Skip to main content

Ο Αντονίν Λέοπολντ Ντβόρζακ, που γεννήθηκε στις  8 Σεπτεμβρίου 1841 και πέθανε την 1η  Μαΐου 1904, ήταν Τσέχος συνθέτης της ρομαντικής περιόδου, που χρησιμοποίησε στο έργο του το μουσικό ιδίωμα και τις μελωδίες της Μοραβίας και της γενέτειράς του, Βοημίας. Τα έργα του περιλαμβάνουν όπερες, συμφωνική και χορωδιακή μουσική και μουσική δωματίου. Μερικά από τα γνωστότερα έργα του είναι η Συμφωνία του Νέου Κόσμου, οι Σλαβονικοί Χοροί, το Αμερικάνικο Κουαρτέτο Εγχόρδων και το Κονσέρτο για τσέλο σε Σι ελάσσονα.

Η «Συμφωνία αριθμός 9», με υπότιτλο «Του Νέου Κόσμου», είναι το κορυφαίο έργο του και ένα από τα σημαντικότερα της συμφωνικής μουσικής (η πιο γνωστή Ενάτη, μετά από αυτή του Μπετόβεν).

Από το 1857 ως το 1859 φοίτησε στην Εκκλησιαστική Σχολή της Πράγας, και σταδιακά εξελίχθηκε σε ολοκληρωμένο βιολιστή και βιολίστα. Όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 1860 έπαιζε βιόλα στην Επαρχιακή Θεατρική Ορχήστρα της Βοημίας, την οποία από το 1866 διηύθυνε ο Μπέντριχ Σμέτανα. Η ανάγκη του να συμπληρώσει το εισόδημά του διδάσκοντας του περιόριζε τον ελεύθερο χρόνο και έτσι το 1871 παραιτήθηκε από την ορχήστρα για να μπορεί να συνθέτει. Εκείνη την περίοδο ερωτεύτηκε μία από τις μαθήτριές του, την Γιοζεφίνα Τσερμάκοβα (Josefína Čermáková) και έγραψε για αυτήν τον κύκλο τραγουδιών Κυπαρίσσια, (Cypřiše). Η Γιοζεφίνα όμως, παντρεύτηκε κάποιον άλλον και το 1873 ο Ντβόρζακ παντρεύτηκε την αδερφή της, Άννα, με την οποία απέκτησε εννιά παιδιά.

Εκείνη περίπου την περίοδο άρχισε ο Ντβόρζακ να αναγνωρίζεται ως σημαντικός συνθέτης. Έγινε οργανίστας στον ναό του Αγίου Άνταλμπερτ στην Πράγα, ενώ μπήκε σε μία παραγωγική περίοδο σύνθεσης. Το 1875 συνέθεσε το δεύτερο του κουιντέτο εγχόρδων και το 1877 ο κριτικός Έντουαρντ Χάνσλικ τον πληροφόρησε ότι η μουσική του τράβηξε την προσοχή του Γιοχάνες Μπραμς, με τον οποίο έγιναν αργότερα φίλοι. Ο Μπραμς επικοινώνησε με τον μουσικό εκδότη Σίμροκ, ο οποίος ως εκ τούτου παρήγγειλε στον Ντβόρζακ το πρώτο σετ Σλαβονικών Χορών, οι οποίοι εκδόθηκαν το 1878 με άμεση επιτυχία. Το Στάμπατ Μάτερ (1880) του παρουσιάστηκε στο εξωτερικό και μετά από επιτυχείς παραστάσεις στο Λονδίνο το 1883, ο Ντβόρζακ προσκλήθηκε να επισκεφθεί την Αγγλία όπου και εμφανίστηκε με μεγάλη επιτυχία το 1884. Η 7η Συμφωνία του γράφτηκε στο Λονδίνο και πρωτοπαρουσιάστηκε εκεί το 1885. Επισκέφθηκε την Αγγλία συνολικά 9 φορές, συχνά διευθύνοντας εκεί ο ίδιος τα έργα του. Το 1890, επηρεασμένος από τον Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι επισκέφθηκε και την Ρωσία, και διηύθυνε ορχήστρες στην Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Το 1891 έλαβε τιμητικό τίτλο από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και το Ρέκβιεμ (Ντβόρζακ) του πρωτοπαρουσιάστηκε στο Τριετήσιο Μουσικό Φεστιβάλ του Μπέρμιγχαμ

Το 1892 δέχθηκε πρόσκληση να αναλάβει τη διεύθυνση του Εθνικού Ωδείου της Νέας Υόρκης, με ετήσιο μισθό 15.000 δολάρια. Είπε αμέσως το «ναι» και έκανε το μεγάλο ταξίδι στο Νέο Κόσμο, αφού οι αποδοχές του θα ήταν κατά 20 φορές υψηλότερες από τις απολαβές του στην Ευρώπη.

Ο Ντβόρζακ είχε ενδιαφερθεί και μελετήσει τη μουσική των Ινδιάνων και των μαύρων της Αμερικής. Σε μια προφητική δήλωσή του, αμέσως μόλις έφτασε στη Νέα Υόρκη, είχε πει: «Είμαι πεπεισμένος ότι η μελλοντική μουσική αυτής της χώρας θα προέλθει από τις μελωδίες των νέγρων».

Ο συνθέτης ενθουσιάστηκε από την υποδοχή της μουσικόφιλης Νέας Υόρκης στο έργο του και έγραψε στον εκδότη του: «Οι εφημερίδες είπαν ότι κανένας συνθέτης δεν γνώρισε τέτοιο θρίαμβο. Το Κάρνεγκι Χολ ήταν γεμάτο από μέλη της καλής κοινωνίας της Νέας Υόρκης. Το ακροατήριο χειροκρότησε τόσο πολύ, σαν να βρισκόταν στην αίθουσα βασιλιάς, αναγκάζοντάς με να υποκλιθώ πολλές φορές στο θεωρείο, όπου καθόμουν».

Σε ένα διάστημα τριών μηνών το 1895, ο Ντβόρζακ συνέθεσε το Κονσέρτο για βιολοντσέλο σε Σι ελάσσονα. Εντούτοις προβλήματα σχετικά με τον μισθό του, η αυξανόμενη αναγνώρισή του στην Ευρώπη (είχε γίνει επίτιμο μέλος του Gesellschaft der Musikfreunde στην Βιέννη) καθώς και η νοσταλγία για την πατρίδα του, τον έκαναν να αποφασίσει να επιστρέψει στην Βοημία. Έφυγε από την Νέα Υόρκη πριν το τέλος της άνοιξης.

Η Ενάτη του Ντβόρζακ είναι γραμμένη για δύο φλάουτα, πίκολο, δύο όμποε, δύο κλαρινέτα, δύο φαγκότα, τέσσερα κόρνα, δύο τρομπέτες, τρία τρομπόνια, τούμπα, τύμπανα, κύμβαλα, τρίγωνο, βιολιά, βιόλες, βιολοντσέλα, και κοντραμπάσα. Αποτελείται από τέσσερα μέρη:

  1. Adagio – Allegro molto
  2. Largo
  3. Scherzo: Molto Vivace – Poco Sostenuto
  4. Allegro con fuoco

Η εισαγωγή του πρώτου μέρους είναι αργή, αλλά σύντομα γίνεται απειλητική και ανοίγει τον δρόμο σε ένα πολύ δραματικό κυρίως τμήμα. Το δεύτερο μέρος με το περίφημο σόλο του αγγλικού κόρνου, είναι κατά βάση λυρικό, αν και περιλαμβάνει στιγμές μεγάλης έντασης. Το θερμό και μερικές φορές βίαιο φινάλε περιλαμβάνει στοιχεία λαϊκών χορών, που πηγάζουν από τα τρία προηγούμενα μέρη, αλλά έχει νέο, δροσερό, μελωδικό υλικό. Στο τέλος μιας μεγάλης κορύφωσης, η τελευταία συγχορδία της συμφωνίας χάνεται στο πουθενά.

Πηγή : wikipedia