Skip to main content

Της Βάσιας Παρασκευοπούλου

.YELLOWBOX. ΠΑΡΑΔΟΣΗ.

Στην αθέατη πλευρά των Κυκλάδων, ανάμεσα σε χαράδρες και γκρεμνούς, ζουν τα καντινέλια, ένα μικρό είδος γερακιού που ζευγαρώνει εν πτήσει. Καντινέλια είναι επίσης το όνομα που επέλεξαν η Εύη Σεϊτανίδου με τον Θανάση Ζήκα, όταν, αντίστοιχα, ζευγάρωσαν τις δημιουργικές τους δυνάμεις, φτιάχνοντας ένα από τα πλέον ξεχωριστά ντουέτα της σύγχρονης εγχώριας σκηνής˚ το μουσικό σχήμα Kadinelia/ Καντινέλια.

Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α :

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ · ΔΟΞΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ · ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΗΧΟΣ

Η πορεία τους ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη και σύντομα εξελίχθηκαν σε ένα από τα πιο γνωστά μουσικά σχήματα του είδους τους, εισάγοντας καινούργια στοιχεία στον τρόπο προσέγγισης της μουσικής που συνδέεται με την παράδοση.

«Ξεκινήσαμε να παίζουμε μαζί από το 2014 αλλά αρχικά παίζαμε και με άλλα άτομα. Τελικά, κάποια στιγμή, αποφασίσαμε να στραφούμε αποκλειστικά σ’ εμάς και αφοσιωθούμε μόνο στα δικά μας όργανα και στο δικό μας υλικό. Μετά από ένα διάστημα πειραματισμού και μελέτης βρήκαμε σιγά – σιγά τον ήχο μας σαν ντουέτο, δημιουργήσαμε δικά μας τραγούδια, φτιάξαμε δηλαδή τα Καντινέλια.

»Σε μεγάλο βαθμό επικεντρωθήκαμε εκείνη την περίοδο στη λαϊκή κιθάρα γιατί παίζαμε με αυτές τις κιθάρες και θέλαμε να εξερευνήσουμε αυτό το όργανο που είχε εξαφανιστεί τις τελευταίες δεκαετίες” λέει ο Θανάσης προσθέτοντας  πως το συγκεκριμένο όργανο τον ενδιέφερε και από άποψη οργανοποιίας μιας και ο ίδιος έιναι και οργανοποιός και έχει κατασκευάσει τις κιθάρες που παίζουνε στο σχήμα. Η λαϊκή κιθάρα και ιδιαίτερα το κρουστοκίθαρο, όπως μου αρέσει να αποκαλώ αυτό το είδος κατασκευής, είναι μια μίξη από swing, ρεμπέτικο και blues, έχει πολλές δυνατότητες και θέλαμε να την αναδείξουμε ως παγκόσμιο όργανο. Σου επιτρέπει να σολάρεις, να τεμπάρεις, να κάνεις πολλά πράγματα που δεν γίνονται για παράδειγμα με την ακουστική κιθάρα».

Αξιοποιώντας στο έπακρο όλες αυτές τις δυνατότητες και πριν προσθέσουν κι άλλα όργανα όπως τσαμπούνα και ποντιακή λύρα στο ρεπερτόριό τους, τα Καντινέλια έκαναν μερικές από τις πλέον επιτυχημένες σύγχρονες διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών και με κυρίαρχο όργανο τις λαϊκές κιθάρες, απέδωσαν κομμάτια όπως το “Με γελάσαν τα πουλιά” ή το “Μου παρήγγειλε τ΄αηδόνι” με έναν εντελώς αναζωογονητικό τρόπο που περιλάμβανε funky, gypsy και blues στοιχεία. Ωστόσο κατά κύριο λόγο τα περισσότερα τραγούδια είναι πρωτότυπες πνευματικές δημιουργίες σε μουσική και στίχους δικούς τους.

