Όταν ένα τύπος όπως ο Vladimir Lamm δηλώνει ότι οι δύο συγκεκριμένες συσκευές είναι από τις κορυφαίες που έχει σχεδιάσει την καριέρα του, η επιτομή της εφαρμογής των ιδεών του ως σχεδιαστής, οφείλεις να πάρεις το πράγμα πολύ στα σοβαρό, δεν γίνονται τέτοιες δηλώσεις κάθε μέρα. Είπαμε να ελέγξουμε τους ισχυρισμούς του.
Δέκα όλα κι όλα προϊόντα έχει η γκάμα της Lamm και ο μικρός αλλά διάσημος κατασκευαστής από τις Ηνωμένες Πολιτείες δεν δείχνει καμία προθυμία να προσθέτει σε τακτική βάση καινούρια μηχανήματα. Το ζευγάρι L2.1/M1.2 Reference υπάρχει εδώ και καιρό, αλλά μια δοκιμή σε προϊόν της Lamm έχει κάτι το διαχρονικό. Ο σύντροφος Vladimir δεν αισθάνεται συχνά την ανάγκη να διατυπώσει νέες ιδέες και δεν τρέχει κάθε τόσο στους διαδρόμους της υψηλής πιστότητας φωνάζοντας “εύρηκα” αλλάζοντας γνώμη για το τι είναι ιδανικό κάθε εξάμηνο. Μπορεί να μην κάνει συχνά τίτλους σε περιοδικά και ιστοσελίδες, αλλά κερδίζει -όπως φαίνεται- τις εντυπώσεις, όπου εμφανίζεται. Δεν μπορεί, κάτι θα κάνει σωστά.
Με συγχωρείτε… μήπως το έχετε σε κόκκινο;
Μια από τις πιο συμπαθείς επιλογές της Lamm, κατά την γνώμη μου, είναι το να παραμένει στην πλευρά της λογικής, σε ό,τι αφορά τον “πόλεμο του σασί” που έχει ξεσπάσει τα τελευταία χρόνια μεταξύ των κατασκευαστών συσκευών υψηλών απαιτήσεων. Υπερπαραγωγές μηχανολογικής εξτραβαγκάντσας που κάνουν τους κατασκευαστές διαστημικών οχημάτων να χάνουν το χρώμα τους και εκτοξεύουν το κόστος σε εξωπραγματικά επίπεδα, αποτελούν πλέον τον κανόνα και κάνουν τις απλές προσεγγίσεις να φαντάζουν υπόπτως απλουστευτικές. Ρίξτε μια ματιά στις φωτογραφίες. Από την άποψη της αισθητικής, οι δύο συσκευές που δοκιμάζουμε είναι ένας ύμνος στην λιτότητα. Έχουν όσο μέταλλο ακριβώς χρειάζεται, δείχνουν ποιοτικές χωρίς να φωνάζουν σα σαλόνι Λουί Κενζ και το περίβλημά τους κάνει ακριβώς αυτό που υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει: Στηρίζει τα ηλεκτρονικά που βρίσκονται στο εσωτερικό του. Η ορθότητα της προσέγγισης, δικαιώνεται από το γεγονός ότι ο Lamm δεν διστάζει καθόλου να προχωρήσει σε ορατές και όχι-και-τόσο-ορατές, υπερβολές, όπου κρίνει ότι χρειάζονται. Για παράδειγμα, δεν συμπαθεί καθόλου τους περιστροφικούς επιλογείς εισόδου. Ο L2.1 Reference χρησιμοποιεί ένα πολύπλοκο routing των τεσσάρων διαθέσιμων εισόδων του, ώστε η επιλογή να γίνεται με απλούς διακόπτες on-off. Ούτε τους διπλούς διακόπτες συμπαθεί. Κάθε κανάλι έχει τον δικό του επιλογέα εισόδου κι έτσι, κάθε φορά που διαλέγετε μια πηγή, θα πρέπει να την διαλέξετε, ξεχωριστά, σε κάθε κανάλι και το ίδιο ισχύει και για τον διακόπτη tape/source. Και αν απορείτε για τα δύο ρυθμιστικά στάθμης, ξεχωριστό για κάθε κανάλι, η απάντηση είναι προφανής. Ο Lamm γνωρίζει (όπως γνωρίζουμε όλοι) ότι τα διπλά ποτενσιόμετρα εισάγουν πάντα ένα σφάλμα στην ρύθμιση της στάθμης μεταξύ των καναλιών, λόγω μηχανικών ανοχών. Λύνει το πρόβλημα με τον καλύτερο τρόπο. Υπερβολή; διαβάστε παρακάτω και αποφασίστε μόνοι σας. Σίγουρα, πάντως, αν θεωρούσε ότι τα σασί του έπρεπε να είναι διαφορετικά, δεν θα δίσταζε καθόλου.
