα μέλος μιας μπάντας, λεγόμασταν Rosebleed, και είχαμε θεωρητικά κάποιες προοπτικές. Μείναμε για μια δεκαετία περίπου μαζί, αλλά νομίζω ότι κάποια στιγμή πιάσαμε ταβάνι με αυτά που θέλαμε και μπορούσαμε να κάνουμε, οπότε μετά ακολούθησε κι η πτώση.

Β: Πότε αρχίζεις να βρίσκεις κάτι δικό σου, κάτι πιο προσωπικό, που συνδέετε πιο έντονα με όλα όσα κάνεις σήμερα;

Δ: Αυτό έγινε στο εξωτερικό, και πιο συγκεκριμένα στην Γερμανία, όπου έφυγα μαζί με ορισμένα απ’ τα μέλη των Rosebleed, με το σκεπτικό πως θα κάναμε κάποια πράγματα εκεί και θα ψαχνόμασταν έξω. Άλλαξα χώρα κι άρχισα να ζω μια έντονη ανακαλυπτική περίοδο, τόσο σε σχέση με το περιβάλλον, και τα νέα δεδομένα ζωής, όσο και σε σχέση με την μουσική. Ουσιαστικά, εκεί άρχισα να πειραματίζομαι περισσότερο με την φωνή μου, και απομονωμένη σ’ έναν χώρο που χρησιμοποιούσαμε σαν studio, αφιέρωνα ώρες σ’ αυτό. Ηχογραφούσα το υλικό, και κάποια βράδια πριν κοιμηθώ το άκουγα στα ακουστικά, βρίσκοντας σημεία με τα οποία συντονιζόμουν. Μ’ αυτές τις δοκιμές άρχισα λοιπόν να αισθάνομαι κι άλλα πράγματα, να βιώνω κάτι τελείως διαφορετικό σε σχέση με την μουσική. Κι επίσης, ακούγοντας την φωνή μου και όλα όσα μπορεί να έλεγα, σε μια γλώσσα ανύπαρκτη, random ή μέσα από σκόρπιες λέξεις, ένιωθα σαν να συνομιλώ με ένα κομμάτι του εαυτού μου. Κι εκεί βρήκα δύναμη. Μέσα από την διαδικασία της φωνής βρήκα κάτι αυθεντικά δικό μου. Κι άρχισα να συνειδητοποιώ ότι αυτό με εκφράζει και μου αρέσει. Παίζω μουσική απ’ τα πέντε μου, πρώτα στο Ωδείο, μετά στην μπάντα, αλλά τότε ένιωσα για πρώτη φορά κάτι πραγματικά να μ’ αγγίζει.

“Η φωνή είναι κυρίαρχο στοιχείο σ’ ό,τι κάνω. Παίζω με λούπες κα samples, χρησιμοποιώ εφέ και σε ορισμένες περιπτώσεις αλλάζω φωνή δημιουργώντας ένα διάλογο μεταξύ γυναικείας και αντρικής χροιάς. Πέρα από όλα αυτά, παραμένω όμως εγώ, καμουφλαρισμένη, πίσω από κάθε ήχο είναι η φωνή μου. Η φωνή που έχει πολλές πλευρές. Και πολλές ποιότητες. Υπάρχει μια πλευρά παιδικότητας αλλά και κάτι δυναμικό και έντονο που θέλω να εκφράσω. Όλες έρχονται από μέσα, καμία δεν είναι κάποιος “ρόλος”, ας πούμε, που παίζω, αντίθετα υπάρχει αλήθεια για εμένα εκεί, μεγάλη αλήθεια σ’ όλο αυτό”.

 width=

Photo credit: Andreas Simopoulos

Β: Πέρα από τις μεταμορφώσεις που μπορεί να υιοθετεί η φωνή σου, στα live σου μεταμορφώνεις επίσης εξ ολοκλήρου και τον εαυτό σου. Οι εμφανίσεις σου έχουν ύφος performance και μάλιστα φτιάχνεις η ίδια τις κατασκευές και τα κουστούμια, δημιουργώντας έναν ολόκληρο περιβάλλοντα χώρο. Πως ξεκίνησε αυτή η διάσταση της δουλειάς σου;

