Η Μαντάμα Μπατερφλάι (Madama Butterfly) είναι όπερα σε τρεις πράξεις του Ιταλού συνθέτη Τζάκομο Πουτσίνι, θεωρούμενη ως ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του οπερατικού ρεπερτορίου. Το λιμπρέτο γράφτηκε από τους Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα.
Η όπερα αφηγείται την τραγική πορεία προς την αυτοκτονία μιας Γιαπωνέζας έφηβης γκέισας που αποκαλείται χαϊδευτικά Μπατερφλάι (πεταλούδα). Αυτή έχει παντρευτεί έναν Αμερικανό αξιωματικό, πιστεύοντας στις εφήμερες ερωτικές υποσχέσεις του. Σύντομα ο Αμερικανός την εγκαταλείπει, αλλά θα επιστρέψει μετά από τρία χρόνια και θα ζητήσει να πάρει το παιδί που απέκτησαν. Τότε στην Μπατερφλάι απομένει μόνο μία αξιοπρεπής επιλογή: το χαρακίρι.
Στα τέλη του 19ου αι. η Αμερικανίδα Τζένι Κόρελ Λονγκ έζησε για λίγο στην Ιαπωνία συνοδεύοντας το σύζυγό της, ένα μεθοδιστή ιεραπόστολο. Όσα αφηγήθηκε μετά την επιστροφή της στις ΗΠΑ, ενέπνευσαν στον αδελφό της Τζον Λούθερ Λονγκ κάποιες νουβέλες που δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Century. Μία από αυτές, η «Madame Butterfly», μεταφέρθηκε στο θέατρο το 1900.

Η υψίφωνος Τζεραλντίν Φαράρ ως Μπατερφλάι – Νέα Υόρκη, 1907
Ο Πουτσίνι πιθανόν παρακολούθησε την παράσταση στο Λονδίνο και εντυπωσιασμένος ζήτησε από τους Ίλικα – Τζακόζα να γράψουν ένα λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία της. Παράλληλα μελέτησε κι ο ίδιος τον ιαπωνικό πολιτισμό, προσπαθώντας να αποδώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το κλίμα και τους χαρακτήρες – πράγμα που κατάφερε παρά κάποια λαθάκια, όπως για παράδειγμα ότι τοποθετεί ένα βουδιστή μοναχό και μια επίσης βουδίστρια υπηρέτρια να επικαλούνται (σε διαφορετικές στιγμές) σιντοϊστικές θεότητες. Φαίνεται ακόμα ότι προσέθεσε στοιχεία από άλλο ένα ευρωπαϊκό έργο που εκτυλίσσεται στη μακρινή χώρα, τη Madame Chrysanthème του Γάλλου Πιερ Λοτί.
Η όπερα έκανε πρεμιέρα ως δίπρακτη στις 17 Φεβρουαρίου 1904 στη Σκάλα του Μιλάνου, αλλά μολονότι συμμετείχαν οι κορυφαίοι ερμηνευτές της Ιταλίας, γνώρισε πολύ χλιαρή υποδοχή. Ο συνθέτης προέβη σε ριζικές αλλαγές και παρουσίασε μια νέα τρίπρακτη εκδοχή τρεις μήνες αργότερα στην Μπρέσια, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Παρόλα αυτά συνέχισε να υποβάλλει το έργο σε διαρκείς αναθεωρήσεις, μέχρι που κατέληξε στην οριστική μορφή του (1907).
Πηγή : el.wikipedia.org.