Μίκης Θεοδωράκης
όταν η Ιστορία γράφεται με τραγούδια
Μαχόμενη τέχνη, Ποίηση και Τραγούδια ντοκουμέντα
“φάρδυνε η ψυχή μου για να τα αγκαλιάσει όλα”
Πως συνδέθηκε το έργο με τη γενιά του και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής. Πως οι ποιητές και στιχουργοί σφράγισαν τη μουσική του και πως το περιεχόμενο των τραγουδιών ενώθηκε με το κοινό εκείνης της περιόδου μέσα από τραγούδια-ντοκουμέντα. Ποια μερίδα του κόσμου ταυτίστηκε με το έργο του συνθέτη, τι σηματοδοτήθηκε μέσα απ’ αυτό αναφορικά με την Ιστορία και πως η Ιστορία έγινε τέχνη. Μια απόπειρα “ανάγνωσης” της μουσικής, κι ένα ξεδίπλωμα των γεγονότων που σημάδεψαν την εποχή του, δίνοντας παράλληλα έρεισμα σ’ ένα μεγάλο κομμάτι του έργου του.
Κείμενο/Επιμέλεια: Βάσια Παρασκευοπούλου
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
Στην ακμή της καλλιτεχνικής του πορείας, ο Μίκης Θεοδωράκης δημιούργησε έργα πρωτοποριακά στη σύλληψη τους, που παράλληλα άνοιξαν δρόμους προς καινούργιες κατευθύνσεις στο χώρο της μουσικής. Ουσιαστικά, στο έργο του επαναπροσδιορίζεται εξ’ ολοκλήρου το λαϊκό τραγούδι ενώ η μελοποιημένη ποίηση, γίνεται για πρώτη φορά μια γλωσσική επιλογή ικανή να μιλήσει στο σύνολο των ανθρώπων. Ωστόσο, η τεράστια απήχηση που συνοδεύει το έργο του σ’ ένα βαθμό οφείλεται στο γεγονός πως ο Μίκης Θεοδωράκης άντλησε υλικό από την ίδια του την εποχή και τα γεγονότα που τη σημάδεψαν. Αντικειμενικά, τα πιο μεγάλα, καθοριστικά δημιουργήματα του συνδέονται άμεσα με τη συλλογική μνήμη της χώρας, καθώς ο ίδιος, ως πολιτικοποιημένος καλλιτέχνης, θα στρέψει συχνά την προσοχή του σε συγκεκριμένες θεματικές κατευθύνσεις που αφορούν βιώματα και ιστορικά ντοκουμέντα. Εκεί βρίσκει ανεξάντλητα το απαιτούμενο έρεισμα της δημιουργίας ο Μίκης Θεοδωράκης και γι’ αυτό και οι μελωδίες και τα τραγούδια του πολλές φορές έρχονται ως λύτρωση απέναντι σε τραύματα, ως επαναστατικές πράξεις, ως απάντηση σε κοινωνικοπολιτικά γεγονότα, ως προπομποί ελπίδας, ως αυτούσιες ιδεολογίες που στέκονται απέναντι σε άλλες με σθένος. Αυτή η παράμετρος σε συνδυασμό με την οξύτατη αντιληπτική του ικανότητα όσον αφορά το περιεχόμενο ενός έργου κι επιπλέον άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δουλειάς του, όπως το αλάνθαστο κριτήριο βάση του οποίου θα επιλέξει τους συνεργάτες του, πλαισιώνουν πολύπλευρα κάθε φορά το εκάστοτε δημιούργημα του και τελικά πράγματι ο ίδιος και οι συνθέσεις του μεγαλουργούν. Τα έργα του ξεπερνούν τα εθνικά σύνορα, γίνονται σημείο αναφοράς αλλά και κώδικας μεταξύ ανθρώπων, ακούγονται και τραγουδιούνται και κυρίως αγαπιούνται από ένα πλήθος κόσμου. Πάνω τους ακουμπάει το θυμικό μιας μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού καθώς και ένα μεγάλο κομμάτι μιας γενιάς που ενηλικιώθηκε σ’ ένα μεταίχμιο της Ιστορίας, συγκρουσιακό κι αντιφατικό, όσο κι η ίδια η χώρα.