Και φυσικά, φουλ λάμπα…
Όχι. Μην παρασύρεστε. Οι περισσότεροι μπορεί να γνωρίζουν την εταιρία από τους δύο λαμπάτους τελικούς της, τον ML2.2 SE και τον ML3 Signature SE, αλλά ο “σωστός” ο σχεδιαστής, γνωρίζει τι να χρησιμοποιήσει και που, χωρίς να έχει προκαταλήψεις. Η δημιουργία ενός τελικού ενισχυτή με πολλά βατ και σοβαρές δυνατότητες οδήγησης, ζητά ημιαγωγούς και σε αυτούς βασίζεται ο M1.2 Reference . Χρησιμοποιεί τοπολογία push-pull με MOSFET στο στάδιο ισχύος, πολωμένα σε τάξη Α και μάλιστα με δυνατότητα ελέγχου της πόλωσης από τον χρήστη, έτσι ώστε η μετάβαση από την τάξη Α στην τάξη ΑΒ (που αναγκαστικά γίνεται κάποια στιγμή) να γίνεται ιδανικά, ανάλογα με την ονομαστική αντίσταση του ηχείου. Τα πρώτα στάδια του ενισχυτή είναι επίσης διαφορετικά: Ο M1.2 ξεκινά με ένα στάδιο εισόδου βασισμένο σε τελεστικό ενισχυτή και χρησιμοποιεί ένα δεύτερο στάδιο βασισμένο σε μια διπλοτρίοδο 6922, χωρίς να χρησιμοποιείται βρόχος ολικής αρνητικής ανάδρασης. Το κύκλωμα του κάθε τελικού χρησιμοποιεί κορυφαίας ποιότητας υλικά παντού και ο μετασχηματιστής είναι πλήρως απομονωμένος από το σασί ώστε να μην μεταφέρει κραδασμούς. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας μονομπλόκ που αποδίδει 110W/8Ω σε τάξη Α και 220W/4Ω σε τάξη ΑΒ (τα 55W σε τάξη A) ρυθμισμένος για φορτία 8-16Ω και 110W/4Ω σε τάξη Α και 220W/2Ω σε τάξη ΑΒ (τα 55W σε τάξη Α), ρυθμισμένος για φορτία 6-1Ω.
O προενισχυτής L2.1 Reference κινείται σε παρόμοια λογική: Είναι ένα single ended κύκλωμα βασισμένο σε ημιαγωγούς MOSFET σχεδιασμένους να λειτουργούν σε υψηλές τάσεις, οι οποίοι είναι πολωμένοι σε τάξη Α, χωρίς βρόχο ολικής αρνητικής ανάδρασης. Η ρύθμιση της στάθμης γίνεται με δύο βηματικά ποτενσιόμετρα της TKD, με 41 “κλικ” το κάθε ένα και ο χρήστης έχει στην διάθεσή του, συνολικά, τέσσερις εισόδους, από τις οποίες μια είναι “direct”, μια “tape” και δύο line. Υπάρχει έξοδος εγγραφής ενώ η έξοδος προς τον τελικό ενισχυτή μπορεί να είναι single ended ή balanced. Είναι περιττό να αναφέρουμε ότι παντού τα υλικά είναι κορυφαία.
