Skip to main content

Της Βάσιας Παρασκευοπούλου

.YELLOWBOX. ΠΑΡΑΔΟΣΗ.

Τους κέντρισε το ενδιαφέρον η παράδοση, και από το 2014, παίρνοντας το εύηχο όνομα ενός χαμηλού βουνού που βρίσκεται έξω από τη Λάρισα, έφτιαξαν το μουσικό σχήμα «Γκιντίκι». Από τότε μέχρι σήμερα, έχουν κάνει δεκάδες διασκευές, εμφυσώντας σε κάθε ένα από τα τραγούδια που διασκευάζουν έναν διαφορετικό αέρα, αναζωογονητικό και φρέσκο. Υφολογικά λιτοί, κρατάνε από τον παραδοσιακό ήχο και το παρελθόν που το συνοδεύει το απόσταγμα του, και ξεκινώντας από τραγούδια της Ηπείρου, της Μακεδονίας και της Θράκης καταλήγουν μέχρι το υδάτινο στοιχείο και τα νησιά, ή κι ακόμη παραπέρα, ως τα Βαλκάνια, κάνοντας αυτό που ξέρουν κι αγαπούν καλύτερα: γκρουβάρουν ατελείωτα μέχρι να φτιάξουν από τα υλικά της παράδοσης κάτι καινούργιο, σύγχρονο, δικό τους.

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α :

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ · ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ · ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΗΧΟΣ

Δώσαμε ραντεβού στο Κουκάκι, πιάσαμε τραπέζι, καθίσαμε. Κατά πόσο είναι επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο το να πειράζουμε την παράδοση; είπα λίγο προβοκατόρικα. «Δεν πιστεύουμε πως υπάρχει κάποιος νόμος στη μουσική για το τι επιτρέπεται και τι όχι. Η μουσική είναι μια» απάντησε ο Κωνσταντίνος και κάπως έτσι ξεκίνησε κι η κουβέντα μας με τους «Γκιντίκι».

Το σχήμα που δημιουργήθηκε στη Θεσσαλονίκη και ζει στην Αθήνα, είναι μια παρέα νέων ανερχόμενων μουσικών, μια μπάντα που στήνει μερικά από τα καλύτερα γλέντια της πόλης, έχοντας παράλληλα ερευνήσει σε βάθος το ζήτημα μουσική και παράδοση.

«Από το αρχικό υλικό, το βασικό πράγμα που κρατάμε είναι μια αίσθηση. Ακούμε το κομμάτι που θέλουμε να διασκευάσουμε, κρατάμε την αίσθηση και μετά ακολουθούμε αυτή την αίσθηση προς όποια κατεύθυνση μας οδηγεί. Βάζουμε μέσα ρυθμούς και παιξίματα από άλλα είδη μουσικής, περνάμε τα τραγούδια μέσα από το δικό μας μουσικό πρίσμα και γκρουβάρουμε. Ο καθένας από εμάς κουβαλάει διαφορετικές γνώσεις, προσλαμβάνουσες, μνήμες, έχει τη δική του καλλιτεχνική προσωπικότητα, κι όλο αυτό δημιουργεί τελικά ένα κράμα. Γκρουβάρισμα είναι γι’ εμάς η αποτύπωση απ’ όλο αυτό το κράμα. Στις μέρες μας όλοι οι μουσικοί έχουμε έτσι κι αλλιώς πρόσβαση στα ίδια δεδομένα οπότε το θέμα δεν αφορά την αναπαραγωγή αλλά την ερμηνεία. Κι η ερμηνεία, η εκάστοτε ερμηνεία, βασίζεται πάντα πάνω στο προσωπικό στοιχείο. Ενώνοντας τα προσωπικά μας στοιχεία κατ’ αυτόν τον τρόπο, οδηγούμαστε στο αποτέλεσμα.

»Σ’ αυτή τη διαδικασία διατηρούμε ωστόσο ένα στόχο, μια προτεραιότητα: δεν θέλουμε να βαριόμαστε. Γκρουβάρουμε δηλαδή μεταξύ μας, αναζητώντας να υπάρχει groove καταρχάς σ’ εμάς, θέλουμε όλο αυτό που κάνουμε να μας κουνάει, να μην είναι μονότονο.