Τα χρόνια της Κατοχής
1943-
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ομολογουμένως, είχε μια μυθιστορηματική ζωή καθώς πέρα από την τέχνη και την προσωπικότητα του, αυτή η ζωή διαδραματίστηκε και άπλωσε το νήμα της πάνω από έναν χάρτη κρίσιμων στιγμών του 20ου αιώνα. Γεννημένος στο ξεκίνημα σχεδόν αυτού του αιώνα (1925) θα έρθει στην Αθήνα της Κατοχής σε ηλικία 17 ετών.
Με την άφιξη του αρχίζει να συμμετέχει στην Αντίσταση, εκτελώντας χρέη διαφωτιστή στο Πέμπτο Τομέα της ΕΠΟΝ, νευραλγικό κομμάτι του ΕΑΜ, της μεγαλύτερης οργάνωσης που πολέμησε κατά της Αντίστασης στην Κατοχή. Παράλληλα θα εγγραφεί στο Ωδείο, ξεκινώντας σπουδές δίπλα στον δάσκαλο Φιλοκτήτη Οικονομίδη. Ωστόσο, η αντιστασιακή δράση του, παρά τις σπουδές, εξακολουθεί να είναι δραστήρια σε μια πόλη που εκείνη την περίοδο κοχλάζει καθώς πλήθος ανθρώπων είναι οργανωμένο, όπως κι αυτός.
Στα μαύρα χρόνια της μαύρης πείνας, είναι γεγονός, πως μια μερίδα του λαού συσπειρώνεται και οργανώνει από συσσίτια μέχρι απεργιακές κινητοποιήσεις, με κίνδυνο ζωής. Από τα χωριά μέχρι την Αθήνα, ένα κομμάτι της χώρας πεισματικά αντιστέκεται ενώ απ’ αυτό τον αγώνα δεν απουσιάζει ούτε κι ο κόσμος των γραμμάτων και της τέχνης. Στην πρωτεύουσα, σε πολλά Αθηναϊκά θέατρα παίζονται συγκαλυμμένες παραστάσεις αντιστασιακού περιεχομένου, λογοτέχνες της εποχής αρθρογραφούν στον παράνομο τύπο ενώ ως μια άτυπη μορφή πνευματικής αντίστασης μπορεί επίσης να θεωρηθεί το γεγονός ότι ποιητές όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης κι ο Νίκος Εγγονόπουλος γράφουν εκείνη την περίοδο ορισμένα από τα σημαντικότερα έργα τους. Πολλοί συναντιούνται καθημερινά στο λεγόμενο «πατάρι» του Λουμίδη ανοίγοντας ένθερμες συζητήσεις για τις εξελίξεις. Εξίσου ένθερμος θα είναι όμως κι ο αποχαιρετισμός του Εθνικού ποιητή Κωστή Παλαμά, το 1943. Η κηδεία του μετατράπηκε στη μεγαλύτερη αντιστασιακή πορεία εκείνων των χρόνων με το πλήθος να τραγουδά τον Εθνικό Ύμνο και τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό να απαγγέλει το «Ηχήστε Σάλπιγγες».
Το ίδιο διάστημα, μια νέα λέξη θα κάνει ταυτόχρονα την εμφάνιση της στο καθημερινό λεξιλόγιο των ανθρώπων, σηματοδοτώντας μια διαφορετική κατεύθυνση κοινωνικής οργάνωσης που βρίσκεται υπό εξέλιξη στη χώρα. Η λέξη Λαοκρατία, πρακτικά, αφορά το είδος της επαναστατικής διακυβέρνησης που οργανώνει το ΕΑΜ εκείνο το διάστημα, με γνώμονα τη βούληση και τις πρωτοβουλίες του κάθε πολίτη. Η Λαοκρατία, που έχει τη βάση της σε δημοκρατικές διαδικασίες, γίνεται δημοφιλής και σταδιακά θα εμπλέξει μεγάλο μέρος της κοινωνίας, σε μια περίοδο που η Ελλάδα, ως κατεχόμενη, είναι κυβερνητικά ακέφαλη. Αυτή η νέα λέξη, φαίνεται πως θα ακολουθήσει τον Μίκη Θεοδωράκη για τα επόμενα χρόνια, όπως και η ποίηση.
