Skip to main content

Μέσω αυτής της στήλης είχα την ευκαιρία αν μη τι άλλο να κάνω κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες κουβέντες με ανθρώπους που έχουν πράγματα να πουν. Αυτή που έγινε με τον Κωνσταντίνο τολμώ να πω πως μάλλον ήταν η πιο ενδιαφέρουσα, μέχρις ώρας…

 

Γ: Ας ξεκινήσουμε με το ποιος είναι ο Κωνσταντίνος Πουλής, στην εποχή της ταυτότητας ποια είναι η στάμπα που φέρει το κούτελό σου;

Κ: Πιστεύω πολύ σοβαρά πως το βασικό μου χαρακτηριστικό είναι η αντιποίηση επαγγέλματος.

 

Γ: Ήμουν σίγουρος πως θα άκουγα κάτι τέτοιο.

Κ: Ναι είμαι ένας άνθρωπος που εισβάλει προκλητικά σε επαγγελματικά πεδία σχετικά περιχαρακωμένα σε αρκετές περιπτώσεις, με εξαίρεση τη συγγραφή που είναι κάπως πιο ελεύθερα τα πράγματα με την έννοια ότι δεν υπάρχει κανένα οικονομικό όφελος, οπότε κανείς δεν αγωνιά να περιχαρακώσει από τους ερασιτέχνες αυτό το χώρο. Το τελευταίο μου χόμπι είναι να προκαλώ το χώρο του τραγουδιού με τις εμφανίσεις μου με τον Σπύρο Γραμμένο, οπότε όταν μου λένε πως και το κάνεις αυτό, τους λέω περιμένετε να δείτε την επόμενη μου ζωγραφική έκθεση! -δε ζωγραφίζω έτσι το λέω. Νομίζω ότι με ενδιαφέρει στα σοβαρά να καταφέρνω να γράφω και το θεωρούσα πάντα ένα πολύ κεντρικό συστατικό στοιχείο αυτών που κάνω και νομίζω πως μπορώ και να παίξω. Στο θέατρο δεν είχα μια κανονική πορεία δηλαδή δεν έχω πάει σε κάποια δραματική σχολή και έχω κάνει ελάχιστες δουλειές στον επαγγελματικό χώρο του θεάτρου τις οποίες μάλιστα, δεν έχω ευχαριστηθεί.

 

Γ: Δεν συνέβη όμως το ίδιο με τους Τσιριτσάντσουλες

Κ: Οι Τσιριτσάντσουλες είναι μια πολύ ιδιότυπη προσπάθεια, είναι άνθρωποι που βιοπορίζονται από το θέατρο, όταν πηγαίνουν σε μέρη που τους λένε ‘’μη βάλετε καπέλο δε θέλουμε να πάρετε από το κόσμο χρήματα γιατί είμαστε κατά της εμπορευματοποίησης της τέχνης’’, δεν παίζουν και εξηγούν επίμονα πως ζούνε από αυτό. Οπότε είναι επαγγελματικό θέατρο και παίζουν σε αυτό άνθρωποι για τους οποίους έχω απεριόριστη καλλιτεχνική εκτίμηση, αλλά είναι ταυτόχρονα και μια άγρια κολεκτίβα πλανόδιων καλλιτεχνών, είναι μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση δηλαδή καλλιτεχνικά.

“Έχω πολύ πρόσφατα συνειδητοποιήσει ότι υπάρχει  ένα νήμα, το οποίο δεν ήταν ορατό από την αρχή, το κατάλαβα εκ των υστέρων, υπάρχει λοιπόν ένα νήμα που συνδέει αυτές τις διαφορετικές φάσεις της ζωής μου και που σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, είτε μιλάμε για την πολιτική ομάδα που ήμουνα στο πανεπιστήμιο, είτε για τους Τσιριτσάντσουλες, είτε για το thepressproject, υπάρχει ένα στοιχείο αυτοοργάνωσης. Κι είναι πράγματα τα οποία ενώ βρίσκονται προγραμματικά στο περιθώριο, έχουν απήχηση”.

