Ένας Μύθος, ένα Buena Vista αλά αραβικά και μια επανακυκλοφορία αναφοράς!!!Ένας Μύθος, ένα Buena Vista αλά αραβικά και μια επανακυκλοφορία αναφοράς!!!
Το 2012 ήταν η επέτειος των πενήντα χρόνων της ανεξαρτησίας της Αλγερίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, η μουσική αποτέλεσε το βασικό φορέα αυτής της μνήμης. Η νοσταλγία για μια εποχή που οι αραβικές και οι εβραϊκές κοινότητες εμπλούτιζαν και μοιράζονταν μια κοινή πολιτιστική κληρονομιά, κληρονομημένη από την αραβική Ανδαλουσία, που διατηρήθηκε από μέρος της αλγερινής διασποράς στη Γαλλία. Το μουσικό ρεύμα αυτό, που ξαναβγήκε στην επιφάνεια πριν από είκοσι χρόνια με την επιστροφή στη σκηνή του αείμνηστου Lili Boniche, απογειώθηκε από την επιτυχία του project El Gusto.
Παρόλο που η μετάδοση της πλούσιας μουσικής κληρονομιάς της Ανδαλουσίας έχει υποφέρει πολύ από τη σύγκρουση για την αποαποικιοποίηση της Αλγερίας, ορισμένοι δάσκαλοι των παλαιών στυλ συνεχίζουν να κάνουν «το γούστο τους» (El Gusto). Με αυτό το όνομα, από το 2007, μια ορχήστρα μουσουλμάνων και εβραίων μουσικών αναβιώνει το chââbi της χρυσής εποχής. Η κυκλοφορία της ταινίας που αφηγείται την περιπέτεια της δημιουργίας της ορχήστρας, με πρωτοβουλία της νεαρής σκηνοθέτιδος Safinez Bousbia, άνοιξε τη χρονιά, όπως και δύο συναυλίες του συνόλου El Gusto στο GrandRex στο Παρίσι. Το Μουσείο Εβραϊκής Τέχνης και Ιστορίας εγκαινίασε το επόμενο φθινόπωρο την έκθεση “Οι Εβραίοι της Αλγερίας”, η οποία έβαλε τη μουσική και ειδικότερα τη συμβολή του Lili Boniche σε αυτήν, σε περίοπτη θέση. Συνοδεύτηκε από ένα πρόγραμμα ταινιών και συναυλιών, στο οποίο το El Gusto είχε εξέχουσα θέση. Η φθίνουσα υγεία του Lili Boniche δεν του επέτρεψε να συμμετάσχει στο El Gusto, αν και η ζωή του ήταν ένα ζωντανό παράδειγμα του θέματος της ταινίας. Του αποτίεται φόρος τιμής στην ταινία, συμπεριλαμβάνοντάς τον στο σενάριο και συνοψίζοντας τη μουσική του σταδιοδρομία, όπως την αφηγείται η κόρη του, Karina Feredj.
Lili Boniche (1921 – 2008)
Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια, ο Élie, γνωστός και ως Lili, ήταν το μεγαλύτερο από τέσσερα παιδιά. Σε νεαρή ηλικία έγινε ο προστάτης της οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν τεχνίτης κοσμηματοπώλης. Έχοντας όμως χάσει την όρασή του, δεν μπορούσε πλέον να ασκήσει το επάγγελμά του. Επομένως, εναπόκειτο στο μεγαλύτερο μέλος της οικογένειας να φροντίσει τους γονείς, τα αδέλφια του και τις αδελφές του. Με καταγωγή από την κωμόπολη Akbou της Καμπυλίας, ο πατέρας του Élie Boniche ήταν επίσης καλός μαντολινίστας. Σε ηλικία 7 ετών, ο Lili πήρε το όργανό του από αυτόν για να εξασκηθεί στην ταράτσα του σπιτιού. Ως παιδί-θαύμα και καθαρά αυτοδίδακτος, έπαιζε με το αυτί όλα τα τραγούδια που άκουγε να τραγουδιούνται στα καφενεία ή στο ραδιόφωνο. Και η παιδική φωνή του υψώνόταν πάνω από τις στέγες της Casbah του Αλγερίου.
