Skip to main content

Σ’ ένα μονοσήμαντο κόσμο, οι άνθρωποι, ικανοποιημένοι, διάγουν ένα βίο αταλάντευτα ευχάριστο, ζώντας μέσα σ’ ένα φλας στιγμών, κατά βάση ανώδυνων. Κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, και πίσω από την κυριαρχία της εικόνας, οι κλειδωμένες αισθήσεις, έστω κι αδρανοποιημένες, εξακολουθούν ωστόσο να υπάρχουν, μιας και η τάση της εποχής, και η πλάνη που μαζί κουβαλάει, δεν μπορούν να αχρηστεύσουν ολοκληρωτικά τα εσωτερικά μας δεδομένα, τα εσωτερικά μας αρχεία αλήθειας.

 width=

μια συνέντευξη  με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του νέου άλμπουμ του Λόλεκ “Άγρια”

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: πανκ / ροκ ήχος / ηλεκτρισμένη ψυχεδέλεια / λυρισμός & θόρυβος / αγάπη για όσα υπόσχεται το χάος / το τέρμα είναι ίσως η αρχή της ομορφιάς / εσύ / άλλοι/ διατάραξη εσωτερικής ησυχίας/

Με υλικό απ’ αυτά τα αρχεία, και μια διάθεση αναμόχλευσης, ο Λόλεκ συνθέτει μουσική και φτιάχνει τραγούδια από την σκιώδη πλευρά των πραγμάτων, τις αντιφάσεις και τις μη κατασταλαγμένες απόψεις, και όλα τα υπόλοιπα που πιθανόν μετεωρίζονται μέσα μας, μέσα στον καθένα από εμάς, σε όσους από εμάς δεν έχουν ακόμη καταλήξει ως προς το αν είμαστε ένα αστείο ή μια εξιστορούμενη τραγωδία. 

Αρχικά υπάρχουν οι κασέτες. Υπάρχουν οι Nirvana κι οι Τρύπες. Και την ίδια στιγμή υπάρχει και το ακορντεόν, ένα όργανο συνδεδεμένο με την καταγωγή του πατέρα του, συνδεδεμένο με την Ιθάκη.

Λ: Στην Ιθάκη παίζουν στα πανηγύρια καντάδες και βαλς και νομίζω πως αυτό το στοιχείο άρεσε πολύ στον πατέρα μου κι έτσι προέκυψε να κάνω κι εγώ ακορντεόν με δική του πρωτοβουλία. Σύντομα θα  εγκαταλείψω ωστόσο αυτό το όργανο ξεκινώντας κιθάρα, πρώτα ακουστική και στην συνέχεια ηλεκτρική. Μεγαλώνοντας άρχισα επίσης να πηγαίνω και προς τα τύμπανα κι επειδή, σχετικά γρήγορα, ήμουν σε θέση να παίζω μπήκα σε μπάντες ως ντράμερ. Σ’ εκείνη την φάση δεν είχα βέβαια κάποια σοβαρή σκέψη σε σχέση με την μουσική, αυτό έγινε πολύ μετά, αφού ολοκληρώθηκαν άλλοι κύκλοι. Είχαμε φτιάξει τους Touched, μια πανκ μπάντα, κι αργότερα, μαζί με τον Αλέξανδρο Ηλιάκη, φτιάξαμε και τους “Bolek & Lolek”. Σε μία δεδομένη στιγμή, ο Αλέξανδρος μετακινήθηκε όμως φεύγοντας για το εξωτερικό κι έτσι εγώ, έχοντας μερικές ιδέες για τραγούδια, άρχισα να δοκιμάζω πράγματα μόνος.

