Skip to main content

Η Μαντάμα Μπατερφλάι (Madama Butterfly) είναι όπερα σε τρεις πράξεις του Ιταλού συνθέτη Τζάκομο Πουτσίνι, θεωρούμενη ως ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του οπερατικού ρεπερτορίου. Το λιμπρέτο γράφτηκε από τους Λουίτζι Ίλικα και Τζουζέπε Τζακόζα.

Η όπερα αφηγείται την τραγική πορεία προς την αυτοκτονία μιας Γιαπωνέζας έφηβης γκέισας που αποκαλείται χαϊδευτικά Μπατερφλάι (πεταλούδα). Αυτή έχει παντρευτεί έναν Αμερικανό αξιωματικό, πιστεύοντας στις εφήμερες ερωτικές υποσχέσεις του. Σύντομα ο Αμερικανός την εγκαταλείπει, αλλά θα επιστρέψει μετά από τρία χρόνια και θα ζητήσει να πάρει το παιδί που απέκτησαν. Τότε στην Μπατερφλάι απομένει μόνο μία αξιοπρεπής επιλογή: το χαρακίρι.

Στα τέλη του 19ου αι. η Αμερικανίδα Τζένι Κόρελ Λονγκ έζησε για λίγο στην Ιαπωνία συνοδεύοντας το σύζυγό της, ένα μεθοδιστή ιεραπόστολο. Όσα αφηγήθηκε μετά την επιστροφή της στις ΗΠΑ, ενέπνευσαν στον αδελφό της Τζον Λούθερ Λονγκ κάποιες νουβέλες που δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό Century. Μία από αυτές, η «Madame Butterfly», μεταφέρθηκε στο θέατρο το 1900.

Ο Πουτσίνι πιθανόν παρακολούθησε την παράσταση στο Λονδίνο και εντυπωσιασμένος ζήτησε από τους Ίλικα – Τζακόζα να γράψουν ένα λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία της. Παράλληλα μελέτησε κι ο ίδιος τον ιαπωνικό πολιτισμό, προσπαθώντας να αποδώσει όσο το δυνατόν ακριβέστερα το κλίμα και τους χαρακτήρες – πράγμα που κατάφερε παρά κάποια λαθάκια, όπως για παράδειγμα ότι τοποθετεί ένα βουδιστή μοναχό και μια επίσης βουδίστρια υπηρέτρια να επικαλούνται (σε διαφορετικές στιγμές) σιντοϊστικές θεότητες. Φαίνεται ακόμα ότι προσέθεσε στοιχεία από άλλο ένα ευρωπαϊκό έργο που εκτυλίσσεται στη μακρινή χώρα, τη Madame Chrysanthème του Γάλλου Πιερ Λοτί.

Η όπερα έκανε πρεμιέρα ως δίπρακτη, στις 17 Φεβρουαρίου του 1904 στη Σκάλα του Μιλάνου, αλλά μολονότι συμμετείχαν οι κορυφαίοι ερμηνευτές της Ιταλίας, γνώρισε πολύ χλιαρή υποδοχή.

Η συγκεκριμένη αντιμετώπιση από το κοινό, δεν αφορούσε την ποιότητα της καλλιτεχνικής δημιουργίας αυτή καθαυτή, αλλά τον τρόπο που λειτουργούσε η δυναμική αγορά του λυρικού θεάτρου τον 19ο αι. και στις αρχές του 20ού, καθώς και ο ρόλος που έπαιζαν και τότε οι εφημερίδες.

Κατά τον 190 αιώνα, η κυριαρχία της όπερας στην ιταλική show-bizz ήταν απόλυτη. Το ενδιαφέρον κοινού και τύπου για κάθε νέο έργο ή για κάθε καινούργια παραγωγή παλαιότερου, ήταν μεγάλο. Οι λυρικοί τραγουδιστές ήταν οι σταρ της εποχής και οι συνθέτες όπερας ιδιαιτέρως προβεβλημένα πρόσωπα. Επιπλέον τότε δεν θεωρούνταν ανάγωγο να εκφράσουν οι θεατές μεγαλοφώνως, την ώρα της παράστασης, εάν τους άρεσε ή όχι αυτό που έβλεπαν και άκουγαν. Δεν τους απασχολούσε αν θα έκοβαν την συνοχή του έργου και της σκηνικής ερμηνείας του. Αν μία άρια ή ένα ντουέτο τους έκανε εντύπωση ζητούσαν, φωνάζοντας το γνωστό bis, την άμεση επανάληψή τους. Οπότε το έργο «πάγωνε» και η ορχήστρα και ο τραγουδιστής ερμήνευαν ξανά το κομμάτι για να ευχαριστήσουν το κοινό.