Το κτίριο όπου κατοικούσε η οικογένεια Boniche βρισκόταν στο κάτω μέρος της Kasbah, στην Rue Randon, έναν πολυσύχναστο δρόμο όπου ζούσαν κυρίως εβραϊκές οικογένειες. Ο δρόμος αυτός συνδέει την Place Rabbin-Bloch, όπου βρίσκεται η μεγάλη Συναγωγή, με την Place de la Lyre με τη μεγάλη σκεπαστή αγορά της. Στην Kasbah, οι άνθρωποι ζουν πολύ έξω και ο μικρός Elijah έλκεται πάντα από τα μαυριτανικά καφενεία, από όπου έρχεται η μουσική που τον γοητεύει. Μια φωνή τον γοήτευσε ιδιαίτερα, αυτή του Messaoud Medioni (1893-1943), γνωστού ως Saoud l’Oranais. Ήταν ένας μεγάλος δάσκαλος της αραβο-ανδαλουσιανής μουσικής, ιδιαίτερα του είδους haouzi, που αναπτύχθηκε στην Τλεμσέν, όπου διατηρούνταν πιστά η “σχολή” της Κόρδοβας από τον 16ο αιώνα, και της οποίας η παράδοση είχε διαδοθεί από δάσκαλο σε μαθητή, μέχρι την περιοχή του Οράν.
Το 1931, ο Λίλι βρήκε την ευκαιρία μιας επίσκεψης του τραγουδιστή από το Οράν στο Αλγέρι για να τον γνωρίσει. Όταν το νεαρό αγόρι τραγούδησε, ο δάσκαλος Σαούντ, καθηλωμένος από το ακατέργαστο διαμάντι που μόλις είχε ανακαλύψει, αποφασίζει να αναλάβει την εκπαίδευσή του, εντάσσοντάς τον στην ορχήστρα του. Τι καλύτερο σχολείο θα μπορούσε να βρει; Ως Εβραίος, όπως πολλοί μεγάλοι Αλγερινοί μουσικοί, ο Saoud Medioni είχε σκοπό να μεταδώσει τις γνώσεις του σε νέους μουσικούς, που μοιράζονται την ίδια πίστη μ’ εκείνον. Το μόνο που απέμενε ήταν να πείσει τον πατέρα του Λίλι, ο οποίος αρνείται να δει τον μεγαλύτερο γιο του να ξεκινάει καριέρα μουσικού… Ενώ εκείνος είναι ανυποχώρητος, ο Ελί ξεσπά σε δάκρυα και παρακλήσεις, τόσο που καταφέρνει να κάμψει την αδιαλλαξία του πατέρα του. Ο Σαούντ ήξερε επίσης να βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις για να αποσπάσει τη συγκατάθεσή του, ανακοινώνοντας του ότι θα αναλάβει όλα τα έξοδα του αγοριού, το οποίο θα λαμβάνει και μηνιαίο μισθό. Σε ηλικία δέκα ετών, ο Λίλι εντάσσεται στην ορχήστρα ενός από τους πιο διάσημους τραγουδιστές της εποχής, γεγονός που του επιτρέπει να συμβάλλει στη συντήρηση της οικογένειάς του. Στην ορχήστρα γνώρισε και μια άλλη νεαρή μαθήτρια, έξι χρόνια μεγαλύτερή του, τη Sultana Daoud, την οποία ο δάσκαλος ονόμασε Reinette. Έχασε την όρασή της σε ηλικία δύο ετών και έγινε αργότερα γνωστή ως Reinette l’Oranaise. Στη σκηνή, ο Lili έπαιξε μαντολίνο, στη συνέχεια ούτι και μυήθηκε στην ειδικότητα του δασκάλου: το πολύπλοκο και εκτεταμένο ρεπερτόριο του ορανικού τραγουδιού, που κληρονομήθηκε από το χαουζί. Για τρία χρόνια, ακολούθησε τον δάσκαλό του στα γκαλά που έδινε σε όλο το Μαγκρέμπ, χωρίς να επιστρέψει στην ιδιαίτερη πατρίδα του.
