Εκπλήξεις!
Οι διαφορές του νέου CS 600 MKII με το αρχικό μοντέλο που είχαμε δει πριν από αρκετά χρόνια (το 2014) είναι μικρές. Αλλά το σύστημα που δοκιμάσαμε αυτή τη φορά ήταν πολύ πιο θαρραλέο σε ό,τι αφορά την κεφαλή, επαληθεύοντας τις υποψίες μας ότι το μεγάλο πλατό της Dual μπορεί να υποστηρίξει κάτι πολύ καλύτερο από την “στάνταρντ” Ortofon X5 MC της εποχής…
Το CS 600 σχεδιάστηκε, από την αρχή, για να αποτελέσει την κορυφαία πρόταση της γερμανικής εταιρίας. Αναδεικνύει με μαεστρία, μερικές από τις βασικές αρχές της Dual, όντας μια ποιοτική αλλά απλή και αποτελεσματική κατασκευή. Η έκδοση ΜΚΙΙ δεν απογοητεύει. Σε κερδίζει αμέσως με την δωρική της εμφάνιση και την πολύ καλή αίσθηση στην χρήση, ενώ ταυτόχρονα κάνει σαφές ότι δεν έχουν γίνει κακώς εννοούμενες “οικονομίες”.
ΜΚΙΙ-ΜΚΙ=Νέο πλατό.
Η βασική διαφορά του νέου CS 600 με την αρχική συσκευή είναι το πλατό. Δεν την λες και άνευ ουσίας, φυσικά, αφού η μηχανική συμπεριφορά του συγκεκριμένου μέρους καθορίζει κάποιες σημαντικές πλευρές της συνολικής απόδοσης. Σε αντίθεση με το πρώτο μοντέλο, το οποίο χρησιμοποιούσε ένα πλατό, η κατασκευή του οποίου είχε την μορφή σάντουιτς, η νέα έκδοση χρησιμοποιεί ένα πλατό από αλουμίνιο με το διπλάσιο βάρος (2,1kg), επιλογή η οποία σύμφωνα με την εταιρία εξασφαλίζει μεγαλύτερη αντοχή σε εξωγενείς κραδασμούς και ομαλότερη περιστροφή.
Το υπόλοιπο σύστημα περιστροφής παραμένει το ίδιο, έχουμε δηλαδή να κάνουμε με ένα υποπλατό από συνθετικό υλικό το οποίο διαθέτει άξονα 10mm σε ένα πηγάδι με επιφάνεια τριβής από ορείχαλκο και έδρανο βάσης από τεφλόν. Η κίνηση μεταδίδεται με ιμάντα και προέρχεται από έναν κινητήρα συνεχούς, ο οποίος ελέγχεται ηλεκτρονικά και προφέρει επιλογές 33, 45 και 78σαλ.
Το CS600 MKII δεν περιλαμβάνει κάποιο είδος ανάρτησης, εκτός από τρία ελαστικά σημεία στήριξης. Η απομόνωση προφέρεται, κυρίως, από τον μεγάλης μάζας πλίνθο, ο οποίος είναι κατασκευασμένος από MDF και είναι διαθέσιμος σε δύο φινιρίσματα, μαύρο και λάκα πιάνου.
Ο βραχίονας είναι ειδικά σχεδιασμένος για το συγκεκριμένο πλατό, αλλά βασίζεται στις γνωστές αρχές της Dual. Περιλαμβάνει στέλεχος από αλουμίνιο και headshell από ανθρακονήματα, είναι δυναμικά ζυγισμένος (η δύναμη ανάγνωσης εξασκείται από ελατήριο) και η ανάρτησή του είναι καρντανική με τέσσερα σημεία έδρασης, τα οποία υλοποιούνται από ρουλμάν. Ο χρήστης έχει την δυνατότητα να ρυθμίζει το ύψος του βραχίονα, ώστε να διευκολύνεται η τοποθέτηση της κεφαλής και να είναι δυνατή η αλλαγή του VTA.
Η σύνδεση του πλατό με τον προενισχυτή γίνεται μέσω θηλυκών RCA και η εταιρία προσφέρει ένα καλής ποιότητας καλώδιο interconnect.
Skyanalog G1: Εκπλήξεις!
