Της Βάσιας Παρασκευοπούλου
.YELLOWBOX. ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ.
Ένα καλοκαίρι που δεν ήξερε πως να γίνει αγάπη, τα αστικά μπαλκόνια κι οι μοναχικές περιπλανήσεις εντός τους, μπαλάντες, κι έπειτα καλτ και λαϊκά στο τέρμα για τις μεγάλες καψούρες, και δη ανεκπλήρωτες, νύχτα και βόλτα και Καζαντζίδης στην ίδια πίστα μαζί με τζαζ. Oλα χωράνε στο κόσμο της Νεφέλης Φασούλη, και τίποτα δεν περισσεύει, στο βαθμό που τα πράγματα αγγίζουν καρδιά. Προσφέροντας κι εκείνη απλόχερα καρδιά απ’ την καρδιά της μέσα σε κάθε τραγούδι που ερμηνεύει, η νέα ανερχόμενη τραγουδίστρια χτίζει μια πορεία πάνω σ’ ένα ευρύ φάσμα ρεπερτορίου και συνεργασιών ενώ, ταυτόχρονα, μας καλεί να μπούμε στο κόσμο της, στον κόσμο σου, σε κόσμους κοινούς και παράλληλους όπου δημιούργησαν μαζί με τον Φοίβο Δεληβοριά στον πρώτο της προσωπικό άλμπουμ “Στον Κόσμο Σου”.
Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α :
N E W G I R L S O N T H E B L O C K
& FIRST PERSONAL ALBUM
Β: Σπουδάζεις νομική αλλά τελικά βρίσκεσαι στον χώρο του τραγουδιού. Ποια γεγονότα συνέβαλαν σε μια τέτοια αλλαγή κατεύθυνσης; Πως ξεκινάει η δική σου πορεία στο τραγούδι Νεφέλη;
Ν: Από τότε που ήμουν μικρή το τραγούδι ήταν το μεγάλο μου ψώνιο. Μεγαλώνοντας, άρχισα να χώνω τον αδελφό μου να παίζει κιθάρα, κι έστελνα αιτήσεις σ’ ό,τι μαθητικό διαγωνισμό και φεστιβάλ μουσικής υπήρχε. Σε μια απ’ αυτές τις εμφανίσεις με είδε μέσω βίντεο κι ο Βασίλης Καζούλης και μου έγραψε στο facebook. Αρχικά, πίστευα ότι ήταν φάρσα, αλλά αφού τελικά μιλήσαμε, κανονίσαμε μια πρόβα, κι αυτό ήταν. Με πήρε μαζί του, κι εμένα και τον αδελφό μου, και ξεκινήσαμε να παίζουμε ως τρίο στην επαρχία. Εξαιτίας του Βασίλη, ανέβηκα λοιπόν για πρώτη φορά στο πάλκο, κι έζησα επίσης κι όλη εκείνη την φοβερή εμπειρία του να τραγουδάω από πόλη σε πόλη. Εκείνα τα χρόνια ήμουνα συχνά on the road, έφαγα χιλιόμετρο με το κουτάλι τότε, αλλά από την άλλη πέρασα κι ωραία. Πρωτύτερα, δεν είχα ταξιδέψει πολύ οπότε όλο αυτό είχε και μια πλευρά αποκάλυψης γι’ εμένα. Βίωσα φοβερά σκηνικά, καθώς η επαρχία εξακολουθεί να διατηρεί κι ένα κομμάτι αυθεντικού καλτ.
Β: Θυμάσαι κάτι ακραίο;
Ν: Θυμάμαι μια φορά, όπου εμφανίστηκε κάποιος εντελώς σίγουρος να πάρει το χέρι μου. Πήγε κι έπιασε την μάνατζερ κι άρχισε να της λέει αναλυτικά τα περιουσιακά του στοιχεία. Πόσες πολυκατοικίες, πόσα κτήματα, και πόσα πρόβατα είχε. Κι ήμουν εκεί, κι έλεγα δεν μπορεί να τα εννοεί όλα αυτά, είναι παλιό όλο αυτό, δεν μπορεί να συμβαίνει. Κι όμως. Ο άνθρωπος αυτά που έλεγε τα εννοούσε.
