Skip to main content

«Όλη μου η πορεία, ό,τι είμαι, το οφείλω στη γυναίκα μου!»

Συνέντευξη – Κείμενο: Κωνσταντίνος Σωτηρόπουλος

Έχει σκηνοθετήσει μερικές από τις μεγαλύτερες παραγωγές του ελληνικού κινηματογράφου. Οι ταινίες του διαπνέονται από την πάλη ανάμεσα στο καλό και το κακό και εμπνέονται από τη ζωή και το έργο σπουδαίων Ελλήνων. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Θεοτοκόπουλος (Ελ Γκρέκο), Βαρβάκης, Καζαντζάκης. Σε μια χώρα με περιορισμένους χρηματικούς πόρους και πάμπολλες δυσκολίες που εμφανίζονται καθοδόν, έπρεπε να διατηρήσει την πίστη του ακέραιη, ώστε να ολοκληρώσει τις ταινίες του, που σημειώνουν εμπορική επιτυχία όταν προβάλλονται στις αίθουσες και αγαπιούνται από την πλειοψηφία των θεατών τους. Παραγωγός των ταινιών του και σταθερή του συμπαραστάτρια στη ζωή και στην τέχνη υπήρξε η σύζυγός του Ελένη, που έφυγε από τη ζωή τον Ιούλιο του 2022. Το όνομά της εμφανίζεται συχνά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης και προκαλεί συγκίνηση στο σκηνοθέτη. Είναι το ένα από τα δύο πρόσωπα που σημάδεψαν τη ζωή του Γιάννη Σμαραγδή. Το ίδιο συναίσθημα κυριαρχεί και όταν ο σκηνοθέτης μιλάει για το δεύτερο πρόσωπο που σημάδεψε τη ζωή του, τον συνθέτη Βαγγέλη Παπαθανασίου, που είχε αναχωρήσει για το ταξίδι χωρίς επιστροφή μόλις δύο μήνες πριν χάσει τη σύζυγό του. Ο γνωστότερος Έλληνας διεθνώς προσέφερε τη μουσική του διάνοια μόνο σε έναν Έλληνα σκηνοθέτη του σινεμά, μετά την κατάκτηση του βραβείου Όσκαρ το 1982. Αυτός ήταν ο Γιάννης Σμαραγδής, που είχε ένα προνόμιο ολίγων και εκλεκτών, να γνωρίζει στενά και να αποκαλεί φίλο τον Βαγγέλη Παπαθανασίου. Η διήγηση του σκηνοθέτη για τον διεθνή Vangelis φέρνει στο φως πτυχές της συνεργασίας τους που δεν έχουν ειπωθεί ποτέ στο παρελθόν και αναδεικνύουν το μεγαλείο της προσωπικότητας του εκλιπόντος. Θεμελιώδης στόχος της ζωής του είναι η προβολή της ταινίας για τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια. Μια κινηματογραφική παραγωγή που πέρασε δια πυρός και σιδήρου, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού και του πολέμου στην Ουκρανία. Μια συνέντευξη αποκαλύψεων και εξομολογήσεων…    

Πότε έρχεται στη ζωή σας η πρώτη επαφή με τον κινηματογράφο;

Ήμουν οκτώ χρονών στο Ηράκλειο της Κρήτης. Υπήρχε μια αλάνα με μια μάντρα και από μακριά είδα το πάνω μέρος από ένα πανί και αυτό μου προκάλεσε εντύπωση. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα κάτι τέτοιο. Όταν ανέβηκα στη μάντρα διαπίστωσα ότι αυτό που έβλεπα ήταν ένας θερινός κινηματογράφος. Έπαιζε μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία. Σήκωσα το κεφάλι μου ψηλά και είδα τα αστέρια του ουρανού. Δεν υπήρχαν φώτα γύρω γύρω και μπορούσες να τα δεις. Τότε σκέφτηκα ότι τα αστέρια με το πανί έχουν κάποια σχέση και ίσως να έχω κι εγώ με αυτά.