Όταν όμως το έργο δεν άρεσε, οι φωνές, τα γέλια, οι αποδοκιμασίες και τα σαρκαστικά bis ήταν ο εφιάλτης συνθέτη και τραγουδιστών. Εννοείται πως δεν έλειπαν και οι στημένες αποδοκιμασίες που, αν γενικότερη συγκυρία ήταν ευνοϊκή, μπορούσαν να επηρεάσουν και τους αθώους θεατές.

Αυτό συνέβη με τη Μαντάμα Μπατερφλάι, στο τεράστιο (χωρητικότητας  σχεδόν 2.000 θέσεων) θέατρο της Σκάλα, που βρισκόταν στην κορυφή των πλέον επιδραστικών θεάτρων όπερας της εποχής. Φαίνεται πως η μυστικότητα που επεδίωξε ο παραγωγός κατά τη διάρκεια των προβών, ώστε να προκαλέσει το μέγιστο ενδιαφέρον του κοινού για το καινούργιο έργο του Πουτσίνι –δημιουργού, την προηγούμενη δεκαετία, των μεγάλων επιτυχιών Μανόν Λεσκό (1893), Λα Μποέμ (1896) και Τόσκα (1900)–, είχε αντίθετο αποτέλεσμα και προκάλεσε τη στημένη απόρριψή της πρεμιέρας.

Ο Ρικόρντι απαγόρευσε να κυκλοφορήσουν οι παρτιτούρες της μουσικής εκτός θεάτρου και απέκλεισε δημοσιογράφους και κριτικούς από τη συνήθη τακτική να παρακολουθήσουν πρόβα. Το γεγονός ότι για την πρώτη παράσταση είχαν εξασφαλιστεί εκλεκτοί, ιδιαιτέρως δημοφιλείς λυρικοί τραγουδιστές, με πρώτη την σοπράνο Ροζίνα Στόρκιο (Rosina Storchio) στον ρόλο της νεαρής Γιαπωνέζας, δεν στάθηκε αρκετό.

 width=

H σοπράνο Ροζίνα Στόρκιο στην πρώτη παράσταση. Κάτω: Μακέτα του σκηνικού

Σχεδόν από την αρχή της παράστασης το κλίμα ήταν αρνητικό. Κάποιες ατυχείς στιγμές, ένα σημείο της μουσικής που θύμισε «Μποέμ», η μεγάλη διάρκεια της δεύτερης πράξης, ήταν αρκετά για τις έντονες αποδοκιμασίες και τα έως και χυδαία σχόλια που ακούγονταν, εμποδίζοντας τους τραγουδιστές ν’ ακούν την ορχήστρα. Οι κριτικές της επόμενης μιλούσαν για «Φιάσκο στη Σκάλα!» Ο Πουτσίνι δεν θέλησε να δοθεί άλλη παράσταση, αναλαμβάνοντας το κόστος της ματαίωσης: έδωσε 20.000 λίρες στον Ρικόρντι!

Ο συνθέτης προέβη σε ριζικές αλλαγές και παρουσίασε μια νέα τρίπρακτη εκδοχή τρεις μήνες αργότερα στην Μπρέσια, η οποία έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Παρόλα αυτά συνέχισε να υποβάλλει το έργο σε διαρκείς αναθεωρήσεις, μέχρι που κατέληξε στην οριστική μορφή του (1907).

Πράξη Α’

Δυο άνδρες επιθεωρούν μια έπαυλη στο Ναγκασάκι, περιμένοντας να ξεκινήσει μια γαμήλια τελετή. Ο ένας είναι ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν Πίνκερτον, υποπλοίαρχος της κανονιοφόρου Αβραάμ Λίνκολν του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ, η οποία σταθμεύει στο λιμάνι της πόλης. Ο δεύτερος είναι ο Γκόρο, επαγγελματίας προξενητής, στον οποίο προσέφυγε ο Πίνκερτον για βρει σύζυγο. Αυτός όχι μόνο του έχει βρει γυναίκα, τη δεκαπεντάχρονη γκέισα Τσο-Τσο-Σαν ή Μπατερφλάι (Πεταλούδα), αλλά σύμφωνα με την παράδοση έχει ετοιμάσει όλο το νοικοκυριό των μελλονύμφων: βρήκε σπίτι και υπηρετικό προσωπικό, κανόνισε τις διατυπώσεις κτλ.

