Η Μελίνα είναι ένας πολυτάλαντος άνθρωπος, με πολλές ιδιότητες που ξεδιπλώθηκαν μέσα από ιστορίες κατά τη διάρκεια της συνέντευξης σε ένα όμορφο καφέ στο κέντρο της Αθήνας. Ήθελα να μάθω πολλά για τη σαξοφωνίστρια που είχα μπροστά μου, για τη ζωή της, για τις ανησυχίες της και για την έμπνευση της. Όπως είπε και η Μελίνα ας ξεκινήσουμε από την αρχή.
ΜP: Γεννήθηκα στο Αμβούργο από Έλληνες γονείς, οι οποίοι άκουγαν συνέχεια μουσική μέσα στο σπίτι και τα πρώτα μου ακούσματα ήταν ο Χατζιδάκις και τα ρεμπέτικα. Ο μπαμπάς μου έπαιζε πιάνο, μπουζούκι, μπαγλαμά και τραγουδούσε και έτσι γνώρισε τη μαμά μου σε ένα ελληνικό μαγαζί στο Αμβούργο, καθώς τραγουδούσε και η ίδια. Όπως καταλαβαίνεις λοιπόν, έχοντας δύο γονείς που τραγουδούσαν και έπαιζαν μουσικά όργανα μέσα στο σπίτι, είχα και εγώ την περιέργεια να αρχίσω να πειραματίζομαι με τη μουσική. Όταν ήμουν εφτά-οχτώ χρονών η μαμά άρχισε να μου μαθαίνει το «Für Elise» του Beethoven. Στη συνέχεια μπήκε στο «κόλπο» και ο μπαμπάς και αρχίσαμε να παίζουμε το κομμάτι μαζί στο πιάνο, εκείνος έπαιζε με το αριστερό χέρι τις αρμονίες και εγώ με το δεξί χέρι τις μελωδίες. Εκεί κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει πολύ και ότι ήθελα να συνεχίσω τα μαθήματα οπότε και οι γονείς μου με έγραψαν σε ωδείο. Είχα αρχίσει ήδη να συνθέτω και υπήρξε ένας διαγωνισμός για σύνθεση όπου πήρα μια υποτροφία στα εννιά μου χρόνια. Βέβαια, δεν ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα γιατί ήταν όλα σε ματζόρε ενώ εγώ ήθελα κάτι σε μινόρε, αλλά από ό,τι έχω κάνει έχω μάθει πράγματα, όλα είναι εμπειρίες. Μεγαλώνοντας πήγα σε μουσικό σχολείο και εκεί μου είπαν ότι επειδή υπάρχουν ήδη πάρα πολλοί πιανίστες, καλό θα ήταν να μάθω άλλο ένα μουσικό όργανο και έτσι μπήκε το σαξόφωνο στη ζωή μου.
Μ: Μελίνα, μιας και υπάρχουν διαφορετικά είδη σαξοφώνου αναλόγως με τη μορφολογία αλλά και τον ήχο που παράγουν, εφόσον μάθεις ένα από τα είδη μπορείς κάλλιστα να παίξεις και με τα υπόλοιπα;
ΜP: Τα κλειδιά είναι σε όλα τα είδη τα ίδια, αυτό που αλλάζει όμως είναι το στόμιο, η πίεση και η θέση των χειλιών πάνω στο στόμιο. Εγώ ξεκίνησα με άλτο και μετά διάλεξα το σοπράνο το οποίο στην αρχή με δυσκόλεψε αρκετά. Έκανα πολλή εξάσκηση για να «βγαίνει» ο ήχος όμορφα, χωρίς αλλοιώσεις. Οπότε, αν ξέρεις να παίζεις ένα είδος σαξοφώνου μπορείς να δοκιμάσεις να παίξεις και άλλο, αλλά με πολλή εξάσκηση. Δε σημαίνει ότι αν παίζεις για παράδειγμα άλτο, αυτόματα μπορείς να παίξεις και τα υπόλοιπα. Έχουν δηλαδή ομοιότητες, αλλά και διαφορές.