Β: Και δεν ενέδωσες Νεφέλη; Να σε καλοπαντρεύαμε;
Ν: Του είπα πως είμαι μικρή για γάμο. Έχω να ζήσω κι άλλα πράγματα στην ζωή μου του είπα (σ.σ. γέλια).
»Μέσω των εμφανίσεων που κάναμε με τον Βασίλη, γνώρισα έπειτα και τον Φοίβο. Συμμετείχαμε σε μια εκδήλωση με πολλούς καλλιτέχνες, και κάποια στιγμή συμπράξαμε ορισμένοι μουσικοί back stage, κι έτσι έγινε κι είχαμε μια πρώτη επαφή. Περίπου δυο χρόνια αργότερα, όταν ο Φοίβος έψαχνε τραγουδίστρια, επικοινώνησε μαζί μου, οπότε κι εκεί αρχίζει ένα καινούργιο κεφάλαιο. Μπήκα στον θίασο της “Ταράτσας”, κι έγινα μέλος σε κάτι που μόνο ως όνειρο θα μπορούσα να το περιγράψω. Για εμένα αυτή η συνεργασία ήταν κάτι το πραγματικά σπουδαίο, γιατί από την εφηβεία μου είχα εμμονή μαζί του, έχω μεγάλη αγάπη στα τραγούδια και το ρεπερτόριο του. Σήμερα βέβαια, ο Φοίβος, είναι πολλά περισσότερα στην ζωή μου, δεν είναι απλά και μόνο ένας συνεργάτης. Είναι μέντορας, είναι φίλος, είναι αδελφός.
Β: Η ιδέα του δίσκου “Ο Κόσμος Σου”, στο οποίο ο Φοίβος υπογράφει στίχους και μουσική, πως προέκυψε;
Ν: Ουσιαστικά, το έναυσμα δόθηκε με το κομμάτι “Για ένα καλοκαίρι”, όπου γράφτηκε απ’ τον Φοίβο για το ρεπερτόριο της “Ταράτσας”. Αργότερα, μου είπε πόσο απολαυστικό ήταν γι’ εκείνον το να γράφει για κάποιον άλλον, και είπε επίσης ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να κάναμε κάτι, να συγκεντρωθεί ένα υλικό που θα έφτιαχνε ίσως ένα δίσκο. Χάρηκα με την ιδέα, αλλά δεν την είχα δέσει. Δεν ήμουν πεπεισμένη πως ένας άνθρωπος που είναι τόσο δημιουργικός και τόσο πολυάσχολος και τόσο πολυπράγνωμας θα ασχοληθεί όντος για να γράψει ένα δίσκο που θα τον κάναμε μαζί. Ωστόσο, να που τελικά προχωρήσαμε.
Β: Το άλμπουμ εμπεριέχει 10 κομμάτια που κινούνται ανάμεσα σε διαφορετικά είδη μουσικής. Αυτή η ποικιλία πως δημιουργήθηκε;
Ν: Αρχικά, ο Φοίβος φανταζότανε έναν δίσκο με έντονο το λαϊκό στοιχείο κι εμένα μ’ άρεσε πολύ αυτή η κατεύθυνση, γιατί μ’ αρέσει πολύ να τραγουδάω τέτοια κομμάτια. Επιπλέον, μιλούσαμε για την ανάγκη να στηρίξουμε κάτι διαφορετικό, μιας κι εκείνος απεχθάνεται όλη αυτή την επιβολή του απέξω όσον αφορά το ρεπερτόριο και την δέσμευση του καλλιτέχνη προς ένα είδος. Κατά την γνώμη του, αυτό δεν είναι απαραίτητο να συμβαίνει, είναι κάτι που θα πρέπει να το καταρρίψουμε. Σ’ ένα βαθμό λοιπόν αυτό και κάναμε, συνδυάζοντας λαϊκά τραγούδια με κομμάτια όπως η “Βόλτα” και “Ο Κόσμος Σου”. Έτσι νομίζω πως ο ήχος εμπλουτίστηκε και τελικά δημιουργήθηκε μια ενότητα φανταστική.