Δ: Στην πραγματικότητα από πολύ μικρή ζωγραφίζω, κόβω χαρτιά, κολλάω, κάνω χρωματικούς συνδυασμούς κι εν τέλει φτιάχνω ένα περιβάλλον. Μου αρέσει η διαδικασία αυτή, με εκτονώνει και ταυτόχρονα με ενθουσιάζει ότι όλο αυτό ξεκινάει από μια μικρή ιδέα η οποία μπορεί τελικά να καταλήξει σε κάτι μεγάλο. Ταυτόχρονα, πάντα έρχονται και εικόνες μαζί με την μουσική οπότε όταν σκέφτομαι κάτι προσπαθώ μετά και να το υλοποιήσω.

Β: Θα έλεγες πως μέσα από αυτή την διαδικασία δημιουργείς κι ένα σκηνικό κουκούλι ώστε να προστατεύεσαι από την έκθεση;

Δ: Ναι, γίνεται κι αυτό σε ένα βαθμό, δηλαδή αυτό το περιβάλλον που δημιουργώ μπορεί να λειτουργεί σαν ένα κουκούλι ασφαλείας, το δικό safe space μου μέσα στο οποίο μπαίνω για να μπορώ να συγκεντρώνομαι και να είμαι κάπως μόνη μου και ήσυχη. Γενικά, όλη η μουσική είναι γι’ εμένα κάτι το πολύ προσωπικό, κάτι το πολύ δικό μου, οπότε για να παίξω μπροστά στους ανθρώπους χρειάζομαι μια διαδικασία. Στην πραγματικότητα είμαι επίσης αρκετά εσωστρεφής και γι’ αυτό κι όταν βρίσκομαι μπροστά σε κόσμο, εννοώ στα live, μπορώ να πάθω μέχρι και κενό. Δηλαδή πραγματικό κενό. Σβήνει ο διακόπτης. Δεν ξέρω τι συμβαίνει αλλά όταν ανεβαίνω στην σκηνή είναι σαν να ανεβαίνω κάθε φορά για πρώτη φορά. Κι αυτό το αναφέρω γιατί νομίζω πως έχει μια σχέση και μ’ αυτό που λέμε τώρα, εννοώ, όταν ξεκίνησα να κάνω τις δικές μου εμφανίσεις, είδα πως πέρα από το αισθητικό κομμάτι, είναι απαραίτητο να έχω ένα τέτοιο περιβάλλον. Εκείνη την περίοδο, που άρχιζα, ήταν επίσης αναγκαίο το να φτιάξω μαζί κι έναν super hero ώστε να βρω αυτοπεποίθηση. Είχα ανάγκη την αναζήτηση μιας τέτοιας δύναμης για να βρω το κουράγιο να εκτεθώ.

Β: Ποιο είναι για εσένα το σημείο εκκίνησης της solo σου διαδρομής;

Δ: Η solo διαδρομή είναι κάτι που αρχίζει με την επιστροφή μου στην Ελλάδα. Αρχικά, δεν ήταν κάτι που το είχα προγραμματίσει, έλλειπα περίπου τέσσερα χρόνια και άρα δεν ήταν προτεραιότητα μου επιστρέφοντας η μουσική. Είχα χάσει άλλωστε επαφή με τα πράγματα εδώ, κι επιπλέον χρειαζόμουν μια περίοδο προσαρμογής. Τους πρώτους μήνες ήθελα μόνο ήλιο. Είχα κι ένα καημό (σ.σ. γελάει), έναν τρομερό εσωτερικό καημό και μία μεγάλη θλίψη που είχα ανάγκη να βγουν από μέσα μου. Κι έτσι ενώ καθόμουν σαν το βασιλικό στην ταράτσα κάθε πρωί, και άνοιγα τις κεραίες, και επί ώρες ρουφούσα τον ήλιο μου, δεν ήταν αρκετό. Στο πίσω μέρος του μυαλού μου μάλλον υπήρχε ένα πείσμα. Ακόμη κι αν δεν το ομολογούσα, ήξερα μέσα μου πως εγώ με την μουσική κάτι θέλω να κάνω. Δεν ήταν όμως αυτή η προτεραιότητα μου, κι έτσι το μόνο που έκανα σε κάποια φάση ήταν να χρησιμοποιήσω το γκαράζ του σπιτιού σαν στούντιο. Όχι κανονικό. Ένας χώρος – στούντιο απλώς και μόνο για να γράφω μουσική, να μαζεύω φίλους μου να παίζουμε μουσική και να περνάμε ωραία. Τελικά στήνοντας το πρώτο solo project μου, το καλοκαίρι του 2019, χρησιμοποίησα αρκετό υλικό από όλο αυτό που βγήκε μέσα στο γκαράζ.