Η τελευταία (αλλά όχι μικρότερη…) έκπληξη του Lamm κρύβεται στο εξωτερικό τροφοδοτικό του L2.1 Reference. Εδώ, τα MOSFET υψηλής τάσης του προενισχυτή βρίσκουν την υποστήριξη ενός σταδίου σταθεροποίησης 350V, το οποίο είναι υλοποιημένο με λυχνίες. Του σταθεροποιητή, προηγείται ένα στάδιο ανόρθωσης, επίσης με λυχνία, αποπνικτικό πηνίο (τσοκ) και ένας custom μετασχηματιστής πολύ χαμηλού θορύβου που συνδυάζεται με ένα φίλτρο RFI στην πλευρά της υψηλής τάσης. Μέσω του τροφοδοτικού, ο χρήστης μπορεί να ελέγξει και την ενεργοποίηση των τελικών (μέσω ειδικών εξόδων “remote” και αντίστοιχων διακοπτών).
Μετακινώντας τα όρια του Hi-Fi…
Εννοείται ότι αυτές καθαυτές οι επιλογές, υπερβολικές ή συντηρητικές, πιθανές ή απίθανες, μικρή αξία έχουν αν δεν αντανακλώνται σε ένα τελικό αποτέλεσμα που να τις δικαιώνει. Αλλά, αν μιλάμε για δικαίωση, φαίνεται ότι ο Lamm έχει γράψει ο ίδιος το κεφάλαιο αυτό στο βιβλίο των audiophile σχεδιάσεων. Χωρίς υπερβολή, το συγκεκριμένο ζευγάρι (ή καλύτερα η τριάδα, αφού οι τελικοί είναι μονομπλόκ) ανήκουν στην μικρή εκείνη ομάδα συσκευών που μπορούν να δικαιολογήσουν άνετα το πολύ υψηλό κόστος τους, στον χώρο ακρόασης, ακόμη και στα αυτιά ενός ανυποψίαστου, καθώς οι αλλαγές που επιφέρουν είναι σχεδόν πάντα προφανείς και σε όλους τους τομείς (με άλλα λόγια, δεν ξέρω από που να αρχίσω…).
Κατ’ αρχήν, οι δυνατότητες οδήγησης φαίνεται να είναι εξαιρετικές. Οι M1.2 Reference μπορούν να δημιουργήσουν εξαιρετικά υψηλές στάθμες χωρίς το παραμικρό ίχνος συμπίεσης και να οδηγήσουν ακόμη κι ένα σκληροτράχηλο ηχείο, όπως το ATC SCM-50 που χρησιμοποιώ, στα όριά του. Το τελικό αποτέλεσμα ακούστηκε απολύτως καθαρό, ευχάριστο και ποτέ τραχύ ή σκληρό. Τα αποθέματα χαμηλά φαίνονται ανεξάντλητα και η ψηφιακή ισοστάθμιση έτρεξε με άνεση, τουλάχιστον μέχρι να διαμαρτυρηθούν τα ηχεία (κάτι που συμβαίνει σπανίως). Με τέτοια συμπεριφορά, θα πρέπει να περιμένετε εξαιρετική απόδοση των μακροδυναμικών με την δυναμική αντίθεση κάθε κομματιού να διατηρείται απόλυτα και το τελικό αποτέλεσμα να είναι, συχνά-πυκνά, συγκλονιστικό. Μην βιαστείτε να πιστώσετε όλα αυτά, στους τελικούς όμως, γιατί πίσω από αυτούς βρίσκεται (μάλλον) ένα πραγματικό εργαλείο και αναφέρομαι, φυσικά στον L2.1.