Ξεκινώντας από το ραδιόφωνο
Στην ηλικία των 13 ετών, οι Εβραίοι έφηβοι αρχίζουν να προετοιμάζονται να κάνουν την bar mitzvah, μια θρησκευτική τελετή που σηματοδοτεί την ένταξή τους, ως πλήρη μέλη της κοινότητας. Ο Ελία ζητά από τον δάσκαλο την άδεια να γιορτάσει αυτή τη συμβολική στιγμή του περάσματος στην ενηλικίωση με την οικογένειά του στο Αλγέρι. Όχι μόνο την πήρε, αλλά ο ίδιος ο Σαούντ διοργάνωσε τη γιορτή. Προκειμένου να ολοκληρώσει τις γνώσεις του στον τομέα της αραβο-ανδαλουσιανής μουσικής, ο Λίλι θα διδαχθεί στη συνέχεια υπό την σκέπη των δύο μεγαλύτερων αλγερινών μουσικών συλλόγων της εποχής, του El Moutribia (ιδρύθηκε το 1911) και του El Mossilia (ιδρύθηκε το 1932), τη διδασκαλία των οποίων θα παρακολουθήσει επί δύο χρόνια. Το 1936, ο Lili Boniche, χωρίς ανασφάλεια και έτοιμος για όλα, αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στο Radio Algiers. Μαζεύει τέσσερις από τους φίλους του με τους οποίους συνήθιζε να παίζει και παρουσιάζεται με θράσος στον θυρωρό του ραδιοφώνου, με το λαούτο του υπό μάλης. Ο άνθρωπος δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει το αγόρι να μπει, αλλά πείστηκε από τη δύναμη της αυτοπεποίθησής του και είπε στον διευθυντή ότι εκεί βρισκόταν ένας νεαρός τραγουδιστής που ήθελε να περάσει από οντισιόν. Ο κ. Azrou, ο οποίος ήταν τότε υπεύθυνος του ραδιοφωνικού σταθμού του Αλγερίου, συμφωνεί να δώσει στο αγόρι πέντε λεπτά και προσκαλεί μέσα τους φίλους του. Πήγαν στο στούντιο. Μετά από δέκα λεπτά, ο Λίλι άρχισε να ανησυχεί για την έλλειψη αντίδρασης από τον διευθυντή. Πέρασαν δεκαπέντε λεπτά και του φάνηκαν σαν μια αιωνιότητα. Τελικά, μετά από είκοσι λεπτά, είδε τον κ. Azrou πίσω από το παράθυρο να του κάνει νόημα να σταματήσει. Ο κ. Azrou εισέβαλε στο στούντιο και είπε στον τραγουδιστή: “Άκου, αγόρι μου, την επόμενη εβδομάδα έχεις τη δική σου εκπομπή”! Από τότε, η φωνή του Lili Boniche μεταδιδόταν ζωντανά κάθε εβδομάδα σε όλη την Αλγερία. Σε ηλικία 15 ετών, η καριέρα του ξεκίνησε.
Οι πρώτες ραδιοφωνικές του εμφανίσεις περιλάμβαναν κομμάτια από το αραβο-ανδαλουσιανό ρεπερτόριο των μεγάλων παραδόσεων του Οράν και της Αλγερίας. Χάρη στην εκπομπή του, η φήμη του Lili Boniche ανέβηκε μέσα σε λίγους μήνες. Σύντομα του ζητούσαν να παίξει σε όλων των ειδών τις γιορτές: σε γάμους, βαπτίσεις, bar mitzvah, κ.λπ. Το εθνικό ραδιόφωνο του έδωσε επίσης το πλεονέκτημα της ορχήστρας του, στην οποία συμμετείχαν μερικοί από τους καλύτερους μουσικούς της Αλγερίας, όπως ο πιανίστας και μαέστρος Mustapha Skandrani, ο βιολιστής Abdel Rahni και ο Arlilo, ένας διάσημος παίκτης της derbouka. Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1930, η χρυσή φωνή του ήταν περιζήτητη σε ολόκληρη την Αλγερία.