Β: Πριν από την κυκλοφορία του δίσκου θα κυκλοφορήσουν τα πρώτα σου singles, όπου ανάμεσα σ’ αυτά είναι και η διασκευή που κάνεις στην “Κοντούλα Λεμονιά”.  Η διαμονή σου στην Γερμανία στάθηκε η αφορμή για να διασκευάσεις ένα παραδοσιακό ηπειρώτικο σε reggae/ dub ρυθμό, χρησιμοποιώντας αυτήν την ξενική προφορά που παραπέμπει στην μετανάστευση;

Δ: Ναι, η διασκευή του κομματιού προέκυψε στην Γερμανία κι όλο αυτό με την γλώσσα που κάνω στο τραγούδι εννοείτε πως έχει σχέση. Βρισκόμουνα κι εγώ σε μια ξένη χώρα, χωρίς να γνωρίζω την γλώσσα, αδυνατούσα να συνεννοηθώ στα αγγλικά. Παράλληλα, είχε αρχίσει να μου λείπει η γιαγιά, να μου λείπει το χωριό, να μου λείπει το ελληνικό στοιχείο και αυτό το νοσταλγικό συναίσθημα επιδρούσε πάνω μου με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, ξεκίνησα να ακούω είδη μουσικής που μέχρι τότε ήταν για εμένα ταμπού. Δεν ξέρω γιατί αλλά νωρίτερα έτρεφα την άποψη πως η μουσική πρέπει να είναι “κάπως” και  εκείνη την περίοδο έσπασε όλο αυτό, βίωσα μια ελευθερία. Μπορούσα να ακούω από τσιφτετέλια μέχρι παραδοσιακά, και μάλιστα τελικά διασκεύασα κι ένα βάζοντας μέσα του όλα τα συναισθήματα που βίωνα τότε. Το τραγούδι δημιουργήθηκε πολύ αυθόρμητα, πολύ γρήγορα, πολύ φυσικά. Η “Κοντούλα λεμονιά” είναι μια διασκευή που έγινε με αμεσότητα και ειλικρίνεια και μ’ έναν ανάλαφρο τόνο θεωρώ.

Β: Παρά την ανάλαφρη απόδοση υπάρχει όμως ένα βίωμα, κι ένα έντονο συναίσθημα που πυροδότησε την έμπνευση σου. Όλες οι συνθέσεις και τα τραγούδια σου προκύπτουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, δηλαδή μέσα από μια έντονη δική σου κατάσταση;

Δ: Η αλήθεια είναι πως έχω παρατηρήσει ότι χρειάζομαι μια συναισθηματική φόρτιση για να μπορέσω να δημιουργήσω, οι στιγμές δηλαδή που θα βγει κάτι που θεωρώ καλό και αληθινό είναι συνήθως στιγμές που υπάρχει μια ένταση. Και, ναι, αυτός ο δίσκος έχει δημιουργηθεί μέσα από τέτοιες στιγμές. Άλλωστε, όλος αυτός ο δίσκος έγινε μέσα σε ένα βάθος χρόνου, και μέσα σ’ αυτό το διάστημα υπήρξαν πολλές αλλαγές. Τα τραγούδια που έχουν γραφτεί αντανακλούν τις αλλαγές αυτές, γι’ αυτό κι είναι ένα άλμπουμ κυκλοθυμικό. Υπάρχει ένταση, υπάρχει κι η νοσταλγία, υπάρχει θλίψη, υπάρχει το καινούργιο ξεκίνημα, η έξαψη, η εξέλιξη. Υπάρχουν πολλά, κάποια κομμάτια είναι πιο up και κάποια πιο εσωτερικά.

