Φοίβος Δεληβοριάς, ένας από τους σημαντικότερους, αν όχι ο σημαντικότερος κατά την ταπεινή μας άποψη τραγουδοποιούς της γενιάς μας. Είχαμε την τύχη να κάνουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα κουβέντα, εφ’ όλης της ύλης μαζί του, αυτή τη φορά δια ζώσης και όχι διαδικτυακά, και με μεγάλη χαρά σας την μεταφέρουμε.
face to face
Φοίβος Δεληβοριάς:
Μου Αρέσει Να Ακούω Εκατομμύρια Διαφορετικά Πράματα
Γ: Μουσική ακούς γενικά;
Φ: Ναι, ακούω πάρα πολύ. Αλλά δεν είμαι φετιχιστής, να ακούω μόνο βινύλιο π.χ. Μου αρέσει πολύ να αλλάζω συνήθειες ακουστικές. Ξεκίνησα με βινύλιο, είχα ένα παλιό Bang & Olufsen με ενισχυτή ΑΚΑΙ, το οποίο το είχα φτιάξει τρεις-τέσσερις φορές και μετά συνέχισα με ραδιοκασετόφωνα, κασέτες και cd στο αυτοκίνητο, μετά ipod, υπολογιστή, iTunes, βιβλιοθήκες στο Spotify. Μου αρέσει πολύ να παίζω ανάμεσα στις πλατφόρμες, να ξαναφτιάχνω την δισκοθήκη μου από την αρχή σε μια νέα πλατφόρμα, μια νέα συνθήκη. Η αλήθεια είναι πως σε όλες αυτές τις περιόδους έχω μια ταξινομητική διάθεση και μια μανία για τον ήχο, για το πως θα ακούσω. Μου αρέσει να ακούω και σε κακά ηχοσυστήματα και με ενδιαφέρει εκείνη την ώρα, το τι μπορεί να φτιάξει από τον αγαπημένο μου δίσκο ένα κακό ηχοσύστημα, Μου αρέσει να φτιάχνω φακέλους, φτιάχνω λίστες συνέχεια στο spotify, από αγαπημένους συνθέτες είτε κλασικής μουσικής, είτε τζαζίστες, είτε λαϊκούς Έλληνες, τις οποίες ταξινομώ χρονολογικά ψάχνοντας όλα τα ηχογραφήματά τους. Μάλιστα πολλές τις κάνω και δημόσιες! Μπορείς να γραφτείς και ν’ ακούσεις την ανθολογία μου. Είναι μέρος της καθημερινότητάς μου η μουσική.
Γ: Τώρα με την συνθήκη του εγκλεισμού, ξέρεις, όλο αυτό που ζούμε, έχεις παρατηρήσει ότι ακούς λιγότερο ή περισσότερο;
Φ: Το ίδιο! Ξέρεις στη μουσική και στις ταινίες έχω μια νεύρωση καθημερινής επαφής. Δηλαδή κάθε μέρα περιμένω να περάσει η ώρα, να έχουν κοιμηθεί και τα δύο κορίτσια και μετά κάπως σαν νυχτοφύλακας κάθομαι και βλέπω ταινίες ή ακούω μουσικές. Και εκεί μπαίνω σε διάφορα παιχνίδια. Δηλαδή αισθάνομαι σαν οδηγός διαστημοπλοίου, σαν να είμαι σε ένα πιλοτήριο και λέω: σήμερα θα μπω στον κόσμο του Γκοντάρ και θα δω τις τελευταίες του ταινίες. Ή ξεκινάω, να φτιάξω μια σωστή ανθολογία Ζαμπέτα, από την πρώτη του ηχογράφηση, το 1952, μέχρι τη χρονιά που πέθανε, και να βρω ποια είναι τα καλύτερα τραγούδια του. Οπότε κάπως έτσι, όλη την ημέρα, παρότι και αυτή είναι γεμάτη με πράγματα δημιουργικά, ανυπομονώ να φτάσει αυτή η ώρα που θα μείνω μόνος στο πιλοτήριο.
