Skip to main content

Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επικράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.

Στις 14 Ιανουαρίου 1690, ο γερμανός οργανοποιός Γιόχαν Ντένερ από τη Νυρεμβέργη, κατασκευάζει το πρώτο κλαρινέτο.

Το κλαρινέτο προήλθε από μετεξέλιξη παλαιότερων παρόμοιων οργάνων. Η βιβλιογραφία αναφέρει ως πρόγονο του κλαρινέτου το γαλλικό πνευστό όργανο σαλυμώ (γαλλ. chalumeau, ετυμολογούμενο από την ελληνική λέξη «κάλαμος»), στο οποίο σταδιακά προστέθηκαν μια σειρά κλειδιά. Βασικό σταθμό αποτελεί η προσθήκη από τον Γερμανό Γιόχαν Κρίστοφ Ντέννερ του κλειδιού δίπλα στην πίσω οπή του οργάνου (στα Ελληνικά λέγεται και «ψυχή»). Ήδη από την αρχή του 19ου αιώνα, το κλαρινέτο, έχοντας μια μορφή πολύ κοντινή στη σημερινή, έχει βρει τη θέση του στη συμφωνική ορχήστρα. Το 1839, ο Γάλλος Υάκινθος Κλοζέ αναδιέταξε τα κλειδιά, φέρνοντας το κλαρινέτο στη μορφή που είναι σήμερα γενικά γνωστό.

Οι Έλληνες λάτρεψαν αυτό το όργανο αμέσως μόλις το άκουσαν σε βαυαρικές μπάντες του ελληνικού στρατού στις αρχές του 19ου αιώνα ή όταν ήρθε σ’ αυτούς μέσω τσιγγάνων μουσικών, ή ακόμα και μέσω των επτανησιακών φιλαρμονικών.

Οι Έλληνες παραδοσιακοί μουσικοί “έβαλαν” σε αυτό το συμφωνικό όργανο, μια νέα ψυχή, τη δική τους, εξελίσσοντας τον τρόπο παιξίματος, και βέβαια τον ήχο του. Πάντως, και στα ελληνικά χέρια το κλαρινέτο δικαιολογεί την ετυμολογία του, από το «clarus», που σημαίνει φωτεινός, καθαρός.

Ίσως από τη λέξη αυτή να προέρχεται η έκφραση «στέκεται κλαρίνο», το οποίο λέγεται με σκωπτική διάθεση γι’ αυτόν που στέκεται ευθυτενής σε στάση προσοχής ή χαιρετισμού. Ο ερμηνευτής του οργάνου για μεν την κλασσική μουσική αποκαλείται κλαρινετίστας, για δε τη δημοτική μουσική κλαρινίστας ή κλαριντζής.

Το κλαρινέτο είναι κυλινδρικό όργανο με μονό γλωσσίδι (καλάμι), σε αντίθεση με το όμποε που έχει διπλό, και καταλήγει σε καμπάνα. Κατασκευάζεται συνήθως από ξύλο Δαλβεργίας, τριανταφυλλιά Ονδούρας ή έβενο. Στη σύγχρονη εποχή και από πλαστικό. Ο ερμηνευτής, μόνο με τα δάκτυλά του, αλλά και με ένα σύστημα κλειδιών, ανοιγοκλείνει τις οπές του οργάνου για να επιτύχει τον ήχο που θέλει. Ο ήχος του κλαρινέτου, μπορεί να είναι γλυκός, διαυγής με πλούσιο ηχόχρωμα, σκοτεινός και βαρύς, θλιμμένος, σκληρός και τσιριχτός. Οι δύο σχολές ερμηνείας του οργάνου που κυριάρχησαν είναι η Γερμανοβιεννέζικη και η Γαλλική.

 width=

Η ιστορία του κλαρινέτου χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το συναντάμε εν είδει αυλού στην Αρχαία Αίγυπτο και στις γύρω περιοχές. Το σύγχρονο κλαρινέτο έλκει την καταγωγή του από το γαλλικό πνευστό σαλιμό (chalumeau, από την ελληνική λέξη κάλαμος), ένα μεσαιωνικό ευρωπαϊκό όργανο, και οφείλει την εξέλιξή του στον γερμανό οργανοποιό Γιόχαν Ντένερ (1655-1707) και στις βελτιώσεις που επέφεραν οι Τέομπαλντ Μπεμ, Λουί-Ογκίστ Μπιλτέ, Ιασίντ Κλοζέ, Ιβάν Μίλερ και Άντολφ Σαξ.

