Skip to main content

Της Βάσιας Παρασκευοπούλου

.YELLOWBOX. ΠΟΡΤΡΑΙΤΑ.

Η αγάπη της Μάρθας Φριντζήλα για την τέχνη είναι μια αγάπη ενωτική και ενιαία, μια αγάπη  που δεν διαχωρίζει την τέχνη απ’ την τέχνη, και γι’ αυτό και στην περίπτωση της, όλα όσα κάνει, παίρνουν πολλές εκφράσεις, χωρίς να περιορίζονται σ’ ένα και μόνο πράγμα. Χαρισματική και πολυτάλαντη, άλλοτε διοχετεύει την ενέργεια της προς την μουσική και το τραγούδι, άλλοτε προς το θέατρο, κι άλλοτε προς άλλες κατευθύνσεις, εξίσου δημιουργικές. Συνεπής απέναντι στον εαυτό της, χαράσσει μια διαδρομή που λοξοδρομεί από ταμπέλες και καλούπια, κι όντας αποστασιοποιημένη, ως καλλιτέχνιδα, από καριερίστικες διαθέσεις, διατηρεί μια σχέση πρωτίστως προσωπική με τις επιλογές της, ακολουθώντας τον δρόμο που της δείχνει η καρδιά ή οι γάτες της. Καθώς κάθομαι στον καναπέ χαμογελάω γιατί αντιλαμβάνομαι σε τι αναφέρεται η Μάρθα, αντιλαμβάνομαι πως μιλάει για την σοφία, την διαίσθηση, την τρυφερότητα και όλα τα υπόλοιπα ιδιαίτερα χαρίσματα που διαθέτουν αυτά τα ζώα. Χαμογελώντας κι εκείνη έρχεται και κάθεται απέναντι μου. Βρισκόμαστε στο τελευταίο όροφο του “Baumstrasse”, ενός πρώην αποθηκευτικού συγκροτήματος, που η Μάρθα Φριντζήλα μαζί με τον σύντροφο της Βασίλη Μαντζούκη, συνθέτη και ζωγράφο, έχουν πλέον μεταμορφώσει σ’ ένα πολυχώρο πολιτισμού. Το τριώροφο οίκημα στον Κολωνό είναι σημείο αναφοράς στην πόλη καθώς επίσης κι ένα από τα σταθερά σημεία συνάντησης ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Συνήθως, ο χώρος είναι γεμάτος από κόσμο, γίνονται εργαστήρια, παραστάσεις, πρόβες αλλά σήμερα είναι Κυριακή, μια ήσυχη μέρα, ιδανική για καφέ και κουβέντα. Με την διάθεση να μάθω όσα περισσότερα μπορώ για τις επιρροές που την διαμόρφωσαν, αλλά και την πολύπτυχη δραστηριότητα της πατάω το rec και της δίνω το λόγο.

 Μάρθα Φριντζήλα:

H Τέχνη Μας Βοηθά Να Επικοινωνήσουμε Τα Όνειρα Μας

Β: Πιάνοντας την ιστορία απ’ την αρχή, θα ήθελα Μάρθα να μου πεις δυο λόγια για την Ελευσίνα, το μέρος που μεγάλωσες. Σου άρεσε αυτή η πόλη; Τι πήρες μαζί σου απ’ αυτή την πόλη φεύγοντας;

M: Η Ελευσίνα είναι ένα μέρος πανέμορφο που ταυτόχρονα κουβαλάει ένα σύννεφο βαρύ από πάνω του. Στην εφηβεία, συνδέθηκα πολύ με το λιμάνι, εκεί βγαίναμε τις βόλτες μας, αλλά και με τον αρχαιολογικό χώρο που ήτανε το σημείο συνάντησης όλων των κουλτουριάρικων παιδιών της περιοχής. Ήμουν ένα παιδί που φωτογράφιζα πάρα πολύ την πόλη, την αγαπούσα πολύ, αγαπούσα πολύ το σύγχρονο παρελθόν της, την  βιομηχανοποίησή της δηλαδή, και αγαπούσα πάρα πολύ και τον μύθο της. Πάντα με γοήτευαν και οι δύο όψεις αυτής της πόλης, κι έτσι από την μία, κρατάω μέσα μου την εικόνα από τα παλιά εργοστάσια και τα νταμάρια, κι από την άλλη, το μικρό άγαλμα της Φεύγουσας Κόρης από το Αρχαιολογικό μουσείο. Αυτός ο συνδυασμός, μου έχει δώσει νομίζω ένα μέτρο ομορφιάς πολύτιμο, που με ακολουθεί μέχρι και σήμερα.

Β: Πώς ήταν τα παιδικά σου χρόνια;

M: Τα παιδικά μου χρόνια ήταν δύσκολα. Έχασα την μητέρα μου, την Ειρήνη, όταν ήμουνα πολύ μικρή, και μετά το θάνατο της ακολούθησε μια πολύ προβληματική οικογενειακή κατάσταση, γιατί  μεγάλωσα με μητριά. Ήταν ένας ασυγκίνητος άνθρωπος που μάς φερόταν απαίσια, και μέχρι τελικά να χωρίσει ο πατέρας μου, την περίοδο που εγώ τελείωνα το δημοτικό, ζούσα κλεισμένη στο σπίτι, ενώ, οι μοναδικές στιγμές ελευθερίας που είχα ήτανε στο σχολείο. Ως παιδί, ήμουν όμως δυνατή, έμοιαζε σαν να γνώριζα δηλαδή κάπως την δύναμη μου. Και ποτέ δεν το έβαζα κάτω. Εστίαζα πάντα σ’ αυτά που εγώ ήθελα, έφτιαχνα τα δικά μου πράγματα, χρησιμοποιώντας τα δικά μου υλικά. Οι φωτογραφίες, οι χειροτεχνίες, οι ζωγραφιές, το τραγούδι, τα ποιήματα μου ήταν ο δικός μου κόσμος, κι αυτός ο κόσμος, που ήταν ωραίος, έκανε ταυτόχρονα οτιδήποτε άλλο, άσχημο, να εξασθενεί.