Στα μάτια ενός παιδιού το θέαμα που μου περιγράφετε θα ήταν μια μαγική εικόνα. Πότε αποφασίσατε ότι θέλετε να ασχοληθείτε με τον κινηματογράφο ως σκηνοθέτης;

Το αποφάσισα όταν σε νεαρή ηλικία ήμουν υπάλληλος σε ένα φαρμακείο του Χαλανδρίου. Τότε γνώρισα τη γυναίκα μου την Ελένη ως πελάτισσα του φαρμακείου. Ήταν πανέμορφη και σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να την πλησιάσω. Πίστευα ότι θα ήταν δύσκολο. Πήγα, λοιπόν, στην Κρήτη και πήρα κάτι αντίγραφα μινωικών παραστάσεων από πηλό της δεκάρας, ούτε καν του δίφραγκου. Η σκέψη μου ήταν ότι αυτά είναι από τον πολιτισμό που με γέννησε, οπότε δε μπορεί παρά να τη συγκινήσουν. Με αυτά θα τη ρίξω! Της τα πρόσφερα και τα κοίταξε σαν να ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι για να μη με προσβάλλει. Με ρώτησε τι σκέφτομαι να κάνω στη ζωή μου και της απάντησα ότι θα γίνω σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Για να λάβω την απάντηση ότι μου πάει. Η Ελένη ήταν η μοίρα μου!    

Ενώ προετοιμάζατε πυρετωδώς την ταινία “Καποδίστριας” έρχεται η είδηση πως οι ταινίες σας “El Greco” (2007), “Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι” (2012) και “Καζαντζάκης” (2017) προστίθενται στην πλατφόρμα του Netflix και μάλιστα αποτελούν δημοφιλείς επιλογές για τους θεατές της. Πώς προέκυψε αυτό;

Είναι παράξενο αυτό που συνέβη με το Netflix. Πριν φύγει από τη ζωή η γυναίκα μου η Ελένη, είχε πει «αχ να παίζονταν οι ταινίες μας στο Netflix». Έφυγε με δύο «αχ», το ένα ήταν να παιχτούν οι ταινίες μας στο Netflix και το άλλο να γίνει η ταινία του Καποδίστρια. Κατά μαγικό τρόπο, σχεδόν ένα χρόνο μετά που έφυγε, φθάνει ένα email όπου εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τις ταινίες μου. Αρχικά νομίσαμε πως κάποιος μας κάνει πλάκα, αλλά υπήρχε το λογότυπο του Netflix στο email. Για να σιγουρευτούμε ότι δε μας έκαναν πλάκα, ζήτησα από μια συνεργάτη του γραφείου μου να τους τηλεφωνήσει ώστε να έχουμε μια επιβεβαίωση, η οποία και ήρθε τελικά.

 class=

Σας φαινόταν πολύ καλή για να είναι αληθινή αυτή η εξέλιξη.

Η απορία μου ήταν γιατί να τους ενδιαφέρει μια ταινία 16 ετών όπως ο “El Greco” και η απάντηση που πήρα ήταν γιατί είναι μια σημαντική ταινία, παρά τα όσα είχαν γραφτεί από κάποιους κριτικούς όταν είχε βγει η ταινία. Όσο για το “Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι” και τον “Καζαντζάκη”, το Netflix τις χαρακτήρισε υποτιμημένες ταινίες. Δηλαδή, μετά από τόσα χρόνια, έρχεται το Netflix και δικαιώνει όλους τους ανθρώπους που είπαν τα όσα θετικά λόγια είπαν για αυτές τις ταινίες. Ουσιαστικά, θεωρεί όσους κακολόγησαν τις ταινίες ιδιοτελείς ή εμπαθείς. Ήρθε το Netflix να ταυτιστεί με το γενικό αίσθημα του κόσμου για αυτές τις ταινίες, καταδικάζοντας ουσιαστικά όλο αυτό τον αρνητισμό ορισμένων ανθρώπων, ο οποίος κάνει κακό τελικά και στους ίδιους. Δεν αφήνουν τον εαυτό τους να λάβει τη χαρά που μπορεί να τους δώσει μια ταινία γιατί έχουν αποφασίσει από πριν να τη χτυπήσουν. Κάνουν κακό στην ψυχή τους. Με αυτή την εξέλιξη που δικαιώνει τις ταινίες, πώς νιώθουν άραγε όλοι αυτοί που χτύπησαν τις ταινίες με τις κακόβουλες και υποκινούμενες κριτικές τους; Δεν εκτίθενται πλέον;

Πώς μπορεί ο θεατής να αντιληφθεί ότι η κριτική που διαβάζει για μια ταινία είναι κακόβουλη ή υποκινούμενη;

Δυστυχώς, δε μπορεί να το αντιληφθεί. Αυτό είναι το πρόβλημα. Το σινεμά είναι μια τελετουργία, η ψυχή του θεατή με την ψυχή της ταινίας. Αυτή την τελετουργία δεν επιτρέπεται να τη διασαλεύσει κανείς, είτε θετικά, είτε αρνητικά. Ο κριτικός έχει ευθύνη!