Δεκεμβριανά – Εμφύλιος – Μεταπολική περίοδος
1944-
Ένα από τα πρώτα έργα του συνθέτη βασισμένο σε ιστορικό ντοκουμέντο είναι το έργο Ελεγείο και Θρήνος στον Βασίλη Ζάννο. Το έργο είναι μια προσωπική αφιέρωση στο πρόσωπο του Βασίλη Ζάννου, φίλου και συναγωνιστή του Μίκη Θεοδωράκη, που εκτελέστηκε το 1948 ύστερα από φυλακές, βασανισμούς και εξορίες. Βρισκόμαστε στα χρόνια της Ικαρίας και της Μακρονήσου, όταν αυτό που ακολουθεί μετά τη λήξη της Κατοχής είναι νέες ταραχές κι εγκλήματα που ξεπερνούν σε φρικαλεότητα κι εκείνα του κατοχικού πολέμου. Με την Απελευθέρωση είναι η στιγμή που η χώρα θα πρέπει να αναδομηθεί, αλλά εν τω μεταξύ έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι της Ιστορίας ώστε τα πράγματα να επιστρέψουν στην προηγούμενη κανονικότητα τους. Έτσι οι διχασμοί οξύνονται, μαζί και τα πνεύματα και στη σκιά ενός Ψυχρού Πολέμου που μόλις ξεκινάει σε παγκόσμιο επίπεδο, η Ελλάδα απασφαλίζει και πάλι τα όπλα. Τα Δεκεμβριανά, που εκτυλίσσονται στο κέντρο της Αθήνας, με τη συμμετοχή της Αγγλίας, κι αργότερα ο Εμφύλιος, με το έντονο κοινωνικοπολιτικό παρασκήνιο, θα σημαδέψουν ανεπανόρθωτα τη χώρα. Όταν το τέλος αυτής της περιόδου έρθει τίποτα δεν θα είναι πια το ίδιο καθώς, τα αμέτρητα θύματα του Εμφυλίου γίνονται αμέτρητοι τρόποι αντεκδίκησης ανάμεσα στους επιζήσαντες.
Σε συνέντευξη του ο Μίκης Θεοδωράκης, πολλά χρόνια αργότερα, αναφέρει:
Η Τέχνη είναι διάλογος ανάμεσα στον δημιουργό και ένα συγκεκριμένο κοινό στο οποίο απευθύνεται (…) και πρέπει να πω ότι κι εγώ σαν τραγουδοποιός πιστεύω ότι λειτούργησα σωστά, δηλαδή σε διάλογο ζωντανό με το κοινό της εποχής μου(…). Επιπλέον, ήμουν βαθύτατα πολιτικοποιημένος, με τη θέλησή μου πάντοτε ζωντανή και παρούσα να συμβάλω άμεσα και πολιτικά στην απαλλαγή της χώρας από τα κατάλοιπα του εμφυλίου πολέμου με στόχο τις Ελευθερίες και τα Δικαιώματα.

1949-
Ανάμεσα στα σοβαρότερα κατάλοιπα του εμφύλιου πολέμου είναι πως οι ηττημένοι θα βρεθούν υπό διωγμόν, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συνθέτης. Το άλλοτε δοξασμένο ΕΑΜ, διαλύεται, ενώ το κόμμα που έδινε την πολιτική κατεύθυνση στο ΕΑΜ, δηλαδή το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος, βγαίνει επίσης εκτός νόμου. Και οι δυο οργανώσεις αντιμετωπίζονται πλέον ως παράνομα κινήματα και γι’ αυτό και όλοι όσοι ήτανε μέλη τους καλούνται να επανεξετάσουν.
Ο Μίκης Θεοδωράκης, ως πρώην μέλος του ΕΑΜ, και ιδεολογικά προσανατολισμένος στο κίνημα του κομμουνισμού, με δράση κατά την περίοδο των προηγούμενων χρόνων, αλλά και έναν ήδη σχηματισμένο φάκελο που περιλαμβάνει συλλήψεις, σκληρούς βασανισμούς κι εξορίες, βγαίνει στην παρανομία. Όσο ο ίδιος κρύβεται σε σπίτια φίλων, η χώρα τυπώνει χιλιάδες «πιστοποιητικά υγιών κοινωνικών φρονημάτων» και οι πολίτες ταξινομούνται στους έχοντας υγιή φρονήματα ή μη. «Οι εσωτερικάς σκέψεις, ιδέας και αρχάς» αρχίζουν να περνάνε από στενό έλεγχο, με τη χώρα να εξακολουθεί να τρέφει και να συντηρεί τον διχασμό. Φυλακές και κελιά ανοίγουν για να στριμώξουν πλήθος ανθρώπων ενώ όταν δεν ακολουθεί συμμόρφωση, το πλήθος στέλνεται σε νησιά εξορίας. Στα πλαίσια της αντιμετώπισης της λεγόμενης «κομμουνιστικής απειλής», πολλοί βασανίζονται ή εκτελούνται. Γίνονται μαζικές απολύσεις κι υπάρχει μαζική έξοδος από τη χώρα.