Γ: Είδη μουσικής που ακούς;
Φ: Έχω μια τάση προς αυτό που λέμε μοντερνισμός, δηλαδή τις περιόδους που, σε κάθε τέχνη και σε κάθε εποχή, δεν είναι ούτε πολύ ακαδημαϊκές, ούτε πάρα πολύ abstract. Για παράδειγμα στην κλασική μουσική μου αρέσει πάρα πολύ η περίοδος των αρχών του 20ου αιώνα, δηλαδή ο Στραβίνσκι, ο Ραχμάνινοφ, μετά ο Γκέρσουιν, ο Κόπλαντ, οι Γάλλοι, η σχολή των 6, ο Σατί, όλοι αυτοί. Και στο σινεμά μου αρέσει η δεκαετία του 60 με τη Nouvello Vague και με τις αρχές του New Hollywood και το free cinema στην Αγγλία. Στην Ελληνική μουσική μου αρέσει η περίοδος που έκαναν την επανάσταση, Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, Σαββόπουλος. Και στην τζαζ το ίδιο δηλαδή, από το 58, 59 και μετά. μέχρι το 75 ας πούμε δεν χορταίνω να ακούω. Και δε μιλάω φυσικά για το ροκ του 60-70, άλλη μοναδική περίοδος.
Γ: Και μετά εδώ πέρα τι έγινε; Μετά από αυτή την περίοδο;
Φ: Κοίταξε μετά υπήρξε η σχολή των Επιγόνων, που ανήκουν σαφώς κι αυτοί στον ελληνικό «μοντερνισμό», ο Μαρκόπουλος, ο Ξαρχάκος, Σαββόπουλος, ο Μούτσης, ο Μικρούτσικος. Και μετά έρχεται μια πολύ ωραία περίοδος, την οποία εγώ αγαπάω ιδιαίτερα, η δεκαετία του 80 στην οποία αναδύονται διάφορες φυσιογνωμίες, θα έλεγε κανείς από τα προάστια. Ο Βαγγέλης Γερμανός, ο Βασίλης Νικολαΐδης, οι αδελφοί Κατσιμίχα, ο Κραουνάκης με την Νικολακοπούλου, η Αφροδίτη Μάνου, διάφορα άτομα τα οποία κάνουν αυτό που λέμε μουσική δωματίου, εσωτερική μουσική. Eίναι τραγουδοποιοί που εστιάζουν στη μικρολεπτομέρεια και εν αντιθέσει με την μεγάλη σκοπιά του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη, υπάρχει κάτι άλλο, η ματιά στο δωμάτιο ας πούμε, που εμένα προσωπικά είναι κάτι που με επηρεάζει πολύ εκείνη την εποχή. Είναι τραγούδια τα οποία τα άκουγα στα 12, στα 13 και είναι και ο λόγος νομίζω που πρωτόπιασα την κιθάρα δηλαδή στην αρχή ήθελα να βγάζω ακόρντα από τέτοια κομμάτια, γιατί μου άρεσαν, άκουγα ένα ωραίο τραγούδι του Λάκη Παπαδόπουλου και ήθελα να το βγάλω.
Γ: Τι άλλο άκουγες τότε;
Φ: Γιάννη Πετρίδη στο πρώτο πρόγραμμα. Θυμάμαι την πρώτη του μετάδοση και ανάλυση του Born in the USA, που έτρεχα να το πάρω ή μετά το Brothers in Arms ή τo So του Peter Gabriel. Εκεί, τα χρόνια 84-87 νομίζω, ότι κάθε βδομάδα αγόραζα έναν ξένο κεφαλαιώδη δίσκο, που πρότεινε ο Πετρίδης και ταυτόχρονα λόγω της κιθάρας, επειδή μάθαινα κιθάρα και μου άρεσε ο κόσμος των ακόρντων, ανακάλυψα τους Beatles, τoν Dylan και άλλους. Από τα 13 μέχρι τα 17 είχα ανακαλύψει πάρα πολλά πράγματα, ξεκίνησα από την ελληνική μουσική της περιόδου μου, προχώρησα στην ξένη μουσική και νομίζω στα 17 άκουγα ήδη κλασσική μουσική και τζαζ. Πήγαινα στα δυο-τρία μεγάλα δισκάδικα του κέντρου, και αγόραζα κάθε εβδομάδα 3-4 δίσκους. Εκεί έφευγε όλο το χαρτζιλίκι!
