Το Φεστιβάλ Γούντστοκ (Woodstock Festival) ή απλά Γούντστοκ (επισήμως: Woodstock Music & Art Fair) ήταν ένα μουσικό φεστιβάλ που προσέλκυσε ένα ακροατήριο άνω των 400.000 ατόμων και που ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει για τρεις ημέρες σε μία γαλακτοπαραγωγική φάρμα στη Νέα Υόρκη (πολιτεία), από τις 15 έως τις 17 Αυγούστου του 1969, αλλά τελικά κράτησε τέσσερις ημέρες, καθώς ολοκληρώθηκε στις 18 Αυγούστου.
Το φεστιβάλ έλαβε χώρα στη γαλακτοκομική φάρμα του Μαξ Γιασγκούρ στο Μπέθελ, το οποίο βρίσκεται 69 χλμ νοτιοδυτικά της κωμόπολης Γούντστοκ της Νέας Υόρκης. Κατά τη διάρκεια του μερικές φορές βροχερού σαββατοκύριακου, 32 καλλιτέχνες έπαιξαν στην ύπαιθρο μπροστά σ’ ένα ακροατήριο περισσότερων από 400.000 ανθρώπων. Θεωρείται ευρέως ως μία σημαντική στιγμή στη μουσική ιστορία, καθώς και καθοριστικό σημείο για τη γενιά της αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960.
Το Rolling Stone το κατέγραψε ως μία από τις 50 στιγμές που άλλαξαν την ιστορία του rock and roll. Το γεγονός καταγράφτηκε στο βραβευμένο με Όσκαρ ντοκιμαντέρ Γούντστοκ (Woodstock, 1970), στο συνοδευτικό soundtrack και στο τραγούδι Woodstock της Τζόνι Μίτσελ, το οποίο αναφέρεται στο γεγονός και έγινε μεγάλη επιτυχία για τους Crosby, Stills, Nash & Young και τους Matthews Southern Comfort.
Η αρχική ιδέα ήταν καθαρά κερδοσκοπική. Ο 24χρονος μουσικός παραγωγός Μάικλ Λανγκ, ο συνομήλικός του Τζων Ρόμπερτς και οι Άρτι Κόρνφελντ και Τζόελ Ρόουζενμαν, συνεταίροι της εταιρίας Γούντστοκ Βέντσερς, αποφάσισαν να διοργανώσουν ένα υπαίθριο φεστιβάλ της ροκ στο μικρό χωριό Γουόλκιλ, με βασικό σλόγκαν “Τρεις μέρες μουσική και ειρήνη”. Στα μέσα Ιουλίου του 1969, συνεργεία γενειοφόρων νεαρών, με περίεργα ρούχα, μπαντάνες και τατουάζ, άρχισαν να διαμορφώνουν το χώρο για τη συναυλία, όταν οι συντηρητικοί αγρότες του Γουόλκιλ τρομοκρατημένοι κατέθεσαν αγωγή για την απαγόρευση της συναυλίας στο όνομα της διασάλευσης της “δημόσιας τάξης”. Με βαριά καρδιά, οι οργανωτές αποφάσισαν να μετακινηθούν στο γειτονικό Γούντστοκ, όπου κατάφεραν να νοικιάσουν την τεράστια φάρμα κάποιου γαλακτοπαραγωγού ονόματι Μαξ Γιασγκούρ. Οι επιφυλάξεις τού εβραϊκής καταγωγής κτηματία κάμφθηκαν από το γενναίο χρηματικό δέλεαρ των οργανωτών. Αργότερα, ο ίδιος δήλωσε: “Έκανα μια συμφωνία με τον Μάικ Λανγκ. Αν κάτι πήγαινε στραβά, θα τον κούρευα με την ψιλή. Αλλά αν όλα τέλειωναν ήσυχα, θα άφηνα τα μαλλιά μου μακριά. Απ’ ό,τι φαίνεται, ο Μάικ κέρδισε το στοίχημα, αλλά είμαι τόσο φαλακρός που αμφιβάλλω αν μπορέσω ποτέ να του ξεπληρώσω την οφειλή μου!”.
Η αναγκαστική μετακίνηση του φεστιβάλ επιβάρυνε τον προϋπολογισμό του με 350.000 δολάρια. Χρειάστηκαν υπεράνθρωπες προσπάθειες των κατασκευαστικών συνεργείων για να ολοκληρωθούν οι προετοιμασίες στην ώρα τους. Καθώς έπεφτε ο ήλιος, το βράδυ της Πέμπτης 14 Αυγούστου, παραμονής του φεστιβάλ, οι σκαλωσιές ήταν ακόμα ημιτελείς, η εξέδρα μόλις είχε αρχίσει να φτιάχνεται, τα μεγάφωνα δεν είχαν φτάσει ακόμα και τα συνεργεία ετοιμάζονταν για μία εξοντωτική ολονυχτία. Στην περίμετρο του χώρου μπροστά από την εξέδρα στήθηκαν κέντρα πρώτων βοηθειών υπό την επίβλεψη των 18 γιατρών που είχαν μισθώσει οι οργανωτές, ενώ σε άλλα σημεία φτιάχτηκαν πρόχειρες καντίνες. Για την εξυπηρέτηση των θεατών, στήθηκαν εξακόσιες φορητές τουαλέτες (καταστράφηκαν από τις πρώτες ώρες του φεστιβάλ), πολλές δεξαμενές νερού (εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκαν μικρά έλη στο χώρο του φεστιβάλ, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σαν λασπόλουτρα από τους χίπις), ενώ τα αποθέματα φαγητού εξαντλήθηκαν, επίσης, από τις πρώτες ώρες.
Καθώς η νύχτα απλωνόταν στο φωταγωγημένο Γούντστοκ, ένα εκπληκτικό θέαμα άρχισε να παρουσιάζεται στην εθνική οδό 17Β, που οδηγεί προς το Γούντστοκ. Οι πρώτοι επισκέπτες, που ήρθαν να πιάσουν από νωρίς θέσεις, έστησαν τη σκηνή ή το σλίπινγκ μπανγκ τους μπροστά στην εξέδρα, έγιναν πολλοί, ύστερα πιο πολλοί, ακόμα πιο πολλοί, για να εξελιχθούν σ’ ένα εκπληκτικό, πολύχρωμο καραβάνι που κατέκλυσε την εθνική οδό και προκάλεσε ένα ανεκδιήγητο μποτιλιάρισμα. Ένα “καμπριολέ” Citroën 2CV με μωρό στο καροτσάκι στο πίσω κάθισμα, ένα χίπις “σκαραβαίος” με λουλούδια στους προφυλακτήρες, ένα παμπάλαιο φορτηγό με ψυχεδελικά σχέδια στο σασί και με την επιγραφή “Διεύθυνση Ναρκωτικών Νέας Υόρκης” στο παρμπρίζ, θεότρελες μοτοσικλέτες, αυτοκινητάκια των τεσσάρων ή των πέντε ατόμων να κουβαλάνε δέκα ή και δεκαπέντε άτομα, σκαρφαλωμένα στους προφυλακτήρες ή και στον “ουρανό” τους, αμέτρητοι χίπις με μακριά μαλλιά, κελεμπίες, δερμάτινα γιλέκα και χάντρες, ξυπόλητες κοπέλες με μακριά ινδικά φορέματα, κάθε λογής χαϊμαλιά και το σήμα της ειρήνης στο στήθος, άτομα με προβιές και περίεργα κοπέλα, αμερικανικές σημαίες ανάκατες με σημαίες των Βιετκόνγκ, πλανόδιοι πωλητές χοτ ντογκ, μπίρας, προφυλακτικών και LSD. Στην τελευταία διασταύρωση πριν από το χώρο του φεστιβάλ, το ανεπανάληπτο αυτό καραβάνι άφηνε την εθνική οδό και κατευθυνόταν προς το Γούντστοκ μέσω ενός αγροτικού δρόμου, που είχε μετονομαστεί από τους οργανωτές σε “Οδό Ευτυχίας”.
