Ο Αντουάν–Ζοζέφ «Αντόλφ» Σαξ (Antoine-Joseph “Adolf” Sax, 6 Νοεμβρίου 1814 – 7 Φεβρουαρίου 1894) ήταν Βέλγος οργανοποιός, μουσικός και οργανοπαίκτης του φλάουτου και του κλαρίνου. Είναι ευρύτατα γνωστός για τον σχεδιασμό και την κατασκευή του σαξοφώνου.

Adolphe Sax
Γεννημένος στην γαλλόφωνη πόλη της Ντινάν, στην Βαλλωνία του Βελγίου, γιος του επίσης σχεδιαστή μουσικών οργάνων Σαρλ–Ζοζέφ Σαξ, ο Αντόλφ από νεαρή κιόλας ηλικία καταπιάστηκε και ο ίδιος με την οργανοποιία, όπως κλαρινέτων και φλάουτων, όργανα τα οποία αργότερα σπούδασε στη Βασιλική Σχολή Τραγουδιού των Βρυξελλών. Το 1841, ο Σαξ εγκαταστάθηκε μόνιμα στο Παρίσι και άρχισε να πειραματίζεται σε νέες και πρωτότυπες κατασκευές μουσικών οργάνων. Κατασκεύασε το σαξοκέρας (saxhorn), που κατοχύρωσε με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το 1845, την σαξοτρόμπα (saxotromp) και την σαξοτούμπα (saxotumba), η χρήση των οποίων διαδόθηκε τάχιστα σε όλο τον κόσμο.
Το 1846 ήταν η χρονιά που ο Σαξ εφευρίσκει στο Παρίσι το σαξόφωνο, γεγονός που του χάρισε μεγάλη δημοσιότητα και του εξασφάλισε από το 1867 θέση καθηγητή στο περίφημο Ωδείο του Παρισιού.
Η πρώτη έκδοση του σαξοφώνου, ήταν πολύ διαφορετική από το σημερινό βαρύτονο σαξόφωνο. Παρόλα αυτά ο Sax συνέχισε να εργάζεται, εισάγοντας μία νέα σειρά παραλλαγών που έδωσαν ως αποτέλεσμα μία ευρεία οικογένεια σαξοφώνων. Το 1846 κατοχύρωσε το πρώτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και χώρισε τα σαξόφωνα σε δύο ομάδες: η μία που προοριζόταν για συμφωνικές ορχήστρες και η άλλη για τις μουσικές και στρατιωτικές μπάντες που παρήλαυναν σχεδόν καθημερινά στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Ορισμένοι συνάδελφοι του Σαξ “χλεύαζαν” το σαξόφωνο αποκαλώντας το “τερατώδες” η “υβρίδιο” εξαιτίας των χαρακτηριστικών του αλλά και ακουστικών του δυνατοτήτων, που βρίσκονταν ανάμεσα στα ξύλινα και τα μεταλλικά όργανα. Ο χρόνος έδειξε ότι αυτά ακριβώς τα “υβριδικά” χαρακτηριστικά του που το έκαναν ένα πρωτότυπο όργανο. Αυτή η ιδιομορφία του αναγνωρίστηκε μόνο από το 1857, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις με ορισμένους από τους επικριτές του, που αρνούνταν την ισχύ της ευρεσιτεχνίας του Sax. Η αφοσίωση του δημιουργού του, ωστόσο, δεν γνώριζε όρια και έτσι συνέχισε. Το μικρό εργαστήριο του μετατράπηκε σε εργοστάσιο που το 1848 απασχολούσε διακόσιους εργάτες. Παρά την κριτική, ο Adolphe Sax, είχε τη σημαντική στήριξη ενός μεγάλου μέρους της μουσικής ελίτ της εποχής.