Γ: Υπήρχαν κάποιες επιρροές; Στο σπίτι σου ακούγατε μουσική;
Φ: Οι γονείς μου ήταν παιδιά του Χατζηδάκι και του Θεοδωράκη, οπότε υπήρχε μια δισκοθήκη να ερευνήσει κανείς, αλλά Beatles και Simon και Zappa και όλα αυτά τα πράγματα τα ανακάλυψα μαζί με κάποιους φίλους. Θυμάμαι πήγα φαντάρος και ένας τύπος άκουγε τζαζ, οπότε αρχίσαμε και μιλάγαμε και έτσι έμαθα πράγματα που δεν τα ήξερα πιο πριν. Ή θυμάμαι ένα παιδί στο Χαλάνδρι τον Μάρκο τον Καλεώδη, που από τα 15 του, είχε μια φανταστική κλασική δισκοθήκη, πηγαίναμε σπίτι του και ήξερε όλο τον Βάγκνερ απέξω. Ή με τον Χατζηδάκι, από τα 15 μου του πήγαινα τα τραγούδια μου και συζητάγαμε. Όταν έβγαλα το πρώτο μου δίσκο, όπου έκανε την παραγωγή, αισθανόμουν κάπως… ότι έχω βιωματικό λόγο πια να ανακαλύψω ας πούμε την κλασική ή την γαλλική μουσική. Τη μουσική την ανακαλύπτεις και με βάση τους άλλους, γνωρίζεις ένα κορίτσι, το ερωτεύεσαι και φτιάχνοντας μια συλλογή για χάρη του ανακαλύπτεις και τη μουσική.
Γ: Υπήρξε κάποια περίοδος που έλεγες όταν μεγαλώσω θα γίνω μουσικός;
Φ: Περιέργως έλεγα μόνο ότι θα γίνω ηθοποιός και σκηνοθέτης, αυτά ήταν τα πράγματα που μου άρεσαν. Όταν ήμουν παιδί πήγαινα συνέχεια σινεμά, έβλεπα τις κινηματογραφικές προβολές της τηλεόρασης, είχα εμμονή με την κινούμενη εικόνα με τους σκηνοθέτες με τους ηθοποιούς. Ζήτησα τότε, από τους γονείς μου, να μου πάρουν μια κάμερα, δεν φανταζόμουν με τίποτα ότι θα έρθει κάποια εποχή που όλα τα παιδάκια θα έχουν μια κάμερα στο σπίτι τους, τότε όμως ήταν ένα ακριβό μαραφέτι το οποίο ήθελα πάρα πολύ, αλλά δεν είχαμε τα λεφτά. Οπότε μου πήραν μια κιθάρα, για παρηγοριά, αλλά φαίνεται ότι όλη αυτή η ορμή που είχα να κάνω κάτι, ας πούμε καλλιτεχνικό, βγήκε στην κιθάρα.
Γ: Μου κάνει εντύπωση, που ενώ έχεις ένα προσωπικό ύφος, το οποίο είναι πολύ ισχυρό και ιδιαίτερο, με τραγούδια που δεν έχουν ρεφρέν, με μια στιχουργία που ρέει ο λόγος, παρόλα αυτά εγκολπώνεις στη μουσική σου από bossa nova και jazz φόρμες μέχρι και ελαφρολαϊκές ακόμα, χωρίς να χάνεται η ταυτότητα σου ως μουσικός, το στίγμα σου παραμένει εκεί στη μουσική σου πολύ ισχυρό.
Φ: Ξέρεις εκεί φαίνεται η αγάπη για το σινεμά. Νομίζω δηλαδή ότι κάθε φορά που γράφω, είναι σαν να γράφω ένα μικρό σενάριο ταινίας, να το σκηνοθετώ κατά κάποιον τρόπο και μετά να βάζω και τη μουσική υπόκρουση. Έρχεται στην αρχή σαν μια ποιητική σύλληψη, σιγά σιγά αρχίζει και γίνεται κάτι στο χαρτί, δομείται μια ιστορία που πηγαίνει μια εδώ, μια εκεί, και μετά αρχίζω και λέω: τώρα αυτό είναι λαϊκό, είναι έτσι, είναι αλλιώς; Είναι σαν να βάζω τελικά τη μουσική σαν επένδυση από πάνω. Λειτουργώ πολύ κινηματογραφικά πιστεύω. Με όλο τον σεβασμό στους κινηματογραφιστές, δεν ξέρω την τέχνη τους, αλλά η αίσθηση μου είναι ότι είμαι ένας μπάσταρδος τραγουδοποιός που παίρνει πολλά πράγματα από το σινεμά.