1951-
Εξαιτίας μιας γαλλικής εκπαιδευτικής πολιτικής υποτροφιών διάφοροι νέοι καλλιτέχνες όπως ο Ιάννης Ξενάκης και ο Κορνήλιος Καστοριάδης θα φύγουν επίσης για το εξωτερικό, με το επιπλέον προνόμιο των σπουδών. Αφού ο Μίκης Θεοδωράκης εξακολουθήσει να ζει παράνομα για ένα διάστημα κι αφού τελικά πάρει το πτυχίο του και με αυτό αρχίσει να δουλεύει, αποφασίζει τελικά να εγκαταλείψει κι εκείνος την Ελλάδα και λαμβάνοντας μια υποτροφία από το IKY φεύγει για τη Γαλλία.
1954- Επιτάφιος
Στο Παρίσι αρχίζει να φοιτά δίπλα σε κορυφαία ονόματα ενώ παράλληλα συνθέτει μανιωδώς στο μικρό διαμέρισμα που ζει μαζί με τη σύζυγο του Μυρτώ. Η δουλειά του εντυπωσιάζει καθηγητές και μη κι ένας ψίθυρος ξεκινάει να ακολουθεί το όνομα του. Το 1957 στη Μόσχα θα του απονεμηθεί το πρώτο βραβείο από τον Shostakovich για το έργο του, Suite No 1 για πιάνο και ορχήστρα. Την ίδια χρονιά συνθέτει μουσική για το μπαλέτο της Ludmila Tcherina, το Covent Garden, Stuttgart Ballet του Λονδίνου κι επίσης για τον κινηματογράφο. Τέλος, την ίδια εκείνη χρονιά θα παραλάβει ένα πακέτο που θα του αλλάξει τη ζωή. Ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος στέλνει ταχυδρομικά όλα του τα βιβλία κι ανάμεσα τους βρίσκεται κι ο Επιτάφιος.
Το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου Επιτάφιος είναι ένα ποίημα εξολοκλήρου γραμμένο με αφορμή ένα πραγματικό περιστατικό. Τον Μάιο του 1936, σε μια εργατική απεργία καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, ένας νεαρός άντρας 25 ετών, χάνει τη ζωή του χτυπημένος από τη χωροφυλακή. Η φωτογραφία του νεκρού νεαρού άντρα μαζί με τη μητέρα του να θρηνεί στη μέση του δρόμου δημοσιεύτηκε στον τύπο. Όταν ο Γιάννης Ρίτσος – που τότε είναι σχεδόν συνομήλικος με τον σκοτωμένο άντρα – βλέπει τη φωτογραφία, συγκλονίζεται σε τέτοιο βαθμό που επιστέφει σπίτι του και γράφει τον Επιτάφιο, απνευστί, μέσα σε δυο μέρες.
Έχουν περάσει ακριβώς 15 χρόνια από τη μάχη των Δεκεμβριανών, στην οποία πήρε μέρος και ο Μίκης Θεοδωράκης. Η μεγάλη εκείνη αιματοβαμμένη σύγκρουση που προηγήθηκε του Εμφύλιου, ξεκίνησε όταν δυο μήνες μετά την Απελευθέρωση, μια πορεία του ΕΑΜ χτυπήθηκε από την αστυνομία. Ο πρώτος απολογισμός ήταν 11 νεκροί και 60 τραυματίες και τις επόμενες μέρες θα ακολουθούσαν κι άλλες συγκρούσεις με νεκρούς, πριν τα επεισόδια γενικευτούν.

Το έργο Επιτάφιος, συνδέει τα δυο αυτά ντοκουμέντα και τα αλληλοκαθρεφτίζει κι έτσι το κείμενο ισχυροποιείται στο παρόν της εποχής του. Με την ίδια ορμή που ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε το ποίημα, ο Μίκης Θεοδωράκης το μελοποιεί κι αμέσως στέλνει τις παρτιτούρες στον καρδιακό του φίλο Μάνο Χατζιδάκι, που τελικά ανέλαβε να κάνει και την ενορχήστρωση. Αφότου η συμφωνία έκλεισε, ο Μίκης Θεοδωράκης φόρτωσε στο αυτοκίνητο του ένα μάτσο ντοσιέ με νότες και ξεκίνησε οδικώς να επιστρέφει από Παρίσι – Αθήνα.
