Κωστής Βοζίκης, ο δημιουργός των 2l8, μιας μπάντας που δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Είναι περίεργο να γράφω για τον Κωστή γιατί είναι πολύ αγαπημένος φίλος, οπότε δε γίνεται να είμαι αντικειμενικός. Τον ευχαριστώ πολύ για το χρόνο που μας διέθεσε και το μόνο που έχω να πω είναι διαβάστε τον και κυρίως ακούστε τον. Αν τα μουσικά σας γούστα γειτονεύουν με τη μουσική του, νομίζω θα εκπλαγείτε. Ελλάδα που τρως τα παιδιά σου, όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται, δε γίνεται να μην ειπωθεί εδώ!
Γ: Πότε ξεκίνησες να παίζεις ;
K: Ξεκινήσαμε το ‘99 με την μπάντα του Λυκείου, τους Private Lies, να παίζουμε στο Aν σε ένα διαγωνιστικό φεστιβάλ που έκανε τότε, σε κάτι φεστιβάλ εδώ, στο Battle Of The Bands τέτοια πράγματα.
Γ: Τα μουσικά ερεθίσματα από την πόλη ποια ήταν τότε;
K: Να σου πω ακούω και εγώ ιστορίες για τη μουσική της πόλης, αλλά για να πω την αλήθεια ήταν και μία φάση που δεν την ζήσαμε και ιδιαίτερα, δεν την προλάβαμε. Βρισκόμασταν σε παρέες με μουσικούς ή ανθρώπους της μουσικής εδώ στην πόλη και μας λέγανε για μαγαζιά στα δυτικά, στα οποία πηγαίνανε και άκουγαν ανάγνωση ποίησης, jazz και τέτοια πράγματα τα οποία για μας ήταν πολύ ξένα. Νομίζω ότι έμεινε ένα υπόβαθρο, αλλά εμείς ήμασταν τελείως άλλη γενιά, νομίζω ήμασταν φάση πολύ ξενόφερτη, του internet πες. Εγώ μεγάλωσα στις Σέρρες και όταν ήρθα εδώ έκανα κάτι δικό μου το οποίο ήταν περισσότερο από το εξωτερικό παρά από τα ερεθίσματα εδώ. Δεν βρήκα αυτό που λέγανε ας πούμε για τη μουσική της Θεσσαλονίκης.
Γ: Η σκηνή που έζησες εσύ στη Θεσσαλονίκη πώς ήταν;
K: Υπήρχαν τα πάντα. Υπήρχε μία πολύ δυνατή metal σκηνή η οποία τώρα έχει σβήσει. Ήτανε μπάντες που έκαναν παραγωγές που κυκλοφορούσαν δισκογραφικά στο εξωτερικό με πολύ καλές παραγωγές. Επίσης θυμάμαι πολλά noise, ambient, πειραματικά live ηλεκτρονικής μουσικής που κάποια στιγμή σταμάτησαν. Σε εμάς, στα εναλλακτικά ήταν πιο δύσκολο γιατί ήταν κάτι το οποίο δεν είχε μία συγκεκριμένη ταυτότητα. Πάντα όταν πιάνεις ένα συγκεκριμένο ιδίωμα, υπάρχουν οι πιάτσες, το κοινό, η συσχέτιση, που σε τοποθετούν κάπως, ενώ κάτι το οποίο είναι μπασταρδεμένο και πατάει από δω και από κει, σου λέει ο άλλος ok αλλά τι να το κάνω τώρα αυτό, που να το πάμε, πως προχωράει.