«Το είδος της παραδοσιακής μουσικής είναι το είδος που μας ενδιέφερε από την αρχή, αλλά δεν θέλαμε να είμαστε ένα σχήμα που θα παίζει αποκλειστικά διασκευές» συνεχίζει ο Θανάσης, ενώ η Εύη δίπλα του συμπληρώνει. «Ναι, κι εμένα δεν είναι τόσο σκοπός μου να βρω κομμάτια για να διασκευάσω. Αυτό που προσπαθώ είναι να καλλιεργώ τη δημιουργική μου σχέση με τη μουσική και με το στίχο. Και στα μοτίβα της παραδοσιακής μουσικής βρίσκω έμπνευση. Υπάρχει μέσα της αυτή η αίσθηση της υπαίθρου και της φύσης, που αγαπάω πολύ και συνδέομαι, και σ’ ένα βαθμό νιώθω πως αυτό είναι και το βασικό συναίσθημα που με οδηγεί και προς αυτή την κατεύθυνση. Και αυτό το συναίσθημα, είναι που ενώνει στα αυτιά μου το μοιρολόι του παππού στο Πωγώνι, με τα desert blues από το Μάλι και τους αλαλαγμούς της Μογγόλας με ένα λαρυγγισμό του Χρύσανθου και πάει λέγοντας. Αυτά προσπαθούμε να αποτυπώσουμε και στη μουσική μας.

 width=

»Και μέσα σε αυτό, αναζητάμε και τον παλμό της κοινωνίας, τον παλμό του σύγχρονου ανθρώπου που βρίσκεται μες στην κοινωνία, και αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που γράφουμε και νέα τραγούδια για τα πράγματα που μας προβληματίζουν στο σήμερα. Άλλωστε, για εμάς η τέχνη συνδέεται άμεσα και με τη φιλοσοφία και είναι και στάση ζωής».

«Εγώ είμαι κατά το ήμισυ από τον Πόντο και κατά το ήμισυ από τη Βεργίνα, αλλά ιδιαίτερα το ποντιακό στοιχείο ήταν πολύ έντονο στην οικογένεια μου», συνεχίζει η Εύη. «Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι μέσα στο οποίο με κάθε ευκαιρία, όλοι τραγουδούσαμε. Η μουσική ήταν από την παιδική μου ηλικία κάτι το πολύ ιερό για εμένα».

Γνωρίζοντας πως και ο Θανάσης έχει επίσης μεγαλώσει με πολλή μουσική, αφού είναι γιός του Γιώργου Ζήκα, ενός από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του λαϊκού τραγουδιού, δεν μπορώ να μην τον ενθαρρύνω να μου μιλήσει κι αυτός λίγο παραπάνω και για τις δικές του προσλαμβάνουσες.

«Πήρα πράγματα απ’ τον πατέρα μου. Στα τραγούδια του ο ήχος ήταν και παραδοσιακός και ροκ και μπορείς να βρεις πολλές μουσικές μέσα σ’ αυτά και όλο αυτό πέρασε και σ’ εμένα. Ωστόσο, στη δική μου γενιά δεν μπορούσα να βρω ανθρώπους που να ακούνε αντίστοιχα πράγματα. Εννοώ, γενικά η παράδοση είχε ενοχοποιηθεί και ιδιαίτερα για τον άνθρωπο της πόλης. Όταν όμως βγήκα στα νησιά και είδα τους μπαρμπάδες, τις τσαμπούνες, τη ζωντανή παράδοση και πήρα το βίωμα, κατάλαβα πως η παράδοση, και η τσαμπούνα για παράδειγμα, έχει μέσα της επανάσταση, έχει πράγματα που μπορεί να είναι πιο πανκ κι απ’ το πανκ. Ένιωσα πως αυτό που βίωσα με εκφράζει, τα λόγια τους ήταν πολύ αγνά σε σχέση με τα αστικά τραγούδια, γοητεύτηκα από την παραδοσιακή μουσική, τη θαύμασα. Επίσης από τον πατέρα μου, πήρα την τέχνη της τραγουδοποιΐας. Βλέποντάς τον να γράφει και να σκαλίζει τραγούδια, κατάλαβα ότι το τραγούδι είναι ένα παιχνίδι κι έτσι άρχισα να γράφω κι εγώ τραγούδια και να ζω κι εγώ μ’ αυτό το παιχνίδι.