Λίγο νωρίτερα, το διάστημα που βρισκότανε στη Μόσχα, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει σε μια ανοιχτή επιστολή του:
Υπάρχει ένα κοινό αίσθημα που ενώνει τη γενιά μας. Είναι η γενιά που γεννήθηκε μέσα στον πόλεμο, που πάλεψε μέσα στην Κατοχή, που ανδρώθηκε μέσα στην καθημερινή πάλη για την κατάκτηση της ζωής με ανθρωπιά. Ζήσαμε όλ’ αυτά τα χρόνια αγκαλιά με τον πόλεμο, με τη στέρηση, με την πείνα και με το φόβο. Μας οδήγησαν σε θαλάμους βασανιστηρίων και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να τσακίσουν τις καρδιές μας, μας μπόλιασαν με την αγωνία και μας έριξαν στη σφαγή και την αλληλοσφαγή για να σβήσουν τα όνειρά μας και να λυγίσουν τη θέλησή μας. Μας στέρησαν τη χαρά της ζωής, τη χαρά τη δημιουργίας, μας στέρησαν το δικαίωμα της χαράς, το δικαίωμα της αγάπης. Όμως μέσα σ’ αυτή την πάλη και την αγωνία στερεώσαμε το χαρακτήρα μας. Η δύναμη μας είναι ηθική. Η δύναμη μας είναι να ζήσουμε με ευθύνη (…).
1960-
Πιστός στα όσα είχε γράψει εκείνη την περίοδο της ζωής του, καταφτάνει στη χώρα για τις ηχογραφήσεις του Επιταφίου. Αρχικά ξεκινάει η ενορχήστρωση με τον Μάνο Χατζηδάκι – όπως και είχε συμφωνηθεί – αλλά στην πορεία ο συνθέτης το μετανιώνει. Αλλάζει κατεύθυνση, αναλαμβάνει ο ίδιος την ενορχήστρωση, επιλέγει για σολίστ τον μεγάλο δεξιοτέχνη του λαϊκού έγχορδου Μανώλη Χιώτη και εμπιστεύεται τη φωνή της θρηνούσας μάνας όχι σε γυναίκα αλλά σε άντρα. Με αυτήν την επιλογή, κάνει μια κίνηση ανατροπής για τα καλλιτεχνικά και όχι μόνο δεδομένα. Ο λούμπεν Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ένας τραγουδιστής και πρώην υδραυλικός από το Περιστέρι, ένα πραγματικό «παιδί του λαού», δεν αρέσει αρχικά σε όλους. Μια μερίδα της τότε Αριστεράς θα γυρίσει επιδεικτικά την πλάτη της προς το έργο, την ίδια στιγμή που μια μεγαλύτερη μερίδα θα το αγκαλιάσει.
Βρισκόμαστε στο 1960 και η Μακρόνησος, ως τόπος εξορίας, έχει κλείσει μόλις το 1957. Επιπλέον, οι φυλακές και τα στρατόπεδα εξακολουθούν να στοιβάζουν κόσμο και κανένας απ’ αυτούς τους φυλακισμένους δεν μπορεί να ελευθερωθεί αν δεν αποκηρύξει πρώτα γραπτώς την κομμουνιστική ιδεολογία του. Τέλος, οι μνήμες των Δεκεμβριανών, του Εμφυλίου, και της Κατοχής δεν έχουν ακόμη σβήσει…
Τραγουδώντας τον Επιτάφιο ένα κομμάτι του λαού, λυτρώνει κι απελευθερώνει τις συσσωρευμένες πληγές του. Επιπλέον, η αγωνιστική δύναμη του κειμένου, με κεντρικούς χαρακτήρες μια μάνα κι έναν εργάτη, εμψυχώνει όσους ταυτίζονται ιδεολογικά με το έργο και βιώνουν κοινωνικές αδικίες που σχετίζονται με τις θυσίες των εργατών και εν γένει με την κοινωνική ανισότητα. Καθώς η κοινωνική ανισότητα συχνά συνοδεύεται κι από άλλες αδικίες – εξαιτίας της φίμωσης των αδυνάμων – το έργο ανοίγει και προς άλλες κατευθύνσεις που συνδέονται άμεσα με τα κυρίαρχα ζητήματα που απασχολούν το κοινό εκείνης της περιόδου.