Πρώτος φτάνει ο Αμερικανός διπλωμάτης Σάρπλες. Αφού μπαίνει στον κήπο, χαιρετά τους Πίνκερτον και Γκόρο, και θαυμάζει τη θέα που βλέπει στο λιμάνι του Ναγκασάκι και τη θάλασσα. Ο Πίνκερτον εκμυστηρεύεται στον Σάρπλες (υπό τους ήχους της Αστερόεσσας) ότι ως Γιάνκης, δεν ικανοποιείται εάν δεν δρέψει τα λουλούδια κάθε ακτής και τον έρωτα κάθε όμορφου κοριτσιού. Αυτό σημαίνει πως δεν σκοπεύει να μείνει για πολύ καιρό παντρεμένος – έτσι κι αλλιώς, σύμφωνα με την ιαπωνική νομοθεσία ο γάμος διαρκεί για 999 έτη, αλλά ο άνδρας έχει δικαίωμα να τον ακυρώσει στην αρχή κάθε μήνα. Ο Σάρπλες εκπροσωπεί τη φωνή της λογικής και του ζητά να μην προχωρήσει στο γάμο εάν έχει τέτοιο σκοπό, αλλά ο καιροσκόπος Πίνκερτον αδιαφορεί. Ο Σάρπλες, ρωτάει τον Πίνκερτον αν είναι πραγματικά ερωτευμένος, και ο Πίνκερτον παραδέχεται ότι δεν ξέρει αν είναι πραγματικά ερωτευμένος ή απλά ενθουσιασμένος, αλλά μαγεύεται με την αθωότητα, την ομορφιά και την γοητεία της Μαντάμα Μπατερφλάι. Λέει ότι είναι σαν μια πεταλούδα που προσγειώνεται σιωπηλά, με πολύ ομορφιά.

Σε λίγη ώρα καταφθάνει η γαμήλια πομπή: η νύφη με τους συγγενείς και τους φίλους της, ο αυτοκρατορικός επίτροπος, ο ληξίαρχος και άλλοι καλεσμένοι. Από τα λόγια της είναι φανερό πως η Μπατερφλάι έχει ερωτευθεί τον Πίνκερτον, έφτασε μάλιστα στο σημείο να γίνει κρυφά χριστιανή για χάρη του, διακινδυνεύοντας την απόρριψη των δικών της εάν μαθευτεί.

Σύντομα η τελετή ολοκληρώνεται και αρχίζουν οι προπόσεις. Όμως η ευθυμία θα διακοπεί από τον Μπόνζο (βουδιστής μοναχός), θείο της νύφης που ήταν απών από το γάμο. Αυτός εισβάλει στο σπίτι και αποκαλύπτει ότι είδε την Μπατερφλάι να επισκέπτεται τη χριστιανική ιεραποστολή. Οργισμένη, όλη η οικογένεια της νύφης την αποκηρύσσει και φεύγει. Η μόνη που δείχνει να το ξανασκέφτεται είναι η μητέρα της, αλλά τελικά παρασύρεται κι αυτή από το γενικότερο κλίμα.

Καθώς νυχτώνει ο Πίκερτον μαλακώνει τον πόνο της Μπατερφλάι, λέγοντάς της ότι δεν έχασε τίποτα σπουδαίο μπρος σε αυτά που κέρδισε. Ευτυχισμένη η κοπέλα οδηγείται στην κρεβατοκάμαρα, όπου παραδίδεται στο ερωτικό κάλεσμα του συζύγου της.

Πράξη Β’

Τρία χρόνια μετά το γάμο, στο σπίτι συναντά κανείς μόνο θλίψη και φτώχεια. Ο Πίκερτον έχει φύγει μαζί με το πλοίο του, αφήνοντας την Μπατερφλάι αποκηρυγμένη απ’ τους συγγενείς της, μόνη με την υπηρέτρια Σουζούκι και ένα μωρό-καρπό εκείνης της πρώτης και μοναδικής βραδιάς, τον Ντολόρε (η ιταλική λέξη για τον πόνο).

Η Σουζούκι προτρέπει την κυρία της να ξεχάσει τον Αμερικανό, αυτή όμως είναι πεπεισμένη ότι κάποτε θα επιστρέψει, παίρνοντας στα σοβαρά την υπόσχεσή του ότι θα γυρίσει όταν οι κοκκινολαίμηδες χτίζουν τις φωλιές τους. Γι’ αυτό το λόγο αποκρούει τις επανειλημμένες προτάσεις του πρίγκιπα Γιαμαντόρι, με τον οποίο προσπαθεί να την παντρέψει ο Γκόρο.