Με δεδομένο ότι το CS 600 MKII δεν αποτελεί επανάσταση σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο, ίσως το πλέον ενδιαφέρον μέρος του πακέτου ήταν η κεφαλή η οποία το συνόδευε. Εδώ, ο αντιπρόσωπος της Dual στην ελληνική αγορά έβγαλε, κατά τα φαινόμενα, έναν λαγό από το καπέλο του, φορτώνοντας τον βραχίονα με μια G1 της Skyanalog. H εταιρία αυτή είναι ένας από τους γνωστούς OEMάδες στον συγκεκριμένο χώρο, αλλά η παρουσία της στην αγορά με δικά της μοντέλα (έχει τρία, όλα κινητού πηνίου, αυτή τη στιγμή) είναι πολύ πρόσφατη και ήταν η πρώτη φορά που είδαμε μια κεφαλή της από κοντά. Η G1 βασίζεται σε γεννήτρια iron cross και χρησιμοποιεί στέλεχος από Βόριο και ακίδα με κατατομή Super Line Contact σε ένα κέλυφος από αλουμίνιο. Η G1 είναι το φθηνότερο μοντέλο της σειράς και με τιμή λίγο κάτω από τα €1000,- φαίνεται να βρίσκεται στο “σωστό” επίπεδο για να υποστηρίξει το γερμανικό πλατό.
ΜΚΙΙ+G1=Άλλος ήχος.
Οφείλω να ομολογήσω ότι η παρουσία της G1 μετέτρεψε μια τυπική δοκιμή (δεν περίμενε, φυσικά, κανείς το CS 600 MKII να είναι χειρότερο από το αρχικό μοντέλο, ε;) σε μια άκρως ενδιαφέρουσα εμπειρία. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: Το πλατό μάς παραδόθηκε με την κεφαλή προεγκατεστημένη, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο βραχίονας της Dual είναι πολύ εύκολος στις ρυθμίσεις του. Με την εφαρμογή των δυνάμεων ανάγνωσης και αντιολίσθησης να γίνονται με ελατήρια δεν χρειάζεται τίποτε άλλο πέρα από το να ισορροπήσεις το σύστημα και να μετακινήσεις τα αντίστοιχα ρυθμιστικά στις σωστές θέσεις. Ανάρτηση δεν υπάρχει για να ασχοληθείς, οπότε το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να βάλεις στην πρίζα το εξωτερικό τροφοδοτικό και να συνδέσεις τον προενισχυτή. Η αίσθηση του πλατό κατά την χρήση είναι ιδιαίτερα θετική με τον διακόπτη On/επιλογής στροφών να είναι απόλαυση και το lift όσο πρέπει αργό. Ο κινητήρας έχει αρκετή ροπή για ένα καλό σκούπισμα του δίσκου και το μόνο που θα πρέπει να κάνεις σωστά είναι να οριζοντιώσεις την επιφάνεια στήριξης του CS 600 MKII επειδή το ίδιο δεν είναι ρυθμιζόμενο. Η ρύθμιση του VTA γίνεται εύκολα, για όσους θέλουν να ψάξουν το πράγμα λίγο παραπάνω.
Από τον πρώτο δίσκο, έγινε ήδη προφανές ότι οι Γερμανοί έχουν διατηρήσει επιτυχώς την σημαντικότερη, ίσως, αξία του αρχικού CS 600. Το MKII είναι ένα πλατό με ασυνήθιστα χαμηλούς μηχανικούς θορύβους σε σημείο που με δίσκους ιδιαίτερα ήσυχους δεν θα δυσκολευτείς να ακούσεις τον θόρυβο της αναλογικής ταινίας από την οποία προέρχονται. Αυτό είναι κάτι για το οποίο η Dual θα πρέπει να είναι υπερήφανη, καθώς η αρχιτεκτονική της συσκευής είναι εντελώς κλασική χωρίς εξωτικές επιλογές υλικών ή ιδιόμορφες προσεγγίσεις.
Αυτή η συμπεριφορά, όχι μόνο καθορίζει την πρώτη εντύπωση αλλά εξασφαλίζει κάτι σημαντικό: Ένα ιδιαίτερα σκοτεινό υπόβαθρο επάνω στο οποίο αφήνεται να λειτουργήσει η κεφαλή του συστήματος. Και αυτό κάνει τα πράγματα ακόμη πιο ενδιαφέροντα, καθώς η G1 είναι μια πραγματικά καλή κεφαλή, τόσο σε θέματα ομοιογένειας και τονικής ισορροπίας, όσο και σε θέματα λεπτομέρειας και στερεοφωνικής εικόνας.
