Της Βάσιας Παρασκευοπούλου
.YELLOWBOX. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ.
Η ευγένεια μοιάζει να είναι ένα εγγενές χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του Γιώργη Χριστοδούλου, όπως και η έλλειψη επιτήδευσης. Από επιλογή μιλάει επίσης σιγά αποφεύγοντας συνειδητά τον θόρυβο που μπορεί να προκαλέσει μια φωνή σε ένταση. Ταυτόχρονα, χειρονομεί ελάχιστα ενώ αφήνει αναπνοές ανάμεσα από τις προτάσεις. Δεν βιάζεται να απαντήσει κι ούτε βιάζεται να ολοκληρώσει τα νοήματα με πρόχειρους, άτσαλους τρόπους. Εδώ δεν υπάρχει γρήγορος εντυπωσιασμός, φτηνά φραστικά κόλπα, εκφραστικές υπερβολές, κι αντίθετα, ό,τι τελικά θα ειπωθεί συνοδεύεται από ένα είδος λεπτότητας καθώς και από μια τάση προς την ισορροπία.
Αυτή η ισορροπία, βρίσκεται όμως όχι μόνο στο πρόσωπο αλλά στο έργο του τραγουδιστή και τραγουδοποιού Γιώργη Χριστοδούλου, ενός καλλιτέχνη με σταθερή παρουσία στο χώρο της μουσικής, που έχει καταφέρει σε βάθος χρόνου να δημιουργήσει μια προσωπική ποιότητα, αναγνωρίσιμη αλλά και ιδιαίτερη. Έχοντας ήδη στο ενεργητικό του μια σειρά από δισκογραφικές δουλειές, τώρα, για πρώτη φορά στην καριέρα του, στρέφεται και προς μια νέα κατεύθυνση, υπογράφοντας ως κεντρικός εμπνευστής την κυκλοφορία ενός βιβλίου που εμπεριέχει c.d. και απευθύνεται σε παιδιά (πάσης ηλικίας).
Η νέα αυτή κυκλοφορία έχει τον τίτλο « Το Καμπαρέ των ζώων» και πρόκειται για μια μελωδική ιστορία όπου διάφορα ήδη ζώων ανακαλύπτουν τυχαία ένα ξεχασμένο καμπαρέ, και αναλαμβάνοντας ρόλους ηθοποιών, αποφασίζουν να το ξαναζωντανέψουν παρουσιάζοντας ο καθένας το «νούμερο» του.
Το άλμπουμ περιλαμβάνει 13 τραγούδια σε στίχους του πρωτοεμφανιζόμενου Αριστείδη Μάραντου και ο Γιώργης Χριστοδούλου υπογράφει και την μουσική. Το καμπαρέ έχει επίσης μια σειρά από εξαιρετικούς καλεσμένους κι έτσι στο άλμπουμ, πέρα από τον ίδιο, τραγουδούν οι: Σαβίνα Γιαννάτου, Αργύρης Μπακιρτζής, Ελένη Τσαλιγοπούλου, Βασίλης Νικολαΐδης, Μαριώ, Δημήτρης Μυστακίδης και Manouchedrome ενώ, ο Διογένης Δασκάλου αναλαμβάνει ως καλεσμένος τον ρόλο του Αφηγητή.
Καθώς η κεντρική ιδέα περιστρέφεται γύρω από την φύση και τα ζώα, κάθε τραγούδι με διασκεδαστικό κι απρόβλεπτο τρόπο δίνει πολλές πληροφορίες στο παιδί για το ζωικό βασίλειο ενώ, μέσα στο άλμπουμ ακούγονται επίσης πολλά και διαφορετικά ήδη μουσικής – από μπαλάντες μέχρι μπολερό και ρεμπέτικα!