Η οικογένεια του κλαρινέτου περιλαμβάνει τα εξής μέλη: κλαρινέτο σε λα ύφεση, μι ύφεση (πίκολο), σε Ντο (το παραδοσιακό κλαρίνο της Ελλάδας), σε Σι ύφεση (το πλέον διαδεδομένο), Λα, Μι ύφεση (άλτο), μπάσο κλαρινέτο σε Μι ύφεση και κοντραμπάσο κλαρινέτο σε Σι ύφεση.

Ο Μότσαρτ υπήρξε από τους πρώτους συνθέτες που έδωσαν στο κλαρινέτο μια θέση στην ορχήστρα, αλλά και το ανέδειξε ως σολιστικό όργανο. Τον 20ο αιώνα πλήθυναν οι συνθέτες που έγραψαν έργα για κλαρινέτο. Ανάμεσά τους, οι Ντεμπισί, Στραβίνσκι, Κόπλαντ, Άρνολντ, Μπρίτεν, Φίνζι, Χίντεμιτ, Νίλσεν, Πουλένκ και Πεντερέτσκι. Το περίφημο γκλισάντο του κλαρινέτου στην αρχή της Γαλάζιας Ραψωδίας του Τζορτζ Γκέρσουιν, έμεινε στην ιστορία της μουσικής.

Στην τζαζ, το κλαρινέτο αποτέλεσε το κύριο πνευστό όργανο, προτού εκτοπιστεί από το σαξόφωνο. Γνώρισε μεγάλες δόξες από τη δεκαετία του 1910 έως τη δεκαετία του 1940. Στους κορυφαίους του οργάνου περιλαμβάνονται οι Σίντνεϊ Μπεσέτ, Γούντι Χέρμαν, Άρτι Σο, Μπένι Γκούντμαν, Έρικ Ντόλφι, Τζίμι Τζιούφρι και Ντον Μπάιρον. Λάτρης του κλαρινέτου είναι και ο γνωστός σκηνοθέτης Γούντι Άλεν, ο οποίος εμφανίζεται συχνά σε κλαμπ της Νέας Υόρκης με το κουαρτέτο, παίζοντας τζαζ της Νέας Ορλεάνης.

Το κλαρινέτο (κλαρίνο για εμάς τους Έλληνες) έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στη δημοτική μουσική της χώρας μας, ιδίως στις περιοχές Πελοποννήσου, Στερεάς Ελλάδας, Ηπείρου και Θεσσαλίας. Στην Ελλάδα έκανε την εμφάνισή του στις αρχές του 19ου αιώνα, είτε μέσω των Οθωμανικών στρατιωτικών μουσικών συγκροτημάτων, είτε μέσω κάποιων μουσικών, που ήλθαν με τους Βαυαρούς του Όθωνα και σίγουρα μέσω των λεγόμενων τουρκόγυφτων (μουσουλμάνων γύφτων), που περιόδευαν ως πλανόδιοι μουσικοί.

Το κλαρίνο άρεσε στους λαϊκούς οργανοπαίχτες για τις ευκολίες που παρείχε και από τα μέσα του 19ου αιώνα εκτόπισε σταδιακά τις φλογέρες και τους ζουρνάδες. Το παραδοσιακό κλαρίνο στην Ελλάδα είναι σε κλίμακα Ντο, αλλά ευρέως χρησιμοποιείται και το σε Σι ύφεση. Το κλαρίνο στη δημοτική μας μουσική έγινε το όργανο που εξέφρασε τον καημό της ξενιτιάς στα ηπειρώτικα τραγούδια, αλλά και το πανηγυριώτικο ξεφάντωμα στα τραγούδια της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδας.