Γεράσιμος Γεννατάς, καλλιτέχνης με κάπα κεφαλαίο που μοιάζει σαν να βγήκε από άλλη εποχή. Που ασφυκτιά στον κόσμο αυτό και με όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω του. Ανήκει στην τελευταία ίσως γενιά που έδωσε όχι μόνο σημαντικούς ηθοποιούς, σημαντικοί ηθοποιοί βγαίνουν και σήμερα, αλλά και σημαντικούς καλλιτέχνες με όλη τη σημασία της λέξης. Διαβάστε τη συνέντευξη που με χαρά μας παραχώρησε.
face to face
Γεράσιμος Γεννατάς:
Ο Πολιτισμός Πρέπει Να Συνομιλεί Με Την Κοινωνία
Γ: Hi-fidelάς; Ποια είναι η διαφορά του hi-fi με το hi-end; Μήπως το hi-end είναι μεταγενέστερο; Είναι πιο hi;
Γ.Γ: Είναι μήπως το τέλος του hi (γέλια); Η αλήθεια είναι ότι όταν θέλω να ακούσω κάτι, θέλω να ακούσω έναν ήχο με όγκο, βάθος και αίσθηση του χώρου. Βέβαια πρώτη σημασία έχει η μουσική, γιατί όλο αυτό με τα μηχανήματα δεν έχει τέλος, οπότε καλό είναι να υπάρχει ένα όριο χρησιμότητας, δηλαδή να μην ερωτεύεσαι μόνο το μηχάνημα για το μηχάνημα, αλλά πραγματικά να θες κάτι απ’ αυτό και να μην το πετάξεις σε ένα δευτερόλεπτο για να πάρεις ένα άλλο. Γιατί αυτό είναι ένα κυνήγι που δεν τελειώνει. Νομίζω ωστόσο πως αυτοί που ψάχνονται με τη μουσική ξέρουν πολλά περισσότερα και καλά κάνουν και το ψάχνουν λίγο παραπάνω!.
Γ: Μουσική ακούς;
Γ.Γ:Όχι όπως άκουγα, αλλά ακούω. Δεν έχω τους λαμπάτους ενισχυτές πια στο πάγκο, γιατί ο Κωνσταντής θα τους δώσει να καταλάβουν, αλλά ακούω ναι.
Γ: Ποια είναι η σχέση σου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Γ.Γ: Είμαι λίγο πρωτόγονος απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, η οποία μας περιβάλει κι έχει πολλές χρήσιμες πλευρές, αλλά αν δεν ξέρεις να τη χειριστείς, σου τρώει χρόνο από την πραγματική ζωή, προσπαθώντας είτε να επικοινωνήσεις τη δουλειά σου, είτε να χαζολογήσεις. Το δεύτερο δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου και το πρώτο δεν μπορούσα να το κάνω καλά. Υπάρχει μια ιδεολογική τοποθέτηση απέναντι στο «καταραμένο» facebook κι η αλήθεια είναι ότι έχει μεγαλώσει στο μυαλό μου η αίσθηση πως για πάρα πολύ κόσμο η κοινοποίηση της ζωής έχει γίνει πιο σημαντική από την ίδια τη ζωή, για αυτό και σταμάτησα να ασχολούμαι με αυτό. Δεν γίνεται να πας σε μια παράσταση και μόλις κλείσουν τα φώτα το πρώτο που σε νοιάζει να είναι να βγάλεις το κινητό και να αρχίσεις να τραβάς βίντεο την παράσταση ή τους ηθοποιούς ή να πάρεις φωτογραφία κατά τη διάρκεια της παράστασης. Νιώθω πως ανδρώνεται ένα σύστημα μιντιακό πολύ πιο ψηλά από την ίδια τη ζωή. Μέχρι μια εποχή έμπαινα στο facebook, ειδικά τις δύσκολες εποχές, από το δώδεκα μέχρι το δεκαπέντε αλλά από τότε δεν έχω μπει πουθενά.
Γ: Η υποκριτική, πως προέκυψε;
Γ.Γ: Κατ’ αρχάς δεν ξέρω αν ασχολούμαι με την υποκριτική. Νομίζω πως απλά τοποθετούμε απέναντι στα πράγματα με ένα ερωτηματικό. Η δραματική σχολή προέκυψε στη ζωή μου, όταν άρχισα για διάφορους λόγους να απομακρύνομαι από το Βιολογικό Αθηνών, όπου φοιτούσα, μέχρι που το εγκατέλειψα. Δεν έκανα κάτι για δυο χρόνια, ώσπου από φήμες κι από κουβέντες, κατέληξα σε μια δραματική σχολή. Θα έλεγα ότι επειδή το θέατρο έχει μια ανθρωπιστική πλευρά, με μία πολύ ευρεία έννοια, σιγά σιγά με γαργάλησε, αλλά ουσιαστικά, δεν ξέρω πως βρέθηκα στη δραματική σχολή. Μάλλον βρέθηκα εκεί επειδή δεν υπήρχε κάτι άλλο.
Γ: Δεν υπήρξε δηλαδή κάποιος να σε τραβήξει σ’ αυτό; Προέκυψε εντελώς τυχαία;
Γ.Γ: Κοίτα είχε πάει η αδερφή μου, η ξαδέρφη μου η Μάνια, ήταν επίσης ο πατέρας μου ηθοποιός αλλά σκέψου πως τον έχασα στα δεκατέσσερά μου κι επειδή μέσα στη χούντα δεν δούλευε, λόγω αριστερών πεποιθήσεων, δεν τον είχα δει παρά σε μία μόνο παράσταση. Κύλησε λοιπόν η πρώτη χρονιά και τη δεύτερη κάτι άλλαξε μέσα μου κι άρχισα να αντιμετωπίζω αλλιώς το θέμα της υποκριτικής, να μπαίνω πιο πολύ σ’ αυτό και να ασχολούμαι πραγματικά, όχι μόνο με την υποκριτική αλλά και με τα ρούχα και με τα σκηνικά. Έγινε η καθημερινότητά μου με δυο τρεις άλλους μαζί, με τον Μανώλη τον Μαυροματάκη, τα κάναμε όλα, φτιάχναμε τα σκηνικά για όλη τη σχολή.
Γ: Όταν τελείωσες υπήρξε μια συνειδητή απόφαση πως θα γίνεις ηθοποιός;
Γ.Γ: Νομίζω πως ήρθε μόνο του αφού τελειώσαμε τη σχολή. Τότε ήμασταν μια ομάδα γύρω από τη Λυδία και για τα επόμενα πέντε έξι χρόνια πηγαίναμε επαρχία, Λάρισα, Βόλο, Πάτρα κυρίως. Μας είχε εμπνεύσει η Λυδία τότε, οπότε ήμουν συνέχεια εκτός Αθηνών. Η αλήθεια είναι ότι δεν μου άρεσε και δεν μου αρέσει η Αθήνα. Τελείωσε αυτή η εποχή και πήγα στον Βογιατζή, το 1995.
Γ: Κι εκεί πόσο άντεξες;
Γ.Γ: (Γέλια) Μέχρι το καλοκαίρι του 1998. Ήμουν στον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου, στη «Νύχτα της κουκουβάγιας», Μετά έκανα μια παράσταση με τον Νίκο Μαστοράκη «Στην εθνική με τα μεγάλα», μια ιδιαίτερη παράσταση που αποτέλεσε την ελληνική συμμετοχή στη μπιενάλε της Βόννης το 1998 και απέσπασε πάρα πολύ καλές κριτικές.
Γ: Μέχρι τότε κάνεις μόνο θέατρο σωστά;
Γ.Γ: Ναι, δεν είχε έρθει ακόμα η τηλεόραση. Την επόμενη χρονιά ήμουν στο Εθνικό στην παράσταση «Γαλιλαίος» του Μπρέχτ, με τον Χατζησάββα, σε σκηνοθεσία Σταύρου Ντουφεξή, μετά στο θέατρο του Νέου Κόσμου όπου κάναμε τους «Δύο θεούς» του Χριστίδη, σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και μετά έκανα το «Είσαι το ταίρι μου».
Γ: Και εκεί τι γίνετε όταν έρχεται η τηλεόραση, η τηλεοπτική επιτυχία;
Γ.Γ: Τίποτα δεν γίνεται (γέλια). Ξέρεις πολύ καλά πως το αν θα πάρεις το χρίσμα του πρωταγωνιστή, είναι παράμετρος πολλών παραγόντων. Αυτό το πράγμα ανέκαθεν ήταν έτσι. Εγώ δεν είχα αυτές τις παραμέτρους υπό μάλης, οπότε με το δισάκι μου στον ώμο, πορεύομαι κι όπου βγει.
Γ: Ίσως μια πολύ σημαντική παράμετρος είναι να το βάλεις στόχο ο ίδιος;
Γ.Γ: Ακριβώς, αν η επιδίωξή σου είναι να είσαι πρωταγωνιστής, κατευθύνεις τη λειτουργία της σκέψης σου, άρα και το σύνολό των δράσεων σου, σ’ ένα δρόμο και τα πράγματα δρομολογούνται μ’ ένα τρόπο αντίστοιχο.
Γ: Δεν ήταν αυτή η επιλογή σου νομίζω;
Γ.Γ: Ναι, δεν το επέλεξα… Ξέρεις οι «διαβολικές» παρέες είναι πολύ ενδιαφέρουσες και χαρακτηρίζονται από μια επικίνδυνη ελευθερία που νομίζω πως δεν έχουν οι «πρωταγωνιστές». Δεν έχεις ελευθερία όταν τοποθετείς τον εαυτό σου σε αυτό το περιβάλλον, γιατί πρέπει να υπηρετείς το πρόσωπο του πρωταγωνιστή που έχεις φτιάξει, θα είσαι πάντα κάτω από αυτό. Οπότε αυτή η κατάσταση που θες να είσαι ελεύθερος και να λες και να κάνεις αυτό που θες, να μη μπαίνεις σε νόρμες, σε πρέπει και σε τρόπους συμπεριφοράς, υπηρετείται αλλιώς. Νομίζω λοιπόν πως ο διαβολάκος που κρύβω μέσα μου είναι πιο ελεύθερος απ’ όλα αυτά.
Γ: Τι είναι για σένα η υποκριτική, το θέατρο;
Γ.Γ: Να διηγηθούμε ένα παραμύθι. Πιστεύω πως ο κάθε ένας από μας, όχι μόνο στο θέατρο, αλλά και στη μουσική και στη ζωγραφική και στη ποίηση, σε τέχνες που είναι μοναχικές ή συλλογικές, είμαστε τύποι που βλέπουμε κάτι διαφορετικό. Βλέπουμε τη ζωή από μία άλλη οπτική γωνία και θέλουμε αυτή την οπτική γωνία, να τη συζητήσουμε, να τη συζητήσω με σένα, μ’ έναν θεατή, αυτό πιστεύω είναι το θέατρο. Δεν είναι απλά να έρθουμε για να γελάσουμε. Φυσικά και θα γελάσουμε, αλλά είναι πολύ πιο ωραίο, να είσαι μ’ ένα συνεχές μειδίαμα παρατηρώντας κάτι, παρά να χαχανίσεις δυο τρεις φορές. Είναι πιο ωραίο να σε προσκαλέσω και να σου διηγηθώ αυτή την περίεργη γωνία, απ’ την οποία βλέπω τα πράγματα και να επικοινωνήσουν οι σκέψεις μας. Γι’ αυτό κι αν έχει πιθανότητες να επιζήσει το θέατρο, θα είναι απ’ αυτήν την πλευρά, που είναι μοναδική και δεν μπορεί να αντικατασταθεί με κάτι άλλο.