Η μεγάλη απήχηση που τελικά θα έχει το έργο, αιφνιδιάζει ωστόσο ακόμη και τον συνθέτη, που δηλώνει πως δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί πως ένα έργο με τόσο… μακάβριο τίτλο θα έβρισκε υποστηριχτές.
Μετά τον Επιτάφιο, πάντως, γίνεται πιο ξεκάθαρο και στον ίδιο ποιο θα είναι το κοινό που θα τον ακολουθήσει…
“Ένα κοινό φορτισμένο από ιδέες, επιδιώξεις και οράματα που βλέπει στο τραγούδι ένα πιστό εκφραστή των πιο μύχιων συναισθημάτων του…”
Την ίδια περίοδο αποκρυσταλλώνεται επίσης μέσα του και η δημιουργική του προτεραιότητα σε επίπεδο καλλιτεχνικής αναζήτησης. Πλέον, καλλιτεχνικός σκοπός του Μίκη Θεοδωράκη είναι να παντρέψει τη Μεγάλη Ποίηση, τον Συμφωνικό Ήχο, τη Λαϊκή Παράδοση και το Σύγχρονο Λαϊκό Τραγούδι. Αυτή η καλλιτεχνική απόφαση κρύβει όμως μέσα της κι ένα ευρύτερο όραμα. Παράλληλος σκοπός αυτού του εγχειρήματος είναι η τέχνη να γίνει κτήμα του Λαού και όχι μόνο μιας προνομιούχου μειοψηφίας, όπως δηλώνει.

Άξιον Εστί
Μέσα σ’ αυτήν τη συνθήκη, συναντιέται και με τον Οδυσσέα Ελύτη και παίρνει στα χέρια του το Άξιον Εστί.
Το Άξιον Εστί, πνευματικό δημιούργημα του μεγάλου ποιητή, είναι ένα έργο εξίσου διαχρονικό αλλά και επίκαιρο με την εποχή του, καθώς πίσω από το συμβολισμό και τη ρέουσα ποιητικότητα της γλώσσας, κρύβει βαθύτερους στοχασμούς, που πατάνε γερά στην Ιστορία, στα ζητήματα και τις πληγές του τότε. Επιπλέον, το ύφος δέησης που διατρέχει το ποίημα, παραπέμπει σε μια έντονη προσπάθεια ανάκτησης μιας χαμένης πίστης, αλλά και σε στιγμές μοναξιάς και αναμέτρησης με το θάνατο. Μέσα απ’ το έργο ξυπνούν μνήμες πολέμου, που αναζητούν διέξοδο και κάθαρση.
Όπως είχε συμβεί και με τον Επιτάφιο, μετά την πρώτη ανάγνωση, ο Μίκης Θεοδωράκης θα ξεκινήσει ακαριαία τη μελοποίηση του ποιήματος, αφήνοντας όμως τελικά να παρέλθει κάποιος χρόνος πριν την τελική κυκλοφορία του έργου. Στο μεταξύ, θα ασχοληθεί με τον δίσκο Πολιτεία που επίσης εμπεριέχει ένα τραγούδι – ντοκουμέντο, εμπνευσμένο από τη λεγόμενη «μάχη της παράγκας» που εκτυλίσσεται εκείνη την περίοδο στη Δραπετσώνα.