Κ: Οι Τσιριτσάντσουλες είναι μια πολύ ισχυρή και ανθεκτική ομάδα, που ‘χει κάνει πολύ επιτυχημένα πράγματα και νομίζω πως είναι και η μακροβιότερη αυτόοργανωμένη κολεκτίβα καλλιτεχνών που ζει για τόσα χρόνια, για δεκαετίες τώρα. Όπως επίσης και το thepressproject, έχει μια παρουσία, δεν είναι δυόμισι άνθρωποι που κάνουν κάτι απ΄ το σπίτι τους, είναι ένα μέσο που διεκδικεί να έχει μια παρουσία στο χώρο της ενημέρωσης. Δεν θα αγγίζει τη δύναμη των συστημικών μέσων αλλά ταυτοχρόνως έχει μια φωνή που συμμετέχει σ’ αυτό τον διάλογο. Ακόμη και στο πανεπιστήμιο είχαμε βγει μ’ αυτό που κάναμε δεύτεροι στις εκλογές κάποια στιγμή. Θέλω να πω, πως παρά το ότι όλα αυτά γίνονται πάντοτε με τα ίδια μέσα και έναν τρόπο κάπως πρόχειρο και αυτοσχεδιαστικό, έχω την αίσθηση πως έχω καταφέρει σ’ αυτά, και το αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων αυτό, πως χωρίς να το προγραμματίζω, μπορώ να κάνω αυτό που θέλω και να μη πάει εντελώς πεταμένο, να μην είναι μια μποτίλια στο πέλαγο όπου δε ξέρεις αν θα υπάρξει ποτέ παραλήπτης.

 

Γ: Το thepressproject πώς προέκυψε;

Κ: Από τον Εφήμερο, ο Κώστας υπήρξε αδερφικός μου φίλος, ο πιο κοντινός μου άνθρωπος, που πέθανε από καρδιά στα σαράντα του. Παίζαμε με τους Τσιριτσάντσουλες μια επιθεώρηση στην οποία έπαιζα και έγραφα κείμενα, ο Κώστας είχε διαβάσει ήδη κείμενά μου. Τότε είχα γράψει ένα που έλεγα να δώσουμε την Ακρόπολη αντιπαροχή, το οποίο ήταν ένα ειρωνικό κείμενο για την Ακρόπολη, οπότε ήρθε, με είδε και μου είπε θα κάνω ένα site και θέλω να έρθεις να γράφεις και η συνέχεια είναι αυτή που ξέρεις τώρα. Είμαι λοιπόν αρθρογράφος στο thepressproject από την αρχή. Κάποια στιγμή μου λέει θέλω να δεις μια εκπομπή και να κάνουμε κάτι αντίστοιχο και μου έδειξε τον Τζον Όλιβερ, οπότε σταδιακά άρχισα να εμπλέκομαι όλο και περισσότερο, να κάνουμε μαζί το ραδιόφωνο, οπότε με τον Κώστα δεθήκαμε πάρα πολύ και σαν συνεργάτες, αλλά και ανθρώπινα. Ήταν πολύ κοντινός μου άνθρωπος για τον οποίο τρέφω απεριόριστο θαυμασμό και για την ακεραιότητά του και για την ευφυία του. Ήταν κάποιος που δεν είχε κανένα εφόδιο στη ζωή του, τίποτα, δεν πατούσε ούτε πάνω σ’ ένα κοινωνικό κεφάλαιο γνωριμιών, ούτε σε μια περιουσία, ούτε σε ένα μορφωτικό κεφάλαιο, τίποτα, ήταν όλα φτιαγμένα από το τίποτα, από έναν απόφοιτο λυκείου που είχε μια παράξενη ιδιοφυΐα οπότε έφτιαξε ένα μέσο, το οποίο οραματίστηκε πριν δέκα χρόνια ότι θα μπορεί να λειτουργεί ως αυτοχρηματοδοτούμενο.