B: Πες μας όμως τώρα λίγα πράγματα παραπάνω εσύ Γιώργη γι’ αυτήν την πρόσφατη καινούργια δουλειά σου αλλά και για την σχέση σου με την μουσική από παιδί μέχρι και σήμερα…
Γ:Τα παιδικά μου ακούσματα προέρχονται από την γιαγιά μου που έπαιζε πιάνο και βιολί. Τα πρώτα τραγούδια της ζωής μου μου τα τραγούδησε εκείνη. Επιπλέον, το σπίτι μας βρισκότανε απέναντι από το Ηρώδειο κι έτσι κάθε βράδυ βλέπαμε συναυλίες. Θυμάμαι πως η γιαγιά μου είχε επίσης ένα τετράδιο στο οποίο έγραφε δικές της διασκευές από παραμύθια. Σ’ ένα κασετόφωνο ηχογραφούσε αργότερα τα κείμενα με την δική της φωνή σε κασέτες. Δεν ήταν όμως μόνο πρόζα αλλά εμβόλιμα έβαζε και μουσική. Ο τρόπος που το έκανε αυτό ήταν μοναδικός. Δυστυχώς όμως δεν έχει μείνει καμία κασέτα.
»Ήθελα να κάνω ένα παιδικό δίσκο με παιδικά τραγούδια που θα κρατάνε μία ισορροπία ανάμεσα στο χαριτωμένο, το αστείο και την εκπαιδευτική πλευρά που μπορεί να έχει ένα τραγούδι. Αργότερα, γνώρισα τον Αριστείδη Αμάραντο, διάβασα κάποιους στίχους που μου έδωσε και με την καθοδήγηση μου αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί πάνω στην αρχική μου ιδέα. Εξαρχής του είχα πει πως θα χρειαστεί έρευνα και πράγματι ο Αριστείδης την έκανε. Μελέτησε φυσική ιστορία και με αξιοθαύμαστο τρόπο κατάφερε να ισορροπήσει όλες τις πληροφορίες. Οι στίχοι είναι φτιαγμένοι με εξαιρετική μαεστρία.
»Πολύ συχνά, τα παιδικά τραγούδια προσπαθούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον του παιδιού μέσα από περίτεχνα τεχνάσματα κι αυτό αποτυπώνεται και στην ενορχήστρωση. Τα παιδικά τραγούδια συχνά τα φορτώνουν τόσο πολύ που καταλήγουν μπαρόκ ενώ κάποιες άλλες φορές η ενορχήστρωση αξίζει περισσότερο από το ίδιο το τραγούδι. Προσωπικά, πήρα την απόφαση να αποφύγω μια τέτοια προσέγγιση που κατά την γνώμη μου αποβλέπει στον εντυπωσιασμό του παιδικού αυτιού. Αυτό δεν ήθελα να το κάνω. Ήθελα να κάνω τραγούδια «σαν να είναι για μεγάλους» και το παιδί να έχει την ευκαιρία να τα ακούει ξανά και ξανά όσο μεγαλώνει…
»Εξάλλου η αναφορά μου σ’ αυτή την δουλειά είναι το καμπαρέ και το καμπαρέ προέρχεται από την λέξη «κάμαρα», δηλαδή «δωμάτιο». Αυτός είναι ένας μαγικός κόσμος που εμένα με γοητεύει γιατί το καμπαρέ φτιάχνεται από απλά υλικά, σχεδόν απ’ το τίποτα. Δηλαδή στο καμπαρέ μπορείς να έχεις ένα πιάνο κι έναν τραγουδιστή κι αυτό να είναι τα πάντα!
»Ταυτόχρονα στο καμπαρέ υπάρχει μια θεατρικότητα κι αυτή την θεατρικότητα ήθελα επίσης να την αναδείξω. Δανείστηκα το ύφος του καμπαρέ και το έχω εισάγει σ’ όλα τα κομμάτια κι έτσι για παράδειγμα μπορεί σ’ ένα κομμάτι να παίζει ένα πιάνο, να σταματάει κι έπειτα να ακολουθεί μια μικρή πρόζα. Αυτά είναι θεατρικά στοιχεία που έχουν για εμένα πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον και νομίζω πως έχουν επίσης και για τα παιδιά…
»Σ’ αυτή την δουλειά κράτησα για τον εαυτό μου τον ρόλο του kombér και γι’ αυτό ως τραγουδιστής ερμηνεύω τα πιο δυτικότροπα κομμάτια. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι του «Καμπαρέ των Ζώων» επιλέχθηκαν με μεγάλη προσοχή από εμένα και οφείλω να ομολογήσω πως τελικά αισθάνθηκα πολύ τυχερός γιατί βρέθηκαν οι κατάλληλοι άνθρωποι στην κατάλληλη στιγμή για να ερμηνεύσουν τα τραγούδια.
