Skip to main content

Led Zeppelin ή Led Zeppelin I είναι ο τίτλος του πρώτου στούντιο δίσκου του Hard Rock συγκροτήματος Led Zeppelin, ο οποίος κυκλοφόρησε στις 12 Ιανουαρίου 1969, μέσω της δισκογραφικής εταιρείας “Atlantic Records”.

Η αγγλική μπάντα είχε δημιουργηθεί μόλις μερικούς μήνες νωρίτερα από τον Jimmy Page, του οποίου η προηγούμενη μπάντα είχε διαλυθεί το 1968. Το νέο συγκρότημα σχηματίστηκε πολύ γρήγορα και αποτελούνταν από 4 μέλη. Ο Jimmy Page ήταν ο de facto leader και κιθαρίστας του συγκροτήματος. Η βασική φωνή των Led Zeppelin ήταν o Robert Plant, στα πλήκτρα και το μπάσο ήταν o John Paul Jones ενώ ο John Bonham ήταν ο ντράμερ.

Τον Σεπτέμβριο του 1968, οι Led Zeppelin πραγματοποίησαν την πρώτη τους περιοδεία στις Σκανδιναβικές χώρες, έχοντας ακόμη, το όνομα “The New Yardbirds”. Από τις 7 μέχρι και τις 17 του μήνα, το συγκρότημα πραγματοποίησε τις οκτώ πρώτες του εμφανίσεις, στη Δανία και τη Σουηδία.
Μετά την επιστροφή τους στη Μεγάλη Βρετανία, οι Led Zeppelin ηχογράφησαν τα “Communication Breakdown“, “How Many More Times“, “You Shook Me“, “Babe I’m Gonna Leave You” και “I Can’t Quit You Baby“, τα οποία είχαν δημιουργήσει πριν την πρώτη τους περιοδεία και έπαιξαν σε αυτήν, μαζί με τραγούδια του προηγούμενου συγκροτήματος του Πέιτζ, των Yardbirds. Μέσα σε διάστημα δύο ημερών ηχογράφησαν όλο το άλμπουμ, στα “Olympic Studios”, με την παραγωγή του δίσκου να αναλαμβάνει αποκλειστικά ο κιθαρίστας του συγκροτήματος, Τζίμι Πέιτζ, αφού δεν είχαν ακόμη υπογράψει συμβόλαιο με τη μετέπειτα εταιρεία τους, “Atlantic Records”. Αφού απέστειλαν στην εταιρεία τις κασέτες των ηχογραφήσεων τους, έγιναν ιδιαίτερα αποδεκτοί και τους προτάθηκε αμέσως, να υπογράψουν το πρώτο τους συμβόλαιο.

Μετά την ηχογράφηση του δίσκου και την επισημοποίηση της κυκλοφορίας του στις αρχές του επόμενου έτους, οι Led Zeppelin ξεκίνησαν τις εμφανίσεις τους στη Μεγάλη Βρετανία, παίζοντας στις 4 Οκτωβρίου στο Νιούκασλ και δύο εβδομάδες αργότερα, στο Λονδίνο και το Λίβερπουλ.

Μέχρι την εμφάνιση τους στο “Wood Green Fishmongers Hall” του Λονδίνου στις 20 Δεκεμβρίου, έδωσαν συνολικά δεκατρείς συναυλίες, για να αναχωρήσουν τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Στην πρώτη τους αμερικανική περιοδεία, έδωσαν 35 συναυλίες, ενώ ταυτόχρονα, κυκλοφόρησε και το πρώτο τους άλμπουμ.

 width=

Ο δίσκος δεν γνώρισε άμεσα επιτυχία, αλλά οι συνεχείς περιοδείες και η κυκλοφορία του σινγκλ “Good Times, Bad Times” μεγάλωσαν τη φήμη τους, με αποτέλεσμα τον Απρίλιο του 1969 ο δίσκος να μπει στα βρετανικά τσαρτ για να παραμείνει μέχρι τον Ιούνιο του 1971. Επίσης, ανέβηκε στο Top-10 της Αυστραλίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, Μέχρι το 2013, το “Led Zeppelin” έχει βραβευθεί ως οκτώ φορές πλατινένιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, διαμαντένιο στον Καναδά και δύο φορές πλατινένιο στο Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ υπολογίζεται ότι έχει πουλήσει πάνω από 14 εκατομμύρια αντίτυπα, παγκοσμίως.
Σύμφωνα με κατάταξη του περιοδικού “Rolling Stone”, αυτό το άλμπουμ είναι το # 29 στη λίστα με τα 500 καλύτερα όλων των εποχών. Το βρετανικό περιοδικό “Q”, το κατέταξε στην έβδομη θέση της λίστας με τους “δίσκους που άλλαξαν τον κόσμο”, ενώ το περιοδικό “Classic Rock” το κατέταξε ως το 81ο καλύτερο άλμπουμ βρετανικού ροκ όλων των εποχών.