Β: Στο κομμάτι σου “Mermaid” εμπνέεσαι από το σύμβολο της μυθικής γοργόνας του Christian Andersen και φτιάχνεις ένα τραγούδι για τον εγκλωβισμό, την παγίδα των τοξικών σχέσεων αλλά και την ανάγκη απελευθέρωσης της κάθε γυναίκας από τέτοιου είδους καταστάσεις. Στο τέλος του τραγουδιού η δική σου  γοργόνα πράγματι απελευθερώνεται και βγαίνει από εκείνο το πλαίσιο μέσα στο οποίο ασφυκτιά. Καθώς  μ’ αυτό το τραγούδι ευθέως αφηγείσαι μια ιστορία για την γυναικεία ενδυνάμωση, θέλω να σε ρωτήσω τι σε ενδυνάμωσε εσένα σε δύσκολες ή σκοτεινές σου στιγμές.

Δ: Κάνω ψυχανάλυση και με έχει βοηθήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Με βοηθάει να δυναμώνω, να βλέπω πιο καθαρά τα πράγματα που θέλω να αλλάξω κι ακόμα καλύτερα εκείνα τα χαρακτηριστικά μου που θα ήταν καλό να αποδεχτώ. Με βοηθάει να βρω το εαυτό μου, και να στηρίζομαι σ’ εμένα χωρίς να σέρνω φαντάσματα και τέρατα του παρελθόντος μαζί που δεν χρειάζομαι πια. Και φυσικά ούτε κι ανθρώπους.

Β: Μιλώντας για τις γυναίκες, θα ήθελα να μου πεις λίγα πράγματα για το πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που κάνεις μέσα απ’ το φύλο σου εν γένει.  

Δ: Πιστεύω πως οι γυναίκες έχουμε μεγάλη επαφή με το συναίσθημα και τον εσωτερικό κόσμο ή τουλάχιστον πως έχουμε μία πιο εύκολη πρόσβαση σ’ αυτόν τον κόσμο εκ φύσεως. Η  γυναικεία πλευρά έχει κάτι το μυστικιστικό θεωρώ αλλά και κάτι το δυνατό ταυτόχρονα και όλα αυτά τα στοιχεία είναι εξαιρετικά ισχυρά όταν εκφράζονται (και) μέσω της μουσικής. Για εμένα, η μουσική από μόνη της είναι άλλωστε κάτι που δημιουργεί πρόσβαση στο συναίσθημα και στην φαντασία, είναι μια δόνηση η μουσική, και κάτι που σε συντονίζει για κάποιο χρονικό διάστημα και μπορεί να σε ταξιδέψει. Όταν λοιπόν η γυναίκα εισάγει σ’ αυτή την δόνηση την δική της, μπορεί να συμβεί κάτι το εξαιρετικά ισχυρό. Και συμβαίνει. Υπάρχουν υπέροχες γυναίκες σ’ αυτό το χώρο αλλά για να είμαι ειλικρινής θα επιθυμούσα να υπάρχουν περισσότερες.

“Το “Who Are They“ είναι ένα κομμάτι ελληνοαγγλόφωνο που αφορά όλους όσους έχουν αισθανθεί πως είναι λάθος ο τρόπος που κινούνται, μιλούν, σκέφτονται, στέκονται, ντύνονται, υπάρχουν. Ενώνει τις μειονότητες και τις μετατρέπει σε πλειονότητα“

Β: Από το τραγούδι “Who Are They“ θα πάρει το όνομα του και ο δίσκος σου. Θες να μου μιλήσεις λίγο για την δημιουργική διαδικασία της ολοκλήρωσης αυτού του άλμπουμ;