Μ: Θα σε ρωτήσω κάτι πολύ απλό και αγαπημένο που το ρωτάμε από όταν είμαστε παιδιά στο σχολείο και οριακά με αυτό διαμορφώνουμε ως ένα βαθμό τις παρέες μας. Τι μουσική ακούς;
ΜP: Λατρεύω τη μουσική του Χατζιδάκι, τα ρεμπέτικα, μεγάλωσα με αυτά. Ακούω τζαζ, είτε μοντέρνα, είτε από παλαιότερους διαχρονικούς καλλιτέχνες. Ποιος δε θα ανέφερε τον Miles Davis; Ο Αvishai Cohen, υπήρξε για μένα καλλιτέχνης-έμπνευση. Έδωσε μια νέα ενέργεια στη μουσική που άκουγα στο πανεπιστήμιο. Όταν τελείωσα το μουσικό σχολείο πήγα στο Βερολίνο να σπουδάσω μουσική παραγωγή, σύνθεση και ενορχήστρωση. Τότε ξεκίνησα να πειραματίζομαι με την ηλεκτρονική μουσική, έφτιαχνα κομμάτια με beats και έπαιζα σαξόφωνο σε κλαμπ με DJ’s. Ήταν μια πολύ ωραία περίοδος της ζωής μου. O Kenny Garrett επίσης είναι ένας φοβερός σαξοφωνίστας ο οποίος έχει συνεργαστεί με Miles Davis, Art Blakey, Freddie Hubbard. Τι να πούμε για αυτούς τους ανθρώπους; Κορυφαίοι μουσικοί.
Μ: Από το 2018 μέχρι το 2022 έχεις βγάλει τέσσερα άλμπουμ, με τελευταίο το Time. Μίλησε μου λίγο για το πώς ξεκίνησε το μουσικό ταξίδι των δίσκων με τις φοβερές συνεργασίες όπως Ross Dally, Λένα Πλάτωνος, Ανδρέα Πολυζωγόπουλο και φυσικά με την ομάδα σου, Melina Paxinos Quartet.
ΜP: Ξεκίνησα με το “Circle of Oddness” (2018), που ήταν ο πρώτος μου δίσκος και δημιουργήθηκε όσο ήμουν στο Βερολίνο. Έπειτα ακολούθησε το “Athens” που όταν κυκλοφόρησε ήμουν ακόμη στο Βερολίνο, αλλά τον Ιούλιο του 2019 ήρθα πια στην Αθήνα. Θεώρησα ότι κάπως τελείωσε ο κύκλος μου στο Βερολίνο και από μικρή ήθελα κάποια στιγμή να ζήσω στην Ελλάδα, οπότε είχε έρθει πια η ώρα. Μαζί με εμένα βέβαια λίγο αργότερα «ήρθε» και ο covid-19. Από τον Οκτώβριο μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020 έπαιζα μουσική στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία και τότε ήταν που σταματήσαν όλα. Εμείς όμως δεν σταματήσαμε. Συνεχίσαμε να δημιουργούμε ο καθένας με τον τρόπο του.
Η ομάδα μου, με ονομασία “Melina Paxinos Quartet”, αποτελείται από τον Γιάννη Παπαδόπουλο στο πιάνο, τον Ντίνο Μάνο στο μπάσο και τον Δημήτρη Κλωνή στα ντραμς. Από το 2019 που δημιουργήσαμε το δίσκο «Athens» δουλεύουμε μαζί και συνεργαζόμαστε άψογα. Είναι εξαιρετικοί μουσικοί, τους εκτιμώ και τους θαυμάζω.