Από εκείνες τις ελεύθερες δοκιμές και ηχογραφήσεις που λαμβάνουν χώρα σ’ ένα σπίτι τελικά θα προκύψει το πρώτο ολοκληρωμένο άλμπουμ του Λόλεκ, το “Alone”, ένα άλμπουμ που συγκεντρώνοντας στην μία λέξη του τίτλου την ουσιαστική μετάβαση εκείνης της περιόδου εγκαινιάζει παράλληλα την αρχή μιας προσωπικής διαδρομής. Όταν λίγα χρόνια αργότερα, το 2011, κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ, ο “Αχινός”, γίνεται επίσης σαφές πως αυτή η αρχή δεν περιορίζεται στο σημείο εκκίνησης αλλά θα έχει και συνέχεια. Το γεγονός επιβεβαιώνεται τόσο από μια πορεία μουσικής γραφής για το θέατρο και τον κινηματόγραφο όσο και από τα επόμενα άλμπουμ που ακολουθούν, το “Ουρανός Μολύβι” που κυκλοφορεί το 2015 καθώς και το πιο πρόσφατο “Άγρια” που κυκλοφόρησε μόλις λίγους μήνες πριν.

Β: Στα τρία από τα τέσσερα άλμπουμ σου πέρα από μουσική υπογράφεις και στίχους. Επί της δημιουργικής διαδικασίας από που ξεκινάς;

Λ: Ξεκινάω πάντα από την μελωδία, ξεκινάω από την μουσική. Θεωρώ πως η μουσική μιλάει άλλωστε από μόνη της, η μουσική είναι αυθύπαρκτη και δεν χρειάζεται απαραίτητα το λόγο. Ακολουθώντας λοιπόν αυτή την αρχή αφήνω πάντα την μουσική να μιλήσει, να υπάρξει, κι αργότερα, αν αποφασίσω πως όλο αυτό θέλω να είναι τραγούδι, προσθέτω τους στίχους. Δεν ξεκινάω όμως ποτέ αντίστροφα, οι στίχοι είναι δηλαδή γι’ εμένα το σημείο που τελειώνει κάτι, είναι το σημείο που θα πω με λέξεις ή θα συμπληρώσω με λέξεις αυτό που ήδη έχει αφηγηθεί ως ιστορία η μουσική. Συνδέομαι φυσικά και μ’ αυτά που γράφω αλλά για να είμαι απόλυτα ειλικρινής νομίζω πως, συνολικά, αυτό που με ελκύει τόσο έντονα στην μουσική είναι η αίσθηση πώς μέσω της μουσικής μπορώ να εκφράσω πράγματα που αν τα επικοινωνούσα αποκλειστικά με τα λόγια δεν θα είχαν την ίδια δύναμη. Γι’ εμένα είναι σαν να υπάρχει πάντα κάτι που δεν αποτυπώνεται στα λόγια και γι’ αυτό και την στιγμή που αναζητάω τρόπους να εκφραστώ νιώθω πως αυτό μπορεί να γίνει καλύτερα και πιο ολοκληρωμένα μέσω της μουσικής.

 width=

photo credit: Ευτυχία Βλάχου

Β: Όσο βρίσκεσαι εντός της δημιουργικής διαδικασίας ποιος είναι ο αόρατος ακροατής σου;

Λ: Νομίζω πως αυτό το πρόσωπο έχει μάλλον να κάνει με μια προβολή του εαυτού μου, με την έννοια ότι μάλλον τοποθετώ σ’ αυτή την θέση δικά μου συναισθήματα επιθυμώντας ακούγοντας κάποιος άλλος την μουσική μου, ιδανικά, να βιώσει πράγματα που έχω βιώσει εγώ ακούγοντας την μουσική άλλων ανθρώπων. Και θέλω να συμβεί μια έκρηξη. Όπως έχει συμβεί και σ’ εμένα σε στιγμές που ακούω κάτι, και με πιάνει κάτι, και με τινάζει και ξαφνικά βρίσκομαι τελείως αλλού, σ’ έναν άλλο χώρο, σ’ έναν άλλο χρόνο, σε μια άλλη κατάσταση. Αυτή η εμπειρία που μπορεί να προκύψει μέσα από την μουσική, μαζί με την ένταση που την συνοδεύει, μοιάζει σαν ένα χτύπημα πάνω στα αντανακλαστικά σου, είναι ένα τεστάρισμα των αισθήσεων. Τεστάρεις τις αισθήσεις σου και το κατά πόσο μπορείς να αισθανθείς πράγματα μ’ έναν πηγαίο τρόπο, έναν τρόπο που είναι ίσως λησμονημένος κι από τον εαυτό σου τον ίδιο. Φυσικά αυτό δεν γίνεται συχνά. Και γι’ αυτό κι όταν συμβαίνει έχει τρομερά μεγάλη αξία.