Δ: Ο δίσκος ηχογραφήθηκε στο στούντιο της United We Fly, όπου είναι και η εταιρία που συνεργάζομαι. Παραγωγικά, πριν ξεκινήσουμε είχα προχωρήσει κάποια κομμάτια ενώ κάποια άλλα ήταν πρόχειρα γραμμένα. Όλα είχανε μια δομή, όμως κάποια άλλαξαν ως προς τον rough χαρακτήρα που είχαν. Για παράδειγμα στην περίπτωση του “Mermaid” είχα γράψει νερό σε ένα ποτάμι και ξερά φύλλα κατ’ ευθείαν από την εξοχή όμως στο στούντιο αυτός ο ήχος ακουγότανε πολύ αιχμηρός και πρόχειρος. Η πρώτη ύλη ήταν απαραίτητο να χτιστεί με πιο “σωστό” τρόπο, ωστόσο, και πάλι διατηρήσαμε φυσικά πράγματα και ήχους που προέκυψαν μέσα από «μη μουσικά» αντικείμενα στο στούντιο. Σε ολόκληρο το δίσκο για παράδειγμα δεν θυμάμαι να χρησιμοποιήσαμε ποτέ κανονικά ντραμς. Για κρουστά ηχογραφήσαμε τον καναπέ, τις χαρτόκουτες, ποτήρια κι ό,τι άλλο ενδιαφέρον υπήρχε. Το άλμπουμ αυτό είναι σίγουρα χειροποίητο κι ανακαλυπτικό.

 width=

Β: Τα περισσότερα τραγούδια σου είναι σε αγγλόφωνο στίχο. Θα συνεχίσεις να γράφεις έτσι;

Δ: Γράφω στίχο πιο εύκολα στα Αγγλικά αλλά θα ήθελα να εξελιχθώ. Οπότε αν και είναι κάτι που με δυσκολεύει, το να γράψω στα Ελληνικά, μου φαίνεται μια καλή πρόκληση το να το κάνω.

Β: Στο άλμπουμ σου αναφέρεις ότι είναι ένα άλμπουμ χορευτικό, ατμοσφαιρικό, εσωτερικό, χειροποίητο, νοσταλγικό. Απ’ όλα αυτά που αναφέρεις, εγώ θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι για το τελευταίο. Δανάη, τι νοσταλγείς;

Δ: Μάλλον την παιδική ηλικία; Δεν ξέρω γιατι. Ίσως σχετίζεται μ’ αυτή τη λούπα που νιώθω πως αποκτάμε όσο μεγαλώνουμε. Δηλαδή νιώθω κάπως ότι όσο αυξάνεται η ηλικία μειώνεται το εύρος της λούπας και στενεύει η σκέψη. Συνολικά τα πράγματα καλουπώνονται κι αυτό δεν είναι ωραίο. Τουλάχιστον εμένα, μ’ αρέσει να είναι τα πράγματα πιο ρευστά, να είναι πιο χρωματιστά, να υπάρχει παιχνίδι, να υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης. Κι επίσης θα επιθυμούσα έναν κόσμο που να βασίζεται πιο πολύ στις αισθήσεις. Να αφήνει περιθώρια για ακόμη μεγαλύτερη δημιουργικότητα και δημιουργία για όλους και σε όλα γύρω μας.

Β: Η σκηνική σου persona παραπέμπει πάντως σε ένα πλάσμα που είναι από έναν τέτοιο διαφορετικό κόσμο, κι ίσως κι έναν διαφορετικό πλανήτη. Εσύ, ονειρεύεσαι κάποιον άλλον, δικό σου πλανήτη ορισμένες φορές;

Δ: Μ’ αρέσει να σκέφτομαι κάποια βράδια πως βρίσκομαι μέσα σ’ έναν πορτοκαλί πλανήτη. Αυτός είναι ένας πλανήτης με απαλή υφή, ιδανική θερμοκρασία και πολλά λεπτά πλοκάμια, σαν ανεμώνες μέσα στο νερό. Σκέφτομαι πως ξαπλώνω εκεί, κι οι ανεμώνες αγγίζουν το δέρμα σαν χάδι κι έτσι χαλαρώνω και ονειρεύομαι, ναι.

Ο δίσκος ο “Who Are They” κυκλοφορεί σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες καθώς σε και cd από την United We Fly.