Γ: Οπότε αυτό που έκανες ούτε εσύ δεν μπορείς να το τοποθετήσεις κάπου;
K: Δεν μπορείς, γιατί αυτό που κάναμε με τους τους 2l8 είναι ότι κάθε άλμπουμ ήταν μία άλλη ιστορία. Το πρώτο άλμπουμ το έγραψα μόνος μου σε ένα ισόγειο διαμέρισμα έτσι για να ξεφύγω και είχε πολύ σκληρό ήχο, πολύ ακατέργαστο, κιθαριστικό κατά βάση άλμπουμ όπου δεν ήξερα ακόμη από παραγωγή και ήτανε όλα με παραμόρφωση. Ακόμα και στα ντραμς είχα παραμόρφωση, πολύ industrial. Τότε άκουγα πολύ Marilyn Manson, Νine Ιnch Νails, που ήτανε δάσκαλοι στην παραγωγή για μένα, κυρίως στο πως έγραφαν τις φωνές, τις παραμορφώσεις στις φωνές, όλο αυτό. Μετά έβγαλα το He And She το οποίο ήταν ορχηστρικό. Μια ροκ όπερα, όπου το ροκ κομμάτι το έκοψα επίτηδες, ήτανε τελείως ευνουχισμένο. Πηγαίνω στο στούντιο και πάω στους ντράμερ, γιατί είχα δύο τότε επί σκηνής και παίρνω και από τους δύο τα hi-hat και τους λέω παίζουμε μόνο κρουστά και πιατίνα, παίζουμε άλλο πράγμα! Και ταυτόχρονα τρία έγχορδα, σολίστ theremin, και μια φωνή storyteller, δηλαδή τελείως θεατρικό Είχε μία ιστορία που ξεκινούσε και τελείωνε σε 60 λεπτά και έτσι έβγαινε στη σκηνή, ξεκινούσε ο ήχος και σταματούσε μετά από 60 λεπτά, δεν υπήρχε ούτε διάλειμμα για χειροκρότημα. Οπότε ερχόντουσαν να δούνε μία ροκ συναυλία και λέγανε τι είναι αυτό. Ήταν όλο ενωμένο, με φοβέρες σχεδόν σιωπές ανάμεσα, σαν μια τελετή η όλη κατάσταση. Μετά έβγαλα ένα πολύ κιθαριστικό και σε πιο νορμάλ φορμά άλμπουμ το New Battles, το οποίο ήταν πιο επιθετικό και πιο άμεσα πολιτικό. Ήταν και το πρώτο άλμπουμ που κυκλοφόρησε με χρηματοδότηση από το κοινό στην Ελλάδα. Ακολουθεί Η Κλωστή που ήταν ένα ξέσπασμα! Περισσότερο ντοκιμαντερίστικο, πάνω στο τι συμβαίνει τώρα. Τελευταίο βγήκε το Answer το οποίο ήταν δικό μου απωθημένο, να βγάλω ένα κιθαριστικό εναλλακτικό pop indie rock album. Οπότε μόνο από τη δισκογραφία αν το πιάσεις είναι τελείως άλλες μπάντες. Tο έχω ακούσει πάρα πολλές φορές αυτό το «πως αλλάξατε έτσι αα ωραία είναι τώρα» ενώ άλλοι πάλι λέγανε «γιατί αλλάξατε ρε φίλε, ωραία παίζατε». Από τη μία δηλαδή η μπάντα πρόδιδε το κοινό της και από την άλλη δημιουργούσε κάτι καινούργιο. Νομίζω πως το βασικό, το κοινό στοιχείο σε όλα τα άλμπουμ είναι οι πολλές φωνές, το πολύ storytelling, οι στίχοι μπροστά, η φωνή μπροστά, γιατί υπάρχει κάτι που πρέπει να ειπωθεί.