“Ο Κόσμος Σου” είναι ένα κομμάτι που από το πρώτο άκουσμα του με καθήλωσε. Παίρνοντας τους στίχους στα χέρια μου ένιωσα να κλικάρω, ήταν πολύ δυνατό. Εξίσου έντονα ένιωσα όμως και με τους στίχους από το κομμάτι “Στην Αχερουσία”. Με αναστάτωσε, με άγγιξε βαθιά αυτό το τραγούδι απ’ την πρώτη στιγμή.
Στην Αχερουσία, track 6
/Δεν περνάει πια από δω αυτή η πορεία / Που την πότισε βροχή η αστυνομία / Κι ούτε σ’ άκουσα να λες ξανά τη φράση / «όποιος δεν παλεύει έχει ήδη χάσει» / Όμως τίποτα δεν έχει σημασία / Πιο μικρή κι απ΄την ζωή είν’ η εξουσία / Τίποτ’ απ’ αυτά δεν έχει σημασία / Στην Αχερουσία / (…) Κάθε άνοιξη θα γίνομαι θυσία/
Β: Στην “Αχερουσία” ο στίχος φτάνει στα όρια του πολιτικοποιημένου στίχου. Σ’ ενδιαφέρουν γενικά τέτοιου είδους κομμάτια Νεφέλη;
Ν: Με απασχολεί η κοινωνία εν γένει και άρα, ναι, κατ’ επέκταση με ενδιαφέρει αυτός ο στίχος. Συνολικά, θέλω πάντα να βρίσκω ένα νόημα κι ένα σκοπό μέσα σ’ ό,τι ερμηνεύω, θέλω κάποιος να ακούει την μουσική ή το live και να φεύγει με μια σκέψη για το τρόπο που ζει, για ό,τι βιώνει. Και θέλω πολύ αυτά που κάνω να αφορούν το σήμερα κι επίσης να παράγουν ένα, έστω και μικρό, θετικό κοινωνικό αντίκτυπο. Από την άλλη και τα ερωτικά τραγούδια έχουν βέβαια την σημασία τους. Ο έρωτας κι η αγάπη είναι κάτι δυνατό για τις ζωές μας, κι ο άνθρωπος πάντα θα αναζητάει τρόπους για να εκφράσει αυτό το βίωμα.
Β: Ο Φοίβος σημειώνει για το κομμάτι “Ο Κόσμος Σου” πως είναι ένα τραγούδι που γράφτηκε για εσένα, την φωνή και τον κόσμο σου αλλά και τον κόσμο τόσων άλλων κοριτσιών, έτοιμων να εκραγούν μέσα σε διαμερίσματα. Η αναφορά συνδέεται με την περίοδο της καραντίνας, ωστόσο μήπως όλο αυτό το φαινόμενο, του κλειδώματος, έχει να κάνει και με κάτι πιο γενικό; Αναγνωρίζεις κάτι τέτοιο στην γενιά σου;
Ν: Δεν ξέρω για την γενιά μου αλλά αυτό είναι κάτι που σίγουρα το αναγνωρίζω σ’ εμένα και γι’ αυτό και θεωρώ πως ο Φοίβος, γράφοντας αυτό το κομμάτι, έχει πράγματι διαβάσει εδώ τον εαυτό μου, εγώ είμαι δηλαδή αυτό το κορίτσι κι εκτός καραντίνας. Δεν ξέρω όμως αν αυτή η εσωστρέφεια είναι ζήτημα φύλου, εποχής ή γενιάς κι αν είναι κάτι που το βιώνουν πολλοί παράλληλα μ’ εμένα.
Β: Πάντως το συγκεκριμένο τραγούδι βρήκε σίγουρα έναν τρόπο να αγγίξει κάτι στο σήμερα. Ο στίχος «θέλω να στείλω μα δεν το κάνω / θα βάλω Νέτφλιξ κι ας πεθάνω», έχει πλέον δημιουργήσει ιστορικό αποτύπωμα (σ.σ. γέλια). Αλήθεια, εσύ το έχεις κάνει ποτέ αυτό; Έχεις επιλέξει να δεις ταινία αντί να στείλεις ένα μήνυμα;
Ν: Ναι, το έχω κάνει. Φυσικά και το έχω κάνει. Αποφεύγω πράγματα ή τα αναβάλω όταν έχουν ρίσκο. Κι αυτό δεν αφορά μόνο ανθρώπους, αλλά και την δουλειά μου, πράγματα που θέλω να κάνω, τηλεφωνήματα που φοβάμαι τα σπρώχνω στο χρόνο.