Φαντάζομαι πως αυτή η θετική εξέλιξη με το Netflix, βοήθησε ποικιλοτρόπως στην πραγματοποίηση της ταινίας “Καποδίστριας”.

Καλά το λέτε. Το Netflix επανάφερε στον κόσμο, στους επιχειρηματίες αλλά και σε άλλους ανθρώπους που δεν πήγαινε το μυαλό μου, ότι υπάρχει μια παραγωγή σε εξέλιξη, ο Καποδίστριας, μια ταινία που ακουμπάει στο ελληνικό αίσθημα, όπως και οι προηγούμενες που έχω κάνει. Στέλνει το μήνυμα της συνεισφοράς γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι και τα μέσα περιορισμένα. Ο κινηματογράφος είναι μια ακριβή τέχνη.   

Σας θυμάμαι να ταξιδεύετε στη Ρωσία για συνομιλίες με το υπουργείο Πολιτισμού, μιας και επιδιώκατε να κάνετε γυρίσματα για την ταινία “Καποδίστριας” στα παλάτια των τσάρων.

Είναι απολύτως σημαντικό να δούνε οι θεατές στην ταινία τη μετάβαση ενός ανθρώπου που αφήνει το μεγάλο και το επιβλητικό για το μικρό και το ταπεινό. Ο θεατής θα δει τα παλάτια τα οποία άφησε ο Καποδίστριας για να έρθει στην Ελλάδα. Η πρόθεση ήταν να γίνουν γυρίσματα στα παλάτια της Ρωσίας, αλλά δυστυχώς χάθηκε η συμπαραγωγή με τους Ρώσους λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και δε μιλάμε για ένα αστείο πόσο, μιλάμε για 1.100.000 ευρώ! Δε γινόταν παρά να ακολουθήσω τη γραμμή της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έγραψα ένα γράμμα στον συμπαραγωγό μας εκεί και μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα. Είχαν λατρέψει το σενάριο, δε μου ζήτησαν να αλλάξω ούτε λέξη. Τελικά, η λύση στην οποία οδηγηθήκαμε είναι να αξιοποιήσουμε τα παλάτια της Ρουμανίας. Πρέπει να σας πω πως το καλύτερο κοινό του “El Greco” εκτός Ελλάδος ήταν οι Ρώσοι και επίσης στη Ρωσία κυκλοφορεί μια παράνομη έκδοση της ταινίας “Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι” και όταν το έμαθα είπα καλά έκαναν για να τη δει ο κόσμος (γελάει). Αυτή είναι η σχέση μου με τη Ρωσία. Πάντως, βρέθηκα σε δεινή θέση μετά τις απρόσμενες αυτές εξελίξεις. Είχε προηγηθεί πιο πριν η πανδημία και μόλις τους τελευταίους μήνες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα άρχισαν τα πράγματα να ενεργοποιούνται. Βρέθηκαν άνθρωποι, Έλληνες και Κύπριοι, θα τους πω καλούς πατριώτες, οι οποίοι βοήθησαν να ξεπεραστούν τα προβλήματα που είχαν προκύψει.

Ένας άνθρωπος που όπως έχετε πει σημάδεψε τη ζωή σας ήταν ο εκλιπών Βαγγέλης Παπαθανασίου, ο οποίος έγραψε τη μουσική σε δύο ταινίες σας, πρώτα στον “Καβάφη” (1996) και στη συνέχεια στον “El Greco” (2007). Πώς συναντήθηκαν οι δρόμοι σας;

Πριν ακόμη ξεκινήσουν τα γυρίσματα για την ταινία “Καβάφης”, είχα ζητήσει από ένα γνωστό μουσικό να γράψει ένα θέμα ώστε να το έχω στο μυαλό μου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Όταν το άκουσα είπα στην Ελένη πως δε μου αρέσει. Και εκείνη πίστευε πως δεν ταιριάζει στην ταινία. Ευχαρίστησα, λοιπόν, το μουσικό για το θέμα που έγραψε και τον ενημέρωσα πως θα κινηθώ προς άλλη κατεύθυνση. Οφείλω να πω πως ήταν ευγενέστατος, παρά την απόρριψή μου. Τότε έκανα τη σκέψη να απευθυνθώ σε έναν άλλο γνωστό μουσικό με τον οποίο έκλεισα ένα ραντεβού. Στο μεταξύ, η Ελένη με απέτρεψε να συνεργαστώ με τον συγκεκριμένο και με προέτρεψε να προτείνω στον Βαγγέλη τη μουσική της ταινίας. «Στο Βαγγέλη εγώ δεν πάω!», ξεκαθάρισα στην Ελένη. Η Ελένη ωστόσο επέμενε. «Μα πού θα τον βρεις;» της είπα. «Μη σε νοιάζει, εγώ θα τον βρω, αρκεί να μου πεις εσύ το ναι» μου απάντησε εκείνη. «Δε θέλω τον Βαγγέλη, θα μου την πέσουν οι αριστεροί», της απάντησα. Όπως και έγινε τελικά. Η αριστερά τότε δεν έπαιζε το Βαγγέλη και ως αριστερός κι εγώ δε τον ήθελα. Η συνέχεια των γεγονότων ήταν ότι τελικά το ραντεβού με το μουσικό που είχε κανονιστεί δεν έγινε ποτέ και η Ελένη μου είπε πως ο Καβάφης δε θέλει αυτό που ήθελα εγώ. Σα να μην ήταν γραφτό να γίνει. Η Ελένη τελικά κατάφερε να βρει τον Βαγγέλη και μου έκλεισε ένα ραντεβού για μισή ώρα.

 class=

Συνεπώς η αιτία που γνωρίσατε τον Βαγγέλη Παπαθανασίου ήταν η γυναίκας σας η Ελένη.

Βεβαίως και πρέπει να διευκρινίσω στο σημείο αυτό πως τον Βαγγέλη πολύ δύσκολα μπορούσες να τον πλησιάσεις. Ήταν πολύ προσεκτικός στο ποιος τον πλησιάζει και δεν έκανε γνωστή την παρουσία του όπου κι αν βρισκόταν, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό. Δεν ήξερες ποτέ που μπορεί να βρίσκεται. Το ραντεβού της μισής ώρας έφτασε τελικά τις τέσσερις ώρες. Στην αρχή της συζήτησής μας ήταν επιφυλακτικός μαζί μου. Κι ενώ μιλάγαμε αρκετή ώρα και όχι για την ταινία, ερχόταν συχνά στο δωμάτιο που βρισκόμασταν ένας τεχνικός που δούλευε για τον Βαγγέλη για να του πει ότι τον χρειαζόταν για κάτι. Η απάντηση του Βαγγέλη ήταν σε λίγο θα έρθω και γύρω στις τρεις ώρες μετά, όταν ο τεχνικός ήρθε για πολλοστή φορά ο Βαγγέλης του απάντησε «τα σοβαρά είναι τώρα εδώ». Επί τρεις ώρες μιλάγαμε για άλλα θέματα και καταλαβαίναμε πως μας συνδέουν πράγματα. Ώσπου με ρώτησε τι ετοιμάζω και του είπα ταινία για τον Καβάφη. Μου ζήτησε να του περιγράψω με λίγα λόγια την υπόθεση της ταινίας. Το 1933, ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Κ. Π. Καβάφης βρίσκεται άρρωστος σε νοσοκομείο της Αλεξάνδρειας. Εκεί, τον επισκέπτεται ένας νεαρός συγγραφέας που ετοιμάζει μια μελέτη πάνω στη ζωή και το έργο του ποιητή, και χρειάζεται την έγκριση εκείνου πριν την εκδώσει. Καθώς ο νεαρός άντρας ξεκινά να διαβάζει αυτά που έχει γράψει, ο ποιητής χάνεται στις αναμνήσεις του και μέσα από αυτές ξεδιπλώνονται τα γεγονότα που έχουν σημαδέψει τη ζωή του. Τελειώνω την περιγραφή μου για την ταινία με τους στίχους από το ποίημα του Καβάφη: «…Και την Κοινήν Ελληνική Λαλιά, ως μέσα στην Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς… Ελληνικός Καινούριος Κόσμος, Μέγας!». Αμέσως μετά ξεσπάω σε κλάμα με λυγμούς για περίπου είκοσι λεπτά! Είμαστε δύο άνθρωποι, εγώ να σπαράζω και αυτός να κάθεται απέναντί μου ακίνητος και ατάραχος. Όταν τελείωσα του ζήτησα συγγνώμη και του εξέφρασα τη ντροπή μου. (η διήγηση συγκινεί το σκηνοθέτη και η φωνή του σπάει). Και ο Βαγγέλης μου απαντά: «Μην αισθάνεστε άσχημα κύριε Σμαραγδή, έχω δει και τον Γιάννη Τσαρούχη να διαβάζει Καβάφη και να κλαίει. Τί θα θέλατε από μένα;». Του απάντησα πως θα ήθελα να γράψει τη μουσική της ταινίας. Του αφήνω την ταινία για να τη δει και μόλις δύο μέρες μετά με παίρνει τηλέφωνο και ζητάει να με συναντήσει. Από κοντά, πλέον, μου λέει ότι μέσα στην ταινία που γύρισα βλέπει την ψυχή του ποιητή και πως θα γράψει τη μουσική δωρεάν, με ένα συμβόλαιο που θα αναγράφει αμοιβή ενός δολαρίου για να μην δημιουργηθούν προβλήματα με τις εταιρίες που συνεργαζόταν. Και προσθέτει μια καταπληκτική παρατήρηση: «Η ταινία σας κύριε Σμαραγδή είναι σαν ένας πίνακας που του λείπει το κάδρο». «Τί εννοείτε;» του απαντώ. «Λείπουν οι σκηνές πλήθους». Και μου υποδεικνύει τα σημεία της ταινίας όπου θεωρεί πως πρέπει να μπουν σκηνές πλήθους. Μένω άφωνος! Διότι όντως στο σενάριο υπήρχαν δύο σκηνές πλήθους, αλλά δεν είχαν γυριστεί γιατί δεν υπήρχαν τα χρήματα. Του ανέφερα αυτή τη δυσκολία και με ρώτησε πόσο κοστίζουν αυτές οι σκηνές. Αφού του είπα, μου είπε πως θα αναλάβει αυτός το κόστος των σκηνών του πλήθους. Το διανοείστε αυτό;! Ήμουν ένας άγνωστος άνθρωπος γι αυτόν, που με έβλεπε δεύτερη φορά στη ζωή του. Θα μου έγραφε δωρεάν τη μουσική και θα πλήρωνε επιπλέον χρήματα για σκηνές της ταινίας. Και σα να μην έφταναν αυτά, αφού έγραψε τη μουσική, όλα τα έξοδα για την ηχογράφηση της μουσικής τα ανέλαβε αυτός!

Εκτίμησε τη ματιά σας για τον Καβάφη και θέλησε να συνεισφέρει στο όραμά σας. Το γεγονός ότι ενδιαφέρθηκε και πέραν της μουσικής του, να συμβάλει με την εμπειρία του πια στο να γίνει καλύτερη η ταινία σας, αυτό υπερβαίνει τα συνήθη πλαίσια συνεργασίας σκηνοθέτη και συνθέτη.

Ο Βαγγέλης βοήθησε κι αλλιώς την ταινία. Ήταν ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος με καλή ψυχή. Μου είπε: «Επειδή δεν είμαι συμπαθής σε αυτούς που ελέγχουν τα πράγματα στην Ελλάδα στα ζητήματα του πολιτισμού, με αφορμή ότι εγώ σου έγραψα τη μουσική στην ταινία αλλά και εξαιτίας της ζηλοφθονίας τους, να περιμένεις ότι θα σε λιώσουν! Σου προτείνω να κάνεις το εξής για να το μαλακώσεις αυτό: βγάλε την ταινία πρώτα στο εξωτερικό πριν κυκλοφορήσει στην Ελλάδα». Ακολούθησα τη συμβουλή του και η ταινία βγήκε πρώτα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο στον Καναδά. Στη συνέχεια επιλέχθηκε από άλλα 50 φεστιβάλ, μεταξύ των οποίων του Βερολίνου, όπου δεν επιλέγουν ποτέ ταινίες που έχουν παιχτεί σε άλλα φεστιβάλ, όπως και στα φεστιβάλ της Γάνδης, της Βαλένθια, του Λονδίνου, του Σαν Φρανσίσκο κ.α.   

Έβλεπε ότι θα πληρώσετε το κόστος της αξιοποίησής του, οπότε σας έδωσε αυτή την ιδέα για να σας προστατέψει. Και ποιος Έλληνας σκηνοθέτης δε θα ήθελε τον Βαγγέλη Παπαθανασίου για να γράψει μουσική στην ταινία του; Όμως, μπορούσε να τον έχει; Εσείς που μπορέσατε να τον έχετε, αποτελούσατε στόχο.