»Η Σαβίνα Γιαννάτου ήταν για εμένα η ιδανική Πεταλούδα. Μέσα στο τραγούδι υπάρχει κι ένα σημείο όπου η Σαβίνα κάνει τις πεταλούδες που ξυπνάνε μέσα στο δάσος – σαν ψυχές. Ηχογραφήθηκε πολλές φορές η φωνή της και πράγματι όταν ακούς αυτό το σημείο νιώθεις πως η φωνή της είναι σαν ψυχή που πετάει…
»Ο Αργύρης Μπακιρτζής είναι ένας άνθρωπος με μπρίο, χιούμορ, ευγένεια και όλα αυτά τα στοιχεία αντικατοπτρίζονται στην φωνή και τον τρόπο που τραγουδάει κερδίζοντας μικρούς και μεγάλους με την ερμηνεία του ως Παπαγάλος.
»Έψαχνα να βρω ποια γυναικεία φωνή θα μπορούσε να πει ένα τραγούδι για ένα Δελφίνι, σε ρυθμό καλαματιανό, και να το πει πολύ απλά – μ’ ένα πιάνο κι ένα κρουστό. Ήθελα μια φωνή γεμάτη χρώματα που σε κάθε στροφή να μπορεί να αλλάζει πιάνοντας όλες τις αποχρώσεις του συναισθήματος… Στην πραγματικότητα, το κομμάτι που τραγουδάει η Ελένη Τσαλιγοπούλου είναι ένα μικρό μονόπρακτο και η Ελένη που έχει κάνει πολύ καλή δουλειά ως ηθοποιός το ερμηνεύει μοναδικά.
»Με την βαθιά φωνή του ο Βασίλης Νικολαΐδης ερμήνευσε επίσης σαν ηθοποιός την πολύ γλυκιά Αρκούδα ενώ η Μαριώ αποδίδει με τον πλέον ταιριαστό τρόπο ένα αρχοντορεμπέτικο φεμινιστικό τραγούδι που μιλάει για έναν Κηφήνα. Εξίσου ταιριαστός είναι όμως και ο Δημήτρης Μυστακίδης ερμηνεύοντας το κομμάτι που αφορά τον Ρινόκερο. Τέλος οι Manouchedrome – ένα συγκρότημα gypsyσουίνγκ – με συντροφεύει ιδανικά στο τραγούδι μιας Χελώνας…
»Γενικά δεν ήθελα οι συμμετοχές να είναι οι «αναμενόμενες» κι έτσι αναζήτησα καλλιτέχνες που θα ανακάλυπταν κι εκείνοι μέσα από την συμμετοχή τους κάτι καινούργιο. Ενδεχόμενος, μια πλευρά του εαυτού τους που δεν είχαν ανακαλύψει μέχρι τώρα.
»Επιστρέφοντας σε κάτι που ανέφερα και νωρίτερα θα επαναλάβω πως για εμένα ένα όργανο κι ένας τραγουδιστής μπορούν να κάνουν τα πάντα! Θυμάμαι και την Αρλέτα να το λέει αυτό και πραγματικά κι εγώ το πιστεύω… Συγκεκριμένα, η Αρλέτα έλεγε πως καταλαβαίνεις αν είναι «δυνατό» ένα τραγούδι από τη στιγμή που θα το παίξεις μόνο με μία κιθάρα και μία φωνή… Αν το τραγούδι μπορεί να σταθεί σημαίνει αυτόματος πως έχει επίπεδο… Τα σπουδαία κομμάτια, έλεγε, δεν χρειάζονται χίλια βιολιά κι ορχήστρες για να αναδειχτούν…
»Με την Αρλέτα γνωρίστηκα το καλοκαίρι πριν την πρώτη Γυμνασίου όταν πήγα στο Λυκαβηττό και την βρήκα για να της ζητήσω αυτόγραφο. Από τότε ξεκίνησε η σχέση μας που τελικά κράτησε 32 ολόκληρα χρόνια. Θεωρώ πως την γνώρισα στην πιο κατάλληλη ηλικία για να πάρω από εκείνη όσο περισσότερες ιδέες μπορούσα… Είχα το χρόνο να την παρατηρώ και να μαθαίνω πολλά από την στάση ζωής της… Και στα 32 αυτά χρόνια η Αρλέτα έγινε τελικά για εμένα μαμά, μέντορας, φίλη, δασκάλα.