Γ: Για το θεσμό των ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ τι πιστεύεις;
Γ.Γ: Νομίζω πως αν και ως θεσμός ακολούθησε, πιστά δυστυχώς, όλη τη φθίνουσα πορεία της κοινωνικής μας ζωής. Ωστόσο πρέπει – ως θεσμός – να διαφυλαχθεί. Είναι τυχαίο το ότι μετά από σαράντα χρόνια, κανένα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. δεν έχει δημιουργήσει ένα θεατρικό κοινό, δύο τριών χιλιάδων ανθρώπων, που θα πάνε έτσι κι αλλιώς να δούνε το θέατρό τους, που θέλουν να περάσουν την πόρτα του θεάτρου, όχι ως ένα κοινωνικό γεγονός, αλλά σαν μία συνάθροιση ανθρώπων που πάνε για τον ίδιο σκοπό κάπου; Να ανάψουν τα φώτα του θεάτρου, να χτυπήσει το τρίτο κουδούνι, να κλείσουν, και να παρακολουθήσουν όλοι μαζί μια ιστορία. Κανένα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ δεν το έχει καταφέρει αυτό. Νομίζω πως ακολούθησαν τη μοίρα και την τύχη, όλης της κοινωνικής μας ζωής και ενός πολιτισμού, ο οποίος δεν συνομιλούσε με την κοινωνία.
Γ: Το χρεωνόμαστε σαν μια ήττα αυτό όσοι ήμαστε πέριξ του θεάτρου;
Γ.Γ: Πανωλεθρία όχι απλά ήττα! Ποιο είναι το θεατρικό κοινό της Αθήνας σε μια πόλη πέντε εκατομμυρίων; Πενήντα χιλιάδες; Εκατό; Δεν είναι παραπάνω κι αυτό είναι λυπηρό. Νιώθω πως δεν μας θέλει ο κόσμος, πως πρέπει να ξαναδιεκδικήσουμε τους ανθρώπους, να τους πούμε πως είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για σας κι όχι για να μιλήσουμε για μια «τέχνη» που αυτοϊκανοποιείται, που αυταρέσκεται, που αυτοχειροκροτείται, που ενδιαφέρεται κυρίως για το τι θα πουν τα περιοδικά και οι κριτικοί. Πρέπει να κάνουμε αυτό που κάνει ο ποιητής, που δεν μιλά για τον εαυτό του, αλλά για τον καιρό του και νιώθω πως ζούμε σε μια εποχή που οι ποιητές μας εγκατέλειψαν, έχουν φοβηθεί, κρυφτήκανε γιατί αυτό που βλέπουν δεν το αντέχουν. Κάποτε το ελαφρύ λαϊκό ήταν ο Ζαμπέτας, που τα λόγια στα τραγούδια του Ζαμπέτα σου παίρνουν το κεφάλι, σου παίρνουν την ανάσα, με το που τ’ ακούς. Γιατί τα είχαν γράψει «ποιητές». Σήμερα τα πράγματα είναι αλλιώς. Νιώθω πως ζούμε σ’ ένα γκεμπελικό περιβάλλον που συνεχώς δυναμώνει και σου λέει, θα ακούς ό,τι σου λέω, θα βλέπεις ό,τι σου λέω, θα μαθαίνεις ό,τι σου λέω, θα χαίρεσαι όπως σου λέω και δεν θα μιλάς, δεν θα μπορείς να λες τίποτα. Θα ‘χεις το κινητό σου, θα νομίζεις πως έχεις τον κόσμο στα χέρια σου και επί της ουσίας δεν θα ‘χεις τίποτα. Ζούμε σε μια εποχή εμβολίων, ιών, σεξισμών, πυρκαγιών, δολοφονιών. Ζούμε σ’ ένα περιβάλλον που αν μπεις και κατοικήσεις μετά δεν θα θες να διεκδικήσεις τίποτα και δεν θα μπορείς να διεκδικήσεις κάτι.
Γ: Ο γιος σου θα ήθελες να γίνει ηθοποιός;
Γ.Γ: Θα ήθελα να κάνει ότι θέλει στη ζωή του, αλλά οπωσδήποτε να σπουδάσει. Νομίζω πως η ουσιαστική μόρφωση, η κοινωνική μόρφωση, η παιδεία, η καλλιέργεια, η τέχνη, ο πολιτισμός, η ποίηση, είναι σημαντικές ελλείψεις της εποχής μας. Το μόνο εργαλείο που μπορεί να βγάλει τον άνθρωπο απ’ αυτό το σκοτάδι που βρισκόμαστε τώρα είναι η σκέψη, η παιδεία, οπότε θα ήθελα ο Κωνσταντής να μορφωθεί.