Β: Άρα, οι καλλιτεχνικές σου τάσεις είχαν εκδηλωθεί από τότε. 

M: Ναι, από τότε που ήμουν πολύ μικρή έγραφα, τραγουδούσα, έκανα θέατρο. Ήταν φανερή η κλίση μου και πάρα πολύ έντονη˚ τίποτα δεν θα μπορούσε να την σταματήσει. Όπως ήταν φυσικό, οι δάσκαλοι μ’ έσπρωχναν ακόμη περισσότερο προς την τέχνη. Όλοι οι δάσκαλοι της ζωής μου πίστευαν πολύ σ’ εμένα, αλλά κι ο πατέρας μου, ο Δημήτρης, δεν με εμπόδισε ποτέ, κι αντίθετα, ήταν πάντα στο πλευρό μου. Ποτέ δεν μου έβαλε φρένο σ’  αυτά που ήθελα να κάνω, ποτέ δεν έβαλε εμπόδια και πάντα με βοηθούσε. Μετά το Λύκειο, ξεκίνησα να σπουδάζω σε Δραματική Σχολή στην Αθήνα και πριν ολοκληρώσω τις σπουδές μου, έκανα την πρώτη μου δουλειά στο θέατρο. Μετά από μια ακρόαση με πήραν ως ηθοποιό σε μια παράσταση του Εθνικού θεάτρου, και από τότε μέχρι και σήμερα δεν έχω σταματήσει, δηλαδή όλα αυτά τα χρόνια, από το ‘93, εργάζομαι αδιάλειπτα ως καλλιτέχνης, είτε στο θέατρο, είτε στο τραγούδι, χωρίς παύση.

Β: Πότε ξεκινάς να εμφανίζεσαι ως τραγουδίστρια;

M: Ως τραγουδίστρια είχα ξεκινήσει να εργάζομαι λίγο νωρίτερα, δηλαδή από την περίοδο των σπουδών μου. Έπρεπε να  βγάλω τα έξοδα της σχολής, να ζήσω, οπότε τραγουδούσα σε ρεμπετάδικα. Μέχρι τότε, είχα κάνει κλασικό τραγούδι, μελετούσα το κλασικό ρεπερτόριο, αλλά εκείνο το διάστημα άρχισα ουσιαστικά να μελετάω και το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι. Αυτή η μουσική μου ήταν βέβαια πολύ οικεία, μ’ αυτή έχω μεγαλώσει. Στο σπίτι μας έπαιζε πολύ ραδιόφωνο κι αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα μου. Μεγάλωσα με Στέλιο Καζαντζίδη, με Πόλυ Πάνου, με Γρηγόρη Μπιθικώτση, με Βίκυ Μοσχολιού. Μεγάλωσα με ρεμπέτικα, μεγάλωσα με Βαμβακάρη και Τσιτσάνη κι επίσης με δημοτικά τραγούδια. Το καλοκαίρι πηγαίναμε στο χωριό, οπότε εκεί είχαμε πανηγύρια, γλέντια, καταλαβαίνεις.

Β: Σύντομα θα μπει στην ζωή σου και η σκηνοθεσία. Πότε ακριβώς σκηνοθετείς το πρώτο σου έργο και που; 

M: Δυόμιση χρόνια μετά το τέλος των σπουδών μου, άρχισα να σκηνοθετώ αναλαμβάνοντας την θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σκηνοθεσία ήθελα να κάνω από την πρώτη στιγμή, δηλαδή από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου – στο χωριό, στο σχολείο – έστηνα παραστάσεις. Από παιδί αυτό έκανα και πάντα αυτό ήθελα να κάνω. Για εμένα, το να φτιάχνω έναν κόσμο, από το κείμενο μέχρι την μουσική και τα κουστούμια, είναι μία μαγική διαδικασία κι αυτήν την τάση την είχα από πάντα. Με την θεατρική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών ανεβάσαμε τότε τον Ματωμένο Γάμο. Αυτή ήταν η πρώτη μου σκηνοθεσία, κι ήταν μια χειροποίητη παράσταση που είχε γίνει με πολύ αγάπη από όλους μας. Τα επόμενα χρόνια κάναμε κι άλλες, κι άλλες παραστάσεις, και λίγο αργότερα, το 2000, έφτιαξα και την δική μου ομάδα, τον θίασο “Δρόμος Με Δέντρα”.

Από την αρχή είχα την ανάγκη να συναντηθώ με ανθρώπους, να δημιουργούμε πράγματα μαζί, για εμένα έχει σημασία να συναντιόμαστε κι όχι να χωρίζουμε τα χωραφάκια μας. Νιώθω καλύτερα όταν δουλεύουμε όλοι μαζί για να φτιάξουμε ένα ωραίο έργο, αυτό είναι το ζητούμενο, κι όχι να κάνει ο καθένας την καριέρα του… Ναι, για εμένα έτσι έχουν τα πράγματα. Προσωπικά, αισθάνομαι πως είναι ωραίο να ανήκεις σε μια συντεχνία.

 

Β: Κοντά στο 2000 θα βρεθείς και με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου που, αντίστοιχα, έφτιαχνε εκείνη την περίοδο μια άλλη ομάδα, την μπάντα Λαϊκεδέλικα. Πώς  ήταν για εσένα εκείνη η περίοδος;

M: Η περίοδος με τον Θανάση ήταν ένα συγκινητικό πανηγύρι αλλά και πολύ δημιουργικό. Ο Θανάσης είναι ένας άνθρωπος που μοιράζει απλόχερα αυτό που έχει κι επίσης αφήνει πολύ χώρο στους καλλιτέχνες με τους οποίους συνεργάζεται. Δίπλα του ένιωθα ελεύθερη να ερευνήσω καινούργια πράγματα αλλά και να δοκιμάσω τις δυνάμεις μου.

Β: Ένιωθες δηλαδή και λίγο μαθήτρια τότε;

M: Με όσους έχω βρεθεί επί σκηνής νιώθω μαθήτρια. Πέρα από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου έχω συνεργαστεί με την Τάνια Τσανακλίδου, την Μαρία Φαραντούρη, την Χαρούλα Αλεξίου, τον Νίκο Ξυδάκη, την Λένα Πλάτωνος, τον Αργύρη Μπακιρτζή, τον Φοίβο Δεληβοριά και πολλούς ακόμα. Δηλαδή, έχω βρεθεί δίπλα σε ανθρώπους πολύ σπάνιους, έχω βρεθεί δίπλα σε σπουδαίους καλλιτέχνες και από όλους έμαθα πολλά. Είναι συγκινητικό το πόσο δοτικοί και πόσο προστατευτικοί ήταν όλοι. Όλοι οι άνθρωποι που συνεργάστηκα ήτανε έτσι, προστάτευαν ως καλλιτέχνες τον άλλον καλλιτέχνη, δεν τον ανταγωνίζονταν, και γι’ αυτό και σε κάθε συνεργασία μου ένιωθα πάντα μια ελευθερία κι ένα μοίρασμα. width=

Β: Διατρέχοντας όλες αυτές τις συνεργασίες και τους καλλιτέχνες θα μπορούσες να μου αναφέρεις ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας τους που σε κέρδισαν ως άνθρωπο; Τι θυμάσαι πιο έντονα από τον καθένα ξεχωριστά και την συνεργασία σας;

M: Καταρχάς, από την συνάντηση μου με τον Θανάση μου έχει μείνει η χαρά, το γέλιο του. Είναι σαν παιδί ο Θανάσης, όταν παίζαμε όλοι μαζί, έβλεπα έναν άνθρωπο που χαιρότανε σαν παιδί, χαιρόταν από τα βάθη της καρδιάς του μ’ αυτό που γινόταν˚ με την διαδικασία.  Από την Τάνια Τσανακλίδου, θυμάμαι έντονα την φιλοξενία της. Η Τάνια, είναι ένας άνθρωπος που μοιράζεται τα πάντα. Είτε στην σκηνή είτε στο σπίτι της, άνοιγε την πόρτα, κι ύστερα έφερνε κι όλα τα παιχνίδια της για να παίξει μαζί με τον άλλον. Είναι ένας απίστευτα φιλόξενος άνθρωπος η Τάνια. Από την Μαρία Φαραντούρη… Ε, εκεί ένιωσα σαν να βρίσκομαι δίπλα σε ένα φαινόμενο. Δηλαδή, πρώτη φορά ένιωσα τι είναι να βρίσκεσαι δίπλα σε ένα φυσικό φαινόμενο. Είναι φοβερό το μέγεθος αυτής της φωνής. Κι είναι επίσης συγκλονιστικό το χιούμορ της. Η Μαρία είναι ένας από τους πιο ευφυείς ανθρώπους που έχω συναντήσει και γελώ τόσο πολύ, μα τόσο πολύ μαζί της. Από την άλλη, για την Χαρούλα Αλεξίου, τι θα μπορούσα να πρωτοπώ; Με την Χαρούλα εξακολουθούμε να συναντιόμαστε. Η Χαρούλα είναι η φίλη, η μεγάλη αδελφή, η ψυχαναλύτριά μου. Κι είναι επίσης η δασκάλα μου μέχρι και σήμερα, όποτε νιώσω πως χρειάζομαι κάποιον για να με συμβουλέψει για την δουλειά μου ή για την ζωή μου θα πάρω την Χαρούλα.

Β: Είναι πολύ ωραίο να δημιουργούνται τέτοιες σχέσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες. Από τον Νίκο Ξυδάκη τι σου έχει μείνει πιο έντονα;

M: Η αρχοντιά, η ευφυΐα, το μέτρο, το γούστο του.

Β: Κι από τον Αργύρη Μπακιρτζή; 

M: Με τον Αργύρη Μπακιρτζή έχω συνεργαστεί και στο θέατρο,  σε παραστάσεις μου, και κάθε φορά αισθάνομαι δίπλα του σαν παιδί, δεν χορταίνω να τον ακούω να μου λέει ιστορίες˚ είτε παίζοντας, είτε τραγουδώντας, είτε διαβάζοντας. Ο Αργύρης είναι ένας σπάνιος άνθρωπος, όπως, σπάνιος είναι κι ο Φοίβος. Τον Φοίβο Δεληβοριά τον νιώθω συγγενή μου. Απολαμβάνω να περνάω χρόνο μαζί του, απολαμβάνω να κάνω ατέλειωτες συζητήσεις μαζί του. Κι απολαμβάνω επίσης κι όλα όσα κάνουμε καλλιτεχνικά μαζί. Όταν βρίσκομαι στην σκηνή μαζί του νιώθω σαν να έχω πάει πενταήμερη.