“Δεν με ενδιαφέρει το να προσδιορίσω ακριβώς τη μουσική μου. Μέσα σε κάθε άλμπουμ υπάρχουν στιγμές που είναι πιο τραχιές, πιο οργισμένες κι άλλες πού είναι πιο ήπιες, πιο γλυκιές. Γιατί αυτά είναι συναισθήματα που έτσι κι αλλιώς βιώνουμε όλοι καθημερινά και πλευρές του εαυτού μας που είτε μπορεί να έχουμε είτε μπορεί να γίνονται trigger από άλλους ανθρώπους ή καταστάσεις. Είμαστε ένα πλήθος πραγμάτων και πολλά από αυτά τα πράγματα μπορεί να είναι μέχρι κι αντιφατικά. Όπως και ‘χει, όλα αυτά τα πράγματα είμαστε, κι όλα αυτά καλούμαστε να εκφράσουμε ή να εξηγήσουμε, κι όλα αυτά, εννοείτε, μπαίνουν ασυνείδητα και στην μουσική ή διεγείρονται μέσω της μουσικής”.

 width=

Β: Μιλώντας πρωτύτερα για τον τρόπο που εσύ ακούς άλλους καλλιτέχνες σκέφτομαι την αφιέρωση που κάνεις στον Μάρκο Βαμβακάρη με το άλμπουμ σου “Ουρανός Μολύβι”. Σ’ αυτό το άλμπουμ κινείσαι σ’ ένα διαφορετικό είδος μουσικού δρόμου που αφορμάται απ’ το ρεμπέτικο. Σ’ αυτό το άλμπουμ, κατ’ εξαίρεση, οι στίχοι είναι επίσης γραμμένοι όχι από εσένα αλλά από ένα διαφορετικό πρόσωπο, τον Γιάννη Καχραμάνογλου. Πως προέκυψε αυτό το άλμπουμ κι αυτή η συνεργασία;

Λ: Ο Γιάννης είναι φίλος και ήξερα πως έγραφε αλλά δεν είναι μουσικός και ούτε θα επιχειρούσε ποτέ να ολοκληρώσει κάτι γιατί δεν είναι εκείνο το άτομο που εύκολα θα παρουσίαζε όσα κάνει προς τα έξω. Γνωρίζοντας την δουλειά του αισθάνθηκα λοιπόν πως θα ήταν ωραίο να μπω κι εγώ σ’ αυτό και να γίνει κάτι από κοινού. Το συγκεκριμένο άλμπουμ, παρ’ όλα αυτά, είναι ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να μην έχει κυκλοφορήσει, θα μπορούσε να είναι κάτι που συνέβη μόνο γι’ μας. Γιατί είναι ένα άλμπουμ προσωπικό μεταξύ φίλων. Κι είναι επίσης η αποτύπωση του θαυμασμού που τρέφω για ανθρώπους που μπορεί να κρατάνε πράγματα μόνο για τους ίδιους ή για εξαιρετικά κοντινούς τους ανθρώπους. Όπως είχα γράψει και σε μια σημείωση που υπάρχει στο cd με συγκινούν οι άνθρωποι που για κάποιο λόγο φυλάνε πράγματα μες στο συρτάρι τους χωρίς να τα αποκαλύπτουν εύκολα. Υπάρχει πάντα ένα μυστήριο σε όλα εκείνα που μένουν φυλαγμένα και ταυτόχρονα υπάρχει και μια ελπίδα γι’ όσα δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί.

Β: Αυτά τα συρτάρια που αναφέρεις μου φέρνουν στο νου τον τρόπο που συχνά λειτουργούν οι ποιητές. Και μιας και προσωπικά βρίσκω και στοιχεία ποίησης στην δουλειά σου δεν μπορώ σ’ αυτό το σημείο να μην σε ρωτήσω αν σ’ ενδιαφέρει αυτή η φόρμα, η ποιητική φόρμα.

Λ: Εγώ δεν γράφω ποίηση γράφω σκέψεις. Και γράφω λέξεις που σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να μην ακούγονται καν, μπορεί να είναι λέξεις μισές ή να μην βγάζουν νόημα. Στην πραγματικότητα έχω μάλιστα πολλές επιφυλάξεις για την μελοποίηση της ποίησης γιατί η ποίηση συνδέετε συχνά στην μουσική μ’ έναν ελιτισμό που δεν μου αρέσει και δεν με αφορά. Εγώ δεν ανήκω εκεί. Εγώ ανάλογα με το θέμα, ανάλογα με την ανάγκη μου να μιλήσω για κάτι κι ανάλογα με το που με οδηγεί η μουσική ενδιαφέρομαι απλώς να γράψω σκέψεις και μόνο σκέψεις. Κι όταν προκύψει να μελοποιήσω κάτι σε ποίηση, όπως έχει συμβεί, πάλι θα το κάνω γιατί θέλω να εκφράσω σκέψεις και μόνο σκέψεις.

Β: Έχει βέβαια πάντα ένα ενδιαφέρον η στιγμή που οι σκέψεις μας συναντιούνται με τις σκέψεις άλλων. Για παράδειγμα το κομμάτι σου “Κανένα Έλεος” μοιάζει να συνομιλεί με την σκέψη του Ντίνου Χριστιανόπουλου όταν γράφει το “Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου γι’ εμένα”. Αλήθεια, γνώριζες αυτή την φράση όταν εσύ έγραφες το δικό σου τραγούδι;

Λ: Δεν είχα ιδέα. Κι έτσι αργότερα ένιωσα μεγάλη έκπληξη. Γιατί υπάρχει πάντα κι ένα τέτοιο συναίσθημα όταν ανακαλύπτεις συγγένειες, κι εμένα μου αρέσει αυτό, δηλαδή μου αρέσει ούτως ή άλλως να ψάχνω και να εντοπίζω συγγένειες ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Μ’ αρέσουν οι συνδέσεις, μου αρέσει να βρίσκω πράγματα που έχουν πει διαφορετικοί καλλιτέχνες και ενδεχόμενος και σε διαφορετικές εποχές. Ακόμη κι ανάμεσα σε διαφορετικούς κλάδους της τέχνης ή κι ανάμεσα σ’ ανθρώπους που δεν γνωρίζουν ο ένας την δουλειά του άλλου μπορείς να βρεις κάτι κοινό. Σε μεγάλο βαθμό, νομίζω άλλωστε πως όλα έχουν ειπωθεί. Αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί τελικά αυτό που μετράει είναι ανάγκη που έχεις εσύ να επαναλάβεις κάτι ή να το πεις το ίδιο πράγμα μ’ έναν άλλον τρόπο ή να ερευνήσεις, εξαρχής, την σχέση σου με κάτι.

 width=

photo credit: Ευτυχία Βλάχου

Β: Περνώντας στην τελευταία δουλειά σου, το “Άγρια”, και στις σημερινές σου αναζητήσεις, θέλω να σταθώ στο κομμάτι “Οι Άλλοι” και στο ρεφρέν αυτού του κομματιού, ένα ρεφρέν που εγώ τουλάχιστον το ακούω ως ένα σχόλιο πάνω στην πιθανή σύγχρονη επιδερμικότητα των πραγμάτων. Αυτό το σχόλιο είναι άραγε ενδεικτικό όλων όσων εσένα σε απασχολούν κι επιχειρείς να επικοινωνήσεις προς τα έξω αυτό το διάστημα;