Στο νέο μου άλμπουμ “Time” είχαμε τη χαρά να έχουμε μαζί μας τον Ανδρέα Πολυζωγόπουλο στην τρομπέτα και το φλικόρνο. Με τον όρο “Time” προσπαθώ να ορίσω τον χρόνο, εμπνευσμένη από τον Αριστοτέλη. Είναι αφιερωμένο στα σημεία του «τώρα», όπου κάθε παρόν γίνεται παρελθόν και μέλλον. Έτσι και κάθε τίτλος στο δίσκο έχει σχέση με το χρόνο. Υπάρχει η «κίνηση», καθώς ο χρόνος συνδέεται άρρηκτα μαζί της. Αναγνωρίζουμε ότι έχει περάσει χρόνος όταν αντιληφθούμε κάποια μεταβολή στο πριν και στο μετά, κάτι έχει διαμορφωθεί διαφορετικά στο πέρασμα του χρόνου. Έχουμε τις «επιλογές» όσον αφορά τα πράγματα και τις καταστάσεις στη ζωή μας όπου μελλοντικά φαίνεται τι αντίκτυπο θα έχουν και κλείνουμε με το τραγούδι του Βαμβακάρη «Τα ματόκλαδα σου λάμπουν», ένα κομμάτι του παρελθόντος, της παράδοσης, που το φέραμε στο σήμερα, στο τώρα.
Όσον αφορά τις συνεργασίες νιώθω μεγάλη χαρά που έχω δουλέψει με τόσους καταξιωμένους ανθρώπους. Στην αρχή αγχώνεσαι, αναρωτιέσαι αν θα θέλει να συνεργαστεί μαζί σου, αν έχει χρόνο, αν θα του αρέσει η μουσική σου. Όταν όμως περάσει το πρώτο στάδιο της ανησυχίας και πας για την ηχογράφηση ηρεμείς και αναμένεις το τελικό αποτέλεσμα. Νιώθω πολύ τυχερή που έχω συνεργαστεί με τη Λένα Πλάτωνος, καθώς τόσο η ίδια, όσο και η ηλεκτρονική μουσική έχουν διαμορφώσει ένα κομμάτι μου. Πήρε τέσσερις συνθέσεις μου, δύο από τον δίσκο “Athens” και δύο από το “Circle of Oddness” δημιουργώντας remix μαζί με τον Stergio T.
Μ: Παίζεις σαξόφωνο, συνθέτεις, είσαι παραγωγός. Παρ’ όλα αυτά πόσο εύκολο είναι να βιοποριστείς στην Αθήνα του σήμερα;
ΜP: Είμαστε στην εποχή που για να κάνεις κάτι πρέπει να το κάνεις εσύ. Στέλνω emails για να βρω νέες δουλειές, πηγαίνω σε δισκοπωλεία για να προωθήσω τη δουλειά μου και διαχειρίζομαι το e-shop μου. Συνεργάζομαι με δισκογραφική εταιρεία στο Αμβούργο για να κυκλοφορήσουν τα άλμπουμ, κάτι το οποίο είναι πολύ σημαντικό αλλά όλη τη διαδικασία του μάρκετινγκ την έχω αναλάβει εγώ. Κάνω πολλά πράγματα που με ενδιαφέρουν πολύ, αλλά σίγουρα τουλάχιστον στην αρχή χρειάζεσαι χρήματα για να ξεκινήσεις, αν δεν σε χρηματοδοτεί κάποιος πρέπει να χρηματοδοτήσεις τον εαυτό σου. Τίποτα δεν ξεκινάει χωρίς λεφτά, αυτή είναι η αλήθεια. Στην Ελλάδα υπάρχει τζαζ σκηνή και μάλιστα οι άνθρωποι που την απαρτίζουν είναι δημιουργικοί και ταλαντούχοι. Υπάρχει όμως πρόβλημα στη προώθηση το οποίο πέρα από το ταλέντο και τη δουλειά, ίσως είναι και το πιο σημαντικό κομμάτι στη δουλειά μας. Ασχολούμαι με αυτό που μου αρέσει πάρα πολύ και κοιτάω μακροπρόθεσμα τι θα ήθελα να κάνω για το μέλλον μου. Τι θα διατηρήσω, τι θα διαμορφώσω, πώς θα εξελιχθώ.
Μ: Ο χώρος της τζαζ είναι ένας ανδροκρατούμενος χώρος και οι ευρέως γνωστές γυναίκες που ξέρουμε είναι τραγουδίστριες, όπως η Billie Holiday, η Ella Fitzgerald. Είσαι μια γυναίκα που παίζεις σαξόφωνο και συνθέτεις. Έχεις βιώσει κάποια ιδιαίτερη αντιμετώπιση λόγω φύλου, έχεις κάποιο πρότυπο, κάποια γυναίκα σαξοφωνίστρια που θαυμάζεις;
ΜP: Όντως ο χώρος της τζαζ είναι ιδιαίτερα ανδροκρατούμενος. Έχω υπάρξει τυχερή και μέχρι τώρα έχω συνεργαστεί με ανθρώπους που μου έχουν φερθεί με σεβασμό, δεν έχω νιώσει να με αντιμετωπίζουν διαφορετικά λόγω φύλου. Εγώ όμως έχω πάντα την ανάγκη να είμαι διπλά προετοιμασμένη και τριπλά καλή. Πάντα νιώθεις ότι κάτι έχεις να αποδείξεις, ότι αν δεν είσαι πάρα πολύ καλή δεν θα σε επιλέξουν. Από τη μια αυτό με έχει εξελίξει σαν άνθρωπο, από την άλλη όμως δεν μπορώ να πω ότι αυτό είναι υγιές και ότι έτσι θα έπρεπε να γίνεται. Θα πρέπει σαν κοινωνία να μη λειτουργούμε με double standards, με δύο μέτρα και δύο σταθμά δηλαδή.
Πρότυπο για μένα αποτέλεσε η Candy Dulfer, η οποία είναι σπουδαία σαξοφωνίστρια και μέσα από εκείνη είδα ότι μπορώ και εγώ να προσπαθήσω, να δοκιμάσω να κάνω αυτό που μου αρέσει και με εκφράζει.
Μ: Κλείνοντας να σε ρωτήσω αν υπάρχει κάποιο άλλο είδος μουσικής με το οποίο ασχολείσαι ή που θα ήθελες να ασχοληθείς;
ΜP: Κατά τη διάρκεια των lockdown που είχα το χρόνο ξεκίνησα ένα workshop με ονομασία «Screen Composer Academy» όπου επίκεντρο αποτέλεσε το film scoring. Τα μαθήματα αυτά με τον συνθέτη και ιδρυτή του SCA Βασίλη Μήλεση μου άνοιξαν ένα καινούργιο κόσμο, τον κόσμο των ταινιών. Αναλύεις κάθε σκηνή για να μπορέσεις να κατανοήσεις πού θα πρέπει να μπει η μουσική και πού όχι, αν όντως διανθιστεί η σκηνή με μουσική, τι είδος μουσικής θα πρέπει να είναι και πώς θα ενορχηστρωθεί. Είναι πραγματικά πολύ δύσκολο και φοβερά ενδιαφέρον να συνθέσεις μουσική για τις σκηνές μιας ταινίας. Τα μαθήματα με βοήθησαν τόσο πολύ που κατάφερα να κλείσω μια δουλειά για την επόμενη χρονιά σε μια ελληνογερμανική παραγωγή όπου θα αναλάβω τη σύνθεση. Δε μπορώ να αποκαλύψω ακόμη περισσότερα, αλλά θα είναι για μια μεγάλου μήκους ταινία και είμαι πολύ χαρούμενη. Το να ασχοληθώ ακόμη περισσότερο με αυτό το είδος είναι ένας μακροπρόθεσμος στόχος που έχω θέσει.
Θέλω να ευχαριστήσω θερμά τη Μελίνα για την όμορφη συζήτηση μας και να προσθέσω με τη σειρά μου πως με χαροποιεί ιδιαίτερα το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που προσπαθούν να μη πτοηθούν από τις αντιξοότητες της εποχής και δημιουργούν, σε όλα τα είδη της μουσικής. Ας βρούμε τι μας εκφράζει και όσο μπορούμε ας τους στηρίζουμε, διότι θεωρώ ότι κανείς μας δε θα ήθελε να ζει σε ένα κόσμο χωρίς μουσική.
Η συνέντευξη παραχωρήθηκε στην Μαίρη Πατρίκη.