»Γράφουμε λοιπόν στο σήμερα γι’ αυτά που μας προβληματίζουν, και κρατάμε μαζί και όσα εμείς θέλουμε από την παράδοση. Έτσι κι αλλιώς, από το κομμάτι της παράδοσης μόνο ό,τι έχει αναγκαιότητα στο παρόν θα επιβιώσει κι όχι ρομαντικά ο, τι είναι παραδοσιακό είναι και καλό. Κι επίσης μπορεί κάτι να είναι καλό και να μην επιβιώσει ακριβώς επειδή δεν βρίσκει τρόπο να μιλήσει στο σήμερα. Τώρα ζούμε την εποχή της παγκοσμιοποίησης, εκεί πηγαίνουμε, προς τ’ εκεί προχωράμε. Κι αυτό ενσωματώνεται και στη μουσική. Τα Ηπειρώτικα, τα Θρακιώτικα συνδέονται μ’ άλλα είδη, κι εμείς είμαστε μέσα σ’ αυτό, γιατί θέλουμε να κάνουμε μουσική οικουμενική. Μέσα από τη μουσική, κι όλα αυτά τα στοιχεία που ενώνονται, οι άνθρωποι κάνουν νέες συνάψεις, κι αυτό κάνουμε κι εμείς με τη μουσική μας όταν μπλέκουμε για παράδειγμα το μπλουζ με το καλαματιανό και μαζί τα ινδικά στοιχεία. Επιπλέον, η τέχνη έχει συχνά κι ένα προφητικό χαρακτήρα και γι’ αυτό και θεωρούμε πως από την στιγμή που αυτές οι ενώσεις είναι εφικτές στη μουσική, αυτό μπορεί να γίνει και με τους λαούς και τα έθνη. Ενωνόμαστε μουσικά, ενωνόμαστε ως λαοί και έθνη, και μπαίνουμε στην παγκοσμιοποίηση διατηρώντας όμως παράλληλα την ταυτότητα μας».

»Υπάρχει μια φράση ενός ανθρωπολόγου/ φιλόσοφου που λέει: Στη μουσική σημασία δεν έχουν οι νότες αλλά η λειτουργία της στην κοινωνία. Έτσι ήταν και με την παραδοσιακή μουσική, πληρούσε συγκεκριμένη λειτουργία, σμίγανε οι άνθρωποι, γλεντούσανε, κλαίγανε, γινόντανε ένα σώμα. Αυτό το κλίμα θέλουμε να δημιουργούμε κι εμείς στα live. Θέλουμε οι άνθρωποι να έρχονται κοντά, να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής μας έχει αποξενώσει. Και η πόλη, η τεχνολογία έχουν φέρει κι ένα στοιχείο απανθρωπισμού, σήμερα ο καθένας κοιτάει τη βολή του.

»Αντίθετα, ο κώδικας των παλιών ανθρώπων είχε καρδιά κι αυτό ας πούμε, να, είναι ένα απ’ αυτά που κρατάμε. Το τελευταίο διάστημα, με το ξέσπασμα της πανδημίας δηλαδή, ήρθαμε σ’ ένα βουνό και μένουμε. Κι έχουμε εδώ μια γειτόνισσα η οποία κάθε μέρα φτιάχνει ένα τραγούδι. Είναι βοσκοπούλα, τα τραγούδια δεν τα γράφει για κάποιο σκοπό πέρα από τη δική της ευχαρίστηση κι ανάγκη. Κάθε τόσο, περνάει για λίγο κι από εμάς και μας φέρνει στιχάκια. Δεν ξέρει να γράφει, μόνο τα θυμάται από μνήμης. Ε, αυτό είναι για εμένα ένα παράδειγμα έμπνευσης κι αισιοδοξίας. Είναι πολύτιμο να κάνεις πράγματα από την καρδιά σου. Κι εμείς αυτό νομίζω πως προσπαθούμε επίσης να κάνουμε, και προσπαθούμε να το κάνουμε μαζί, βάζοντας ο καθένας μέσα στα τραγούδια κάτι από την καρδιά μας, πολύτιμο κι αναντικατάστατο».

Οι «Kadinelia/ Καντινέλια» έχουν κυριολεκτικά οργώσει την Ελλάδα δίνοντας live από καφενεία μέχρι φυσικούς χώρους και δάση, μουσικές σκηνές και φεστιβάλ. Πρόσφατα έκαναν και το ντεμπούτο τους στη δισκογραφία, κυκλοφορώντας το πρώτο τους ομότιτλο album από την εταιρία Space Between Us Recordings.