Ο δίσκος ξεκινάει με το κομμάτι “Good Times, Bad Times“, το οποίο έπαιζαν στις συναυλίες τους μέχρι και την περιοδεία για το δεύτερο άλμπουμ τους, το 1970. Για το συγκεκριμένο τραγούδι, ο Τζίμι Πέιτζ έβαλε μικρόφωνα σε όλο στούντιο, με σκοπό να έχει ήχο, όσο το δυνατόν περισσότερο ζωντανό. Το “Babe, I’m Gonna Leave You“, είναι διασκευή σε παραδοσιακό τραγούδι της Άννι Μπρέντον. Το τραγούδι αυτό, παίχτηκε μόνο στις περιοδείες για το πρώτο τους άλμπουμ, ενώ αργότερα έγινε γνωστό ότι ο Πέιτζ είχε ηχογραφήσει μία εκτέλεση του τραγουδιού με τον Στηβ Γουίνγουντ, ένα χρόνο νωρίτερα.
Το τρίτο τραγούδι του δίσκου είναι το “You Shook Me” του Μάντι Γουότερς, προς το τέλος του οποίου ο Πέιτζ χρησιμοποιεί την τεχνική “backward echo”, κατά τη διάρκεια της οποίας ακούγεται πρώτα η ηχώ και μετά η φωνή. Το “Dazed and Confused” ήταν επηρεασμένο από το τραγούδι “I’m Confused” του Τζέηκ Χολμς, του οποίου το όνομα δεν αναφερόταν ως συνθέτη του κομματιού, γεγονός που τον οδήγησε να κάνει μήνυση για λογοκλοπή στο συγκρότημα, το 2010. Στις ζωντανές εμφανίσεις των Led Zeppelin, κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου τραγουδιού, αυτοσχεδίαζαν παίζοντας διάφορα σόλο, με αποτέλεσμα η διάρκεια του “Dazed and Confused” πολλές φορές να ξεπερνάει τα τριάντα λεπτά.
Οι στίχοι του ακουστικού “Your Time is Gonna Come” μιλούν για μία κοπέλα, άπιστη στη σχέση της, η οποία θα μετανιώσει για τις πράξεις της. Κατά τη διάρκεια του ρεφρέν, και τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος τραγουδούσαν τους στίχους ταυτόχρονα, ενώ η μόνη περιοδεία κατά την οποία έπαιξαν αυτό το κομμάτι, ήταν η πρώτη τους, στη Δανία και τη Σουηδία. Το “Black Mountain Slide” που ακολουθεί, είναι ένα δίλεπτο ορχηστρικό κομμάτι, βασισμένο στο παραδοσιακό “Blackwater Slide” με ανατολίτικες επιρροές, λόγω της επίσκεψης του Πέιτζ στην Ινδία, όταν έπαιζε στους Yardbirds.
Το ριφ του επόμενου κομματιού, “Communication Breakdown“, είναι επηρεασμένο από το “Nervous Brekadown” του Έντι Κόχραν και οι στίχοι του τραγουδιού έγιναν ύμνος για την “επαναστατική νεολαία”. Ακολουθεί η διασκευή στο “I Can’t Quit You Baby” του Ότις Ρας, ενώ το δίσκο “κλείνει” το “How Many More Times“, ένα τραγούδι με το οποίο, οι Led Zeppelin τελείωναν τις ζωντανές τους εμφανίσεις στα πρώτα τους χρόνια. Σε κάποιο σημείο του συγκεκριμένου κομματιού, ο Πέιτζ παίζει την κιθάρα με δοξάρι βιολιού, κάτι που κάνει και στα τραγούδια “Dazed and Confused” και “In the Light” από το “Physical Graffiti“.

 width=

To εξώφυλλo του άλμπουμ έχει και αυτό τη δική του ιστορία. Σε αυτό απεικονίζεται η στιγμή που το αερόπλοιο Hindenburg έχει τυλιχτεί στις φλόγες – συμβάν που δεν επιλέχθηκε τυχαία και συνδέεται άμεσα με το όνομα της μπάντας. Όταν ο Jimmy Page συζητούσε την ιδέα της δημιουργίας μιας νέας μπάντας με τον Keith Moon, ο ντράμερ των The Who σχολίασε πως το εγχείρημα θα κατέληγε όπως ένα “lead zeppelin”.