Το πλατό με την G1 στην θέση της κεφαλής, ακούστηκε καλά ελεγχόμενο, ίσως λίγο αυστηρό στην περιοχή των πολύ χαμηλών συχνοτήτων, αποδίδοντας πολύ καλά τις λεπτομέρειες και τον παλμό σε χαράξεις με σημαντικό περιεχόμενο σε μπάσο, χωρίς να υπερβάλλει. Το αποτέλεσμα, εδώ, είναι μια επιβλητική, κατά περίπτωση, παρουσία στον χώρο η οποία δεν αλλοιώνεται από μηχανικούς θορύβους και δεν επηρεάζει την στερεοφωνική εικόνα. Η τελευταία, εμφανίστηκε καλά δομημένη, με σαφή όρια και καλή περιγραφή της θέσης των ηχητικών πηγών, της κίνησης και της αίσθησης του βάθους.
Η μεσαία περιοχή αποδόθηκε με καλή λεπτομέρεια και ισορροπημένη αίσθηση φωτεινότητας και τηρεί τις “σωστές” αποστάσεις από τον ακροατή, με αποτέλεσμα το τελικό αποτέλεσμα να είναι φυσικό και ευχάριστο στο αυτί. Ψηλά, η κεφαλή έδειξε να έχει πολύ καλή έκταση και αέρα με το περιεχόμενο της χάραξης να αποδίδεται ξεκούραστα και με αίσθηση πληρότητας. Ο αρμονικός πλούτος των οργάνων της περιοχής αποδόθηκε σωστά, με καλή αίσθηση ζέστης και φωτεινότητα.
Διατηρώντας όλα τα συστατικά που έκαναν το αρχικό μοντέλο μια πολύ καλή περίπτωση, η Dual έκανε την ουσιώδη αλλαγή στο υλικό κατασκευής του πλατό και το αποτέλεσμα την δικαιώνει στο επίπεδο που συνταγή δεν έχασε τίποτε από τα αρχικά θετικά της στοιχεία. Επιπροσθέτως, η Skyanalog G1 που συνόδευσε το CS 600 MK II, όχι απλώς στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων αλλά μας επέτρεψε να ανακαλύψουμε έναν νέο παίκτη στον χώρο, με ιδιαίτερες αξιώσεις και, όπως όλα δείχνουν, λαμπρό μέλλον. Προτείνεται ανεπιφύλακτα.
Overview:
Dual CS 600 MKII
Περιγραφή: Πλατό/Βραχίονας.
Αρχιτεκτονική: Πλατό/Υποπλατό, χωρίς ανάρτηση
Οδήγηση: Κινητήρας DC, ιμάντας.
Έλεγχος στροφών: Ηλεκτρονικός, Επιλογή 33/45/78 σαλ
Πλατό: Αλουμίνιο βάρος 2.1kg.
Έδρανο: Συμβατικό, 10mm.
Βραχίονας: Ευθύγραμμος με στέλεχος από αλουμίνιο, κέλυφος από ανθρακονήματα.
Ανάρτηση βραχίονα: Καρντανική, με τέσσερα ρουλμάν
Δύναμη ανάγνωσης: Αντίβαρο/Ελατήριο.
Δύναμη αντιολίσθησης: Ελατήριο.
Ρύθμιση VTA: Ναι
Άλλες δυνατότητες: Ακροδέκτες εξόδου RCA
Διαστάσεις:
440x135x370 (mm, πxυxβ)
Βάρος: 9,1kg
Skyanalog G1
Περιγραφή: Κεφαλή.
Γεννήτρια: Iron cross, κινητού πηνίου.
Στέλεχος: Βόριο.
Προφίλ ακίδας: Super Line Contact.
Ευαισθησία: 0,35mV/3,54cm/s.
Απόκριση συχνότητας: 20Ηz-25kHz (±1dB).
Διαχωρισμός καναλιών: 30dB/1kHz.
Ισορροπία καναλιών: <0,5dB
Μάζα/Ενδοτικότητα: 10gr, 10μm/mN.
Τιμές: €1480,- (Dual CS600 MKII), €950,- (Skyanalog G1).
info: Ακουστική Κρήτης, τηλ.: 282-1097508 (210-9649420 για την Αθήνα), http://www.akoustiki-kritis.com/, https://hifi.dual.de/ , http://www.skyanalog.com/
Το άρθρο είναι από τον Δημήτρη Σταματάκο και δημοσιεύεται στο όγδοο τεύχςο του YELLOWBOX που κυκλοφορεί στα περίπτερα._YB