Με τον πόλεμο, το κοινό γούστο άλλαξε. Τα αμερικανικά στρατεύματα, που αποβιβάστηκαν στις 8 Νοεμβρίου 1942, ανασυντάχτηκαν ταυτόχρονα με τις ελεύθερες γαλλικές δυνάμεις για να προετοιμάσουν την επίθεση στη Μεσόγειο. Ο Σαούντ Ελ Μεντιόνι ήταν ένα από τα πολλά θύματα της ναζιστικής βαρβαρότητας. Το 1937 άνοιξε ένα καμπαρέ στην οδό Bergère στο Παρίσι, αλλά στις 23 Ιανουαρίου 1943 τον συνέλαβαν στη Μασσαλία, τον εκτόπισαν και δολοφόνησαν σε θάλαμο αερίων στο στρατόπεδο εξόντωσης Sobibor. Μια μεγάλη απώλεια για τόσους πολλούς μουσικόφιλους και οπαδούς…
Ένας έξυπνος συνδυασμός ειδών
Σε περιόδους πολέμου, οι καλλιτέχνες καλούνται να τονώσουν το ηθικό των στρατευμάτων. Ο εύθυμος χαρακτήρας του Lili Boniche τον οδήγησε φυσικά να το κάνει. Έτσι, έπαιξε για τους μαχητές της Αντίστασης κατόπιν αιτήματος των στρατηγών τους, του Moraglia, επικεφαλής της FFI, του Pierre Weiss, κ.λπ. Στο Theatre aux Armées, στην Όπερα του Αλγερίου, τραγούδησε επίσης για τους Αμερικανούς στρατιώτες, για τους οποίους δημιούργησε ένα τραγούδι για την τσίκλα… Ανοιχτός σε νέους χορούς από την Αμερική και την Καραϊβική, ο Lili Boniche εισήγαγε τους ρυθμούς του τάνγκο, του paso-doble και του mambo στο μουσικό του ύφος, στολισμένους με γαλλοαραβικούς στίχους. Αυτές οι νέες δημιουργίες θα αποτελέσουν μέρος του ρεπερτορίου του για τις γιορτές. Πράγματι, έχει παρατηρήσει ότι το κοινό αρχίζει να “πέφτει” γύρω στα μεσάνυχτα, μετά από δύο ή τρεις ώρες κλασικής αραβο-ανδαλουσιανής μουσικής. Με αυτά τα καινούρια τραγούδια, που κρατούν το κοινό ξύπνιο μέχρι αργά το βράδυ, ο νεαρός τραγουδιστής δίνει τον τόνο. Το νέο γαλλοαραβικό του στυλ σύντομα εξερράγη και στις δύο πλευρές της Μεσογείου.
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Lili Boniche προσλήφθηκε στο Soleil d’Algérie, ένα καμπαρέ στην rue du Faubourg-Montmartre στο Παρίσι, όπου πήγε για πρώτη φορά το 1946. Ανάμεσα σε όλες τις διασημότητες που σύχναζαν στο μαγαζί, ο Φρανσουά Μιτεράν, τότε βουλευτής, ερωτεύτηκε τα τραγούδια του Αλγερινού αστέρα. Αυτό που λάτρεψε περισσότερο απ’ όλα ήταν το L’Oriental. Η χαρά άρχισε να ξαναγεννιέται στο μεταπολεμικό Παρίσι. Μια φράση που ακούει στο δρόμο ή μια καλή κουβέντα αρκεί για να τροφοδοτήσει την έμπνευση του τραγουδιστή. Σε ηλικία 26 ετών, ο Lili Boniche παρασύρθηκε από τον ανεμοστρόβιλο της χαράς, που ο ίδιος βοήθησε να δημιουργηθεί. Νέος και όμορφος, αρέσει στις γυναίκες. Ένα βράδυ ερωτεύεται με την πρώτη ματιά! Το όνομά της είναι Marthe, είναι αγέρωχα κομψή, κατέχει τον τίτλο της κόμισσας και είναι σύζυγος ενός πλούσιου εφοπλιστή. Ένας ολοκληρωτικός, αποκλειστικός έρωτας κυριεύει τους δύο εραστές. Όμως εκείνη δεν εγκρίνει το επάγγελμα του τραγουδιστή… Η Marthe θα αφήσει τον άντρα της για τον Élie, ο Élie όμως θα πρέπει να αφήσει το τραγούδι!
Τη δεκαετία του 1950, ο Lili Boniche τερμάτισε την πρώτη του μουσική καριέρα στη Γαλλία, αλλά συνέχισε να τραγουδά στο Αλγέρι, όπου αγόρασε τέσσερις πτωχευμένους κινηματογράφους. Τους αναβίωσε χάρη στο οργανωτικό ταλέντο του και τους διαχειρίστηκε με επιτυχία μέχρι την ανεξαρτησία της Αλγερίας. Αλλά είχε ήδη εγκαταλείψει την πατρίδα του πριν από τη μεγάλη έξοδο των Εβραίων και των ευρωπαικής καταγωγής αλγερινών. Εγκατεστημένος στο Παρίσι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, απέκτησε αρχικά με φίλους του ένα εστιατόριο και στη συνέχεια ίδρυσε μια εταιρεία παροχής γευμάτων σε εταιρείες και κοινότητες, το Le Menu Parisien, το οποίο απασχολούσε έως και 180 άτομα στο απόγειο της δραστηριότητάς του. Ασχολείται ιδιωτικά με τη μουσική, συχνά συνοδευόμενος από τους πρώην μουσικούς του από το Αλγέρι, με τους οποίους διατηρεί άριστες σχέσεις. Του ζητήθηκε συχνά να τραγουδήσει σε κοινοτικές γιορτές. Και ήταν μέσα στην κοινότητα που γνώρισε την αδελφή ψυχή του, όταν ο πρώτος του γάμος άρχισε να καταρρέει. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60, ο Lili Boniche είχε χωρίσει και ξαναπαντρευτεί τη γυναίκα που θα τον συνόδευε για το υπόλοιπο της ζωής του.
Μια καθυστερημένη και απροσδόκητη επιστροφή στη σκηνή
Ο Lili Boniche ξεκίνησε τη δεύτερη καριέρα του ως τραγουδιστής το 1990. Εκείνη την εποχή ζούσε μια ήσυχη ζωή εύπορου συνταξιούχου, αφού είχε δημιουργήσει μια επιχείρηση με είδη γραφείου τη δεκαετία του 1970 και στη συνέχεια είχε διαθέσει στην αγορά τις πρώτες μίνι αριθμομηχανές της εταιρείας Commodore France. Συνέχισε να δίνει μικρές ιδιωτικές συναυλίες, αλλά η ευκαιρία να επιστρέψει στη μουσική ως επαγγελματίας ήταν ένα πραγματικό δώρο. Οφείλει την επιστροφή του στον Francis Falceto. Λάτρης της μουσικής, δημοσιογράφος και άνθρωπος του πολιτισμού, ονειρευόταν να ξανακούσει επί σκηνής τον αστέρα του γαλλοαραβικού στυλ, του οποίου τους δίσκους λάτρευε. “Όταν έφτασα στο σπίτι του, νομίζω ότι ήταν μια μεγάλη έκπληξη για τον Lili. Ούτε εκείνος ούτε εγώ ξέραμε αν θα πετύχαινε. Από την αρχή, η σχέση με το κοινό πήγε καλά (…). Το «μόσχευμα έπιασε αμέσως”, εξηγεί. Ανάμεσα στους συνοδούς του, o Lili Boniche βρίσκει τον πιανίστα Maurice El Medioni, ανιψιό του Saoud l’Oranais και άλλον έναν συνταξιούχο