Γ: Τη μουσική πως την βλέπεις σήμερα; Σε σχέση με όλη αυτή την ιστορία με το διαδίκτυο;
Φ: Κοίταξε υπάρχει ο ένας μου εαυτός που ταυτίζεται με εκείνους τους γέρους που έλεγαν και σε εμάς ότι κάποτε συνέβαινε αυτό και τώρα πια δεν συμβαίνει. Δηλαδή πιστεύω πράγματι κάθε χρόνος που περνάει στο δυτικό μέτρημα του χρόνου αν θέλεις, κάτι χάνουμε, είναι σαφές αυτό. Δηλαδή χάνει την καθαρότητα του ο αέρας, χάνει την γεύση του το φαγητό, χάνει την πνευματικότητα της η μουσική. Η πρόσληψη της μουσικής, το σινεμά, όλα αυτά τα πράγματα… είναι κάπως μοιραίο σε έναν εξελικτικό χρόνο να συμβαίνει αυτό. Από την άλλη, μέσα σε όλα αυτά που χάνονται, μέσα στην συγκέντρωση που χάνεται σιγά σιγά, έχεις άλλου τύπου ελευθερίες και δυνατότητες, είσαι πιο ελεύθερος ηθικά ας πούμε, απέναντι στην ζωή, στη μουσική, στους ανθρώπους. Λέμε ότι χάθηκαν οι πολύ μεγάλοι σκηνοθέτες, οι πολύ μεγάλοι μαέστροι, ναι, αλλά μαζί τους χάθηκε κι όλο αυτό το τυραννικό πράμα το βασανιστικό με τη χειραγώγηση των σωμάτων των νεαρών ηθοποιών, όπως και όλη αυτή η διεστραμμένη σχέση με τη σπουδή. Αυτό είναι ο δυτικός κόσμος, τελειώνουν ολόκληροι κόσμοι επειδή καταλήγουν ασφυκτικοί, ταυτόχρονα όμως χάνονται και ορισμένα υπέροχα πράγματα, που έχουν διατηρήσει μέσα τους. Ας πούμε μου λείπει που περίμενα το Σάββατο για να πάρω τον καινούριο δίσκο και τις επτά μέρες που μεσολαβούσαν, άκουγα τον παλιό και τον μάθαινα απ έξω, αλλά τώρα κάθε βράδυ έχω τη δυνατότητα να ακούσω εκατομμύρια διαφορετικά πράματα Αυτό πιστεύω για τη σημερινή εποχή, έχει τη δική του ομορφιά και ταυτόχρονα έχει χάσει πάρα πολύ από την παρθενικότητα, την αυθεντικότητα και την πνευματικότητα, που υπήρχε κάποτε.
Γ: Οπότε δε σε τρομάζει που μπαίνουμε σε εποχές που μοιάζουν σαν να στερούνται την πνευματικότητα;
Φ: Όπως αναφέρει και σε ένα δοκίμιο του ο πολύ αγαπημένος φίλος Δημήτρης Καράμπελας, η πνευματικότητα είναι μια ριψοκίνδυνη περιοχή ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο, όπου δε σου αρκεί μόνο η ύλη και ο τρόπος που ζεις, αλλά θες και κάτι παραπάνω. Βλέπεις κάποιους που έχουν ωραία τεχνική παίζουν τέλεια αλλά δεν έχουν καθόλου πνευματικότητα και ξαφνικά ακούς τον Coltrane η τον Leonard Cohen –δεξιοτέχνες κι αυτοί στον κόσμο του ο καθένας- και σε πάνε σε άλλα τοπία, σε κάτι που είναι πέρα απ τη ζωή. Αυτή την περιοχή δε πιστεύω πως θα πάψουν ποτέ οι δημιουργοί να την εξερευνούν. Παλιά ήταν κάπως κομμάτι της ζωής, κάθε άνθρωπος μέσα στη μέρα του είχε ανοιχτό το παραθυράκι του, σε μια μικρή μεταφυσική εμπειρία όπως την ώρα του δειλινού, τον έπιανε ένα παράπονο για το οποίο δεν μπορούσε να του δώσει εύκολα απάντηση η ζωή του. Στην καθημερινότητά μας ωστόσο, όσο πιο πολύ γίνεται μηχανιστική η πραγματικότητα και πιο πολύ οργανωμένο το σύμπαν μέσα στο οποίο ζούμε, τόσο πιο πολύ χάνεται αυτό, δεν του αφήνουμε πολύ περιθώριο.
Γ: Θα ήθελες να ασχοληθείς ποτέ με την πολιτική;
Φ: Όχι ποτέ. Δεν είναι στην ιδιοσυγκρασία μου. Δεν την υποτιμάω, και μάλιστα εύχομαι πραγματικά να αρχίσουν να ασχολούνται με την πολιτική σοβαροί άνθρωποι, που να ανεβάσουν το επίπεδο σε κάτι άλλο το οποίο δεν το αντιλαμβανόμαστε ακόμα Έχει τύχει να μπλέξω με τα συνδικαλιστικά στο δικό μου το χώρο, γιατί είχαμε πολύ μεγάλο πρόβλημα με τα πνευματικά μας δικαιώματα οπότε αναγκαστικά ασχολήθηκα, είδα στην πράξη τι συμβαίνει και βλέπω, πως είναι ένα πράμα, που δεν ταιριάζει σε μένα.
Γ: Καινούριος δίσκος;
Φ: Προχθές τελειώσαμε τις μίξεις και είναι έτοιμος για mastering και εξώφυλλα, αλλά επειδή είναι ένας δίσκος, θα έλεγα, φθινοπωρινός, λέω να αφήσω το καλοκαιράκι να περάσει και να τον βγάλω τότε. Για το καλοκαίρι, έχω γράψει 10 τραγούδια για τη Νεφέλη Φασούλη που είναι η τραγουδίστρια με την οποία συνεργαζόμαστε στο συγκρότημα τα τελευταία 5 χρόνια. Ότι για πρώτη φορά έγραψα ένα δίσκο για ένα άλλο πρόσωπο, ήταν και ένα ωραίο παιχνίδι μεταμφίεσης. Πήρα όλον μου τον ποιητικό κόσμο και άρχισα να τον προσαρμόζω στην ψυχή και στην καρδιά ενός άλλου καλλιτέχνη και έτσι τελικά έφτιαξα έναν δίσκο ο οποίος δεν είναι μόνο ο κόσμος μου, αλλά είναι και ο κόσμος της και αυτό είχε πολύ ενδιαφέρον για μένα. Μάλιστα όταν κυκλοφορήσουν και οι 2 δίσκοι και της Νεφέλης και ο δικός μου, εάν κάποιος τους ακούσει μαζί, θα δει 2 κόσμους, πως είναι η Μαρία Νεφέλη του Ελύτη που μιλάει ο αντιφωνητής και μιλάει και η ηρωίδα. Θα μπορεί να δει κανείς συγγένειες και ένα μικρό διάλογο ανάμεσα στους 2 δίσκους. Θα παρουσιάσω και δικά μου και της Νεφέλης, το καλοκαίρι, στην «Ταράτσα του Φοίβου» στο ΑΛΣΟΣ.
