Skip to main content

Ο σουηδικός κινηματογράφος, στην δεκαετία του ’60, είχε μεγάλη αποδοχή στην Ελλάδα. Ακόμα και τα οικογενειακά περιοδικά έγραφαν γι’ αυτόν, όπως οι «Εικόνες» και η «Γυναίκα», συστήνοντας στο ελληνικό κοινό σκηνοθέτες όπως οι Ingmar Bergman, Mai Zetterling, Åke Falck, Bo Widerberg, Lars Görling, Vilgot Sjöman κ.ά.

Φυσικά, ανάλογες ταινίες προβάλλονταν και στις ελληνικές αίθουσες. Και μάλιστα, θα προσθέταμε, πως προβάλλονταν ακόμη και κάποιες αρκετά «προχωρημένες», σε σχέση με τα ελληνικά ήθη της εποχής.

Μια τέτοια, πολύ ιδιαίτερη, σουηδική ταινία ήταν και η περίφημη “Kattorna” ή «Γάτες» (1965) του Henning Carlsen, που είχε προβληθεί στη χώρα μας, στα μέσα του ’60.

Ποιος εισαγωγέας είχε φέρει, τότε, αυτή την ταινία στην Ελλάδα και σε τι ακριβώς προσδοκούσε είναι ένα θέμα, όμως η ουσία είναι πως κάποιοι έλληνες θεατές είχαν δει, τότε, ένα πρωτοπόρο δράμα, σχετικό με την γυναικεία ομοφυλοφιλία, ακούγοντας συγχρόνως και το καταπληκτικό τζαζ σάουντρακ του κορυφαίου πολωνού συνθέτη Krzysztof Komeda (1931-1969).
Η Marta (Eva Dahlbeck) δουλεύει ως προϊσταμένη σ’ ένα πλυντήριο ρούχων. Είναι απόμακρη και αυτό δυσαρεστεί τις άλλες γυναίκες που δουλεύουν μαζί της, ώσπου κάποια στιγμή αντιλαμβάνονται πως η Marta είναι λεσβία και πως ενδιαφέρεται για μία εργάτρια, την Rike (Gio Petré), που βασανίζεται από αλκοολισμό, έχοντας αυτοκτονικές τάσεις. Αυτό κάνει τις υπόλοιπες εργάτριες έξω φρενών.

Η Rike, εν τω μεταξύ, δεν υπερασπίζει την Marta, καθώς εκείνη (η Marta) είχε ενεργήσει απέναντί της, χωρίς τη θέλησή της – κάτι που εξοργίζει τις άλλες εργάτριες, οι οποίες ζητούν από την Marta να παραιτηθεί.

Στην πορεία η Marta κατηγορείται για διάφορα, αλλά αυτό, τελικά, την οδηγεί να μιλήσει για το παρελθόν της και για την βία που είχε εκείνη υποστεί από κάποιον άντρα, όταν ήταν παιδί…

Σήμερα, μπορεί πολλοί να θυμούνται την σουηδική ταινία “Kattorna” εξαιτίας του καταπληκτικού τζαζ σάουντρακ του Krzysztof Komeda, χωρίς να την έχουν δει…

 width=

Να θυμίσουμε λοιπόν πως σύνθεση, υπό τον τίτλο “Kattorna”, υπάρχει στο ιστορικό άλμπουμ του Komeda “Astigmatic” [Muza, 1967] και πως το πιο πλήρες σάουντρακ, της ταινίας του Henning Carlsen, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά πολλά χρόνια αργότερα, το 1997 και ξανά το 2005 (με ακόμη μεγαλύτερη διάρκεια).

Φροντίσαμε, πριν από λίγο καιρό, και είδαμε τις δύο ταινίες για τον Άγιο Νεκτάριο. Την πρώτη ταινία, την παλαιά, του Γρηγόρη Γρηγορίου από το 1969, υπό τον τίτλο «Ο Άγιος Νεκτάριος» και την δεύτερη, την “Man of God” (2021), της Yelena Popovic, με τον Άρη Σερβετάλη.