Τον λέγανε όλοι τρελό και αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα αυτοχρηματοδοτούμενο μέσο το οποίο είναι μεν μικρό, αλλά μπορούμε να λέμε ό,τι μας αρέσει και αυτό δεν υπάρχει στη δημοσιογραφία, οπότε το βασικό κλειδί για να καταλάβει κανείς τι είναι το thepressproject είναι το χρηματοδοτικό του μοντέλο. Αυτό είναι το thepressproject, δεν είναι κανένα πρόσωπο, αφού επέζησε μετά την απώλεια του Εφήμερου δεν υπάρχει κανένα πρόσωπο που να είναι το thepressproject. Αυτό που είναι το thepressproject είναι το χρηματοδοτικό μοντέλο που σκέφτηκε και κατάφερε να χτίσει ο Εφήμερος, ένα μοντέλο που δίνει τη δυνατότητα σε ταλαντούχους δημοσιογράφους, που υπάρχουν πάρα πολλοί, να έχουν δουλειά και να μπορούνε να λένε αυτό που θέλουν χωρίς αναστολές. Και αν δε κάνω λάθος δεν υπάρχει άλλο τέτοιο μέσο. Δηλαδή μπορεί να υπάρχουν ελληνικά μέσα που προσπαθούν να υποστηρίξουν ένα αντίστοιχο χρηματοδοτικό μοντέλο, αλλά δεν μπορούν να υποστηρίξουν τη καθημερινή ροή ειδήσεων που μπορούμε εδώ, δηλαδή να έχουν εργαζόμενους να κάνουν αυτή τη δουλειά, στηρίζονται σε ανθρώπους που βιοπορίζονται με άλλους τρόπους και ταυτοχρόνως ασκούν ερευνητική δημοσιογραφία, η οποία μπορεί να είναι πολύ καλή, αλλά είναι άλλο πράγμα από αυτό που συζητάμε. Δηλαδή στο thepressproject έχουμε ένα μέσο που έχει εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση, έχει γραφεία, στούντιο, ραδιόφωνο, δεν είναι διασκορπισμένοι άνθρωποι που δίνουν τα κείμενά τους σε ένα site από το σπίτι τους.

 width=

Γ: Θεατρικά κείμενα γράφεις ακόμα;

Έχω πολύ καιρό να γράψω για το θέατρο, γράφω διηγήματα, έχω ετοιμάσει πάλι ένα βιβλίο με διηγήματα και το καλοκαίρι θέλω να κάνω τις τελικές διορθώσεις για να εκδοθεί.

 

Κ: Οπότε το thepressproject είναι κάτι που σε απορροφά σχεδόν στο 100% .

Έχω πολύ μεγάλη ανάγκη ως άνθρωπος να υπάρχει ένα κομμάτι του μυαλού μου που να μην καταλαμβάνεται από την επικαιρότητα, δεν είμαι άνθρωπος που κολυμπάει με φυσικότητα μέσα στην επικαιρότητα. Με απασχολεί και με πονάει, όχι συνέχεια όμως και νομίζω πως όταν κανείς είναι ειλικρινής δεν μπορεί να πονάει καθημερινά την επικαιρότητα, δεν μπορείς, εγώ τουλάχιστον, να τα βιώνεις όλα ως τραύματα που επιφέρει η επικαιρότητα πάνω σου. Έχει πολύ μεγάλη σημασία για μένα να υπάρχει ένα κομμάτι του μυαλού μου που ζει εκτός επικαιρότητας, που εξακολουθεί να έχει την ευαισθησία της ομορφιάς, της παράστασης, του τραγουδιού, του γέλιου.

Γ: Ακούγεται αυτό σαν φεύγοντας από το thepressproject να γυρίζεις σπίτι σου να το κουβαλάς ακόμα μαζί σου.