Ήδη, τη νύχτα της παραμονής, οι κατασκηνωτές είχαν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν το πρώτο, εκτός προγράμματος “υπερθέαμα”, καθώς πελώριοι γερανοί, ύψους 35 μέτρων, μετέφεραν εργάτες, ηχεία και προβολείς που κρέμονταν από το βίντσι και αιωρούνταν στο κενό πάνω από την κεντρική εξέδρα. Το πρωί της Παρασκευής οι κατασκηνωτές ξύπνησαν σε ένα αναπάντεχα αλλιώτικο τοπίο. Όχι μόνο γιατί περιβάλλονταν από κάθε λογής εντυπωσιακές κατασκευές -γεωδαιτικούς θόλους από πλαστικό, πολύχρωμες τέντες, κεκλιμένους πύργους, ξύλινες καλύβες καλυμμένες με ξερά φύλλα, ινδιάνικες σκηνές διακοσμημένες με κουρέλια, αιώρες και “σπίτια” πάνω στα δέντρα- αλλά κυρίως γιατί διαπίστωσαν ότι το χτεσινό “ποτάμι” της εθνικής οδού σχημάτιζε πλέον μία εκπληκτική λαοθάλασσα. Αρχικά, οι οργανωτές έβαλαν εισιτήριο και τοποθέτησαν φράκτες περιμετρικά του χώρου, όμως, όταν έμαθαν για τον αριθμό των θεατών, έκοψαν τους φράκτες και σταμάτησαν να εκδίδουν εισιτήρια, ώστε να μη δημιουργηθούν συμπλοκές. Αργά το απόγευμα, τα μεγάφωνα προκάλεσαν θύελλα ενθουσιασμού στο πλήθος αναγγέλλοντας: “Είμαστε κιόλας 250.000 άνθρωποι, τι λέω, 500.000 άνθρωποι!”. Από ασήμαντο χωριουδάκι, το Γούντστοκ έγινε, έστω για τρεις μέρες μόνο, η τρίτη σε πληθυσμό πόλη στην πολιτεία της Νέας Υόρκης. Εκατοντάδες χιλιάδες άτομα παρέμειναν μποτιλιαρισμένα στο δρόμο, καθώς ήταν αδύνατο να προσεγγίσουν τον χώρο του φεστιβάλ.

H τελετή έναρξης στο Γούντστοκ
Το απομεσήμερο της Παρασκευής, 15 Αυγούστου, η διάσημη τραγουδίστρια της ροκ Τζάνις Τζόπλιν, αγουροξυπνημένη ακόμα, προσπαθούσε να τονωθεί μ’ έναν πικρό καφέ καθώς το νοικιασμένο ελικόπτερο στο οποίο επέβαινε πετούσε πάνω από τα καταπράσινα λιβάδια της περιοχής Μπέθελ. Η Αμερικανίδα τραγουδίστρια είχε άσχημα προαισθήματα, καθώς κοίταξε τον ολοένα και πιο βαρύ ουρανό της βορειοανατολικής πολιτείας. Ξαφνικά, ο πιλότος έγειρε προς το μέρος της λέγοντας: “Να ‘μαστε! Κοίταξε εκείνο το λόφο εκεί κάτω, τον μοναδικό που δεν είναι πράσινος. Όλοι αυτοί είναι άνθρωποι και σε περιμένουν”. Η Τζόπλιν έτριψε τα μάτια της για να βεβαιωθεί ότι δεν ονειρευόταν: Κάτω από τα πόδια της, μία τεράστια έκταση 2.400 στρεμμάτων καλύφθηκε από ένα πυκνό, πολύχρωμο “δάσος” 500.000 ανθρώπων. Μόλις τότε άρχισε να υποψιάζεται ότι αυτό που την περίμενε δεν ήταν μία ακόμα συναυλία σαν τις άλλες, αλλά το ραντεβού μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς του μπέιμπι μπουμ και της αμφισβήτησης, της ροκ και της μαριχουάνας, του πολιτικού ριζοσπαστισμού και της σεξουαλικής επανάστασης.
Ο ήλιος έδυσε πίσω από δυσοίωνα σύννεφα, αλλά κανείς δεν έδωσε σημασία. Η συναυλία άρχισε μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χειροκροτημάτων και ξεφωνητών, όταν το τεράστιο δίκτυο από μικρόφωνα, κονσόλες, ενισχυτές, αναμεταδότες και ηχεία πήρε μπρος και γέμισε το Γούντστοκ με τη βαθιά, μελωδική φωνή του Ρίτσι Χέιβενς, που τραγούδησε μεταξύ άλλων το περίφημο “Freedom” (Ελευθερία), τραγούδι-σύμβολο της γενιάς της αμφισβήτησης. Ο Τζέφρι Σάρτλεφ χαιρέτισε το πλήθος λέγοντας: “Αυτό που ζούμε σήμερα, είναι μια νέα αμερικανική επανάσταση. Η διαφορά της με τις άλλες επαναστάσεις είναι ότι τούτη εδώ δεν έχει εχθρούς!”. Και σε μία ειρωνική χειρονομία “καλής θέλησης”, αφιέρωσε το επόμενο τραγούδι στον υπερσυντηρητικό κυβερνήτη της Καλιφόρνιας, θερμό υποστηρικτή του πολέμου του Βιετνάμ, Ρόναλντ Ρήγκαν. Το τραγούδι που συγκλόνισε ήταν μία αντιπολεμική μπαλάντα της Τζόαν Μπαέζ, η οποία προκάλεσε ένα κύμα συγκίνησης και αλληλεγγύης όταν αναφέρθηκε στον άντρα της και στους άλλους ακτιβιστές του αντιπολεμικού κινήματος που είχαν κλειστεί από την κυβέρνηση του Ρίτσαρντ Νίξον στις αμερικανικές φυλακές. Στη συνέχεια, παρέλασαν ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζο Κόκερ, ο Κάρλος Σαντάνα και άλλα ιερά τέρατα της ροκ, της ποπ και της κάντρι.

Χίπις στο Φεστιβάλ Γούντστοκ
Το Σάββατο το βράδυ, με την κατάσταση υπό έλεγχο χάρη στα έκτακτα μέτρα των οργανωτών και τη μεταφορά εφοδίων μέσω ελικοπτέρων, η γιορτή συνεχίστηκε και το κέφι επέστρεψε δριμύτερο. Τα διαλείμματα του προγράμματος ακυρώθηκαν και η μουσική συνεχίστηκε όλη τη νύχτα. Το πρώτο φως της ημέρας, στις 5.40 π.μ. της Κυριακής, βρήκε το ακροατήριο να ακούει τους ηλεκτρικούς ήχους των Who, που μόλις είχαν ξεκινήσει μία εκπληκτική δίωρη παράσταση. Ακολούθησαν άλλες δύο ώρες μουσικής από τους Jefferson Airplane, που έμειναν στη σκηνή ως τις 9.30 το πρωί. Το απόγευμα της Κυριακής έβρεξε καταρρακτωδώς για δεύτερη φορά, ενώ ο σφοδρός άνεμος έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Πολλοί αναζήτησαν καταφύγια σε πρόχειρα υπόστεγα από νοβοπάν, κάποιοι έσφιξαν τις γροθιές τους προς τον ουρανό, αλλά οι περισσότεροι απλώς συμφιλιώθηκαν με τη λάσπη και οι πιο τολμηροί πήγανε στη γειτονική λιμνούλα των Φιλιππίνων, όπου έκαναν μπάνιο γυμνοί. Σε λίγο, η πλαγιά γέμισε από αγόρια και κορίτσια που κάθονταν γυμνά στο γρασίδι και απολάμβαναν φυσικότατα τη βροχή. Ένας άντρας και μια γυναίκα, ο ένας πάνω στον άλλο, ολόγυμνοι, σχημάτισαν το σήμα της ειρήνης, παραπέμποντας παραστατικότατα στο “Make love, not war”.
Μέσα στις τρεις αυτές ημέρες, δύο άτομα έχασαν τη ζωή τους: το ένα καθώς κοιμόταν κάτω από τους τροχούς ενός τρακτέρ όταν ο οδηγός του έβαλε μπροστά και το άλλο από υπερβολική δόση ηρωίνης. Επίσης, τουλάχιστον δύο μωρά γεννήθηκαν πρόωρα, ενώ τέσσερις μέλλουσες μητέρες απέβαλαν. Την ασφάλεια, τη σίτιση και την ιατρική περίθαλψη είχε αναλάβει η εταιρεία Hog Farm. Συνολικά, ιατρική βοήθεια χρειάστηκαν πάνω από 5.000 άνθρωποι -κατά κύριο λόγο πρώτες βοήθειες για μικροτραυματισμούς από ατυχήματα ή μικροκρίσεις από ναρκωτικά. Σημειώθηκαν όμως και πάνω από 150 σοβαρά περιστατικά -τραυματισμοί από πτώσεις, κρίσεις διαβητικών και επιληπτικών κ.ά.- τα οποία αντιμετωπίστηκαν χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες του ιατρικού προσωπικού. Ο επικεφαλής των γιατρών, Γουίλιαμ Αμπρούζι, είπε: “Σε μια πόλη αυτών των διαστάσεων, με τόσο σκληρές συνθήκες διαβίωσης, θα περίμενα 15-20 θανάτους τουλάχιστον. Περισσότερο από τις ιατρικές μας προετοιμασίες, αυτό που πιστεύω ότι μας έσωσε ήταν η καλή μας τύχη”.
Το βράδυ της Κυριακής άρχισε η μεγάλη έξοδος, πάντα υπό τους ήχους της ροκ, που συνεχίστηκε ως τις 10.30, το πρωί της Δευτέρας. Οι εναλλακτικές κομμούνες κάλεσαν εθελοντές για το άχαρο έργο της καθαριότητας. Καθώς το πολύχρωμο καραβάνι έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής, στο “διοικητήριο” του φεστιβάλ, οι διοργανωτές μετρούσανε κέρδη και ζημιές και έβγαλαν ένα τεράστιο “μείον” της τάξης των δύο εκατομμυρίων δολαρίων. Αποζημιώθηκαν και με το παραπάνω, όμως, τα επόμενα χρόνια από τις εισπράξεις του μουσικού άλμπουμ και της κινηματογραφικής ταινίας της ιστορικής αυτής συναυλίας.
Οι σημαντικότεροι συμμετέχοντες ήταν οι Σαντάνα, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζόαν Μπαέζ, ο Τζο Κόκερ, οι Who, οι Jefferson Airplane, οι Grateful Dead, οι Band, οι Crosby, Still, Nash & Young, οι Paul Butterfield Blues Band, οι Mountain, οι Creedence Clearwater Revival, ο Ρίτσι Χέιβενς, ο Κάντρυ Τζο ΜακΝτόναλντ και άλλοι.
Πολλά μουσικά συγκροτήματα δεν κατάφεραν ποτέ να φθάσουν στο χώρο του φεστιβάλ, παραμένοντας στο αεροδρόμιο, λόγω του τεράστιου αριθμού των θεατών. Με τη λήξη του, σχηματίστηκε το μεγαλύτερο μποτιλιάρισμα που είχε ποτέ συμβεί στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Οι μεγάλοι μουσικοί που έλειψαν από το φεστιβάλ ήταν ο Μπομπ Ντίλαν (λόγω ασθενείας ενός εκ των παιδιών του), οι Rolling Stones (ασχολούνταν με την παραγωγή του νέου τους άλμπουμ, Let It Bleed), οι Doors και οι Beatles (βρίσκονταν υπό διάλυση ενώ η κυβέρνηση των Η.Π.Α. δεν επέτρεψε στον Τζων Λέννον να μπει στη χώρα).
Οι ιδέες που προέβαλλε το Φεστιβάλ Γούντστοκ ήταν υπέρ της ειρήνης, της αγάπης, της ελεύθερης χρήσης ναρκωτικών και του ελεύθερου έρωτα και κατά του πολέμου (κυρίως αυτού του Βιετνάμ) και του ρατσισμού. Το Γούντστοκ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από μία εκπληκτικά επιτυχημενη μουσική συναυλία, ήταν η άλλη ζωή, ο χαμένος παράδεισος μιας ολόκληρης γενιάς.
Και ένα σημαντικό στοιχείο που αφορά τη χρονική περίοδο που ξεκίνησε το festival και “ταιριάζει” με τα χρόνια που διανύουμε σήμερα:
Το χειμώνα του 1968-69 μια επιδημία γρίπης κτύπησε τις ΗΠΑ προκαλώντας χιλιάδες θανάτους.
Η γρίπη, ο ιός H3N2 που για ακόμη φορά είχε τότε ξεκινήσει από την Ασία και πιο συγκεκριμένα το Χονγκ Κονγκ έφτασε στις ηπειρωτικές ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 1968 και κορυφώθηκε την επόμενη χρονιά.
Ο μέσος όρος ζωής στις ΗΠΑ την περίοδο εκείνη ήταν τα 70 έτη και σήμερα τα 78 και ο πληθυσμός 200 εκατομμύρια σε αντίθεση με τα 328 σήμερα.
Έτσι αν γίνει αναγωγή των τότε θανάτων σήμερα, μιλάμε για μια επιδημία που σήμερα θα ισοδυναμούσε σε έως και 250.000 θανάτους.
Μάλιστα το μεγάλο μουσικό φεστιβάλ του Γούντστοκ τον Αύγουστο του 1969 είχε συμβεί μέσα στην κορύφωση της επιδημίας!
Πηγή : el.wikipedia.org