που σύντομα θα αποθεωθεί από τους επαγγελματίες της παγκόσμιας μουσικής και το διεθνές κοινό. Με τον βιολονίστα Maurice Selem, θα περιοδεύσουν σε όλη την Ευρώπη και θα πετάξουν στην Ιαπωνία. Για να πάρει η περιπέτεια την πλήρη της διάσταση, απέμενε να γίνει ένας δίσκος. Ήταν ο Jean Touitou, ο πάπας της μόδας, που αποφάσισε να τον παράγει το 1996. Έτρεφε βαθύ θαυμασμό για τoν 75χρονo τραγουδιστή, ο οποίος ζούσε στις Κάννες, και ανέθεσε την καλλιτεχνική διεύθυνση του άλμπουμ στον Bill Laswell, έναν Αμερικανό μπασίστα και παραγωγό που φημίζεται για το καλό του γούστο στην world music. Χάρη σε αυτούς τους δύο θαυμαστές, η μουσική του Lili Boniche διείσδυσε στους πιο μοντέρνους κύκλους στα τέλη του 20ού αιώνα. Λατρεύτηκε από το κοινό στο Barbican του Λονδίνου, στο Olympia του Παρισιού και σε όλη την Ευρώπη (Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία, Ελβετία, Ιταλία, Ισπανία κ.λπ.), ο τραγουδιστής απολάμβανε αυτή την τεράστια επιτυχία με ευγένεια, χιούμορ και ταπεινότητα, μέχρι τα 80 του χρόνια. Σε κάθε συναυλία του, η συγκίνηση ήταν δεδομένη. Όταν η Safinez Bousbia επικοινώνησε με την κόρη του Lili Boniche για να τον ρωτήσει αν θα ήθελε να συμμετάσχει στην περιπέτεια El Gusto, ο τραγουδιστής δεν ήταν πλέον σε θέση να ανέβει στη σκηνή. Παρόλο που δεν μπόρεσε να ενθουσιάσει τα πλήθη στη μεγάλη ορχήστρα, μερικά από τα πιο όμορφα τραγούδια του βρίσκονται στο ρεπερτόριό του El Gusto. Έτσι, το έργο του συνεχίζει να ζει.
Η γέννηση του El Gusto
“Με υποδέχτηκαν υπέροχα. Με περιέβαλαν με τη φιλία και τη στοργή τους!” Ο Maurice El Medioni είναι ενθουσιασμένος για την επανένωσή του με τους μουσικούς του συνόλου El Gusto για την περιοδεία τους τον Ιανουάριο του 2012. Αυτή η περιοδεία σηματοδότησε την κυκλοφορία της ταινίας και την καταγραφή αυτής της υπέροχης περιπέτειας. Από την πρώτη συναυλία που τους έφερε κοντά τον Σεπτέμβριο του 2007, ο ογδοντάχρονος πιανίστας εγκατέλειψε τη Μασσαλία για να εγκατασταθεί στο Τελ Αβίβ με τα παιδιά του. Κατά βάθος φοβόταν ότι κάποιοι από τους μουσικούς του συγκροτήματος που ζουν στην Αλγερία, μια χώρα ρητά εχθρική προς το Ισραήλ, μπορεί να αισθάνονταν εχθρότητα απέναντί του. Αυτό δεν συνέβη, αντιθέτως, και το πνεύμα του, που είχε διατηρήσει την ευαισθησία της νιότης, ανακουφίστηκε.