Β: Φοβάσαι συχνά; Σου δημιουργεί ανασφάλεια η ενασχόληση σου με το τραγούδι;
Ν: Η αλήθεια είναι πως είμαι ένας άνθρωπος που βρίσκομαι σε μόνιμη ανησυχία. Καταρχάς με απασχολεί αν αυτό που κάνω είναι καλό, αν περνάει, αν αγγίζει τους ανθρώπους, αν αφορά κάποιον άλλον πέρα από εμένα. Επιπλέον, βρίσκομαι στην αρχή και πράγματι δεν έχω νιώσει ακόμη ασφάλεια. Έχω αγωνία. Δουλεύω από μικρή και πάντα αυτό ήταν κάτι αναγκαίο γι’ εμένα. Η δουλειά είναι κάτι απαραίτητο για να ολοκληρωθεί κάποιος, χρειάζεται σαν άτομα να έχουμε ανεξαρτησία, και ιδιαίτερα γι’ εμάς τις γυναίκες ελπίζω πως αυτό είναι πια ένα δεδομένο. Προσωπικά, και μέσα στην πανδημία ζορίστηκα πολύ, η ψυχολογία μου βάρυνε. Έχω μεγάλη ανάγκη να δουλεύω, διοχετεύω όλη την δημιουργικότητα μου στην δουλειά μου κι όταν αυτό το δικαίωμα το έχασα, εξαιτίας της παύσης του κλάδου μας, ένιωσα να χάνω όλο τον εαυτό μου.
Β: Φαντάζομαι πως, αντιστρόφως, θα ένιωσες μεγάλη ανακούφιση ξεκινώντας να εργάζεσαι ξανά. Αυτό το χειμώνα έμαθα ότι πήγαν πολύ καλά οι εμφανίσεις σας, η παράσταση “Villa Vox”, που κάνατε στο Vox μαζί με τον Φοίβο Δεληβοριά και τον Δημήτρη Μαλτέζο. Στο δίσκο, ερμηνεύεις επίσης κομμάτια όπως το “Θα σου πω εγώ”, ένα τραγούδι – ύμνο στα λαϊκά της Ομόνοιας. Αναλύοντας λίγο παραπάνω λοιπόν αυτό το στοιχείο θα έλεγες πως σου ταιριάζει; Καλτ, ουίσκι σε ψηλό, πίστα, στρας και βιντεοκασέτα, πατώματα και χαρακώματα, δοξάζονταν στην παράσταση μέχρι τέλους. Πως ένιωσες;
Ν: Παραδόξως, έχω την αίσθηση πως ναι, μου ταιριάζουν όλα αυτά. (σ.σ. γέλια). Δηλαδή κι όλο αυτό που κάναμε με τις παραστάσεις, μου βρήκε απόλυτα φυσικά και θεωρώ ότι είναι μια χαρά για εμένα κι αυτός ο χώρος. Το “Villa Vox” δεν ήταν βέβαια το απόλυτο λαϊκό θέαμα, υπήρχαν επίσης κι αρκετές λυρικές στιγμές, ωστόσο, πράγματι το καλτ αποθεώθηκε. Εκείνες τις νύχτες άνοιξε γι’ εμένα η καρδιά μου κι ο κόσμος επίσης είχε ξετρελαθεί. Παίζαμε το “Αγάπη μου επικίνδυνη” κι έβλεπες αμέσως να φωτίζονται όλα τα πρόσωπα στο μαγαζί. Κι αυτό γι’ εμένα σημαίνει κάτι. Σημαίνει πως αυτή η μουσική είναι κομμάτι της κουλτούρας μας, κι άρα δεν πρέπει να λείπει. Εδώ όμως μπαίνει πράγματι και το ζήτημα της γενιάς, δηλαδή αυτά τα τραγούδια δεν ανθίζουν τόσο στις νεότερες ηλικίες, γιατί προφανώς και δεν μπορείς να ταυτιστείς απόλυτα με αυτό που δεν το έχεις ζήσει και δεν έχεις αναφορές. Από την άλλη, είναι όμως κάτι δικό μας αυτά τα τραγούδια, κι ας μην συνδυάζονται πλέον με την εποχή ΠΑΣΟΚ και τα λεφτά, που δεν τ’ έχουμε ούτως ή άλλως στα χέρια μας ποτέ.