Β: Νομίζω πως σε όλα τα live σας με τον Φοίβο υπάρχει μια αίσθηση… ενδόμυχης χαράς. Όπως και πολύ  χιούμορ. 

M: Το χιούμορ για εμένα είναι βασικό συστατικό της ζωής, είναι  κυρίαρχο. Πραγματικά, απεχθάνομαι την σοβαροφάνεια μετά βδελυγμίας. Δεν την αντέχω κι ούτε μπορώ να πάρω στα σοβαρά ανθρώπους που παίρνουν πολύ στα σοβαρά τον εαυτό τους. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω με ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν το χιούμορ – προσωπικά δεν υπάρχω χωρίς το παιχνίδι. Και δεν αντέχεται η δημιουργική διαδικασία αν δεν μπορείς να παίξεις, να γελάσεις, να αστειευτείς.

Β: Είσαι μια καλλιτέχνιδα που είσαι εξίσου δημιουργική τόσο στο θέατρο όσο και στο τραγούδι… Πιστεύεις πως οι θεατρικές σου καταβολές σε κάνουν να προσεγγίζεις διαφορετικά τις μουσικές ερμηνείες σου; Εννοώ πόση βαρύτητα έχουν για εσένα τα λόγια και ο στίχος;

M: Θα σου πω τι μου συμβαίνει όταν παίρνω στα χέρια μου στίχους από ένα καινούργιο τραγούδι. Όταν λοιπόν μου δίνουν κάτι να διαβάσω, θέλω αυτό που διαβάζω να είναι καθαρό. Μου είναι δύσκολο να πω τραγούδια και να τραγουδήσω λόγια που δεν καταλαβαίνω. Η πολλή αυτοαναφορικότητα, η ψυχαναλυτικές βαρύγδουπες εκφράσεις και οι γενικότητες μου δυσκολεύουν τη ζωή και δυστυχώς το νεοελληνικό τραγούδι, το λεγόμενο έντεχνο, πάσχει υπερβολικά απ’ όλα αυτά. Μου αρέσει όταν τραγουδώ να βλέπω εικόνες. Κάθε τραγούδι να λέει μια ιστορία. Τα τραγούδια είναι μικρά έργα, είναι σαν ταινίες μικρού μήκους. Ακόμη κι όταν ένα τραγούδι είναι ας πούμε φιλοσοφικό δημιουργεί μια αφήγηση, σε βάζει σε μια ιστορία, φτιάχνει ένα έργο, μία μικρή ταινία.

Β: Αντιστρέφοντας αυτό που λες, θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι αν κοιτάξουμε την δική μας ζωή ως ταινία θα βρούμε μέσα της πολλά τραγούδια…  Στην δική σου ζωή, υπάρχουν στιγμές που έχουν εγγραφεί στην μνήμη σου με βάση ένα τραγούδι ή μια μουσική;

M: Έχω πολλές τέτοιες στιγμές, θυμάμαι για παράδειγμα μια εκδρομή στην Σαλαμίνα. Ήμουν πολύ μικρή, ήμασταν στο ferry boat και πηγαίναμε στο πανηγύρι. Από κάπου ακούστηκε τότε το τραγούδι «Άστο το χεράκι σου» και εγώ, που ήμουν τότε 5 χρονών περίπου, νόμιζα πως το τραγούδι απευθύνονταν σε εμένα. Είναι μια πολύ ζωντανή και λαμπερή ανάμνηση, συνδέθηκε αυτό το τραγούδι μέσα μου και με την παιδική μου ηλικία αλλά και με όλη εκείνη την αίσθηση του πανηγυριού. Από πολύ μικρή με σημάδεψαν επίσης οι ύμνοι της Μ. Παρασκευής.  Ήμουνα στις μυροφόρες και τραγουδούσα κι όλοι οι ύμνοι ήταν ο θρήνος μου ως παιδί. Έχω κλάψει πολύ τραγουδώντας αυτούς τους ύμνους. Έπειτα, τα πρώτα μεθύσια μου, η εφηβεία, έχουν τον ήχο από το  “Party girl” των U2.  Νομίζω πως θα μπορούσα να αφηγηθώ όλη μου την ζωή σαν ένα σάουντρακ από τραγούδια, μελωδίες και φωνές που έχω αγαπήσει. Για παράδειγμα, θυμάμαι μια άλλη στιγμή, που ταξιδεύαμε με τον Βασίλη προς την Καλαμάτα και στην διαδρομή ακούσαμε από το ραδιόφωνο πως πέθανε η Ρίτα Σακελλαρίου. Και βάλαμε τα τραγούδια της και σ’ όλο το ταξίδι πηγαίναμε ακούγοντας Σακελλαρίου και κλαίγοντας. Αυτή η γυναίκα μου άρεσε εμένα τόσο πολύ. Ο τρόπος που τραγουδούσε, ο τρόπος που έλεγε τα λόγια, και η μορφή, η ομορφιά, η τρέλα της.