Γ: Η θεατρικότητα πώς προέκυψε;
K: Έχω βγάλει το πρώτο άλμπουμ και πειραματίζομαι με τις λούπες. Έχω πάρει το πρώτο λούπερ, το οποίογράφει μέχρι 12 δευτερόλεπτα, που εκείνη την περίοδο, παγκοσμίως, ήτανε «Ουάου η Akai βγάζει ένα looper 12 δευτερόλεπτα». Δουλεύω ένα υλικό, παίζοντας live με τις λούπες, φτιάχνοντας ρυθμικά, μελωδίες, αρμονίες και τέτοια και βγάζω κάτι πολύ περίεργο. Ταυτόχρονα δουλεύω με τους κλόουν, οπότε έχω εύκαιρες τις πάστες, τα βαψίματα και τα λοιπά και σκέφτομαι και λέω, αυτό τώρα είναι για μία παράσταση και κάνω μία performance σαν 2l8 theater, όπου εγώ παίζω λούπες ενώ ταυτόχρονα γίνεται προβολή βίντεο και δύο κοπέλες, όρθιες σε δύο μαύρα στρώματα ρίχνανε νερά, βάφονταν… ήταν εφιάλτης, αυτό ήτανε μια παράνοια δηλαδή. Ήταν πολύ ξένο τότε να παίζω τις λούπες και να κάθεσαι να ακούς αυτό το πράγμα, οι περισσότεροι πρώτη φορά βλέπανε κάποιον με κιθάρα να παίζει έτσι, να βγάζει θέματα και να γράφει overdub από πάνω. Ήτανε η Ελένη η Ευθυμίου η μία από τις δύο ηθοποιούς και η Μαριάννα η Τζανή, η άλλη, extreme τελείως κατάσταση! Τι να σου πω, σπάγανε κάτι κάδρα με τζάμια με σφυριά, πετάγανε πούπουλα στον κόσμο τέτοια. Σε αυτό το πράγμα ή έλεγες «Ουάου τι γίνεται εδώ!» ή «Πάμε να φύγουμε από δω πέρα». Δεν υπήρχε ενδιάμεσο. Και από αυτό, ξεκινάει το θέατρο, δηλαδή έκανα αυτό και λέω ωραίο! Έτσι πέρασε η ιδέα στην μπάντα, ξεκινάω το He And She και λέω παιδιά το και το, όπου κάποιοι γούσταραν και κάποιοι είπαν «όχι, εγώ ήρθα εδώ να παίξω μουσική, τι είναι αυτά τα πράγματα».
Γ: Και φύγανε;
K: Έγινε και αυτό, δηλαδή το προσπαθήσανε αλλά δεν τους βγήκε και άλλοι το κάνανε αρχικά με ενοχές. Αλλά στην πράξη τελικά τους άρεσε η φάση, μετά άρχισαν μάλιστα να κοιτάνε πως θα κάνουν καλύτερο το make-up τους, το κουστούμι τους και τέτοια. Άλλοι κόσμοι πάντως, ο κόσμος της μουσικής και ο κόσμος του θεάτρου. Η πειθαρχία που υπάρχει στο θέατρο δεν έχει καμία σχέση με τους μουσικούς. Το θέατρο έχει μία τέτοια εκπαίδευση που καλώς ή κακώς, σε τσακίζει. Αυτό είναι το παράδοξο στο θέατρο, υπάρχει το υπερεγώ, αλλά ταυτόχρονα τους έχουνε τσακίσει τόσο πολύ στην εκπαίδευση, που μπορούν να τοποθετηθούν κάπου και να πούνε, ok είμαι εδώ, για το σύνολο.
Γ: Και στη μουσική υπάρχει το υπερεγώ!
K: Υπάρχει πολύ περισσότερο και δεν υπάρχει τόσο το συλλογικό, γιατί δεν υπάρχει αυτή η εκπαίδευση. Ο καθένας που περνάει από τα στάδια της εκπαίδευσης στη μουσική είναι για να γίνει καλύτερος για τον εαυτό του. Ακόμα και η ορχήστρα, δεν σε κάνει ταπεινό με τον ίδιο τρόπο.
Γ: Μουσική για τον κινηματογράφο;
K: Δεν μου έκατσε ποτέ. Μόνο κάτι μικρού μήκους ταινίες οι οποίες και πάλι κάπως στράβωσαν. Νομίζω πως έχει να κάνει και με την πόλη, πιστεύω πως αν ήμουνα στην Αθήνα και ήμουνα στον κύκλο, μπορεί και να έκανα! Αλλά να μην πω και ψέματα δεν με απασχόλησε ποτέ, ούτε και το θέατρο. Πήγαινα από τη μια παράσταση στην άλλη, όπως ερχόντουσαν, δεν κυνήγησα τίποτα ποτέ. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να πω τις ιστορίες μου.
Γ: Εξακολουθείς να κάνεις μουσική για το θέατρο;
K: Δεν το πήρα χαμπάρι αλλά σε κάποια φάση εκεί που έκανα μια-δυο δουλειές το χρόνο βρέθηκα μέσα σε μία χρονιά να είμαι σε 7 παραγωγές. Όλο αυτό τελικά ήταν ένα overdose έπαθα υπερκόπωση και μετά είπα εντάξει χαλαρά. Βρίσκομαι λοιπόν ξαφνικά, και τα κοιτάω και έχω κάνει σχεδόν 30 δουλειές για το θέατρο. Και ενώ ξεκίνησα με την πρόθεση κάθε παραγωγή να είναι και μία κυκλοφορία τώρα υπάρχει τόσο ακυκλοφόρητο υλικό, πράγματα που είναι πολύ ωραία και τα λυπάμαι. Κάποια στιγμή πρέπει να τα μαζέψω και να κάνω μία κυκλοφορία Οπότε ναι η μουσική για το θέατρο συνεχίζει για μένα, είναι η μόνη αρρώστια από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω τελείως ακόμα.
Γ: Οπότε μήπως δεν μπορείς να σταματήσεις να κάνεις μουσική;
K: Κοίτα η αλήθεια είναι πως απέδειξα στον εαυτό μου ότι μπορώ. Όταν ένιωσα πως ολοκληρώθηκε το ταξίδι και επειδή ήταν πολύ συμπαγής η δισκογραφία, δηλαδή η ιστορία προχωρούσε, το ένα άλμπουμ πατούσε μέσα στο άλλο θεματικά και το τελευταίο ήταν αυτό το οποίο πιστεύω πως έδωσε κάποιες απαντήσεις στο σύνολο του έργου για μένα και για τον υποθετικό ακροατή που θα παρακολουθούσε όλη αυτή την πορεία, είπα στοπ και το άφησα. Και σκέψου πως ακόμα έγραφα κάποια πράγματα ελληνόφωνα και ξαφνικά σταμάτησα. Με εντυπωσίασε πάρα πολύ, δεν το περίμενα, αλλά είχε τελειώσει. Ταυτόχρονα κάνω κάτι άλλο δημιουργικό με κατασκευές, το οποίο με καλύπτει. Και βασικά μου δίνει έναν καινούργιο ορίζοντα. Κοίτα στη μουσική γράφεις κάτι, κάνεις το ρυθμικό, φτιάχνεις το μπάσο, μεσαία, φωνές, ενορχήστρωση, το στήνεις, το δουλεύεις πέντε δέκα ώρες, κοιμάσαι, ξυπνάς το πρωί και πατάς το play. Αυτή η εμπειρία είναι τόσο φοβερή, γιατί είναι τόσο της στιγμής που την επόμενη μέρα έχεις ξεχάσει τι έχεις κάνει. Δηλαδή έχεις μία γενική ιδέα και το ακούς και είναι ξένο, λες όχι ρε φίλε, άκου εδώ τι έκατσα και έκανα και ακούς κάποιες λεπτομέρειες και είναι όντως σαν μία καινούργια εμπειρία. Με τις κατασκευές, είναι το ίδιο. Είναι πολύ κοινό όταν υπάρχει αυτή η κάψα, όταν δεν είναι μία ιδέα που πας να την εκτελέσεις αλλά μία σύνθεση που σου προκύπτει εκείνη τη στιγμή.
Γ: Οπότε κατά κάποιον τρόπο αντικατέστησες τη μουσική με τις κατασκευές, σωστά;
K: Κοίτα το ξεκίνησα σαν κάτι που ήθελα να δω πως πάει, πως θα περπατήσει. Αλλά τελικά συμπληρώνει τόσο πολύ αυτό το πράγμα που σου έλεγα πριν, που είναι φοβερό. Μπορεί να προκύψει μία επιστροφή στη μουσική, δεν είναι ότι τελείωσε… μου περνάει ένας διάολος κάπου-κάπου.