Ο προενισχυτής έχει, κατ’ αρχήν, εξαιρετικά χαμηλό θόρυβο. Τα πάντα ξεκινούν από μια εκκωφαντική σιωπή και αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί την εξαιρετική αίσθηση σε θέματα δυναμικών. Αλλά ο χαμηλός θόρυβος είναι κάτι που συναντάμε συχνά σε συσκευές αξιώσεων, για να μην πω ότι το απαιτούμε κιόλας. Αυτό που πραγματικά χαρακτηρίζει το σύστημα της Lamm (και οφείλεται κυρίως στον προενισχυτή) είναι η εξαιρετική στερεοφωνική εικόνα που δημιουργεί. Το σύστημα με τους L2.1/M1.2 στην θέση των ενισχυτών, απέκτησε μια διαφορετικής κλάσης ικανότητα περιγραφής της ηχογράφησης, με ένα ανάγλυφο που δεν είχα ακούσει ξανά, αίσθηση βάθους και αέρα μεταξύ των οργάνων και έναν ρεαλισμό που τον βρίσκεις σπάνια σε οικιακό σύστημα. Το συνολικό αποτέλεσμα είναι πραγματικά κορυφαίο και συνοδεύεται από μια αναλόγως εξαιρετική απόδοση του φάσματος, με κορυφαία απόδοση των πολύ χαμηλών συχνοτήτων, η οποία αναδεικνύει αισθήσεις και λεπτομέρειες που δεν έχεις παρατηρήσει σε δίσκους που ακούς χρόνια, αναλυτική και ξεκούραστη μεσαία περιοχή και κορυφαίες υψηλές συχνότητες, με έκταση, παραδειγματικά χαρακτηριστικά ταχύτητας και σπάνια διαφάνεια. Με μια καλή πηγή (αναλογική ή ψηφιακή) και μια αναλόγως καλή εγγραφή, το αποτέλεσμα είναι κάτι που πρέπει να το ακούσεις για να το πιστέψεις.
Είναι δύσκολο να κρύψεις τον ενθουσιασμό σου για κάτι που επιτυγχάνει τον στόχο του με τόσο απόλυτο τρόπο. Οι ενισχυτές της Lamm δεν είναι, φυσικά, για τον καθένα. Έχουν σοβαρό κόστος και απαιτούν ένα ανάλογο σύστημα για να τους ακούσεις όπως πρέπει, αφορούν όμως όλους, όσοι ασχολούνται με την υψηλή πιστότητα και ενδιαφέρονται να μάθουν γι’ αυτήν, καθώς θέτουν, χωρίς αμφιβολία ένα επίπεδο αναφοράς δύσκολο να ξεπεραστεί. Ακούστε τους σε πρώτη ευκαιρία. Πρόκειται για μια εμπειρία την οποία χρωστάει κάθε σοβαρός audiophile στο εαυτό του.

Lamm L2.1 Reference
Lamm L2.1 Reference
Περιγραφή: Προενισχυτής line.
Είσοδοι: 2x Line (RCA), 1x Direct (RCA), 1x Tape (RCA).
Έξοδοι: 1x Rec. Out, 1x Line (single ended, RCA), 1x Line (Balanced, XLR).
Άλλες δυνατότητες: Εξωτερικό τροφοδοτικό με Remote out, επιλογή της φάσης, διακόπτης Mute.
Διαστάσεις: 483x352x114 (mm, πxβxυ), προενισχυτής και τροφοδοτικό.
Βάρος: 7kg (προενισχυτής), 8.6kh (τροφοδοτικό).

Lamm M1.2 Reference
Lamm M1.2 Reference
Περιγραφή: Τελικός ενισχυτής/μονομπλόκ.
Είσοδοι: 2x single ended (RCA, ορθής/αντίστροφης φάσης), 1x balanced (XLR).
Έξοδοι: 2x ακροδέκτες ηχείων.
Ισχύς: 110W/8Ω, 220W/4Ω
Άλλες δυνατότητες: Επιλογή πόλωσης με βάση την αντίσταση των ηχείων, δυνατότητα remote power on.
Διαστάσεις: 432x495x210 (mm, πxβxυ).
Βάρος: 31kg (ανά σασί)
Τιμές: Lamm L2.1 € 28.000 και Lamm M1.2 € 28.000
info: ΜF Audio, τηλ.: 210-724.4147, web: http://www.mfaudio.gr , http://www.lammindustries.com/