Μία από τις καλύτερες ταινίες για τα blues, που έχουν γυριστεί ποτέ!
Ο Ροβήρος Μανθούλης (γεν. το 1929) είναι ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες σκηνοθέτες. Μόνο την ταινία «Πρόσωπο με Πρόσωπο» (1966) να είχε γυρίσει, θα ήταν αρκετό αυτό για να τον κατατάξει στην πρώτη γραμμή – πόσο μάλλον όταν ο Ρ. Μανθούλης δεν είναι ο δημιουργός της «μιας ταινίας», αλλά ένας σκηνοθέτης με μεγάλη και πολυποίκιλη προσφορά.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία στο φιλμικό έργο του Ρ. Μανθούλη αποτελούν οι μουσικές ταινίες.
Με τον σκηνοθέτη να ριζώνει στην Γενεύη και βασικά στο Παρίσι, μετά το 1967, όταν στην Ελλάδα επικρατούσε δικτατορία, θα μπει στα σκαριά μια συνεργασία του με την γαλλική τηλεόραση, που θα κρατήσει χρόνια, καρπός της οποίας υπήρξε, ανάμεσα σε άλλα, η πολύ επιτυχημένη σειρά “Α l’affiche du Μonde”.
Μέσω αυτών των εκπομπών-ντοκιμαντέρ ο Ρ. Μανθούλης θα έρθει σε επαφή με κάθε μουσικό παρακλάδι τοy τέλους των σίξτις, υπογράφοντας μια σειρά από μικρού μήκους ταινίες για τους Johnny Hallyday, Jacques Brel, The Beatles, Tiny Tim, Karen Dalton, John Mayall, Donovan, Joan Baez, Booker T. & the M.G.’s, Sun Ra, Marion Williams, Joe Dassin, Principal Edwards Magic Theatre, Flaming Youth, Μίκη Θεοδωράκη, Raimon, Julien Clerc, Jose Feliciano κ.ά.
Η ταινία, όμως, εκείνη που θα τον καθιέρωνε στις συνειδήσεις των κινηματογραφόφιλων-μουσικόφιλων ήταν, βασικά, το “Le Blues Entre les Dents”. Να τι γράφει ο ίδιος ο Ρ. Μανθούλης στο βιβλίο του «Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια» [Εξάντας, Αθήνα 2006]:
«Το 1971 αποφασίζεται να ιδρυθεί ένα Τρίτο Κανάλι Γαλλικής Τηλεόρασης (σ.σ. France 3). Επί δύο χρόνια γυρίζονταν ταινίες για να δημιουργηθεί ένα στοκ. Ανάμεσα σ’ αυτές μας παράγγειλαν μια σειρά από δύο ντοκιμαντέρ για τα μπλουζ. Όλα αυτά τα χρόνια που δούλεψα για τη Γαλλική Τηλεόραση, την κρατική βέβαια –αλλά τότε δεν είχε άλλη– ποτέ δεν μου ζήτησαν σενάριο. Έδινα μόνο τον τίτλο και το θέμα. “Θέμα: Μπλουζ”. Όταν άρχισα να μελετάω από πιο κοντά τα μπλουζ είδα πως σ’ όλη τους την ιστορία εξέφραζαν τον πόνο ενός ολόκληρου λαού και πως αυτός ο πόνος συνέχιζε να υπάρχει, γιατί η κοινωνική θέση των Μαύρων δεν είχε αλλάξει, ούτε η οικονομική τους κατάσταση, ούτε η ψυχολογία τους.(…)
Σκέφτηκα λοιπόν πως χρειαζόταν να γυριστεί παράλληλα και μια ιστορία, μια μυθοπλασία, που να είναι κατευθείαν βγαλμένη από την πραγματικότητα. Έπεισα τον παραγωγό μου να γυρίσουμε και μια πειραματική ταινία για το σινεμά. Έτσι γυρίστηκαν τρεις ταινίες. Οι δύο πρώτες για το Τρίτο Κανάλι είχαν τίτλο “Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή” (En Remontant le Mississippi), ενώ η ταινία για το σινεμά “Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια” (Le Blues Entre les Dents).