Γ: Οι 2l8 δηλαδή τελειώσανε;
K: Σαν 2l8 ναι! Δεν το βλέπω!
Γ: Τώρα έχεις ξεκινήσει κάτι τελείως καινούργιο, έτσι;
K: Ξεκίνησε τυχαία με τα capital controls, όπου δύο παραγωγές για το θέατρο ακυρώνονται, δεν μπορούσα να γράψω το τελευταίο άλμπουμ και ξαφνικά, μένω εγώ που είμαι συνέχεια στην πρίζα, να μην έχω τίποτα να κάνω και λέω θα πάθω κατάθλιψη, δεν γίνεται και πιάνω μια παλιά ιδέα να φτιάχνω πράγματα και να κάνω κατασκευές και λέω θα κάνω μία σειρά από ρομπότ φωτιστικά. Παίρνω σκούπες παλιές ηλεκτρικές βγάζω το μοτέρ και αρχίζω και φτιάχνω ρομπότ σαν αυτό που βλέπεις εκεί στη γωνία. Και ξαφνικά ένας-ένας άρχισαν να μου τα ζητάνε, εδώ, στην Ισπανία, στην Αμερική και πάει λέγοντας. Προέκυψε εντελώς τυχαία και τελικά εξελίχθηκε στο InSpiral Tree.
Γ: Αλλά το ακολούθησες και σου έχει πάει τη ζωή τελείως άλλου, κατά μία έννοια…
K: Κάποια στιγμή όταν είδα πως μπορώ να φύγω από τη μουσική, ειδικά με το πως κινείται η μουσική στη χώρα, κάνοντας κάτι επίσης καλλιτεχνικό, δημιουργικό έφυγα τρέχοντας. Είχα φτάσει σε απίστευτο τέλμα, σε ένα σημείο που είχα χτυπήσει τοίχο και λόγω των επιλογών μας στο παρελθόν και λόγω του ύφους της μπάντας ίσως. Δεν μπορούσα να συνεχίσω να το κάνω αυτό πάνω σε μία part-time βάση, γιατί όλο το πράγμα ήταν στημένο σε ένα επαγγελματικό πλαίσιο και είχαμε φτάσει στο τέλος, με το ζόρι να μπορούσαμε να βρεθούμε να κάνουμε μία πρόβα.
Γ: Οπότε ενώ ήταν κάτι που κανονικά θα έπρεπε να σας αποδίδει τα βασικά ως προς το ζην, είχε πλέον καταλήξει να είναι περισσότερο χόμπι..
K: Καταρχάς πέφτουμε στην αλλαγή της εποχής. Όταν βγήκε το δεύτερο άλμπουμ έγινε φοβερή εμπορική επιτυχία. Βγήκε από την Inner Ear, η οποία τώρα μπορεί να είναι σχεδόν μονοπώλιο άλλα τότε ήταν τελείως ασήμαντη, έκανε τα πρώτα της βήματα. Χωρίς υποστήριξη από τον τύπο, ούτε με τοποθετήσεις από τη διανομή και παρόλα αυτά, πουλάει την χιλιάδα σε δύο, τρεις μήνες…τρελό! Μέχρι να βγει το επόμενο άλμπουμ παρόλο που κάναμε το crowdfunding και μαζέψαμε τα λεφτά για την κυκλοφορία έρχεται η κρίση και σκοτώνει την αγορά. Στα live τον επόμενο χρόνο οι πωλήσεις πέσανε στο 1/3, τον επόμενο στο 1/5 και φτάνεις μετά από τρία χρόνια στο 1/10. Ήτανε φοβερή η διαφορά. Και το ίδιο το καταλάβαινες και στην αγορά. Δηλαδή εγώ έκανα φοβερή προσπάθεια, αφού κάναμε την παραγωγή και την κυκλοφορία για διανομή. Είχαν σταματήσει οι εταιρείες διανομής, οπότε στην ουσία έπρεπε να κάνουμε διανομή μόνοι μας και καθίσαμε και βρήκαμε τα δισκάδικα σε όλες τις πόλεις.