Συνθέτες όπως ο Ροσσίνι και ο Μπερλιόζ έδειξαν εμπιστοσύνη στο όργανο αυτό. Ο ίδιος ο Rossini αφού άκουσε το σαξόφωνο, είπε τα εξής: “Το σαξόφωνο έχει τον πιο ωραίο ήχο που έχω ακούσει ποτέ.” Ο Berlioz από την πλευρά του, δήλωσε ότι το βασικό πλεονέκτημα του οργάνου ήταν η “ποικιλία και η ομορφιά του χρώματός του, κάποτε βαριά και ήρεμη και άλλες φορές ονειρική ή μελαγχολική ή αχνή σαν αδύναμη ηχώ. Κατά την γνώμη μου δεν υπάρχει κανένα όργανο που να έχει μία τόσο ιδιόμορφη ακουστική στα όρια της σιωπής.” Εκτός από το γεγονός ότι κατείχε εξέχουσα θέση σε ορισμένες μεμονωμένες κλασσικές συνθέσεις, το σαξόφωνο ενσωματώθηκε στις μπάντες των συνταγμάτων του πεζικού. Ήταν ακριβώς στο Στρατιωτικό Γυμνάσιο στο Παρίσι, ένα ινστιτούτο ανώτατης εκπαίδευσης, όπου το 1847 άρχισαν να παραδίδονται μαθήματα σαξόφωνου. Αλλά εκεί που η συνέχεια αυτού του Ινστιτούτου φαινόταν σίγουρη αποφασίστηκε το κλείσιμο το 1858. Ευτυχώς μερικά από τα μαθήματα μεταφέρθηκαν στο Ωδείο της γαλλικής πρωτεύουσας όπου δίδασκε ο ίδιος ο Σαξ μέχρι το 1870. Αυτό δεν σήμανε όμως το τέλος των περιπετειών του οργάνου. Ο θάνατος ορισμένων προσωπικοτήτων που είχαν προσφέρει στήριξη από την αρχή στον Sax, όπως ο Gioachino Rossini (1868) και ο Hector Berlioz (1869) συνέβαλε στον περιορισμό του σαξοφώνου σε κάποιες μπάντες που έπαιζαν κυρίως μουσικές συνθέσεις για παρελάσεις ή στρατιωτικές παρελάσεις, που συνόδευαν τις παρελάσεις των συνταγμάτων. Δεδομένης της πρόσφατης δημιουργίας του οργάνου δεν υπήρχε ακόμη ένα συγκεκριμένο κλασσικό ρεπερτόριο και οι ορχήστρες δεν αποφάσιζαν εύκολα να το συμπεριλάβουν στο σχήμα τους.
Μία ιδιαιτερότητα του Σαξοφώνου: Ξύλο ή μέταλλο;
Μπορεί να φανεί μία ανούσια ερώτηση όμως είναι πέρα για πέρα λογική. Αν παρατηρήσουμε το όργανο, η απάντηση, φαίνεται πολύ ξεκάθαρη :μέταλλο. Παρ’όλα αυτά, το σαξόφωνο τοποθετήθηκε στην οικογένεια των πνευστών οργάνων από ξύλο και η θέση του μέσα στην συμφωνική ορχήστρα είναι δίπλα στο κλαρινέτο. Αυτή η ιδιαιτερότητα που το καθιστά ένα μοναδικό όργανο, προκύπτει τόσο από την αρχή, βάσει της οποίας δημιουργήθηκε δηλαδή την αξίωση να δώσει σε ένα μεταλλικό όργανο την ακουστική και χρωματική ποιότητα των εγχόρδων.
Ο Adolphe Sax είχε την αξιοσύνη να υποδείξει ότι οι αναλογίες της κολώνας αέρα που δημιουργείται στο εσωτερικό του σωλήνα και με το υλικό που χρησιμοποιείται, προσδιορίζει την ποιότητα του χρώματος του εργαλείου. Από την αρχή αυτή προέκυψε το σαξόφωνο, ένα υβρίδιο μεταξύ του κλαρινέτου (όργανο ξύλινο και απλό γλωσσίδι) και τη φλικόρνα (εξ’ ολοκλήρου μεταλλικό και με ήχο πιο οξύ). Συνδυάζοντας την ποιότητα του μετάλλου με την πολυμορφία των οργάνων από ξύλο, το σαξόφωνο απέκτησε μία θέση μεταξύ των μεγάλων.
Ο Σαξ έπασχε από το 1853 μέχρι το 1858 από καρκίνο των χειλιών, πλην όμως η υγεία του αποκαταστάθηκε. Πέθανε πάμπτωχος στο Παρίσι στις 7 Φεβρουαρίου 1894 σε ηλικία ογδόντα ετών. _ΥΒ