Β: Επιπλέον, δεν γίνεται και κάποια πιστή αναπαράσταση εκείνης της περιόδου σ’ αυτές τις παραστάσεις κι ούτε τα κομμάτια αποδίδονται με τον ίδιο τρόπο.
Ν: Ακριβώς. Η προσέγγιση εδώ είναι εντελώς διαφορετική, και μέσα από το θεατρικό και το καλτ στοιχείο η ποιότητα αλλάζει. Έτσι, πολλά πράγματα διακωμωδούνται, και σχολιάζονται, κι άρα μπορούμε να ακούμε το παρελθόν, χωρίς να απορρίπτουμε την ιστορία. Με αυτό τον τρόπο αναγνωρίζουμε τα λάθη, και τα πάθη μας κι επιπλέον παίρνουμε κι ορισμένα μαθήματα ώστε να μην κάνουμε τα ίδια.
Β: Για εμένα πάντως αυτά τα τραγούδια σχετίζονται πολύ και με την καψούρα, με το “έξω καρδιά”, με μια αφθονία στο συναίσθημα που έρχεται σε πλήρη αντίθεση μ’ αυτό που λέγαμε πριν, το πιθανό «κλείδωμα» και εσωστρέφεια της εποχής. Οπότε, κι αναρωτιέμαι, μήπως τελικά αυτά τα τραγούδια λειτουργούν και σαν μια έκφραση που πάει κόντρα σε μια τέτοια τάση; Κι άραγε μήπως είναι κι αυτός ένας από τους λόγους που αυτά τα τραγούδια εξακολουθούν να έχουν αντίκτυπο, αποτελώντας το guilty pleasure της δισκογραφίας;
Ν: Ναι, αλλά γιατί να είναι guilty; Δεν είναι απαραίτητο αυτό. Τα συγκεκριμένα κομμάτια έχουν έναν δικό τους τρόπο να περιγράφουν αυτό το ακραίο συναίσθημα του έρωτα, πληγωμένο ή ανεκπλήρωτο, που κανένας άλλος δεν το έχει καταφέρει. Και ονομάζονται λαϊκά, κι έχουν αυτή την μαζικότητα, γιατί είναι όντος του λαού. Κι αυτό δεν μπορείς να το παραβλέψεις. Εμένα δηλαδή μ’ ενδιαφέρει. Με ενδιαφέρει το λαϊκό στοιχείο κι αυτοί οι άνθρωποι. Το να μπαίνεις μ’ έναν απλό και κατανοητό τρόπο στην ψυχή του άλλου και να την αγγίζεις είναι πολύ σημαντικό. Και γι’ εμένα όλα αυτά τα τραγούδια αυτό κάνουν, και αυτός θα πρέπει να είναι κι ο στόχος μας σε οτιδήποτε κάνουμε. Δεν πρέπει να παίζουμε για τους λίγους και τους αστούς, πρέπει να παίζουμε για το λαό.
Β: Είσαι μια ερμηνεύτρια που χωρίς περιττές ενοχές και οποιοδήποτε σύνδρομο προσωπικού “guilty”, μετακινείσαι από την μπαλάντα, στο μπλουζ και την τζαζ κι από εκεί στο λαϊκό τραγούδι, ενώ, πρόσφατα σε είδα επίσης να μπαίνεις και σε καινούργια πράγματα, επεκτείνοντας ακόμη περισσότερο το ρεπερτόριο σου. Όταν σε ρωτάνε εσένα τι τα συνδέει όλα αυτά τα διαφορετικά είδη μουσικής, αλήθεια, τι απαντάς;
Ν: Έχω ένα μότο βασικά που το λέω σε όλους και γελάμε: η ψυχούλα. Να βάζεις ψυχούλα σ’ αυτό που κάνεις, να βάζεις ψυχούλα όταν τραγουδάς κάτι, να βάζεις ψυχούλα… Μια είναι η μουσική, κι όλα νότες είναι. Το θέμα λοιπόν είναι αν εσένα σπαρταράει η καρδιά σου όταν τραγουδάς κάτι είτε σ’ ένα είδος είτε σ’ ένα άλλο. Εμένα δεν μου λέει κάτι το ύφος στο οποίο είναι γραμμένο ένα τραγούδι, εγώ θέλω το ίδιο το τραγούδι να μου λέει κάτι.