Γ: Μιλάμε για την αρχή της κρίσης;
K: Ναι. Η κατάσταση με τα δισκάδικα τότε ήταν τραγική, από ένα σημείο και μετά δεν μπορούσα να τους πάρω τηλέφωνο γιατί άκουγα τον πόνο του καθενός «τι να πουλήσουμε, τι να κάνουμε, δεν μπαίνει άνθρωπος», ήτανε καταθλιπτική κατάσταση. Με αυτό το άλμπουμ κυριολεκτικά χάρισα όλα τα cd στην επικράτεια, για τα περισσότερα δεν πληρωθήκαμε ποτέ. Όχι απλά δεν υπήρχαν έσοδα, αλλά είχαμε και έξοδα. Ξαφνικά μας κόπηκαν τα πόδια. Και όταν δεν παίζεις καθόλου, όταν δεν κάνεις ξέπλυμα για να πας από δω και από κει ας πούμε, για να μαζέψεις λεφτά από τους χορηγούς και από τους τάδε και από τους παρατάδε, από ένα φεστιβάλ που γίνεται στο πουθενά και λες ok θα πορευτώ στην πραγματική οικονομία, στην κοινωνία των πολιτών να με στηρίξουν και τα λοιπά, τα πράγματα γίνονται αδύνατα.
Γ: Internet και μουσική;
K: Κοίτα η μεγάλη αλλαγή γίνεται με το myspace. Εμείς, οι Mary And The Boy, οι Matisse η Μόνικα και άλλοι, είμαστε η γενιά του myspace. Δηλαδή όλο αυτό το πράγμα ξεκινάει από κει, μετά το πιάνουνε κάποια free press, Lifo, Athens Voice και άλλα και μας καλύπτει ο τύπος, Ποπ και Ροκ, Δίφωνο, τα μουσικά site, το Avopolis το Mic, Postwave τα οποία τότε είχανε φοβερή επισκεψιμότητα. Έρχεται λοιπόν το myspace, ξεκινάει, κάνει το άνοιγμα και μετά, το παίρνει ο Μέρντοχ. Και εκεί νομίζω πως ξεκινάει το τέλος της δισκογραφίας, της μουσικής και του τύπου, όπως τα ξέραμε τουλάχιστον τότε.
Γ: Δηλαδή;
K: Πρόσεξε, έρχεται το myspace και σου δίνει ένα τόσο δυνατό reach, τον κόσμο που μπορείς να φτάσεις δηλαδή. Σκέψου πως εγώ μπορεί στο myspace να έγραφα κάτι στο σπίτι το πρωί, να το ανέβαζα και το βράδυ να το είχαν ακούσει 10.000 για παράδειγμα. Και φτάνουμε στο σημείο οι αλγόριθμοι να είναι τόσο κλειστοί, που μετά από πέντε άλμπουμ, να έχεις τόσο κοινό, τόσους subscribers και να μην το ακούνε ούτε αυτοί. Και έρχεται και το Facebook, ακόμα πιο ανοιχτό, όπου μπορείς να ποστάρεις κάτι, να έχεις 500 followers και να το βλέπουν 5000. Και αποδείχθηκε πως όλο αυτό ήταν μία παγίδα. Αλλάξανε οι αλγόριθμοι και τα κλείδωσαν όλα. Αλλά σε όλο αυτό το πράγμα πέθανε ο μουσικός τύπος. Δηλαδή ξαφνικά υπήρχε και ένας σνομπισμός, γιατί να πας τώρα να δώσεις τη συνέντευξη, γιατί να ασχοληθείς με το τάδε έντυπο, γιατί να βάλεις σαν label τη διαφήμιση εκεί, αφού έτσι γίνεται και μας βλέπουν όλοι. Άμα το δεις μακροπρόθεσμα, είναι φοβερό πλάνο και ξεκινάει από τον Μέρντοχ. Γιατί αν θες να έχεις τον έλεγχο της πληροφορίας πρέπει να καταστρέψεις