Κ: Καταρχάς όλοι οι άνθρωποι είμαστε εθισμένοι στο σκρολάρισμα, είναι κάτι που το κάνουμε όλοι πια, ζούμε αυτούς τους ρυθμούς περίπου αναγκαστικά, και για μένα ταυτοχρόνως είναι και η δουλειά μου, που είναι η ενημέρωση και το να καταλαβαίνω τι συζητάει ο κόσμος και προφανώς δε σταματάει ποτέ αυτό. Μια σκέψη που μέσα κυριαρχεί όλο και περισσότερο, είναι πως για μένα είναι αγώνας την ώρα που συμβαίνουν όλα αυτά να μπορώ να πάρω μια ανάσα εκτός επικαιρότητας, να μπορώ για λίγο να συγκρατήσω τους ρυθμούς της καθημερινότητας, για να μπορώ να σκέφτομαι και να αξιολογώ αυτά που συμβαίνουν. Ξεκίνησα να αρθρογραφώ στο thepressproject ακριβώς ως άνθρωπος ο οποίος είχε μια ματιά, δεν ξέρω αν μπορώ να την πω λοξή, αλλά με μια σχετική απόσταση από τα πράματα, ως κάποιος που ήταν λίγο διανοούμενος, δηλαδή η αρθρογραφία μου είχε ένα χαρακτήρα δοκιμιακό. Προσπαθώ να υπάρχουν στιγμές που λέμε όλοι μαζί ω ρε φίλε τι έγινε! και ταυτόχρονος να υπάρχει και ένα τέτοιο στοιχείο απόστασης που το θεωρώ για μένα πολύ σημαντικό για να μπορώ να είμαι εγώ που σχολιάζω, δηλαδή να έχει νόημα να το πω εγώ, γιατί δε το λένε όλοι, αυτό είναι πολύ σημαντικό για μένα στο τρόπο με τον οποίο γράφω, σχολιάζω, όταν κάτι το λένε όλοι, και δίκιο να έχουνε, αποφεύγω να το πω κι εγώ. Εχω την ανάγκη να σταθώ απέναντι στην πραγματικότητα και να πω ότι σε κάτι που το λένε όλοι, δεν έχει νόημα να προσθέσω και τη δική μου φωνή. Αυτό αφαιρεί σε δύναμη, γιατί τα κείμενα που είναι πιο μονόπαντα είναι πάντα κείμενα που διαμοιράζονται ευκολότερα και γι’ αυτό και επικρατεί και ο έξαλλος λόγος, αλλά για μένα είναι θεμελιώδες ζήτημα της προσωπικότητας ή έστω της αντίληψής που έχω εγώ για τη προσωπικότητά μου, ότι πρέπει να συζητάμε χωρίς να είμαστε έξαλλοι, ακόμα και για πράγματα που μας θυμώνουν.

 

Γ: Πώς επηρεάζει αυτός ο καταιγισμός της πληροφορίας τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα;

Κ: Είναι κοσμογονική η αλλαγή, αν συζητήσεις με ιστορικούς της τεχνολογίας θα σου πουν πως αυτό μπορεί να έχει ξεκινήσει να συμβαίνει από τον τηλέγραφο, να συμβαίνει εντονότερα στη τηλεόραση, στον κόσμο του διαδικτύου όμως, έχουμε μια έκρηξη που δεν έχουμε γνωρίσει όμοιά της, όποιος δηλαδή κινείται με σχήματα του τύπου ‘’ε πάντα οι προηγούμενες γενιές γκρινιάζουν για τις επόμενες ‘’ δεν έχει καταλάβει τι έχει ξημερώσει. Η πιο ριζοσπαστική κριτική που σίγουρα γνωρίζω είναι του τεχνολογικού συντάκτη των New York Times που είχε γράψει στην αρχή ένα άρθρο που έγινε πολύ διάσημο με τίτλο ‘’πως η google αποβλακώνει’’ και μετά ένα βιβλίο. Το επιχείρημα του έχει και μια νευρολογική πτυχή και λέει πως όσο περισσότερο ασκεί κανείς τη βραχυπρόθεσμη μνήμη, τόσο περισσότερο θα του είναι αδύνατο, εντυπώσεις που γίνονται σε ένα καθεστώς συγκέντρωσης και εστίασης σε ένα μόνο πράγμα, να μένουν στο μυαλό του. Το ίντερνετ είναι φτιαγμένο για να μην εστιάζουμε σε ένα μόνο πράγμα. Η οικονομική βιωσιμότητα των ιστοσελίδων εξαρτάται από το δυναμικό κλικάρισμα, οπότε το ίντερνετ παράγει τη διάσπαση προσοχής προγραμματικά. Στην περίπτωση του Facebook ξέρουμε πια μετά τις αποκαλύψεις της περασμένης χρονιάς, ότι αυτά που τα συζητάμε εμείς κάπως πρόχειρα και καφενειακά για τον τρόπο με τον οποίο προκαλείται εθισμός, είναι πράγματα τα οποία τα γνωρίζουν από εσωτερικές εκθέσεις, είναι μηχανισμοί που έχουν κατασκευάσει συνειδητά για να προκαλούν αυτό το αποτέλεσμα, όπως το να παρακολουθείς τα like ή τις φυσαλίδες να κουνιούνται όταν κάποιος γράφει ένα σχόλιο ή την άρνηση να αφαιρέσουν το κουμπί του like από το Instagram παρά το ότι γνωρίζουν πως σχετίζεται με παιδικές αυτοκτονίες. Είναι ένας κόσμος που ‘χει δημιουργήσει έναν τρομερό πλούτο πληροφόρησης, μια απίστευτη απελευθέρωση της πληροφορίας για ανεξάρτητα μέσα σαν το δικό μας, αλλά ταυτόχρονα έχει και μια πολύ σκοτεινή πλευρά, η οποία νομίζω πως είναι κυρίως αυτή. Δηλαδή αν ηρεμία είναι να καταφέρνει κανείς να σκέφτεται ένα πράγμα, πόσοι άνθρωποι, πόσες ώρες την ημέρα μπορούν να το πουν αυτό. Η στιγμή κατά την οποία κάνεις μια χειρωνακτική δουλειά, βουτάς στη θάλασσα, περπατάς στο χιόνι έχεις ένα οργασμό, είναι οι στιγμές οι οποίες αυτό που συμβαίνει, περνάει αυτόν τον πήχη που λέει, εδώ υπάρχει ένας άνθρωπος που μπορεί να ευχαριστηθεί κάτι, γιατί το μυαλό του δεν είναι διασκορπισμένο. Το στρες που ζούμε νομίζω πως είναι αποτέλεσμα αυτής της πολυδιάσπασης. Πως άραγε είναι μια συζήτηση, η οποία δεν διακόπτεται απ’ το να τσεκάρει ο καθένας το κινητό του, πως είναι μια συζήτηση στην οποία οι άνθρωποι μπορούν να παραμείνουν στο ίδιο θέμα για πολύ ώρα, αυτές είναι προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε και είναι τεράστιες, δεν είναι γκρίνια προς την τεχνολογία, θεωρώ πως είναι άγνοια όταν σνομπάρει κανείς αυτές τις ανησυχίες, νιώθω πως διακατέχεται από άγνοια, δεν έχει καταλάβει ακριβώς τι διακυβεύεται αυτή τη στιγμή. Είναι μια τεράστια ανθρωπολογική τομή, είναι ένα νέο είδος ανθρώπου, αυτό που έλεγε ο Ζέρβας, από τον άνθρωπο μπροστά σε ένα γραφείο στον άνθρωπο μπροστά σε μια οθόνη και ο άνθρωπος μπροστά στην οθόνη είναι μια πραγματικότητα ριζικά διαφορετική για τη συγκρότησή μας, τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε, έχουμε ρυθμούς, αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο, τη χαρά, τη λύπη, τη μνήμη.

 

Γ: Το ζήτημα της ελευθεροτυπίας στην Ελλάδα, πόσο σκληρό είναι να πούμε πως κάθε κοινωνία έχει την ελευθεροτυπία που της αξίζει;

Είναι δίκοπο μαχαίρι, είναι για μένα ένα πολύπλοκο πρόβλημα αυτό που θέτεις, δηλαδή κατά πόσο φταίνε οι άνθρωποι και κατά πόσο τους αξίζει αυτό που περνάνε. Όταν είχαμε όλοι εξοργιστεί με τη δήλωση του Πάγκαλου πως μαζί τα φάγαμε, εγώ ένοιωθα πως αυτή η φράση κρύβει μισή αλήθεια, γιατί αν δε φταίμε καθόλου πως θα αλλάξει αυτό; Δηλαδή αν φταίει μόνο ο Πάγκαλος, δεν έχουμε παρά να περιμένουμε να βρεθεί κάποιος καλόκαρδος…

 

 width=

Γ: Παν καλός! 

Κ: Ακριβώς! (γέλια)… ηγέτης ο οποίος θα ευαρεστηθεί να μας πετάξει ένα η δύο ξεροκόμματα στην καλύτερη περίπτωση για να μην ήμαστε κι εμείς σε τόσο δεινή θέση. Αν θεωρούμε ότι φταίμε, τουλάχιστον υπάρχει κάτι περισσότερο να κάνουμε, οπότε με μια έννοια είναι περισσότερο αισιόδοξο αυτό που είπε ο Πάγκαλος, με την έννοια ότι αν πραγματικά έχουμε ανεχθεί με δική μας ευθύνη αυτούς τους άρχοντες, είναι πάλι δική μας ευθύνη να επιδιώξουμε μια κοινωνία η οποία δε θα κυβερνιέται με τόσο αρρωστημένο και άδικο τρόπο.

Τώρα για την ελευθεροτυπία, είναι πιο λεπτό το ζήτημα, γιατί η χειραγώγηση των μέσων είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο θα έπρεπε να διαχυθούν αυτές οι ιδέες στην κοινωνία και να φτάσει η είδηση ότι υπάρχει πρόβλημα με την ενημέρωση. Οπότε είναι πολύπλοκο και δύσκολο, αλλά θα σου έλεγα ότι οπωσδήποτε για μένα έχει σημασία να στρέφουμε το καθρέπτη και προς το πρόσωπό μας, να πούμε ότι φταίμε ότι χρειάζεται να κάνουμε και κάτι άλλο. Μερικές φορές ακούγεται προκλητικό να το πει κανείς, αλλά ο άλλος καλά κάνει. Δηλαδή είναι ένας πόλεμος στον οποίο ο άλλος κάνει αυτό που τον παίρνει, σε πατάει, χειραγωγεί την ενημέρωση, δίνει λεφτά σε φίλους του, κάνει συμφωνίες νόμιμων καρτέλ στην ενέργεια, γιατί να μην τα κάνει αυτά, είναι ένα αρπακτικό ζώο που βρίσκεται απέναντί μας και επιδιώκει να ικανοποιήσει τα συμφέροντά του. Έχει κάποιο νόημα εδώ το να ηθικολογούμε και να πούμε πως ντροπή του που το κάνει αυτό; Εντάξει ντροπή του είναι, δεν είναι ωραίο, αλλά έχει κάποιο νόημα να διαμαρτυρόμαστε έτσι; Είναι ένας πόλεμος όπου ο άλλος υπηρετεί τα συμφέροντά του και περνάει υπέροχα κάνοντάς το αυτό, δε ξέρω τι ψυχολογικά μπορεί να έχει, αλλά περνάει ζωάρα, εξελέγη πρωθυπουργός κι έφυγε ένα μήνα διακοπές. Αλλά καλά κάνει και το λέω ειλικρινά αυτό δε νιώθω ότι θα έπρεπε να του ζητήσω κάτι άλλο, δεν έχει κανένα νόημα να του πεις πως αυτό που κάνει δεν είναι ωραίο, έχει νόημα να καταλάβεις τι ακριβώς κάνει, το μέγεθος της αδικίας που συμβαίνει και από κει και πέρα να συνειδητοποιήσουμε πως για να μη συμβαίνει αυτό θα έπρεπε να μην το επιτρέπουμε, θα έπρεπε ενεργητικά να διεκδικούμε κάτι άλλο και να το πετύχουμε. Οπότε στη περίπτωση της ενημέρωσης για εμάς είναι πολύ αισιόδοξο, είναι μια νησίδα αισιοδοξίας αυτό που συμβαίνει με το thepressproject, παρότι εμένα με κοροϊδεύουν πως είμαι γκρινιάρης και πεσιμιστής, το thepressproject λοιπόν υπάρχει επειδή χιλιάδες άνθρωποι αντιλαμβάνονται πως η ενημέρωση που λαμβάνουν από τα συστημικά μέσα είναι εξαγορασμένη, οι άνθρωποι που τους μιλούν λένε ψέματα και συνεπώς θα πρέπει να βρεθεί κάποιος που να πληρώνεται από τον κόσμο για να λέει αυτό που αντιστοιχεί στη πραγματική σκέψη του και με μία έννοια στο δημόσιο συμφέρον. Αυτό πληρώνει ο κόσμος στο thepressproject και πρόσεξε, είναι τρελό ότι εμείς έχουμε ένα οικονομικό μοντέλο που λέει ότι ο κόσμος θα πληρώνει για να καταναλώνει ένα προϊόν που είναι διαθέσιμο δωρεάν. Δεν έχουμε κλειδωμένο περιεχόμενο, προγραμματικά δεν θα έχουμε ποτέ, οπότε ο άλλος μας πληρώνει για να υπάρχουμε. Οπότε εμείς υπάρχουμε γιατί ο κόσμος αντιλαμβάνεται το πρόβλημα της ελευθερίας του τύπου, αυτό διέβλεψε ο Εφήμερος, ότι ο κόσμος καταλαβαίνει ότι η χρηματοδότηση της δημοσιογραφίας είναι το θεμέλιο του προβλήματος της ελευθερίας του τύπου κι ότι αν δε θες να συμβαίνει αυτό πρέπει κάτι να κάνεις κι αυτό το κάτι μπορεί να είναι ένα πεντάευρο το οποίο όμως έχει αυτή τη συνέπεια.