Β: Εξαιτίας αυτής της στιγμής επέλεξες να ερμηνεύσεις την μεγάλη επιτυχία της «Εγώ δεν πάω Μέγαρο»;

M: Όχι. Τραγούδησα αυτό το κομμάτι γιατί είναι ένα τραγούδι που μ’ αρέσει. Αυτό το τραγούδι είναι ένας ρόλος, είναι μία κοπέλα που λέει την αλήθεια της, μου αρέσει αυτό, μ’ αρέσει να βρίσκω αλήθεια στα τραγούδια. Είναι πολύ ειλικρινές τραγούδι που λέει αυτό ακριβώς που θέλει να πει. Κι επίσης έχει ωραία μουσική. Τα λόγια και η μουσική δένουν απόλυτα σε αυτό το κομμάτι. Κι αυτό με κέρδισε.

»Γενικά νομίζω πως όλες οι επιλογές μου, όλα όσα κάνω, ξεκινούν από το τι μ’ αρέσει εμένα. Κάτι που μ’ αρέσει πολύ θέλω να το μοιράζομαι γιατί μ’ αρέσει να μοιράζομαι την ίδια αγάπη για κάτι – μ’ αρέσει να μοιράζομαι ό,τι αγαπώ. Άλλωστε ως ερμηνεύτρια αυτή είναι η δουλειά μου. Να συστήνω τα τραγούδια. Να τραγουδώ αυτά που αγαπώ και να αγαπάνε κι οι άλλοι αυτά τα τραγούδια μαζί μου.

Β: Επανέρχεται λοιπόν αυτό το “μαζί ” που ανέφερες και πρωτύτερα. 

M: Ό,τι μας ωθεί προς την δημιουργία, και την τέχνη, είναι νομίζω ακριβώς αυτή η ανάγκη, είναι η ανάγκη του “μαζί”, η ανάγκη να βρούμε τους άλλους. Αυτό αισθάνομαι με την τέχνη. Αισθάνομαι δηλαδή όπως εκείνες τις στιγμές που προσπαθώ να πω σε κάποιον ένα όνειρο που είδα, και θέλω να του μεταδώσω την αίσθηση, το υλικό του ονείρου. Θέλω να μεταφέρω αυτήν την ποιότητα, και θέλω να βρεθώ μαζί με τον άλλον, και να νιώσει όπως ένιωσα εγώ μέσα στο όνειρο μου. Ναι, νομίζω πως αυτό κάνει η τέχνη, η τέχνη μας βοηθά να επικοινωνήσουμε τα όνειρά μας ή να επικοινωνήσουμε αυτό που είμαστε στα όνειρα μας ή ίσως και την ουσία της παιδικής μας ηλικίας. width=

Β: Πιστεύεις λοιπόν πως η τέχνη είναι κάτι αναγκαίο για τον άνθρωπο;

M: Αν φανταστούμε ότι σταματούνε όλα και χάνουμε τα πάντα και το μόνο που μας έχει μείνει είναι μία φωτιά και κάτι καρποί, θα μαζευτούμε γύρω απ’ τις φωτιά, θα φάμε τους καρπούς μας και μετά τι νομίζεις πως θα κάνουμε; Μετά θα πούμε ιστορίες. Αυτό έχει να προσφέρει η τέχνη και γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντική όσο κι ο καρπός.

Β: Έχεις ερμηνεύσει με μοναδικό τρόπο και πολλά παραδοσιακά τραγούδια… Η παραδοσιακή μουσική είναι ένα είδος που αγαπάς εξίσου; 

M: Τα παραδοσιακά τραγούδια είναι τραγούδια αχειροποίητα, είναι δημιουργίες του συνόλου, όλων των υπάρξεων και της γης και μιλάνε πολύ στην ψυχή μου. Μιλάμε για αριστουργήματα που είναι σχεδόν αδύνατον να φανταστεί κάποιος πως δημιουργήθηκαν. Τόσο στις συναυλίες μου, όσο και στο θέατρο χρησιμοποιώ πολύ την δημοτική μουσική και την δημοτική ποίηση.

Β: Πάντως Μάρθα, η εικόνα που περιέγραψες πριν, με τους ανθρώπους γύρω από την φωτιά, μου φέρνει λίγο στο νου κι αυτόν τον χώρο…. Νιώθω δηλαδή πως το “Baumstrasse” θα μπορούσε κάλλιστα να παραλληλιστεί με μια τέτοια φωτιά, μια φλόγα γύρω από την οποία μαζεύονται άνθρωποι. 

M: Νομίζω πως οι άνθρωποι φτιάχνουμε, κατά ένα τρόπο, μόνοι μας τις δικές μας μικρές φωτιές και τις δικές μας μικρές πόλεις με στοιχεία που μαζεύουμε από παντού. Κι εγώ είχα την ανάγκη από πολύ νέα να δημιουργήσω μια τέτοια, δική μου μικρή πόλη, να δημιουργήσω δηλαδή κάτι σαν ένα μικρό νησί για να μαζευτούμε όλοι οι συγγενείς. Γι’ αυτό και έφτιαξα και την ομάδα μου το 2000 κι αργότερα κι όλα τ’ υπόλοιπα.

Β: Η ομάδα λοιπόν “Baumstrasse / Δρόμος Με Δέντρα” εξελίχθηκε διαδοχικά σε ένα είδος καλλιτεχνικής κοινότητας με έδρα αυτόν τον χώρο. Πέρα από εσένα ποιοι άλλοι είναι σ’ αυτή την ομάδα; Ποιος είναι ο πυρήνας της;

M: Ο πυρήνας εκτός από εμένα, είναι η αδελφή μου η Νικολέττα Φριντζήλα που είναι μεταφράστρια και ο Βασίλης Μαντζούκης, ο σύντροφος μου, που είναι συνθέτης και ζωγράφος. Υπάρχουν ωστόσο πολλοί συνεργάτες, πολλοί καλλιτέχνες με τους οποίους είμαστε μαζί στην ομάδα και συνεργαζόμαστε σ’ ένα βάθος χρόνου. Πριν το “Baumstrasse” είχαμε φτιάξει άλλωστε κι έναν άλλον χώρο, διάφοροι καλλιτέχνες είχαμε φτιάξει τον “Κρατήρα”. Όπως είπα και πριν μ’ αρέσει να νιώθω πως ανήκω σε μια συντεχνία και γι’ αυτό και μετά τον “Κρατήρα” συνέχισα να δουλεύω έτσι.

Β: Τι ακριβώς είναι αυτός ο χώρος;

M: Το “Baumstrasse” είναι ένας χώρος συνάντησης καλλιτεχνών κι ανθρώπων που επιθυμούν να μαθητεύσουν στην τέχνη. Φιλοξενούμε σεμινάρια και εργαστήρια, για παράδειγμα υπάρχουν τεχνικά εργαστήρια όπου μαθαίνουμε να φτιάχνουμε κουστούμια, σκηνικά, μάσκες, χειροτεχνίες. Κάνουμε θέατρο, πολυφωνικό τραγούδι, χορό, μαθήματα κινηματογράφου. Με δυο λόγια κάνουμε δηλαδή όλα αυτά που μας αρέσει να κάνουμε, όλα αυτά που αγαπάμε και μας κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, ο χώρος παράγει διαρκώς νέα έργα, νέες μουσικές, νέες παραστάσεις, νέα βιβλία. Tο εκδοτικό κομμάτι είναι κάτι πιο πρόσφατο, είναι κάτι που ξεκινάει τώρα. Την προηγούμενη περίοδο φτιάξαμε επίσης δικό μας στούντιο, το “Baumstrasse recordings” κι αυτή την περίοδο θα μπούμε να το εγκαινιάσουμε ηχογραφώντας δυο νέους δίσκους με δικά μας τραγούδια.

Β: Δεν είσαι από τις τραγουδίστριες που εμφανίζονται συνέχεια στην δισκογραφία οπότε αυτά είναι ευχάριστα νέα. 

M: Μου αρέσει να ζω μέσα στην μουσική, να ασχολούμαι διαρκώς με την ποίηση. Μπορεί να μην βγάζω ένα δίσκο τον χρόνο, αλλά μαθαίνω ένα δυο τραγούδια την βδομάδα. Σε κάθε πρόγραμμα μου, στις μουσικές παραστάσεις, θα βάλω ένα μεγάλο ποσοστό από τραγούδια που δεν έχω ξανατραγουδήσει. Γενικά, δεν με ενδιαφέρει να αφήσω ένα αποτύπωμα, δεν με ενδιαφέρει τόσο το αποτύπωμα, αυτή την αγωνία δεν έχω. Αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι να κάνω αυτά που αγαπώ και να βρίσκομαι διαρκώς μέσα σ’ αυτό τον κόσμο που αγαπώ. Στο κόσμο του τραγουδιού, της μουσικής, του θεάτρου. Παρόλα αυτά νιώθω την ανάγκη να το επικοινωνήσω και γι’ αυτό ηχογραφώ φανατικά αυτήν την περίοδο.

Β: Είσαι η βασική δημιουργός και μίας ακόμη πρωτοβουλίας, του “Αττικού Σχολείου αρχαίου δράματος”. Θέλεις να μου μιλήσεις λίγο και γι’ αυτό;

M: Το “Αττικό σχολείο αρχαίου δράματος” είναι ένα δεκαήμερο γιορτής για εμένα. Κάθε καλοκαίρι, πηγαίνουμε  στην Ελευσίνα κι εκεί πραγματοποιούμε ολοήμερα εντατικά σεμινάρια και εργαστήρια, φιλοξενώντας καλλιτέχνες, καθηγητές και δασκάλους τόσο από την Ελλάδα όσο κι από το εξωτερικό. Όλη την ημέρα κάνουμε μαθήματα και τα βράδια παρουσιάζουμε την δουλειά των εργαστηρίων όλης της χρονιάς. Το θεωρώ από τα σημαντικότερα πράγματα που κάνω.

Β: Από όσο γνωρίζω και στο “Baumstrasse” αλλά και στο “Αττικό Σχολείο” κάνεις κι εσύ μαθήματα, είσαι δασκάλα υποκριτικής και φωνητικής, κι άρα είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που βρίσκεσαι συνέχεια σ’ επαφή με νέους καλλιτέχνες… Τα ψηφιακά εργαλεία πιστεύεις πως έχουν διαμορφώσει μια εντελώς καινούργια νοοτροπία στο χώρο της μουσικής; 

M: Το ίντερνετ είναι ένα εκπληκτικό εργαλείο. Το χρησιμοποιώ υπερβολικά. Ακούω συνέχεια μουσικές, με τρελαίνει ότι μπορώ να βρω τόσες πολλές και διαφορετικές εκτελέσεις στο διαδίκτυο. Βλέπω ντοκιμαντέρ, συνεντεύξεις, ταινίες. Μ’ αρέσει πάρα πολύ. Είμαστε τυχεροί που έχουμε οι καλλιτέχνες αυτό το εργαλείο για την δουλειά μας. Ωστόσο λίγο με στεναχωρεί που κάποια νέα παιδιά επενδύουν πολύ σ’ αυτό, δηλαδή προσπαθούν να μαζέψουν κόσμο αποκλειστικά από το διαδίκτυο έχοντας γράψει ένα ή δυο τραγούδια μόνο. Mε ξενίζει που στα βιογραφικά που μου στέλνουν γράφουν πόσους followers έχουν στα social media.  Δεν το καταλαβαίνω. Έχω μάθει πως στην ζωή πρέπει να δουλεύεις για να φτάσεις κάπου. Να παλέψεις πάρα πολύ μόνος σου. Πρέπει να δουλεύεις, να δουλεύεις, να δουλεύεις συνέχεια για να πεις ότι προχωράς.

»Έχω γράψει χιλιάδες κείμενα, αλλά δεν θα γίνουν όλα βιβλία. Έχω άπειρα τραγούδια, αλλά δεν θα τα κάνω όλα δίσκους. Ο καλλιτέχνης πρέπει να επιλέγει τι θα βγάλει προς τα έξω. Και ως καλλιτέχνης πρέπει επίσης να γνωρίζεις απ’ την αρχή πως έχεις να τραβήξεις πολύ κουπί. Όχι για να κάνεις ένα όνομα, αλλά για να κάνεις ένα έργο που σε αντιπροσωπεύει. Έχει σημασία με ποιους, με τι συγκρίνεσαι στην ζωή σου. Δηλαδή όταν εγώ για παράδειγμα, ακούω την Ουμ Καλσούμ ή την Μαρίκα Νίνου, ταράζομαι. Θα ήθελα να μπορούσα να τραγουδάω έτσι, με τόση αμεσότητα, τόσο αδιαμεσολάβητα, τόσο ελεύθερα. Ή όταν διαβάζω Διονύσιο Σολωμό σκέφτομαι πως θα ήθελα να είχα κι εγώ την δύναμη να γράψω και να πω τόσο πυκνά τη σκέψη μου, το βάσανο μου. Και παλεύω να το κάνω, παλεύω μ’ αυτά που δημιουργώ κι εγώ, γιατί μ’ αρέσουν οι μεγάλοι καλλιτέχνες. Κι άρα δεν μου είναι εύκολο να τα ανακοινώνω ό,τι δημιουργώ στον κόσμο.

Β: Είσαι κόρη ενός επιπλοποιού Μάρθα, και τόση ώρα που μιλάμε για δουλειά και τέχνη, σκέφτομαι κατά πόσο αυτά τα δυο συνδέονται μέσα σου και εργασιακά. Πέρυσι υπήρξε μια έντονη δημόσια συζήτηση γύρω από τα εργασιακά ζητήματα των καλλιτεχνών. 

M: Οι καλλιτέχνες είναι εργαζόμενοι, αν αυτό με ρωτάς, και πρέπει να ζουν από την τέχνη τους. Δεν το διαπραγματεύτηκα ποτέ αυτό.

Β: Το προηγούμενο διάστημα έγινε επίσης μια έντονη κριτική που αφορούσε την στήριξη του Πολιτισμού. Εσύ, ως καλλιτέχνης, πιστεύεις πως αυτή η χώρα στηρίζει τον Πολιτισμό εν γένει;

M: Όπως έχω πει και σε μία παλιότερη συνέντευξή μου, αυτή η χώρα, έχει να επενδύσει στον Πολιτισμό από την εποχή του  Ευριπίδη. Όχι, δεν επενδύουμε σ’ αυτή την χώρα στον Πολιτισμό. Και δεν κατανοούν οι άνθρωποι της εξουσίας σ’ αυτή την χώρα πως ο Πολιτισμός θα μπορούσε να είναι μέχρι και το πιο κερδοφόρο προϊόν που θα μπορούσε να έχει. Θα μπορούσαμε να εξάγουμε Πολιτισμό. Ωστόσο, σε μια χώρα που η Εκκλησία, για παράδειγμα, επεμβαίνει ακόμη στα πολιτικά ζητήματα, αυτό δεν μπορεί να γίνει. Δεν μπορεί δηλαδή να προοδεύσει πολιτιστικά μια χώρα έτσι, χωρίς τον διαχωρισμό κράτους- εκκλησίας και χωρίς ισονομία. Δεν γίνεται. Για να προοδεύσει αυτή η χώρα, κι όχι μόνο πολιτιστικά, θα πρέπει να τελειώνουμε με κάποια θέματα, πρέπει να γίνουν κάποιες κινήσεις τολμηρές από την Πολιτεία.

Β: Το προηγούμενο διάστημα έγιναν επίσης πολλές αποκαλύψεις στο χώρο σας που αφορούσαν σεξουαλικές παρενοχλήσεις. Ως άνθρωπος, που έχεις ζήσει, εξαιτίας της μητριάς σου, κάποιες κακοποιητικές συμπεριφορές κατά το παρελθόν, είσαι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένη απέναντι στην βία;

M: Δεν το χωράει ο νους μου το πως μπορεί ένας άνθρωπος να βασανίζει έναν άλλον άνθρωπο ή ένα ζώο. Δεν το χωράει το μυαλό μου. Το έχω υποστεί ως παιδί, το έχω υποστεί ως γυναίκα, συνεχίζω να το βλέπω να συμβαίνει γύρω μου κι ακόμη δεν το χωράει το μυαλό μου. Μου είναι αδύνατον να το καταλάβω. Αδύνατον. Προσωπικά δεν αντέχω την βία. Κι είναι δύναμη το να παραμένουμε εσωτερικά ευαίσθητοι οι άνθρωποι. Οι ασυγκίνητοι άνθρωποι είναι οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι.