Και οι τρεις γυρίστηκαν σε ενάμιση μήνα, τον Γενάρη-Φλεβάρη του 1972, διασχίζοντας τις ΗΠΑ κατά μήκος και πλάτος. Πρώτα γυρίστηκε η “φιξιόν” για το σινεμά –που μόνο φιξιόν δεν ήτανε– σε 12 μέρες, στο Χάρλεμ και στο Μπρονξ. Μοντάραμε βέβαια πρώτα το “Ανεβαίνοντας τον Μισισιπή”.
Όταν το είδαν στην τηλεόραση αποφάσισαν να εγκαινιάσουν το Τρίτο Κανάλι μ’ αυτό το ντοκιμαντέρ, μια Κυριακή βράδυ, στις 3 Γενάρη του 1973. Δεν είναι πολλές οι ταινίες που έχουν εγκαινιάσει κανάλι. Η ταινία για το σινεμά βγήκε στις αίθουσες τον ίδιο χρόνο, τον Σεπτέμβρη, και έμεινε τρεις μήνες, χάρη στις κριτικές ασφαλώς».
Πότε προβλήθηκε για πρώτη φορά το “Le Blues Entre les Dents”, δηλαδή «Blues με Σφιγμένα Δόντια» στην Ελλάδα;
Στις αρχές του 1976, και μαρτυρά γι’ αυτό μια κριτική του Βασίλη Ραφαηλίδη στην εφημερίδα «Το Βήμα» της 3ης Φεβρουαρίου 1976.
Για την μορφή της ταινίας δεν έχουμε να πούμε πολλά, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε τον επιτυχή συνδυασμό ντοκιμαντέρ και ταινίας με υπόθεση.
Πράγματι, είναι άλλο πράγμα να βλέπεις τον Furry Lewis (1893-1981), έναν σημαντικότατο bluesman, που για 30 χρόνια (1929-1959) ήταν δισκογραφικώς χαμένος, να χειρίζεται με τέτοια δύναμη και πάθος την κιθάρα του ή τον Bukka White (1909-1977) να αυτοσχεδιάζει μπροστά στην κάμερα.
Στην ταινία εμφανίζονταν ακόμη ο Roosevelt Sykes (1906-1983), ο Sonny Terry (1911-1986) με τον Brownie McGhee (1915-1996), ο B.B. King (1925-2015), οι αχώριστοι, τότε, Buddy Guy (γεν. 1936) και Junior Wells (1934-1998), o Mance Lipscomb (1895-1976) και ακόμη o πολύ τρανός Robert Pete Williams (1914-1980), που ήταν μία blues «κατηγορία» από μόνος του.
Από την άλλη μεριά, η μυθοπλαστική εικόνα της ζωής του νέου μαύρου ζευγαριού (που πήγαζε, λες, μέσα από τα ίδια τα τραγούδια), υπογράμμιζε, με έκδηλο τρόπο, την καθημερινή και βιωμένη σκληρότητα, με όλη εκείνη τη μοιρολατρική αντίληψη που διαπνέει σχεδόν κάθε διάστασή της.
Όπως έγραφε και ο Christian Zimmer στο βιβλίο του «Κινηματογράφος και Πολιτική» [Εξάντας, Αθήνα 1976]:
«Το μπλουζ είναι επίσης μια τέχνη εγκατάλειψης, που προσφέρει στον μαύρο ένα καθαρό αισθητικό ξεπέρασμα των προβλημάτων του και που μ’ αυτόν τον τρόπο του αφαιρεί τον πόθο για ένα πολιτικό ξεπέρασμα.(…) Κι εδώ βρίσκεται ο κίνδυνος. Ζαλισμένος από το να τραγουδάς τη ζωή σου, καταλήγεις να ξεχνάς ότι ίσως πρέπει να την αλλάξεις».
Σε κάθε περίπτωση, και ανεξάρτητα από την κάθε συζήτηση που θα μπορούσε να αναπτυχθεί γύρω από το blues, η ταινία του Ροβήρου Μανθούλη αποτελεί υπόδειγμα μουσικού ντοκιμαντέρ, και πρόδρομος όσων άλλων σχετικών θ’ ακολουθούσαν._YB
Το άρθρο είναι του Φώντα Τρούσα και δημοσιεύεται στο YELLOWBOX που κυκλοφορεί στα περίπτερα.