Λ: Δεν ξέρω αν είναι ενδεικτικό ξέρω όμως αυτό το στοιχείο της επιδερμικότητας υπάρχει σ’ ένα βαθμό γύρω μας. Όπως το βλέπω εγώ, σήμερα, βιώνουμε δηλαδή κάτι που…πως να το πούμε τώρα; Να το πούμε “φασισμό” της χαράς; Να το πούμε “καταναγκασμό” της χαράς; Να μιλήσουμε ίσως για μια χαρά που “επιβάλλεται”, μια χαρά που κουβαλάει ένα “πρέπει”; Από την άλλη, όλη αυτή η κατάσταση τροφοδοτεί βέβαια και το αντίθετο της. Δηλαδή, σήμερα, εκδηλώνεται μια παράλληλη  δαιμονοποίηση και μια αποφυγή ή αποστροφή για οποιαδήποτε κουβέντα έχει να κάνει με κάτι το στενάχωρο. Ή κάτι που μπορεί να είναι πιο προσωπικό ή κάτι που μπορεί να μας εκθέτει ή κάτι που δεν προσθέτει και δεν επιβεβαιώνει την γενικότερη εικόνα “γαματοσύνης” μας.

Β: Αν πάρουμε ως δεδομένο ότι σ’ ένα βαθμό η τέχνη απορροφά και αντανακλά (και) ζητήματα της εποχής της, κι επειδή όλο αυτό περιγράφεις σε σχέση με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εγώ κάπως το συνδυάζω και με τα με το ύφος και ήχο σου, και τα dark wave στοιχεία σου, θα ήθελα μου πεις λίγα λόγια παραπάνω. Για παράδειγμα, εσύ που αποδίδεις αυτή την τάση;

Λ: Νομίζω πως έχει να κάνει και με τα κοινωνικά δίκτυα που είναι ένας κατεξοχήν χώρος επίδειξης. Εξαιτίας του μέσου, κι εξαιτίας της ανάγκης μας να γίνουμε αρεστοί, προβάλουμε εκεί επιλεκτικές πληροφορίες, και πράγματα που κατά βάση μας επαινούν ή μας διαφημίζουν κι αυτό μπορεί να οδηγήσει τελικά και σε μια σύγχυση. Γιατί η συνεχής επανάληψη της προβολής αυτής της εικόνας, διαδοχικά, μοιάζει να μας απομακρύνει από άλλα κομμάτια του εαυτού μας – κομμάτια που καταλήγουν να γίνονται όλο και πιο δυσπρόσιτα, κομμάτια που αν αρχίσουμε μετά να τα σκαλίζουμε οδηγούμαστε μέχρι και σε πανικό γιατί έχουμε απομακρυνθεί από την ιδέα να πηγαίνουμε λίγο βαθύτερα.

Από την άλλη, κανένα ψηφιακό προσωπείο δεν μπορεί να ανταποκριθεί στο ειλικρινές συναίσθημα μας, είναι αδύνατον να ανταποκριθεί, γιατί η πραγματικότητα μας δεν είναι αυτή και τα περισσότερα πράγματα που μας αφορούν δεν είναι έτσι – τόσο “τέλεια”. Άρα η πραγματικότητα είναι γεμάτη από όλα τα υπόλοιπα, τα αληθινά πράγματα, καταλήγοντας σε κάτι άνισο. Αυτή η ανισότητα θα μας αφήσει όμως στο τέλος ένα βάρος να διαχειριστούμε, ήδη μας αφήνει, κι επιπλέον καταλήγουμε να γινόμαστε όλο και πιο μόνοι. Εμείς κι ο εαυτός μας και όλα αυτά που κρύβουμε από όλους τους άλλους εμφανίζοντας μόνο το ιλουστρασιόν μας κομμάτι. Αυτό το κομμάτι δεν αρκεί όμως για να επικοινωνήσουμε κι έτσι μετά περιορίζονται κι οι άνθρωποι με τους οποίους αληθινά επικοινωνούμε. Αρχίζει να υπάρχει τελικά μία ντροπή. Την πραγματική μας εικόνα αρχίζει να την συνοδεύει μία ντροπή. Γιατί δεν είμαστε αυτό που θα θέλαμε να δείχνουμε.