το παλιό σύστημα με το οποίο κυκλοφορεί η πληροφορία. Οπότε το πήρε, μάλιστα με σκάνδαλο, και βυθίστηκε Και λες «μα να πάει σε μία τόσο κακή επένδυση παίρνοντας το myspace». Νομίζω ότι αυτό το πράγμα εξυπηρέτησε διαφορετικά, γιατί όταν σκοτώνεις όλα τα άλλα μετά δημιουργείται κάτι μονοπωλιακό. Αν θες να έχεις σήμερα πρόσβαση στην πληροφορία πρέπει να πληρώσεις σε κάποιον δίαυλο. Αυτό που για μας ήτανε φοβερό πάτημα και άνεση, η πρόσβαση στα social media, αυτό αρχίζει και κλείνει… κλείνει… κλείνει. Και στο τέλος δεν μπορούσε να φτάσει το μήνυμα πουθενά. Από κουβέντες με μουσικούς μετά από χρόνια καταλήγουμε σε ένα «όπα ρε φίλε, που ήταν οι εποχές που είχαμε το Avopolis, το Ποπ και Ροκ, κτλ» και ήταν κάποιοι στα μέσα αυτά που τους σεβόταν ο κόσμος. Θα πήγαινες και θα διάβαζες μια άποψή για κάποια μουσική. Φτάσαμε σε ένα σημείο που δεν οδηγεί κάνεις, είναι όλα αλγόριθμος. Δηλαδή φτάσαμε στο ποιος θα πληρώσει. Και αν τα παρακολουθείς από μέσα είναι ξεκάθαρο. Από το πουθενά εμφανίζεται ο τάδε επειδή έγινε σπόνσορας. Ή αλλιώς παίρνεις ένα πακέτο! Θα δώσεις τόσα λεφτά και θα πάρεις ένα πακέτο που θα είναι μία παραγωγή, ένα tour και θα σε πάει μέχρι εκεί και αν αυτό το πράγμα βγει μία καλή επένδυση θα σου φέρει πίσω ή θα χτίσεις πάνω σε αυτό.
Γ: Τώρα στην πόλη πώς έχει μουσικά η κατάσταση; Γίνονται παραγωγές;
K: Έχει πέσει η παραγωγή, τα στούντιο είναι σε φάση καταστροφής, πρέπει να έκλεισαν πολλοί. Αυτά που ακούω από παλιούς συνεργάτες είναι απογοητευτικά. Τα νέα παιδιά δεν παίζουν, δεν υπάρχει ο όγκος από μπάντες που υπήρχε παλιά. Σ’ αυτό που κάναμε εμείς, εναλλακτική ανεξάρτητη μουσική ελάχιστα πράγματα βγαίνουν σήμερα. Βλέπω τον κόσμο, μετά από τόσα χρόνια και ταυτόχρονα βλέπω και την προσπάθεια που κάναμε να μιλήσουμε για την ανεξάρτητη δισκογραφία, να γίνεται χρηματοδότηση από το κοινό. Και το συμπέρασμα είναι ότι μετά από τόσα χρόνια, αυτό που έκανα εγώ σαν ένα παιδί από τις Σέρρες, που ήρθε στη Θεσσαλονίκη, και έκανε ένα demo στο σπίτι του και μετά έκανε μία δισκογραφία και τα λοιπά, δεν θα μπορούσα να το κάνω τώρα. Γιατί όταν εγώ έκανα ένα demo στο δωμάτιό μου και δεν ήξερα κανέναν στην πόλη, πήγα σε ένα label και το είδε ένας τύπος τρελός και το πίστεψε αυτό και είπε θα το βγάλω. Σήμερα αυτό δεν υπάρχει, δεν υπάρχει κανένας δηλαδή να σε βοηθήσει στην παραγωγή και να σου κάνει το master, την κυκλοφορία. Το βλέπεις, όλο και σφίγγει. Θα καταλήξουμε να ακούμε τη μουσική των πλουσίων και αυτών που είχαν τα μέσα να βγούνε μπροστά.