»Κι αν πρέπει να ορίσουμε ακόμη πιο συγκεκριμένα το ύφος μας θα λέγαμε ότι βασικά παίζουμε παραδοσιακή μουσική μ’ έναν πιο πειραματικό και πιο αστικό τρόπο. Παίζουμε δηλαδή σαν παιδιά της πόλης. Έτσι κι αλλιώς όλοι μας έχουμε μεγαλώσει σε πόλεις, σε αστικά κέντρα, είχαμε χωριά αλλά δεν μπορούμε να πούμε πως έχουμε βουκολικά βιώματα. Μνήμες φυσικά υπάρχουν αλλά η συγκεκριμένη μουσική δεν μας άρεσε κι ιδιαίτερα όταν ήμασταν μικροί. Αργότερα την αγαπήσαμε»

B: Δεν ακούγατε δηλαδή καθόλου τέτοια μουσική όταν ήσασταν πιτσιρίκια;

«Προσωπικά δεν την ήθελα καθόλου αυτή τη μουσική μέχρι κάποια ηλικία», λέει ο Κωσταντής κι αμέσως συνεχίζει αναφερόμενος στον πατέρα του Θανάση Παπακωνσταντίνου. « Ο πατέρας μου προσπαθούσε φυσικά να με φέρει σε επαφή με την παραδοσιακή μουσική αλλά εγώ την αρνιόμουν πεισματικά. Αργότερα αυτό άλλαξε βέβαια. Και αυτό που ένιωθα αντιστράφηκε τελείως. Με την ίδια ένταση που απωθούσα αυτή τη μουσική, μπήκε μέσα μου και με παρέσυρε».

»Σε μεγάλο βαθμό, αυτή η αποστροφή που ένιωθα οφείλονταν όμως και στην αισθητική. Με τη νεωτεριστική προσέγγιση, τη μικροφωνική, το ντηλέυ, τα βάθια, τα πλήκτρα, το παραδοσιακό καταλήγει να γίνεται ξαδελφάκι του σκυλάδικου» συμπληρώνει ενώ ο Τάσος που κάθεται δίπλα του προσθέτει πως για τον ίδιο έπαιξε ρόλο και η σύνδεση που υπήρχε κάποτε μεταξύ παραδοσιακής μουσικής και Χούντας. «Χρησιμοποιήθηκε αυτή η μουσική για την κατασκευή του έθνους από κάποιους πατριδοκάπηλους που πήγαν να την πάρουν και να την οικειοποιηθούν για ένα σκοπό. Ωστόσο αυτά τα τραγούδια είναι ακριβώς το αντίθετο. Η παραδοσιακή μουσική ανήκει στην κοινότητα, σε όλους, και τώρα είναι η στιγμή που παίρνουμε και επιστρέφουμε πίσω στην κοινότητα όλο αυτό που δικαιωματικά της ανήκει».

»Άλλωστε αυτό που κάνει τόσο ιδιαίτερο το είδος της παραδοσιακής μουσικής είναι η γέννηση της σε κοινοτικό επίπεδο, υπάρχει άμεση σύνδεση μεταξύ κοινότητας και τραγουδιών σ’ αυτό το είδος. Τα τραγούδια αυτά όλοι μαζί τα γράφανε, όλοι μαζί τα λέγανε, αφορούσαν όλους. Είτε για καλό είτε για κακό, είτε για να γιορτάσουν είτε για να κλάψουν, οι άνθρωποι μέσω των τραγουδιών μαζευόντουσαν σε παρέες για να μοιραστούνε πράγματα, να συνυπάρξουν. Άλλοτε γλεντούσαν κι άλλοτε θρηνούσαν, η ανάγκη όμως της επαφής παρέμενε ίδια. Και σήμερα αυτή η ανάγκη εξακολουθεί να υπάρχει. Το βλέπεις και στο κοινό που έρχεται στα live. Όλοι θέλουν να χορέψουν, να πουν τον νταλκά τους, να έρθουν κοντά, να εκφραστούν. Και το ίδιο θέλουμε κι εμείς. Στην πραγματικότητα η διάδραση με τον κόσμο είναι το σημαντικότερο πράγμα γι’ αυτή την μπάντα. Ένα καλό live δεν το κάνουμε εμείς, το κάνει ο κόσμος. Εμείς μπορούμε να παίξουμε ακριβώς το ίδιο και σ’ ένα άδειο μαγαζί αλλά τότε δεν θα έχει κανένα νόημα.

 width=

Θέλουμε να περνάμε όμορφα την ώρα που παίζουμε θέλουμε να νιώθουμε πως κάτι πήραμε και κάτι δώσαμε.

»Ανάμεσα στο κοινό, μπορεί ορισμένες φορές να δεις άλλον να χορεύει, άλλον να τραγουδά κι άλλον να φωνάζει κι αυτό είναι πολύ δυνατό. Έχουν γίνει γλέντια που είμαστε στη μέση και γύρω μας είναι ένας κύκλος από διακόσιους ανθρώπους. Αυτές είναι μαγικές στιγμές στα live. Βλέπεις να γεννιούνται έρωτες εκείνη τη στιγμή, βλέπεις ζήλιες, ανταγωνισμό, ίντριγκες. Είναι μία μικρογραφία της κοινωνίας ένας τέτοιος κύκλος που χορεύει, κι εσύ γίνεσαι μάρτυρας, αλλά την ίδια στιγμή είσαι και συντονιστής, γιατί δίνεις τον ρυθμό στο χορό με τη μουσική που παίζεις. Πάνω στο γλέντι άλλοι βρίσκονται στο αποκορύφωμα της χαράς κι άλλοι μπορεί να πηγαίνουν πίσω γιατί κάτι έγινε μέσα τους, κάτι ξεσπάει ας πούμε, η δύναμη της στιγμής είναι τέτοια που κάποιοι μπορεί και να κλαίνε. Είναι πολύ έντονα τα συναισθήματα, αυτό το ξύπνημα των συναισθημάτων είναι κάτι πολύ δυνατό. Και γενικά το να ξυπνάνε τα συναισθήματα, το σώμα, η καρδιά, είναι ένα ζητούμενο για μας σε κάθε live. Θέλουμε να συν – κινούμαστε όλοι μαζί κάθε φορά που παίζουμε. Θέλουμε μέσα από τη μουσική να ξεκλειδώνουμε τους εαυτούς μας. Κι αν είναι δυνατόν να προκαλούμε κι ένα χαμό, μια έκσταση».

Έχοντας εκατοντάδες live στο ενεργητικό τους, κι έχοντας στήσει χορούς και γλέντια από μουσικές σκηνές μέχρι φεστιβάλ και πλατείες, τόσο εντός όσο κι εκτός Ελλάδος, τους ρωτάω αν υπάρχει κάποια στιγμή από τα live τους που να τη θυμούνται μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο.

«Στην Ήπειρο έχουμε δώσει μερικά από τα πιο ωραία live μας, ωστόσο μια στιγμή που θυμάμαι έντονα ήταν στη Γερμανία» λέει ο Κωσταντίνος. «Είχαμε δώσει ένα live και παίζαμε σ’ ένα μικρό κουτούκι με Έλληνες μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς. Όταν προς το τέλος του live παίξαμε τα Ηπειρώτικα της ξενιτιάς, εξαιτίας της σύνδεσης που ένιωθαν ως μετανάστες αυτοί οι άνθρωποι με τα τραγούδια, εξαιτίας του βιώματος, πολλοί άρχισαν να κλαίνε. Ήταν πολύ δυνατό για όλους μας αυτό που συνέβη τότε. Στην παραδοσιακή μουσική βρίσκεις παντού διάσπαρτες συνάψεις με το σήμερα».

Η παράδοση, όπως και να ‘χει, είναι μια εξελικτική διαδικασία, υπάρχει δηλαδή η εξελικτική παράδοση, μια παράδοση που ταξιδεύει ανά τους αιώνες μέχρι να φτάσει στις μέρες μας. Και στο σήμερα, στο παρόν αυτού του χρόνου, εμείς γινόμαστε οι παραλήπτες, που την παίρνουμε, τη φιλτράρουμε και την παραδίδουμε πίσω με τον τρόπο μας.

 

B: Θέλετε να μου πείτε κάτι τελευταίο για το κλείσιμο αυτή της κουβέντας;

Γ: Για εμάς, το πιο σημαντικό είναι πως είμαστε περισσότερο μια παρέα που παίζει μουσική εδώ και χρόνια, γνωριστήκαμε μέσα απ’ όλο αυτό, γνωρίσαμε κι άλλες πτυχές του εαυτού μας και στα δύσκολα και στα εύκολα ήμασταν μαζί, κι αυτό είναι ιερό. Όλοι είμαστε ισότιμοι σ’ αυτή την μπάντα, κι υπάρχουν δεσμοί ανάμεσα μας. Κι αυτό ίσως να είναι τελικά κι η μουσική μας. Η μουσική μας να είναι το κράμα και το αποτύπωμα αυτών των δεσμών.

Αυτό το διάστημα οι Γκιντίκι ετοιμάζουν καινούργια πράγματα ενώ παράλληλα προετοιμάζουν την κυκλοφορία του πρώτου τους δίσκου. «Ο δίσκος θα εμπεριέχει όλα αυτά τα κομμάτια που αγαπάμε και παίζουμε όλο αυτό το διάστημα, θα αποτυπώνει την στιγμή μας, και θα σφραγίσει όλη αυτή τη δουλειά. Μετά θα κλείσει αυτός ο κύκλος και να συμβεί κάτι νέο».

οι Γκιντίκι είναι οι:

Κωνσταντίνος Λάζος κλαρίνο / γκάιντα/ κιθάρα Κωσταντής Παπακωνσταντίνου κρουστά Θοδωρής Σιούτης βιολί Τάσος Κοφοδήμος φωνή / λαούτο