Όταν έγινε μια προβολή της ταινίας σε συγκεκριμένα άτομα, πριν ακόμη κυκλοφορήσει στις αίθουσες, εγώ ήμουν ανήσυχος. Πλέον, ο Βαγγέλης κι εγώ είχαμε γίνει φίλοι και είχε αντιληφθεί την αγωνία μου για το πώς θα εκλάβουν οι θεατές την ταινία. Και μου είπε πως δεν είναι η δουλειά μου πια να ανησυχώ για την ταινία. «Εσύ μέχρι εδώ ήσουν. Η ταινία φεύγει από σένα. Τώρα είναι δουλειά των θεατών. Είναι αυτή και οι θεατές. Εσύ έχεις τελειώσει με την ταινία. Και από αυτούς που θα τη δουν σήμερα, όσοι την ξαναδούν σε επτά ή οκτώ χρόνια από τώρα, θα δουν μια άλλη ταινία».

Πώς δουλέψατε μαζί του πάνω στη μουσική της ταινίας; Του δώσατε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές πριν ξεκινήσει;  

Ο κάθε σκηνοθέτης έχει τον τρόπο του. Εγώ έχω ένα σύστημα, που αφορά τους πάντες, μουσικούς, ενδυματολόγους, μακιγιέρ κτλ. Δεν υποδεικνύω σε κανένα τι να κάνει. Αρκεί να δω ένα μικρό δείγμα της δουλειάς τους και από τη στιγμή που θα βεβαιωθώ ότι είναι εντός κλίματος, το αφήνω πάνω τους. Τους λέω «η ταινία είσαι εσύ».

Τους αφήνετε ελεύθερους να δημιουργήσουν και έτσι επιτυγχάνετε με έξυπνο τρόπο να αναπτύξουν το αίσθημα της ευθύνης απέναντι στην ταινία. Και κάποιος που αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης, αποδίδει καλύτερα.

Το ίδιο κάνω και με τους ηθοποιούς. Ο ηθοποιός Juan Diego Botto υποδύθηκε τον ιεροεξεταστή στον “El Greco”. Άφησε μια τεράστια εντύπωση με την ερμηνεία του και πήρε διεθνές βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου παρόλο που κανονικά ήταν δεύτερος ανδρικός ο ρόλος. Όταν διάβασε το σενάριο μου είπε ότι έχει να μου κάνει δώδεκα ερωτήσεις για το ρόλο του. Του ζήτησα να αρχίσει με την πρώτη ερώτηση. «Ανάμεσα στον El Greco και τον ιεροεξεταστή υπάρχει μια υποβόσκουσα ερωτική έλξη;» με ρώτησε. «Δε χρειάζεται να συνεχίσουμε στις υπόλοιπες ερωτήσεις, τον γνωρίζετε το ρόλο σας!» του απάντησα. Ειδικά δε όσον αφορά τη μουσική στις ταινίες μου, έχω ένα παραπάνω λόγο να δίνω απόλυτη ελευθερία στους συνθέτες γιατί αποτελεί τη συναισθηματική βάση της ταινίας.

Άρα δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο η μουσική.

Το αντίθετο! Πιστεύω πως η μουσική είναι η κοντινότερη τέχνη στο Θείο. Ο κινηματογράφος είναι μια αθροιστική τέχνη, που πρέπει να σέβεται ότι είναι κοντύτερα στο Θεό.

Είναι λυπηρό το γεγονός ότι η μουσική της ταινίας “Καβάφης” ουδέποτε κυκλοφόρησε, σε αντίθεση, ευτυχώς με τη μουσική από την ταινία “El Greco”. Γιατί άραγε συνέβη αυτό;

Η δισκογραφική που είχε τα δικαιώματα της μουσικής που έγραψε ο Βαγγέλης εκείνη τη χρονιά, κυκλοφόρησε ότι ήθελε από τις δουλειές του Βαγγέλη. Τη μουσική του Καβάφη δε τη βρήκε εμπορική και έτσι δε τη κυκλοφόρησε. Αργότερα, μόνο ένα κομμάτι από τη μουσική κυκλοφόρησε, οι τίτλοι αρχής, σε μια συλλογή με άλλες μουσικές του Βαγγέλη (*). Να φανταστείτε πως ούτε εγώ έχω τη μουσική του Καβάφη! Ήταν σοφή η σκέψη του να κάνουμε συμβόλαιο με ένα δολάριο αμοιβή, προκειμένου να μη βρω τον μπελά μου με τη δισκογραφική του εταιρεία.

(*) Ο σκηνοθέτης αναφέρεται στην κυκλοφορία “Vangelis: Odyssey – The Definitive Collection του 2003, όπου στο πρώτο από τα δύο CD, υπάρχει ένα κομμάτι με τίτλο “Theme from Cavafy”.

Ποια ήταν η εντύπωση που είχατε για τον Βαγγέλη Παπαθανασίου πριν τον γνωρίσετε σε σχέση με την εντύπωση που σχηματίσατε αφού συνεργαστήκατε και συνδεθήκατε φιλικά μαζί του;

Πολύ ωραία ερώτηση! Πριν τον γνωρίσω, η εντύπωσή μου ήταν πως είναι σνομπ, καβαλημένο καλάμι, κατασκεύασμα των δισκογραφικών εταιρειών, συντηρίκλα και φασίστας. Από την αριστερά είχαν βγει όλα αυτά και δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα. Το πρώτο πράγμα που καταλάβαινες όταν τον γνώριζες είναι η βαθιά του υπερηφάνεια για το ότι είναι Έλληνας. Ένιωθε ευλογημένος που γεννήθηκε Έλληνας.

 class=

Μετά το θάνατό του, υπάρχει κάποιος συντεταγμένος τρόπος ως προς τη διαχείριση και διατήρηση της παρακαταθήκης του;

Ναι, έχει συσταθεί ίδρυμα Βαγγέλης Παπαθανασίου, όπου επικεφαλής είναι η σύντροφός του Λώρα Μεταξά, της γνωστής οικογενείας, η οποία πρέπει να ειπωθεί και σας παρακαλώ να το γράψετε οπωσδήποτε, ότι του στάθηκε σε όλη του τη ζωή με απέραντη αγάπη και αξιοπρέπεια. Είναι ένα καταπληκτικό πλάσμα, που γνωρίζει όλο το έργο του Βαγγέλη και έχει τη βοήθεια ενός πολύ καλού δικηγόρου, του Βαγγέλη Καλαφάτη. Είναι δύο πρόσωπα που στήριξαν τον Βαγγέλη, ο καθένας από τη δική του σκοπιά. Αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι οι θεματοφύλακες της μνήμης και του έργου που άφησε πίσω του ο Βαγγέλης.   

Αναρωτιέμαι τι λένε οι θεατές των ταινιών σας όταν σας συναντάνε.

Μου λένε κάτι πολύ τιμητικό: κύριε Σμαραγδή είστε Έλληνας!

Πράγματι, δεν υπάρχει κάτι πιο τιμητικό από αυτό.

Υπάρχει και ένα αστείο περιστατικό που μπορώ να σας πω. Κάτι που συμβαίνει συχνά και δε γνωρίζω γιατί συμβαίνει αυτό, είναι να με μπερδεύουν με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, με τον οποίο είμαστε φίλοι. Κάποια μέρα με πλησίασε μια κυρία και θέλησε να μου μιλήσει. Ήταν η εποχή όπου παιζόταν η “Μικρά Αγγλία” στους κινηματογράφους. Μου είπε ότι είναι θαυμάστριά μου, ότι έχει δει όλες μου τις ταινίες και καταλήγει με τη φράση «σας θεωρώ τον καλύτερο σκηνοθέτη που έχει η Ελλάδα κύριε Βούλγαρη!». (γελάει)

Και εσείς πώς της απαντήσατε;

«Πόσο με τιμάτε!». (γελάει) Μετά από αυτό το περιστατικό πήρα τηλέφωνο τον Παντελή, του το είπα και γέλασε. Μερικά χρόνια μετά, λαμβάνω τηλεφώνημα από τον Παντελή, ο οποίος είχε να μοιραστεί μαζί μου κάτι ανάλογο. Είχε πάει έξω για φαγητό με τη σύζυγό του και όταν έφευγε τον πλησιάζει ένας κύριος και του είπε ότι είναι μέγας θαυμαστής του, ότι έχει δει όλες του τις ταινίες και έκλεισε με τη φράση «είστε ο καλύτερος σκηνοθέτης, κύριε Σμαραγδή»! (γελάει)

Και τί απάντηση έλαβε αυτός ο κύριος;

«Βούλγαρης, συνάδελφός του!» (γελάει)

Ξεχωρίζετε κάποιες ταινίες που σας έχουν μείνει στο μυαλό ως κινηματογραφικές εμπειρίες;

Τις ταινίες “Andrei Rublev” (1966) του Tarkovsky και “Amarcord” (1973) του Fellini.

Έχετε δει μια ταινία, την οποία θα θέλατε να είχατε σκηνοθετήσει εσείς;

Ναι, “Τα Φτερά του Έρωτα” (1987) του Βέντερς. Οι άγγελοι βρίσκονται ανάμεσα στους θνητούς και ακούνε τον πόνο τους. Παναγία μου!

Υπάρχουν φορές που βλέπετε μια ταινία περισσότερο ως σκηνοθέτης παρά ως θεατής;

Γι αυτό αποφεύγω να βλέπω ταινίες, γιατί δυσκολεύομαι να τις δω σαν θεατής. Τις βλέπω πάντα σα σκηνοθέτης και δε μπορώ να τις χαρώ. Δεν παρασύρομαι εύκολα, μακάρι να είχα αυτή τη χαρά.

Από την άλλη υπάρχει πάντα η πιθανότητα να επηρεαστείτε ακόμη και άθελά σας από μια ταινία που βλέπετε.

Αυτό όντως μπορεί να συμβεί και είναι το χειρότερο που μπορεί να πάθει ένας σκηνοθέτης βλέποντας μια ταινία. Θα σας έλεγα πως βασικά γι’ αυτό προτιμώ να μη βλέπω ταινίες. Μπορεί να δεις κάτι και να σφηνωθεί στο μυαλό σου.

Δύσκολα μπορεί να αντισταθεί κάποιος σε αυτό, δύσκολα χαλιναγωγεί τον εαυτό του.

Πράγματι και πολλές φορές δε το αντιλαμβάνεσαι ότι επηρεάζεσαι.

Ποια θα ήταν η συμβουλή σας σε κάποιον που θα ήθελε να γίνει σκηνοθέτης;

Να ακολουθήσει αυτό που έλεγε ο Federico Fellini, ότι η δουλειά του σκηνοθέτη είναι να προσεγγίζει την πραγματικότητα με το συναίσθημά του και να δημιουργεί ταινίες που θα έχουν τη συναισθηματική του αλήθεια.

Πώς θα χαρακτηρίζατε το σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή;

Έναν άνθρωπο που θα ήταν ευτυχής εάν τα έργα του προσέφεραν μια αχτίδα αισιοδοξίας και παρηγοριάς στην ψυχή των θεατών.

 class=

Πώς θα χαρακτηρίζατε τον άνθρωπο Γιάννη Σμαραγδή;  

Έναν άνθρωπο που αν δεν είχε γνωρίσει την Ελένη, τη σύντροφο της ζωής του, δε θα ήτανε αυτό που είναι σήμερα. Όλη μου η πορεία, ό,τι είμαι, το οφείλω στη γυναίκα μου! (συγκινείται)

Δε νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη έκφραση αγάπης από αυτό που μόλις είπατε.

Είναι η αλήθεια! (η φωνή του σπάει από τη συγκίνηση)

Ακόμη και από εκεί ψηλά πάντως, βάζει το χέρι της για να κυλήσουν τα επίγεια πράγματα κατά τον επιθυμητό τρόπο.

Ναι… ναι… η Ελένη μου… ένας άγγελος!

Έχετε πει πως όσο ζούσε σας δάνειζε τα φτερά της ως άγγελος που ήταν για να γυρίζετε τις ταινίες σας και στη συνέχεια της τα επιστρέφατε. Πλέον συνεχίζει ως άγγελος κάπου αλλού. Οι ψυχές συνεχίζουν το ταξίδι τους.

Οι άνθρωποι το λησμονούν αυτό. Η διαδρομή που κάνει η ψυχή μας όσο ζούμε είναι μια δοκιμασία ανάμεσα σε δύο πόλους που καθορίζουν τα πάντα, το καλό και το κακό. Όποιος πάει προς το καλό, η ψυχή του καλό θα βρει στον επόμενο κύκλο. Όποιος πάει προς το κακό, η ψυχή του κακό θα βρει στον επόμενο κύκλο. Ας προσέχουν αυτοί που θα επιλέξουν το κακό. Η Ελένη μου άγγελος ήταν όσο ζούσε, άγγελος θα είναι και στο επουράνιο ταξίδι της.  

Κύριε Σμαραγδή σας ευχαριστώ πολύ για την αποκαλυπτική και τόσο ενδιαφέρουσα συνομιλία που είχαμε.

Σας είπα πράγματα που δεν έχω ξαναπεί! Σας ευχαριστώ κι εγώ.