Σε γενικές γραμμές θα λέγαμε πως η παλαιά ταινία ήταν καλύτερη, και, αναλογιζόμενοι την εποχή, σκηνοθετικά θα την χαρακτηρίζαμε έως και καινοτόμα (ο Γ. Γρηγορίου, σίγουρα, δεν ήταν τυχαίος).
Το «κόλπο» του Γ. Γρηγορίου ήταν να κάνει μία ταινία δισυπόστατη, μπλέκοντας τον χωροχρόνο. Από την μια έχουμε την αποτύπωση της ιστορίας του Αγίου και από την άλλη έχουμε το δακρύβρεχτο στόρι της παραπληγικής, που υποδύεται η Βέρα Κρούσκα και η οποία τυγχάνει σύζυγος πυρηνικού επιστήμονα (μάλιστα, υπάρχει σκηνή γυρισμένη στον Δημόκριτο)!
Αυτά τα δύο επίπεδα αφήγησης μπλέκονται, ενώ ανάμεσά τους παρεμβάλλεται κι ένα τρίτο μικρότερης ισχύος, που έχει να κάνει με την… νεκρανάσταση και την επανεμφάνιση του Αγίου, στην τότε «σημερινή» εποχή, ο οποίος (Άγιος) παρουσιάζεται να λειτουργεί σε μια εκκλησιά και μετά να εξαφανίζεται (υποδύεται ο Χρήστος Πολίτης).
Η αξία της ταινίας του Γ. Γρηγορίου δεν εξαντλείται μόνο στο μοντέρνο στυλ αφήγησης που υιοθετεί (για το 1969), αλλά και σε κάτι ακόμη, που κρίνεται ως πολύ σοβαρό.
Το θαύμα, στον παλαιό «Άγιο Νεκτάριο», δεν το κάνει ο Άγιος αυτός καθ’ αυτός (στην επανεμφάνισή του), αφού τούτο πραγματώνεται μέσω της πίστης της παραπληγικής στον Άγιο, καθώς εκείνη διαβάζει τον βίο του. Είναι αυτό, που θα έλεγε, μερικά χρόνια αργότερα, ο Διονύσης Σαββόπουλος στο “Canto”, στην εποχή της νεο-ορθοδοξίας του: «Σαχλοί κι αστείοι, με πίστη υπόγεια. Πίστη σε τι; Δεν βρίσκω λόγια»…

 width=

Στην ταινία της Yelena Popovic, τώρα, υπάρχει το ανυπέρβλητο ντεζαβαντάζ της αγγλικής γλώσσας. Είναι προφανές πως στην ταινία όλοι οι ηθοποιοί θα έπρεπε να μιλούν ελληνικά (ακόμη και ο Mickey Rourke), και να ντουμπλαριστούν για την αγορά του εξωτερικού. Παιδαριώδες σφάλμα αυτό.

 width=

Δεύτερον η ταινία της Y. Popovic έχει γραμμική αφήγηση, παρακολουθείται με το ζόρι και πουθενά δεν σε εκπλήσσει. Ο Άρης Σερβετάλης διαθέτει ωραία φιγούρα (για το ρόλο) και ευτυχώς μιλάει λίγο, συγκριτικά για πρωταγωνιστής, γιατί το ηχόχρωμα της φωνής του τον… απομυθοποιεί (ως ρόλο).
Και κάτι ακόμη γενικότερο. Επειδή έχουμε να κάνουμε με ταινίες και όχι με θεολογικές διατριβές, το «θαύμα» οφείλεις να το αποδεχθείς και στα δύο φιλμ, όπως ακριβώς αποδέχεσαι τα λογής-λογής «θαύματα» στις ταινίες επιστημονικής φαντασίας π.χ., εξετάζοντας μόνον πώς, αυτό, εντάσσεται στην πλοκή. Το «θαύμα», στην δεύτερη ταινία, ακόμη και θεολογικά (έτσι νομίζουμε), είναι άκυρο.

 width=

Ψάχνοντας στο πολύ παλαιό περιοδικό «Θεατής» (τεύχος #17, 22 Ιουλίου 1958) εντοπίσαμε μια ωραία απάντηση της Αλίκης Βουγιουκλάκης προς έναν θαυμαστή της, την οποία και μεταφέρουμε. Γράφει η Αλίκη Βουγιουκλάκη:

«Ευχαριστώ πολύ για τα εγκωμιαστικά σας λόγια και τις ευχές σας. Με ρωτάτε: “Την στιγμή που γυρίζετε μια τολμηρή σκηνή ή που φιλάτε τον δήθεν εραστή σας δεν επηρεάζεσθε ή προηγουμένως λαμβάνετε τα μέτρα σας;”. Φυσικά δεν “επηρεάζομαι”. Όσο και να “ζει” κανείς το ρόλο του δεν παύει να “παίζει”. Και όταν “παίζεις” ο παρτενέρ σου δεν είναι ον τού αντιθέτου φύλου, αλλά ρόλος! Απρόσωπος και χωρίς γένος. Φωτογραφία θα λάβετε».

Φώντας Τρούσας._YB