Οι Led Zeppelin την ίδια χρονιά-1969- “βομβάρδισαν” την μουσική αγορά, με το αριστουργηματικό δεύτερο άλμπουμ τους όπου περιέχεται το εκπληκτικό τραγούδι “Whole Lotta Love” και τα εξίσου εκπληκτικά “Heatrbreaker“, “Living Loving Maid” και το συναρπαστικό “Thank You“, ενώ οι συναυλίες που ακολούθησαν ήταν σκέτος θρίαμβος και η επιτυχία στους καταλόγους επιτυχιών ήταν πλέον διαρκής.

Το 1970 και ύστερα από πέντε(!) περιοδείες στην Αμερική, αποσύρονται στην Ουαλλία και ηχογραφούν το τρίτο του άλμπουμ με σαφείς, τις folk και κέλτικες επιρροές (“Hats off to (Roy) Harper“, “Gallows Pole“) ενώ το τραγούδι, “Immigrant Song” ξεχώρισε ιδιαίτερα μαζί με το αργόσυρτο αλλά εκρηκτικό “Since I’ve been Loving You“.

Ωστόσο η μεγάλη στιγμή για τους LED ZEPPELIN ήρθε το 1971 με τον τέταρτο δίσκο τους και κορυφαίο άλμπουμ στην ιστορία της ροκ μουσικής. Οι κιθάρες του J.Page βγάζουν φωτιές αλλά και υπέροχες αρμονίες, η φωνή του R.Plant είναι γεμάτη πάθος και λυρισμό, ενώ το δίδυμο J.P.Jones και του εκρηκτικού J.Bonham είναι πραγματικά εξωπραγματικοί.

Χαρακτηριστικά κομμάτια του δίσκου τα :  “Black Dog“, “Rock and Roll” και φυσικά το καλύτερο κομμάτι όλων των εποχών το αθάνατο “Stairway to Heaven“.

To 1973 κυκλοφορούν το υπέροχο “Houses of the Holy” με μικρές ανανεώσεις στον ήχο τους, αφού υπάρχουν funk (The Crunge) και reggae (D’yer Maker) αναφορές διευρύνοντας κι άλλο τους συνθετικούς τους ορίζοντες.

Η μεγάλη επιτυχία οδήγησε το γκρουπ, να ιδρύσει την δικιά του δισκογραφική εταιρία την Swan Song, και το 1975 κυκλοφορούν το διπλό άλμπουμ “Physical Graffiti“, με εκπληκτική στιγμή το ινδικής τεχνοτροπίας τραγούδι “Kasmhir“.

Εν τω μεταξύ το γκρουπ κυκλοφόρησε το soundtrack της ταινίας “The Song Remains The Same“, όπου πρωταγωνιστούσαν οι ίδιοι οι LED ZEPPELIN και αφήνει άφωνους ακόμα και σήμερα τους οπαδούς της ροκ μουσικής, από τον δυναμισμό την ένταση και το πάθος που εκπέμπει αυτό το μεγάλο συγκρότημα επί σκηνής.

Ο τραυματισμός όμως του Robert Plant σε τροχαίο, καθυστέρησε την κυκλοφορία του “Presence” ένα ικανοποιητικό νέο άλμπουμ, χωρίς όμως να περιέχει το “μεγάλο” τραγούδι.

Ενδεικτικά αναφέρουμε τα : “Achilles Last Stand“, το “Nobody’s Fault But Mine” και “For Your Life“.

To 1979 ηχογραφήθηκε το εξεζητημένο “In Through The Outdoor“, με την ατυχία να ξανακτυπά τονR.Plant που δυστυχώς χάνει τον γιο του. Παράλληλα, κατά την διάρκεια των προβών για την περιοδεία στην Αμερική που θα ακολουθούσε, ο εκπληκτικός ντράμμερ John Bonham δυστυχώς βρίσκεται νεκρός από υπερβολική χρήση αλκοόλ. Το τραγικό γεγονός συνέβη στις 25 Σεπτεμβρίου του 1980 και τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ανακοινώνει το γκρουπ την διάλυση του. Το 1982 κυκλοφορεί το “Coda“, ένας δίσκος που περιλαμβάνει ακυκλοφόρητο υλικό από όλα τα στάδια της καριέρας τους.

Στη συνέχεια τα υπόλοιπα μέλη ακολούθησαν την δική τους πορεία.