Β: Η μεγάλη λατρεία σου παραμένει όμως απ’ όσο γνωρίζω η τζαζ. Αλήθεια, θα συνεχίσεις να είσαι, πάνω απ’ όλα, εκείνο το “all that jazz” κορίτσι και στο μέλλον;
Ν: Η αλήθεια είναι πως όταν ανακάλυψα την τζαζ ήταν σαν να ανακάλυψα απ’ την αρχή τον κόσμο. Πήγαινα στα μαθήματα του Ωδείου, και στο δρόμο για το Athenaum ένιωθα σαν να πήγαινα σε ραντεβού, η καρδιά μου καρδιοχτυπούσε, δεν είχα νιώσει ξανά έτσι. Οπότε, ναι, θα συνεχίζω να είμαι αυτό το κορίτσι. Γιατί για εμένα η τζαζ περικλείει όλους τους κόσμους της μουσικής.
Β: Αυτή η συνέντευξη Νεφέλη έχει να κάνει και με τις νέες γυναικείες φωνές στο τραγούδι. Πέρυσι, διασκεύασες και ερμήνευσες την “Μαντουβάλα”, ένα κομμάτι που έγινε διάσημο μέσα από την φωνή του Καζαντζίδη. Κλείνοντας αυτήν την κουβέντα, θα ήθελα να σε ρωτήσω λοιπόν και γι’ αυτήν σου την εμπειρία. Αγγίζοντας ένα κομμάτι που έχει συνδεθεί με μια αντρική φωνή θρύλο, φοβήθηκες; Κι επίσης, έχεις λάβει αρνητικά σχόλια επειδή ως γυναίκα τόλμησες να ακουμπήσεις αυτό το τραγούδι;
Ν: Φυσικά και πήρα, όπως πήρα και θετικά. Δεν φοβήθηκα όμως. Παρότι δέχτηκα μέχρι και bullying από άτομα. Ο σεξισμός όμως να κάτι που πρέπει να τελειώσει. Και θα είμαστε εδώ για να λήξει αυτό το κομμάτι κι η κοινωνία να αλλάξει. Και θα τραγουδάμε και Καζαντζίδη και ό,τι άλλο θέλουμε μέχρι όλοι να το χωνέψουμε όλοι πως τα πράγματα προχωράνε και πάνε παραπέρα πλέον.
Αυτό το διάστημα η Νεφέλη Φασουλή θα δώσει επίσης κάποια προσωπικά live κι όπως μου λέει είναι ενθουσιασμένη. “Θέλω να ετοιμάσω κάτι που να έχει μέσα του όλο αυτό που έχω νιώσει όλη αυτήν την χρονιά. Αν θυμάσαι, στο τραγούδι “Ο Κόσμος Σου” υπάρχει ένας στίχος που λέει “Δεν έχω άλλο τέτοιο πόνο νιώσει/ δεν έχω άλλη τέτοια αγάπη νιώσει” κι αυτό ακριβώς ήταν για εμένα και το συναίσθημα αυτής της περιόδου. Κι όλο αυτό θέλω να το μοιραστώ, να το επικοινωνήσω με άλλους στα live αφενός μέσα από τα τραγούδια του δίσκου μου κι αφετέρου μέσα από καινούργιες συνεργασίες και υλικό που ετοιμάζουμε τώρα μαζί και μ’ άλλους αγαπημένους συνεργάτες. Πέρα από τα προσωπικά live, ξέρω επίσης πως θα κάνουμε και κάποιες εμφανίσεις μαζί με τον Φοίβο Δεληβοριά και τον Δημήτρη Μαλτέζο ανοίγοντας πίστα και το καλοκαίρι”.
Ο δίσκος ο “Ο Κόσμος Σου” κυκλοφορεί σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες καθώς και σε βινύλια και cd από την United We Fly.