 width=

Γ: Όπως την Ανασκόπηση που κάνεις στο thepressproject;

Κ: Η Ανασκόπηση είναι ένα μέσο το οποίο αγάπησα πάρα πολύ από την αρχή και το υποστήριξα με πάρα πολύ πάθος ακριβώς διότι ανταποκρίνεται σ’ αυτό το κριτήριο που σου έλεγα πριν, αν κάτι έχει νόημα να το κάνω εγώ. Η Ανασκόπηση επειδή συνδυάζει ένα κομμάτι παιξίματος, ένα κομμάτι γραψίματος, ένα κομμάτι πολιτικού ενδιαφέροντος, αποτελεί ένα συνδυασμό ενδιαφερόντων και δεξιοτήτων που ένιωσα από πολύ νωρίς ότι έχει νόημα να κάνω και γι’ αυτό και το αγάπησα πάρα πολύ από την αρχή και προφανώς αυτό είχε σκεφτεί και ο Κώστας όταν μου το πρότεινε.

 

Γ: Η ελληνική κοινωνία σε τι φάση βρίσκεται;

Κ: Η ελληνική κοινωνία είναι ζαλισμένη απ’ τα χαστούκια. Είχα βρει κάπου μια πληροφορία για τον γκρογκαρισμένο πυγμάχο που είναι ο πυγμάχος που είναι μεν όρθιος στο ρινγκ, αλλά έχει κατεβασμένα τα χέρια και τρώει ξύλο μέχρι να πέσει κάτω, είναι ζαλισμένος, αλλά εξακολουθεί να είναι όρθιος στο ρινγκ σα ζωντανός νεκρός. Νομίζω πως η ελληνική κοινωνία είναι σ’ αυτή την κατάσταση, δηλαδή αυτό που γίνεται τώρα είναι μια κλοπή. Είναι μια τεράστια επιχείρηση αναδιανομής του εισοδήματος από τους πολλούς προς τους λίγους. Ρουφάνε με την ηλεκτρική σκούπα χρήμα από κάτω προς τα πάνω, αυτό γίνεται. Νοικοκυριά χρεώνονται με εκατοντάδες, και σε μερικές περιπτώσεις χιλιάδες, ευρώ προκειμένου να τα φάνε τέσσερις ολιγάρχες. Αυτό γίνεται αυτή τη στιγμή κι ο κόσμος απλώς προσπαθεί να τα βγάλει πέρα. Αυτό δεν είναι φυσιολογικό, δεν ξέρω τι θα γεννήσει. Τον πρώτο καιρό των μνημονίων είχαμε κάνει εδώ ένα αφιέρωμα γιατί δε κουνιέται φύλο και αναρωτιόμασταν γιατί δε συμβαίνει τίποτα και τελικά συνέβησαν οι αγανακτισμένοι, συνέβη ο Σύριζα. Και μπορούμε σ’ αυτά να έχουμε διαφορετική άποψη, αλλά ήταν σημαντικές κοινωνικές ζυμώσεις και ήταν κάτι που δεν είχε προβλέψει κανείς ειδικά οι αγανακτισμένοι ήταν εντελώς αναπάντεχο. Το γεγονός ότι αυτά συνέβησαν και συνέβησαν τόσο πρόσφατα μας δίνει να καταλάβουμε ακριβώς πως λειτουργεί αυτή η διαδικασία, πως δηλαδή ενώ κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει, δημιουργείται μέσα στη κοινωνία μια δυναμική, η οποία όντως μετακινεί τα πράματα και αλλάζει το πολιτικό σκηνικό.