“Σίγουρα η γενιά μας έχει να διαχειριστεί τα δικά της σύνθετα ζητήματα κι ένα απ’ αυτά προκύπτει και από την εμπλοκή μας με το ψηφιακό κόσμο. Οι αλλαγές που φέρνει αυτός ο κόσμος στους εαυτούς μας είναι ένα θέμα που δεν γίνεται να μην μας απασχολεί. Στην πραγματικότητα είναι η πρώτη φορά που ένα άλμα της τεχνολογίας θέτει τέτοια πλαίσια, ιστορικά διανύουμε μια περίοδο αλλαγής δεδομένων”.

Β: Το άλμπουμ “Άγρια” μπήκε αμέσως σε πολλές από τις λίστες των καλύτερων άλμπουμ της χρονιάς διαθέτοντας διάφορα κομμάτια που εξηγούν την απήχηση. Εγώ ωστόσο θέλω να σταθώ και στην διασκευή που έκανες στο τραγούδι “Αυτός ο άνθρωπος”. Το συγκεκριμένο κομμάτι έχει σφραγιστεί από την Ρίτα Σακελλαρίου, μια μνημειώδη, κατά την άποψη  μου, γυναικεία φωνή. Αυτό το γυναικείο ερμηνευτικό αποτύπωμα σου δημιούργησε κάποιες σκέψεις, σε έκανε ίσως να νιώσεις πως χρειάζεσαι  λίγο παραπάνω “ειδικό” θάρρος για να βγεις και να ερμηνεύσεις ως αντρική φωνή τους ίδιους στίχους;

Λ: Θάρρος θέλει το οτιδήποτε πας να εκθέσεις προς τα έξω. Κατ’ τ’ άλλα εγώ ποτέ δεν σκέφτηκα διασκευάζοντας αυτό το κομμάτι το γυναίκα ή άντρας γιατί ούτε σε προσωπικό επίπεδο κάνω αυτό το διαχωρισμό. Στην ζωή μου, εγώ δεν κοιτάω δηλαδή αυτόν που είναι απέναντι μου κρίνοντας απ’ το φύλο, εγώ κοιτάω τον άνθρωπο. Οπότε, όχι, ουσιαστικά δεν υπήρξε αυτή η σκέψη παρά μόνο μια επιθυμία υπήρξε, μια ιδιαίτερη διάθεση, να μοιραστώ τον τρόπο που ακούω εγώ αυτό το κομμάτι. Το συγκεκριμένο τραγούδι είναι βέβαια ένα τραγούδι που μ’ αρέσει ούτως ή άλλως αλλά σ’ ένα βαθμό εδώ έρχεται και το ζήτημα της αισθητικής ή το πώς θέλεις εσύ να αποδώσεις κάτι. Οι στίχοι αυτού του τραγουδιού έχουν κάτι μαύρο κι είναι ζεϊμπέκικο όπου θεωρητικά το ζεϊμπέκικο είναι ένας χορός απόγνωσης στην βάση του. Απλώς στην νέα ελληνική πραγματικότητα αυτό το κομμάτι είχε ενορχηστρωθεί με όρους τουριστικής ανάπτυξης. Εγώ από την άλλη, ακούγοντας ακόμη και το πρωτότυπο εισπράττω μια διαφορετική αίσθηση κι αυτό είναι και που κατέθεσα.

 

Β: Πέρα από όλα τα παραπάνω γράφεις επίσης μουσική για το θέατρο και για τον κινηματογράφο και μάλιστα έχεις βραβευτεί στο παρελθόν για την μουσική σου στην παράσταση “Κατερίνα”.  

Λ: Ναι, γράφω σταθερά μουσική για θεατρικές παραστάσεις ή κινηματογραφικά πράγματα κι αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ να κάνω γιατί μου αρέσει που σ’ αυτή την περίπτωση δεν χρειάζεται να υπακούω σε μια δομή τραγουδιού, μπορώ να γράφω πράγματα πιο αφαιρετικά και πιο ελεύθερα μουσικά, κι επίσης μου αρέσει που σ’ αυτή την περίπτωση δίνεται η δυνατότητα να μιλάει αποκλειστικά και μόνο η μουσική. Επιπλέον, μου αρέσει κι η διαδικασία. Η μουσική μιας παράστασης έχει άλλους κανόνες γιατί είναι ένα ακόμη στοιχείο που μπαίνει δραματουργικά κι άρα αυτός είναι ένας διαφορετικός τρόπος προσέγγισης πάνω στην μουσική που όπως είπα μου αρέσει εξίσου, μου ταιριάζει.