Γ: 200 χρόνια από την επανάσταση μιας και το ανέφερες κιόλας…
Φ: Δουλεύουμε μια επιθεώρηση με το θέμα αυτό, μαζί με τον Καραντζά και αναγκαστικά σκύψαμε στα βιβλία, στους ήρωες, στα απομνημονεύματα, στις αποδομήσεις και σε όλα και είναι μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα και πολυδιάστατη υπόθεση το 1821 που φυσικά πάντοτε η επίσημη Ελλάδα θα το μανιπουλάρει και θα το γιορτάζει με πολύ γελοίο τρόπο, αλλά από κάτω είναι κάτι που έχει να κάνει πάρα πολύ με την ουσία μας και έχει και πολύ μεγαλείο και πολλή τρέλα και πολλή ποίηση και πολλή δύναμη όλο αυτό που έγινε. …είναι μία ιστορία πάρα πολύ τρελή. Βλέπεις όμως το πως αυτοί οι άνθρωποι δημιούργησαν ένα χάος εκείνη την ώρα, δηλαδή κατέστρεψαν μια συγκεκριμένη δομή η οποία λειτουργούσε 400 χρόνια, έζησαν μες το χάος καμιά εξηνταριά χρόνια και μετά δημιουργήθηκε όλο αυτό στο οποίο ζούμε εσύ και εγώ, το οποίο είναι ελεύθερο. Με όλες τις φριχτές πλευρές του και με όλες τις απολυταρχίες που έγιναν, με τον έναν και με τον άλλον τρόπο όλα αυτά τα χρόνια, είναι κάτι που κέρδισαν αυτοί οι άνθρωποι με τη θυσία τους και το χάος που δημιούργησαν. Κερδήθηκε μια ιστορία, μια συγκεκριμένη θέση, μια συγκεκριμένη γλώσσα και αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό. Και το βλέπει κανείς παντού, σε εμπνέει δηλαδή να δεις εποπτικά και το πως λειτουργεί στο τραγούδι στον τόπο αυτό, πως λειτουργεί στο θέατρο, στον τόπο αυτό, στο σινεμά, ποια είναι τα αληθινά μας στοιχεία, ποια είναι τα ψεύτικα, είναι πολύ ενδιαφέρον όλο αυτό.
Γ: Είναι κάτι τρομερά ενδιαφέρον και ταυτοτικό. Επίσης, είναι καλυμμένο με μια άχλη, η οποία ξέρουμε τι εξυπηρετεί ακριβώς. Ίσως να είναι και απαραίτητη αυτή η άχλη, αλλά έχω την αίσθηση ότι όσο υπάρχει αυτή λειτουργεί ως τροχοπέδη για το βηματισμό αυτού που θα λέγαμε νεοελληνική κοινωνία.
Φ: Είναι αυτό που έγραφα στο τραγούδι μου “Ο Καθρέφτης”, ότι άμα γίνεις ο καθρέφτης σου έχεις τελειώσει, εάν δεν τον σπάσεις να δεις τι κρύβεται από πίσω. Πράγματι λοιπόν το 1821 είναι μια νίκη. Εγκαθιδρύεται μια ταυτότητα και μια γλώσσα αν όμως μείνεις παγωμένος και παγιωμένος μέσα σ αυτή τη κατάσταση έχεις τελειώσει και αυτό αποδείχθηκε δεκάδες φορές μέσα τα χρόνια. Για να φτάσουμε να μιλάμε πεντακάθαρα και ενδιαφέροντα ελληνικά και να φύγουμε από την καθαρεύουσα που ήταν μια κατασκευή, αλλά και την πρώτη δημοτική του Ψυχάρη, που ήταν υπερβολική και ήταν πάλι μια κατασκευή, χρειάστηκε να σπάσουμε καθρέφτες, να σπάσουμε ιδεολογήματα, να σπάσουμε ιδεοληψίες. Αυτό πιστεύω ότι χρειάζεται. Τώρα υπάρχει μια τεράστια ιδεοληψία, πάλι η Γιάννα μαζί με την επίσημη Ελλάδα φτιάχνουν ένα κιτς, τον κιτς εορτασμό των διακοσίων χρόνων. Είναι μια γραφικότητα όλο αυτό, από κάτω όμως υπάρχει κάτι πάρα πολύ σημαντικό, το οποίο είναι ταυτοτικό όπως είπες και εσύ, είναι κάτι με το οποίο πάντα θα παλεύουμε και πάντα το ανανεώνουμε και πάντα θα βρίσκουμε τον τρόπο να είμαστε μαζί του. Όπως με τον εαυτό μας.
Η συνέντευξη στον Γιάννη Δρακόπουλο δημοσιεύτηκε στο τεύχος #8 του YELLOWBOX.