»Σκέφτομαι πως η ζωή μου έχει αλλάξει από πολύ σημαντικά γεγονότα, κι ανάμεσα σ’ αυτά τα πολύ σημαντικά γεγονότα που άλλαξαν για πάντα την ζωή μου ήταν κι η άγρια δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου. Ειλικρινά, άλλαξε για πάντα την ζωή μου το γεγονός ό,τι έζησα αυτή την στιγμή, αυτόν τον διασυρμό, είδα με τα μάτια μου αυτή την αγριότητα. Είδα την θανάτωση ενός ανθρώπου στο κέντρο της πόλης που ζω. Είδα με ποιους ανθρώπους ζω δίπλα μου. Δεν είναι ίδια η ζωή μου από εκείνη την ημέρα.

Β: Μίλησες πριν και για πράγματα που έχεις υποστεί ως γυναίκα. Σε τι ακριβώς αναφέρεσαι;

M: Στις άπειρες διακρίσεις που έχω βιώσει ως γυναίκα. Συλλογίζομαι κάποιες φορές πως αν όλα αυτά που κάνω εγώ, όλα αυτά τα χρόνια, στο θέατρο στο τραγούδι, τα είχε κάνει ένας άνδρας,  θα μιλάγαμε για έναν τελειομανή, πολυπράγμονα και πολυπρισματικό καλλιτέχνη. Επειδή όμως είμαι γυναίκα, με έχουν χαρακτηρίσει ως “ένα συγκεντρωτικό άτομο, ένα υστερικό κορίτσι που τα θέλει όλα δικά του”. Μόνο και μόνο επειδή είμαι γυναίκα, αυτό αρκεί, για να υποστώ ως γυναίκα τρομερές διακρίσεις στο χώρο. Ξέρω ότι έχω πάρει λιγότερα λεφτά από τον αντίστοιχο συνάδελφο άνδρα,  το γνωρίζω, το έχω υποστεί. Ωστόσο, δεν την χαρίζω σε κανέναν. Από παιδί πολεμάω αυτό το μοντέλο, της πατριαρχίας, και προσπαθώ να πείσω και τα κορίτσια στην ομάδα μου, τα νέα κορίτσια που έρχονται να μην ψαρώνουν γιατί έχουμε δουλειά να κάνουμε. Και πρέπει να τελειώνουμε μ’ αυτά. Πρέπει και σ’ αυτό το ζήτημα να δοθεί οπωσδήποτε πια ένα τέλος. Κι ας φτάσουμε και στο άλλο άκρο. Εφτά χιλιάδες χρόνια ζούμε σ’ αυτό το άκρο και προκοπή δεν είδαμε.

»Ωστόσο τα πράγματα αλλάζουν, κάθε μέρα αλλάζουν, το βλέπω. Κι έχω μεγάλη εμπιστοσύνη σ’ αυτούς που έρχονται. Έχω πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στους νέους ανθρώπους. Δεν φοβούνται και δεν υποχωρούν. Διεκδικούν. Κάθε χρόνο βλέπω να έρχονται στις παραστάσεις, στα εργαστήρια με την θέληση να αλλάξουν επιτέλους τα πράγματα. Και στον Τσιτσάνη είναι γεμάτο το μαγαζί με νέα παιδιά και δεν ξέρεις τι χαρά αισθάνομαι. Τραγουδάω και τους κοιτάζω και λέω από μέσα μου “Τι ωραία, επενδύουν στην ομορφιά οι νέοι άνθρωποι…” Επενδύουν στην ομορφιά. Κάτι είναι κι αυτό.

Β: Αυτή την περίοδο λοιπόν Μάρθα σε βρίσκουμε να τραγουδάς μαζί με την Ορχήστρα Βασίλης Τσιτσάνης, μια εξαιρετική ορχήστρα… Θυμάμαι, πως κάπου στην αρχή της κουβέντας μας μου ανέφερες του όνομα του Βασίλη Τσιτσάνη, ανάμεσα στους μουσικούς που άκουγες ως παιδί από το ραδιόφωνο, οπότε θεωρώ πως έχει ενδιαφέρον να κλείσουμε και μ’ αυτό. Πες μου, ωστόσο τι άλλα σχέδια έχεις;

 width=

M: Καταρχάς, ναι, όσον αφορά τα μουσικά σχέδια, θέλω να συνεχίσουμε τις μουσικές εμφανίσεις μας μ’ αυτήν την υπέροχη ορχήστρα όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες, γιατί την αγαπώ και δουλεύω υπέροχα μαζί τους. Επίσης όπως είπα θα κάνουμε δυο ηχογραφήσεις δίσκων, εδώ, στο “Baumstrasse”, που αφορούν δικά μας τραγούδια. Την προηγούμενη περίοδο παιζότανε επίσης στο θέατρο του “Baumstrasse” η τελευταία μας παράσταση, το έργο «Marivaudage -άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε». Πήγε πολύ καλά, είναι μια θέατρο – κινηματογραφική παράσταση βασισμένη στην «Κληρονομιά» του Μαριβώ, που ελπίζω να καταφέρουμε να την ξαναπαί