Β: Είσαι ένα άτομο που γενικά δουλεύεις σε πολλά πεδία. Για παράδειγμα, στο “Αγρία” συνυπογράφεις από κοινού με τον Νίκο Βελιώτη και την ενορχήστρωση & παραγωγή του άλμπουμ ενώ, ενίοτε, αναλαμβάνεις αυτό το κομμάτι, της παραγωγής, και σε άλμπουμ άλλων. Είσαι επίσης ενεργός καλλιτέχνης εδώ και αρκετά χρόνια. Αλήθεια, αναθεώρησες ποτέ αυτή την επιλογή;

 width=Λ: Γενικά είναι δύσκολο το να είσαι καλλιτέχνης, το να έχεις κάνει μία τέτοια επιλογή. Είναι από αυτά τα πράγματα που ορισμένες φορές τα σκέφτεσαι και λες μέσα σου “μα καλά τι κάνω”; Επιπλέον, υπάρχει πάντα και μία μοναξιά μέσα σε όλο αυτό. Και με όρους σημερινής κοινωνίας ή επιτυχίας είναι επίσης μια τρέλα. Στο τέλος όμως θα μπει πάντα το ερώτημα του πως θέλεις να ζήσεις εσύ τι ζωή σου, τι έχει αξία για εσένα και με ποιους θέλεις να επικοινωνήσεις.

Β: Μιας κι αναφέρεις κι αυτό το στοιχείο, της επικοινωνίας, πες μου λίγο και γι’ αυτό. Είσαι από τους καλλιτέχνες που χαίρεσαι τα live σου;

Λ: Για κάποιο λόγο κινητοποιούμαι δημιουργικά περισσότερο σε στιγμές στενάχωρες κι έτσι πολλά από τα τραγούδια μου, κι ίσως κι όλα, δεν είναι γραμμένα σε στιγμές χαράς. Όταν λοιπόν βρίσκομαι στην σκηνή, κι είμαι ολοκληρωτικά εκεί, γιατί θέλω να είμαι εκεί, υπάρχει πάντα και μια πτυχή του εαυτού μου που αναβιώνει πράγματα και συναισθήματα άλλου χαρακτήρα. Οπότε δεν μπορώ να σου πω ότι αυτό που αισθάνομαι έχει να κάνει ακριβώς με χαρά. Βιώνω όμως την σύνδεση με τον κόσμο κι αυτή η σύνδεση που έχει να κάνει ακριβώς μ’ αυτό το στοιχείο, με το στοιχείο της επικοινωνίας, φέρνει πάντα μια δυνατή ικανοποίηση. Άλλωστε, όπως είπα και πρωτύτερα, εγώ μέσα από την μουσική εκφράζομαι και επικοινωνώ τα πράγματα καλύτερα. Και μέσω της μουσικής, αισθάνομαι κάθε φορά πως και η επικοινωνία μου με τους ανθρώπους γίνεται βαθύτερη και πιο ισχυρή.

Β: Πριν κλείσει αυτή η συνέντευξη θέλω να σε ρωτήσω κάτι τελευταίο. Έχεις ακόμη έναν αχινό μέσα σου;

Λ: Νομίζω πως ό,τι τραγούδι έχω φτιάξει ή μουσική υπάρχει μέσα μου. Όλα εξακολουθούν να υπάρχουν μ’ ένα τρόπο.

 

Με τον Λόλεκ aka Γιάννη Αναγνωστάτο βρεθήκαμε αμέσως μετά το κλείσιμο του κύκλου των θεατρικών παραστάσεων της “Αντιγόνης” που μέχρι πρότινος παρουσιάζονταν στο Θέατρο Τέχνης σε σκηνοθεσία της Μαρίας Πρωτόπαππα και με την υπογραφή της μουσικής του.

Το άλμπουμ “Αγρια” κυκλοφορεί από την Inner Ear Records.