1961- Πολιτεία
Είναι η δεκαετία που η χώρα αρχίζει εμφανώς να αλλάζει καθώς εξαιτίας της κατοχικής οικονομικής ενίσχυσης που έχει λάβει γίνονται έργα υποδομής. Κομμάτι αυτής της ανάπλασης είναι και η ανέγερση πολυκατοικιών, σε ιδιωτικά και δημόσια οικόπεδα. Σε κάποια απ’ αυτά τα οικόπεδα υπάρχουν κι οι λεγόμενες παραγκουπόλεις, δηλαδή οικισμοί από παράγκες που έχουν φτιαχτεί από τους πρόσφυγες της Μικράς Ασίας. Η μεγαλύτερη, αυτή της Δραπετσώνας, έχει 25.000 παραπήγματα και άρα τουλάχιστον διπλάσιο πληθυσμό ανθρώπων. Μόλις η τότε κυβέρνηση θα επιχειρήσει να γκρεμίσει τις παράγκες αυτού του κόσμου χωρίς αποζημιώσεις, ο Μίκης Θεοδωράκης γράφει τη Δραπετσώνα σε στίχους Τάσου Λειβαδίτη και φωνή Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Το τραγούδι μπαίνει στον κύκλο Πολιτεία, έναν κύκλο με καθαρά λαϊκά τραγούδια που πατάνε ρυθμικά πάνω στο χασάπικο και το ζεϊμπέκικο, ενώ την ίδια στιγμή μιλάνε με ρεαλισμό για όλα όσα βασανίζουν εκείνη τη στιγμή το λαό. Πέρα από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, ο Μίκης Θεοδωράκης θα συνεργαστεί σ’ αυτό τον κύκλο τραγουδιών με τη Μαρινέλλα αλλά και τον κατεξοχήν λαϊκό τραγουδιστή Στέλιο Καζαντζίδη. Μαζί με την κυκλοφορία του δίσκου ο συνθέτης αποφασίζει να φύγει και να περιοδεύσει σε πόλεις και χωριά της επαρχίας, με σκοπό να ακουστούν τα τραγούδια κατ’ ευθείαν στο λαό. Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης, που έχει γράψει και το μεγαλύτερο μέρος των στίχων, ακολουθεί στην περιοδεία και μετά το τέλος της εκάστοτε συναυλίας σηκώνεται και απαγγέλει ποιήματα, μπροστά σε ένα έκπληκτο, συγκινημένο κοινό που ακούει ποίηση δια στόματος ποιητή για πρώτη φορά.
1964-
Τρία χρόνια αργότερα, το 1964, ο Μίκης Θεοδωράκης βγάζει τελικά από τα συρτάρια του και τις παρτιτούρες του Άξιον Εστί και το παρουσιάζει στο θέατρο Rex. Την ημέρα της παρουσίασης η υποδοχή από το κοινό είναι χλιαρή αλλά μόλις ο δίσκος κυκλοφορεί γίνεται αμέσως ανάρπαστος. Σε μια δική του αφήγηση, ο συνθέτης κάνει αναφορά σ’ ένα περιστατικό στις Σέρρες, όταν βλέπει κάποιον να πλησιάζει με ένα μουλάρι το συνοικιακό δισκάδικο της πόλης. Από περιέργεια ο Μίκης Θεοδωράκης πηγαίνει κοντά και τον ρωτάει τι ψάχνει. Η απάντηση που πήρε ήταν: « Με έστειλε το χωριό να αγοράσω το Άξιον Εστί».
Ο ίδιος ο συνθέτης, αναλύοντας τη μουσική του σ’ αυτό το έργο, κάνει λόγο για ένα Λαϊκό Ορατόριο και ένα είδος Μετασυμφωνικής Μουσικής. Και το κοινό, που δεν χρειάζεται πάντα τόσες αναλύσεις, απλώς τραγουδάει για έναν ήλιο που ποθεί να γυρίσει. Λίγα χρόνια αργότερα, το κομμάτι Της Δικαιοσύνης Ήλιε Νοητέ θα γίνει τραγούδι – σύμβολο κατά της δικτατορίας από τους φοιτητές.
Μετά και την κυκλοφορία του Άξιον Εστί, ο Μίκης Θεοδωράκης εδραιώνεται και πλέον αποκτάει άρρηκτη σύνδεση, ως καλλιτέχνης, με ένα συγκεκριμένο είδος κοινού. Ο πολιτικός προσανατολισμός του, ο προγενέστερος βασανισμός, οι εξορίες, η κινηματική του δράση, όπως αυτή παρουσιάζεται και μέσα απ’ την τέχνη (π.χ. Δραπετσώνα) και φυσικά το ίδιο του το έργο συνολικά, μορφοποιούν ευκρινώς το προφίλ του καλλιτέχνη και δένουν σφιχτά τη σχέση του με τους ανθρώπους της Αριστεράς, του λαού και του αγώνα.
1965-
Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν
Χωρίς δισταγμούς, ο Μίκης Θεοδωράκης προχωράει τότε και στο επόμενο πολιτικοποιημένο δίσκο του, ένα δίσκο με εξίσου ισχυρά πατήματα επί του πραγματικού, και κυκλοφορεί το 1965, Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν, σε στίχους Ιάκωβου Καμπανέλλη,
Το όνομα Μαουτχάουζεν που υπάρχει στον τίτλο, υπήρξε στρατόπεδο συγκέντρωσης των Ναζί κι ήταν ένα από τα μεγαλύτερα της Αυστρίας. Υπολογίζεται πως εκεί βρήκαν φρικτό θάνατο πάνω από 100.000 άνθρωποι, κι ο συγγραφέας Ιάκωβος Καμπανέλλης, είχε επίσης ζήσει στα μαυρισμένα εδάφη του, όντας κρατούμενος των Ναζί.
Μ’ αυτό το έργο, που είναι βασισμένο εξολοκλήρου σε προσωπικό βίωμα, πραγματοποιείται μέσω της τέχνης μια δημόσια στοχευμένη διαμαρτυρία και εκφράζεται ο αποτροπιασμός για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που προκλήθηκαν από τους ναζιστές. Ο δίσκος συνδέθηκε ακαριαία με την πάλη κατά του φασισμού, ενώ επιπλέον συνέβαλλε σε μια ευρύτερη γνωστοποίηση των εγκλημάτων και στην ευαισθητοποίηση του κόσμου απέναντι στα όσα έγιναν κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου.
Οι φυλακές, ο εκτοπισμός, και οι βασανισμοί που έχει ζήσει κι ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης σε συνδυασμό με την ιδεολογική σύμπνοια που νιώθει για το περιεχόμενο των στίχων φανερώνονται και μέσα από τη μουσική που θα συνθέσει σ’ αυτό τον κύκλο. Ιδιαίτερα το κομμάτι Το Άσμα Ασμάτων, με ερμηνεύτρια τη Μαρία Φαραντούρη, θα περάσει στην ιστορία ως είναι ένα από τα σπαρακτικότερα, κορυφαία τραγούδια για την αγάπη και την απώλεια. Σ’ αυτό το τραγούδι, οι άνθρωποι, τραγουδούν και μαζί δακρύζουν όχι μόνο για όσα έχασαν οι ίδιοι, αλλά και για όλα όσα έζησε εκείνο το διάστημα ολόκληρη η ανθρωπότητα. Επιπλέον, το αίσθημα της ηθικής δικαίωσης ενισχύεται σε όποιον απ’ αυτούς εναντιώθηκε για να παλέψει το τέρας του φασισμού. Ο δίσκος, και τα τραγούδια, θα καταξιωθούν αμέσως, φωλιάζοντας παράλληλα στις καρδιές χιλιάδων ανθρώπων.
Η Μπαλάντα του Μαουτχάουζεν πήρε εγκώμια από Έλληνες και ξένους κριτικούς ενώ οι Times της Νέας Υόρκης χαρακτήρισαν το έργο ως το «Σημαντικότερο έργο που γράφτηκε ποτέ για το Ολοκαύτωμα».
1966-
Η Ρωμιοσύνη
Η Ρωμιοσύνη, ο επόμενος δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη, θα κυκλοφορήσει ακριβώς ένα χρόνο μετά, δηλαδή το 1966.
Η Ρωμιοσύνη, γράφτηκε από τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο ενώσω η χώρα βρισκόταν στη δίνη του Εμφυλίου πολέμου και το ποίημα είναι ένας φόρος τιμής προς το κίνημα του ΕΑΜ που πολέμησε στην Αντίσταση. Είναι επίσης ένα έργο για όλους τους Αντάρτες των βουνών του Δημοκρατικού Στρατού και μ’ αυτό το έργο ο Γιάννης Ρίτσος, ως ιδεολόγος κομμουνιστής κι αγωνιστής κι ο ίδιος, κάνει μια κατάθεση ψυχής για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης, και τον αδιάκοπο αγώνα για ελευθερία και ανθρωπιά.
Η Ρωμιοσύνη, είναι ένας δίσκος που ταυτίζεται απόλυτα μ’ ένα κομμάτι της ιστορίας του τόπου, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που κι εκείνα τα τραγούδια αγκαλιάστηκαν αμέσως. Στην πρώτη συναυλία, που έγινε το 1966 στο γήπεδο της ΑΕΚ της Ν. Φιλαδέλφειας, η υποδοχή ήταν ένθερμη και οι κερκίδες κατάμεστες. Ανάμεσα στο κοινό βρισκόντουσαν επιζήσαντες του Εμφυλίου, ηλικιωμένοι άντρες και γυναίκες που πήραν μέρος στην Αντίσταση αλλά και χιλιάδες άλλοι συνομήλικοι του Μίκη Θεοδωράκη, πρώην μέλη του ΕΑΜ. Η συγκεκριμένη συναυλία, εξαιτίας της σύνθεσης του κόσμου που την παρακολουθούσε, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιστορική, με το κ