Το El Gusto συγκεντρώνει μερικούς από τους καλύτερους εν ζωή ερμηνευτές της αλγερινής μουσικής chââbi, η οποία γνώρισε τη χρυσή της εποχή στις δεκαετίες του 1940 και 1950. Αυτό το στυλ, το οποίο προέρχεται από την κλασική παράδοση της Ανδαλουσίας, τροφοδότησε τη λαϊκή κουλτούρα των κατοίκων της Kasbah του Αλγερίου, ιδίως μέσω της ποίησης του μαροκινού malhoun. Μετά την ανεξαρτησία της Αλγερίας, ξεπεράστηκε από το ‘asri, ένα είδος που αποτελείται από μικρότερα τραγούδια και χρησιμοποιεί σύγχρονα όργανα, και τώρα το chââbi αναγεννιέται κάτω από τα δάχτυλα των παλαιότερων που συμμετέχουν στο El Gusto. Η ορχήστρα έχει επίσης την αρετή να γεφυρώνει τα χάσματα που δημιούργησε το χάος της ιστορίας. Οι μουσικοί που παρέμειναν στην Casbah είδαν τα καφέ όπου έπαιζαν να κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Καθώς οι ευκαιρίες για να κερδίσουν αμοιβή – γάμοι, βαφτίσεις, ιδιωτικά πάρτι και άλλες εκδηλώσεις- γίνονταν όλο και πιο σπάνιες, κατέληξαν να παίζουν αυτή τη μουσική μόνο και μόνο για την ευχαρίστησή τους, να την παίζουν μεταξύ τους. Όσο για τους Εβραίους μουσικούς που παρασύρθηκαν ταυτόχρονα με το κύμα επαναπατρισμού των pieds-noirs στη Γαλλία, συνέχισαν να ζωντανεύουν τις γιορτές της κοινότητάς τους με τις χαρούμενες μελωδίες τους. Αλλά οι λίγοι που ήθελαν να ακολουθήσουν καλλιτεχνική καριέρα έπρεπε να προσαρμόσουν το ύφος τους στο νέο τους κοινό.
Ήταν η διαίσθηση μιας νεαρής γυναίκας στις αρχές του 2003, της Safinez Bousbia, που έδωσε το έναυσμα για όλα. Γεννημένη στο Αλγέρι αλλά μεγαλωμένη στη Ελβετία, την Αγγλία, την Ιρλανδία, τη Γαλλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ανακάλυψε την ύπαρξη του chââbi κατά τη διάρκεια διακοπών το 2003. Προσελκύεται από την λάμψη ενός καθρέφτη σε ένα κατάστημα στην Casbah του Αλγερίου και γοητεύεται από την ιστορία του ιδιοκτήτη του, Mohamed Ferkioui, ο οποίος της μιλάει για την προηγούμενη ζωή του ως μουσικός. Μια πόρτα ανοίγει σε έναν εξαιρετικό και μυστηριώδη κόσμο. Οι λεπτεπίλεπτοι τοίχοι της σημερινής Casbah αποκαθίστανται στην παλιά τους αίγλη. Οι ερειπωμένες αυλές ζωντανεύουν με τις φωνές των γυναικών που φωνάζουν η μία στην άλλη από το ένα μπαλκόνι στο άλλο. Οι μελωδίες των μαντολίνων, των βιολιών, των ουτιών, των ντερμπούκας και των μαντολίνων ξεφεύγουν από τις ορθάνοιχτες πόρτες των καφετεριών και των κομμωτηρίων. Οι γλυκές μελωδίες γοητευτικών φωνών τρέχουν στα σοκάκια… Αυτό το όραμα φωτίζει το μυαλό της Safinez σε σημείο που να μεταμορφώνει ριζικά τη ζωή της. Μαθαίνοντας να αγαπάει το μουσικό κόσμημα του chââbi μέσα από τη διαλυμένη μοίρα των ερμηνευτών του, θα συγκεντρώσει όλη της την ενέργεια στο να δώσει ξανά ζωή σε αυτή την όμορφη μουσική. Η πρώτη της αποστολή είναι να βρει τους μαθητές του δασκάλου Mohamed El Anka, της εικόνας του châbi, τους οποίους εισήγαγε στο Conservatoire d’Alger, όπου ίδρυσε την πρώτη τάξη αυτού του κλάδου το 1957.
Έτσι έχτισε σταδιακά την ορχήστρα. Στο Αλγέρι, γύρω από τον El Hadi Halo, γιος του El Anka, με τους Rachid Berkani, Ahmed Bernaoui, Abdelkader Chercham, Mamad Haïder Benchaouch, Mohamed El Ferkioui, Abdelrahmane Guellati, Liamine Haimoune, Abdel Madjid Meskoud, Mustapha Tahmi. Στη Γαλλία, με τους εξόριστους μουσικούς Robert Castel, γιος του μεγάλου δασκάλου Lili Labassi, Luc Cherki, Redha El Djilali, Maurice El Medioni, José de Souza, René Perez. Η Safinez είχε ένα και μοναδικό σκοπό: να φέρει κοντά αυτούς τους καλλιτέχνες που τους χώρισαν οι συνθήκες, αλλά τους ενώνει πάντα η μουσική. Παραγωγός του project, κατάφερε να ανεβάσει στη σκηνή περισσότερους από 40 μουσικούς κατά τη διάρκεια μιας πρώτης περιοδείας τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2007, η οποία ξεκίνησε από τη Μασσαλία στο Théâtre du Gymnase και συνεχίστηκε στο Palais Omnisport de Paris Bercy, στο Barbican του Λονδίνου και στο JazzFest του Βερολίνου. Ένα μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας. Άλλες μεμονωμένες συναυλίες πραγματοποιήθηκαν το 2008, το 2009 και το 2010. Για την περιοδεία του 2012, το σύνολο αποτελείτo από περίπου είκοσι μουσικούς και τραγουδιστές. Αρκετοί καλλιτέχνες από την πρώτη ομάδα έχουν εν τω μεταξύ εκλείψει/πεθάνει. Ωστόσο, παντού αυτή η μουσική έχει την επίδραση βάλσαμου στις πληγές του παρελθόντος. Τόσο στις αίθουσες συναυλιών όσο και στους κινηματογράφους όπου προβάλλεται η ταινία, ενθουσιαστικοί αλαλαγμοί/λαρυγγισμοί ξεσπούν για να εκφράσουν την ευτυχία της συνύπαρξης. Οι νέοι έχουν μεγάλα χαμόγελα στα πρόσωπά τους. Και οι μεγαλύτεροι μοιράζονται αυτή τη χαρά που είναι γεμάτη με νοσταλγικά δάκρυα.
Και μια απαραίτητη επανακυκλοφορία!
Το 1989 η γαλλική δισκογραφική εταιρεία Blue Silver είχε κυκλοφορήσει ένα CD του μεγάλου Boniche, υπό την ομπρέλα “Trésors De La Chanson Judéo-Arabe” υπό την οποία κυκλοφόρησε επιλεκτικά κι άλλα CDs. Σ’ αυτό περιέχονταν τραγούδια ηχογραφημένα μεταξύ 1958-1960, αυτά ακριβώς που πάντρευαν την ιουδαιο-αραβική/ανδαλουσιανή κληρονομιά με ρυθμούς όπως το τάνγκο, και το paso doble και έδωσαν στον τραγουδιστή μια νέα καριέρα στην Ευρώπη. Το CD ήταν χρόνια εξαντλημένο. Και να που φέτος, το 2024 μια άλλη γαλλική δισκογραφική επανακυκλοφορεί το δίσκο του Boniche, όχι μόνο σε CD, αλλά και, για πρώτη φορά, σε βινύλιο! Σε προσιτή τιμή, με ένα λιτό, αλλά απαραίτητο για του αμύητους ένθετο, ακούμε μέσα από τα αυλάκια του δίσκου αριστουργήματα πρωτότυπα και διασκευές, όπως τα Ana Fil Houb, Ana El Owerka, AlgerAlger, Guitarra και Bambino. Διαθέσιμο στο YellowBox, γι’ αυτούς που αγαπούν την καλή μουσική, τους μερακλήδες, τους αισθηματίες!
Επιμέλεια: Νίκος Α. Τζαβέλλας