 

Γ: Ο Πουλής σε δέκα χρόνια;

Κ: Δεν έχω ιδέα. Είμαι από τους ανθρώπους που έχω άστατη επαγγελματική ζωή. Σίγουρα θα εξακολουθώ να γράφω και να παίζω, θα εξακολουθεί να με νοιάζει η κοινωνία αλλά πως ακριβώς θα είναι η ζωή μου δε ξέρω.

 

Γ: Πώς θα ήθελες να είναι;

Κ: Μ’ αρέσει η ζωή μου όπως είναι δεν έχω παράπονο, θα ‘θελα μόνο να ‘μαι λίγο πιο ήρεμος.

 

Γ: Η Αθήνα σου αρέσει;

Κ: Την Αθήνα τη σιχαίνομαι, έχω γράψει ένα κείμενο που λέγεται “Οχτακόσιες Λέξεις Καθαρού Μισαθηνισμού” και περιγράφω τη βασική μου εντύπωση για την Αθήνα, που είναι μια πόλη που παντού κραυγάζει πως είναι μια πόλη με ιστορία ενώ στη πραγματικότητα είναι μια πόλη χωρίς ιστορία. Είναι μια πόλη που μετά την αρχαία δόξα της δεν έζησε ως ένδοξη πόλη και ναι μεν δεν ήταν μηδέν, δεν ήταν χωριό, νεότερες έρευνες όμως λένε πως ήταν η τέταρτη, πέμπτη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας το οποίο δεν είναι και κάτι το σπουδαίο. Άσε που δεν έχει καν μεσαιωνική πόλη. Η Αθήνα είναι μια ατελείωτη τσιμεντένια ασχήμια και για μένα που δεν είμαι μπαρόβιος και δε γνωρίζω αυτές τις κρυφές γωνιές της πόλης όπου επιζεί κάποια γοητεία, η Αθήνα είναι ένα ξερατό, μια ατελείωτη πίστα τσιμέντου, όπου οι άνθρωποι σέρνονται για να τα βγάλουν πέρα στη ζωή τους μέσα στη βιασύνη και τον πανικό. Και νομίζω πως δεν την αδικώ αν πω πως είναι η πιο άσχημη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα και συμπεριλαμβάνω και τα Βαλκάνια, τα οποία οι Έλληνες με τόση άγνοια υποτιμούν.

 

Γ: Είσαι βαλκάνιος;

Κ: Δεν θα το ‘λεγα, με την έννοια πως δεν έχω ταυτότητα βαλκάνιου, δεν αντιλαμβάνομαι κάτι τέτοιο, ίσως και από άγνοια. Κοίτα να δεις έχω ένα φίλο το Γιώργο τον Χαβουτσά, ο οποίος μεταφράζει ποίηση και μου λέει το γεγονός ότι η χώρα μας αγνοεί την Πέτια Ντουμπάροβα και ταυτοχρόνως μεταφράζει κάθε τέταρτο πέμπτο αγγλόφωνο συγγραφέα, οφείλεται απλώς στην επιτυχία του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού της Δύσης, δεν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εμείς αγνοούμε τόσο προκλητικά, τόσο σκανδαλωδώς, τον πολιτισμό των γειτονικών μας χωρών και ταυτοχρόνως αισθανόμαστε ότι μας αφορά οτιδήποτε συμβαίνει στην ποπ κουλτούρα της Αμερικής.