Ένα πρωί η πίστη της μοιάζει να δικαιώνεται: ο Σάρπλες την ενημερώνει για μια επιστολή του Πίκερτον που έφτασε στο προξενείο, ότι βρίσκεται εν πλω για το Ναγκασάκι! Η ξαφνική χαρά όμως γίνεται γρήγορα φόβος, όταν ο Σάρπλες προειδοποιεί πως το περιεχόμενο του γράμματος δεν είναι ευχάριστο, γι’ αυτό καλύτερα να παντρευτεί τον πρίγκιπα. Θυμωμένη η Μπατερφλάι αποχωρεί πριν ακούσει τη συνέχεια και επιστρέφει με το γιο της, για τον οποίο δεν γνώριζε ούτε ο πρόξενος ούτε ο πατέρας. Είναι σίγουρη πως όταν τον δει ο Πίκερτον, όποιος κι αν είναι ο αρχικός σκοπός της επίσκεψης, τελικά θα γυρίσει στο γάμο τους.

Ο Σάρπλες φεύγει και ο Γκόρο κάνει μια τελευταία απόπειρα να την πείσει ότι έχει επιλέξει λάθος δρόμο, αλλά η Μπατερφλάι απειλεί ότι θα τον σκοτώσει με το σπαθί του νεκρού πατέρα της. Έχει λάβει πια την απόφασή της: Είτε θα ξανακερδίσει το σύζυγό της είτε θα πεθάνει.

Μια κανονιά από το λιμάνι αναγγέλλει ότι κάποιο πλοίο ετοιμάζεται να δέσει. Ενθουσιασμένη στην όψη της σημαίας των ΗΠΑ, η Μπατερφλάι φορά το νυφικό φόρεμά της, δίνει εντολή να στολιστεί το σπίτι και ετοιμάζεται να απολαύσει τους καρπούς της τρίχρονης αφοσίωσής της.

Πράξη Γ’

Οι ώρες περνούν μα ο Πίκερτον είναι άφαντος. Το επόμενο πρωί, εξαντλημένη απ’ την αγρύπνια της αναμονής, η Μπατερφλάι πέφτει για ύπνο. Λίγο αργότερα εμφανίζεται ο Πίκερτον μαζί με το Σάρπλες και μία άγνωστη γυναίκα: την Αμερικανίδα σύζυγό του (Κέητ). Τους υποδέχεται η Σουζούκι. Συντετριμμένος από την ανευθυνότητά του, ο Πίκερτον εξηγεί το σκοπό της επίσκεψής του: Τον βασάνιζαν φοβερές τύψεις για τη μοναξιά της Μπατερφλάι και ερχόταν για να την πιέσει να ξαναπαντρευτεί. Όταν έμαθε όμως για το παιδί απ’ τον πρόξενο, αυτός κι η Κέητ αποφάσισαν να το πάρουν μαζί τους στην Αμερική. Ήρθαν λοιπόν για να το ζητήσουν.

Για ακόμα μία φορά, ο Πίκερτον δεν τολμά να δείξει υπευθυνότητα και φεύγει απ’ το σπίτι, ρίχνοντας τη διευθέτηση του ζητήματος στους ώμους του Σάρπλες. Εν τω μεταξύ η Μπατερφλάι έχει ξυπνήσει απ’ τις φωνές και βγαίνει στον κήπο, όπου βρίσκονται ο πρόξενος με την Κέητ. Δεν αργεί να καταλάβει τις προθέσεις τους. Απαιτεί τότε να της το ζητήσει ο ίδιος ο Πίκερτον σε μισή ώρα.

Η Μπατερφλάι μπαίνει ξανά στο σπίτι. Ψύχραιμα ξεκρεμά το σπαθί του πατέρα της και διαβάζει την επιγραφή στη λεπίδα: «Πεθαίνει με τιμή αυτός που δεν μπορεί να ζήσει με τιμή». Είναι προφανές ότι σκέφτεται την αυτοκτονία – η Σουζούκι προσπαθεί να την αποτρέψει, φέρνοντάς της τον Ντολόρε. Η Μπατερφλάι πιάνει το παιδί, το τοποθετεί πάνω σε μια ψάθα και του δίνει μια αμερικανική σημαιούλα για να παίξει. Μετά αποσύρεται και κάνει χαρακίρι. Ετοιμοθάνατη περπατά ως το γιο της και ξεψυχά δίπλα του, ενώ ακούγεται από μακριά ο Πίνκερτον (που έρχεται για να ζητήσει το παιδί) να την καλεί.

Η «Μαντάμα Μπαττερφλάι», όπερα με απήχηση ανάλογη εκείνης της Μποέμ και της Τόσκα, αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα με δεκάδες παραστάσεις παγκοσμίως. Η πρωτότυπη ιστορία της, τα μουσικά θέματά της από την ιαπωνική παράδοση και ο προβληματισμός που θέτει γύρω από τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό που ακολούθησε την οικονομική επέκταση των δυτικών βιομηχανικών κρατών στις αρχές του 20ού αιώνα, καθιστούν την «Μαντάμα Μπαττερφλάι» έναν «αναγκαίο σταθμό» για κάθε φίλο της όπερας.