»Σε μια από τις τελευταίες συνεντεύξεις της η ίδια έχει πει ότι έζησε σαν ένα φύλο που το παρασέρνει το ποτάμι. Για εμένα όμως η Αρλέτα ήταν ένα δέντρο με πολύ γερές ρίζες και πολλά κλαδιά στα οποία πάντα επέστρεφα…
»Οι άνθρωποι είναι πηγή έμπνευσης κι η Αρλέτα σίγουρα ήταν και είναι για εμένα…
»Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ πως η τέχνη σου προσφέρει την δυνατότητα μιας επικοινωνίας – η τέχνη είναι ένα πεδίο επικοινωνίας ανάμεσα στους ανθρώπους… Δηλαδή, είναι ένα πεδίο στο οποίο μπορώ εγώ να δείξω την χαρά μου ή την θλίψη μου ή τον φόβο μου κι αυτός που είναι χαρούμενος, θλιμμένος, φοβισμένος να ενώσει το δικό του συναίσθημα με το δικό μου και να μην νιώθει τόσο μόνος…
»Σε καμία περίπτωση πάντως για εμένα η τέχνη δεν είναι εκτόνωση… Υπάρχουν τα γήπεδα, τα σπορ – υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για να εκτονωθεί κανείς… Για εμένα η τέχνη είναι περισσότερο ένα όχημα για σε ισορροπήσει. Μέσα απ’ την τέχνη γίνεσαι πιο δεχτικός, πιο αρμονικός, πιο ανοιχτός, πιο ολοκληρωμένος.
»Το κομμάτι της αισθητικής είναι όμως πολύ σημαντικό. Έχει μεγάλη σημασία το πως λες ή κάνεις κάτι… Και με ανησυχεί ότι βλέπω να γυρίζουμε λίγο πίσω… Υπάρχουν πολλά άσχημα, κακοδουλεμένα κλισέ και μια τάση προς την κοινοτυπία… Έχω την αίσθηση επίσης πως υπάρχει μια προσπάθεια να ανοίξει ο δημιουργός την βεντάλια του τόσο πολύ ώστε να πιάσει όσο γίνεται περισσότερο κόσμο, αλλά, συχνά, όσο ανοίγει αυτή η βεντάλια, τόσο πιο πολύ πέφτει η ποιότητα του δημιουργήματος… Υπάρχει μια αγωνία που αφορά το μέγεθος του κοινού καθώς και μια συνεχής προσπάθεια προσέγγισης αυτού του κοινού… Ακούω πολύ αυτήν την αγωνία που κατά κάποιο τρόπο «επιβάλει» τα δημιουργήματα να είναι οικεία, εύπεπτα, εύκολα, εύληπτα… Φυσικά δεν είναι αρνητικό το να απευθύνεσαι σε ευρύ κοινό αλλά αυτό δεν προϋποθέτει κατά την γνώμη μου το χάνει ένας καλλιτέχνης το προσωπικό του στίγμα… Για εμένα είναι μια προτεραιότητα το να εξακολουθείς ως καλλιτέχνης να είσαι «προσωπικός», δηλαδή να διατηρείς ένα δικό σου στοιχείο σου ως δημιουργός.
»Επιπλέον, μέσα σε μια τέτοια συνθήκη μαζικοποίησης δημιουργείται μία μερίδα κοινού η οποία ποτέ δεν θα καθίσει προσηλωμένη για να ακούσει κάτι.
»Φυσικά, από την άλλη υπάρχουν και κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις συναδέλφων αλλά δυστυχώς αυτές οι φωνές δεν ακούγονται αρκετά δυνατά καθώς δεν έχουν την απαραίτητη προβολή και υποστήριξη.
»Η αλήθεια είναι ότι πίσω από κάθε τι που ακούμε υπάρχει ένα πλήθος από ανθρώπους που δουλεύουν κι εγώ σέβομαι την δουλειά όλων… Θέλω να πω, για παράδειγμα, ο ηχολήπτης είναι ένας άνθρωπος που δεν θα τον δούμε ποτέ κι όμως χωρίς αυτόν δεν μπορεί να υπάρξει ένα c.d. ή μια συναυλία. Εξαιτίας αυτού του σεβασμού προς την δουλειά και τον κόπο όλων ίσως έχω αναπτύξει την συνήθεια να ακούω μουσική από ακουστικά. Έχω ένα καλό ζευγάρι και τα χρησιμοποιώ από το δρόμο ως και το σπίτι… Στο σπίτι έχω επίσης ένα φορητό πικάπ που το συνδέω με έναν πολύ καλό ενισχυτή. Νομίζω πως αξίζει την προσοχή μας η μουσική, αξίζει να την ακούμε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Β: Γιώργη μου είπες λίγο πριν ότι για εσένα η μουσική είναι σαν ένα παράθυρο που όταν το ανοίγεις το σκας, φεύγεις προς τα έξω… Θέλω να μου πεις, μετά απ’ αυτήν την δύσκολη περίοδο καραντίνας και εσωστρέφειας, τι είναι για εσένα τώρα αυτό το «έξω»; Κάνεις σχέδια; Ονειρεύεσαι αυτόν το καιρό πράγματα που επιθυμείς, σχεδιάζεις, για το αμέσως επόμενο διάστημα;
Γ: Αυτήν την περίοδο δουλεύουμε μαζί με την Ανδριάνα Μπάμπαλη πάνω σ’ ένα δίσκο που κάποια στιγμή θα κυκλοφορήσει. Έχω χαρεί πολύ μ’ αυτήν την συνεργασία γιατί η Ανδριάνα είναι ένα γλυκύτατο πλάσμα, με μεγάλη ευαισθησία και πολλές ποιότητες. Χαίρομαι επίσης γιατί έχουμε επιλέξει να δουλεύουμε αργά – χωρίς την βιασύνη του άμεσου αποτελέσματος αλλά και χωρίς σταματημό. Εξαιτίας όλων όσων έχουν γίνει τον τελευταίο καιρό αυτό με εκφράζει στο έπακρο αυτή την στιγμή νομίζω… Εννοώ, πως ανοίγοντας αυτό το παράθυρο βλέπω μπροστά μου όλα όσα με κάνουν χαρούμενο, κυριολεκτικά, στο «τώρα». Εστιάζω στο «τώρα» περισσότερο από ποτέ θα έλεγα… Και δεν θέλω να προγραμματίζω ούτε να κάνω σχέδια αλλά κάθε φορά θέλω να δουλεύω πάνω σε κάτι που μου τραβά την προσοχή – να προχωράω, κι αυτό που προκύπτει να το ακολουθώ και να το απολαμβάνω. Δεν θέλω να σκέφτομαι. Θέλω αυτό το «τώρα» και την χαρά που υπάρχει στο «τώρα».
Β: Ευχαριστώ για την ωραία κουβέντα
Γ: Εγώ ευχαριστώ
B: Θες να κλείσουμε με κάποιο στίχο από τα τραγούδια του άλμπουμ;
Γ: Ναι, ας κλείσουμε με μια στροφή που ακούγεται στην Πεταλούδα.
Την Πεταλούδα αν θαυμάσεις
Πως ήταν κάμπια μην ξεχάσεις
Η φύση τα φτερά χαρίζει
Σ’ όποιον τολμά και ξαναρχίζει
Το Καμπαρέ των ζώων κυκλοφορεί σε όλα τα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Μάρτης.