Ο Φεδερίκο δελ Σαγράδο Κοραθόν δε Χεσούς Γαρθία Λόρκα (Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca), ήταν Ισπανός ποιητής και δραματουργός που ανήκει στη λεγόμενη «γενιά του ’27», ομάδα συγγραφέων που προσέγγισε την ευρωπαϊκή αβάν-γκαρντ με εξαιρετικά αποτελέσματα, ούτως ώστε το πρώτο μισό του 20ου αιώνα να ορίζεται ως «αργυρή εποχή» (edad de plata) της ισπανικής λογοτεχνίας. Δολοφονήθηκε κατά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου από αγνώστους, οι οποίοι πολύ πιθανόν συνδέονταν με τον εθνικιστικό φασισμό, επειδή ο ίδιος σχετιζόταν ή υποστήριζε τους Δημοκρατικούς.
Όταν ξέσπασε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος ο Γκαρθία Λόρκα αναχώρησε από τη Μαδρίτη για τη Γρανάδα με σκοπό να αποχαιρετίσει τον πατέρα του. Ωστόσο, ο Γκαρθία Λόρκα και ο κουνιάδος του, που ήταν και σοσιαλιστής δήμαρχος της Γρανάδας, συνελήφθησαν ενώ βρίσκονταν στο σπίτι των Ροσάλες, φαλαγγιτών φίλων τους. Το ξημέρωμα της 19ης Αυγούστου 1936, παραστρατιωτικοί του πολιτικού κινήματος CEDA πυροβόλησαν τον Γκαρθία Λόρκα, λόγω των αριστερών φρονημάτων του και τον έριξαν σε ανώνυμο τάφο στην περιοχή Φουεντεγράνδε δε Αλφακάρ στα περίχωρα του Βιθνάρ, κοντά στη Γρανάδα.
Το εκτελεστικό απόσπασμα αριθμούσε 12 άτομα, αποτελούμενο από αστυνομικούς, εθελοντές αλλά και κρατούμενους, τους οποίους υποχρέωσαν να διαπράξουν τη δολοφονία του Λόρκα υπό την απειλή της εκτέλεσης. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν γνώριζαν καν ποιος είναι αυτός που είχαν διαταχθεί να δολοφονήσουν. Για τη δολοφονία κατηγορήθηκαν ακροδεξιοί πολιτικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι, μέλη επιφανών οικογενειών της Γρανάδας, καθώς και κάποιοι προερχόμενοι από την άκρως συντηρητική οικογένεια του πατέρα του, οι οποίοι ήταν έξαλλοι με τον πατέρα και ως εκδίκηση σκότωσαν τον γιο. Ο τάφος του δεν βρέθηκε ποτέ.
Ο Γκαρθία Λόρκα, γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898 στο Φουέντε Βακέρος, μικρό χωριό στον νομό Βέγα της περιφέρειας Γρανάδας. Ήταν γιος ενός πλούσιου γαιοκτήμονα, του Φεδερίκο Γκαρθία Ροδρίγες (1859-1945), που στο δεύτερό του γάμο παντρεύτηκε μια νεαρή και ευαίσθητη δασκάλα, τη Βιθέντα Λόρκα Ρομέρο (1870–1959) γυναίκα με εύθραυστη υγεία, σε βαθμό που να μη μπορεί να θηλάσει η ίδια το γιο της, πράγμα που έκανε μια παραμάνα, η οποία ήταν σύζυγος του επιστάτη του πατέρα του. Παρόλα αυτά, η μητέρα του, επηρέασε βαθύτατα την καλλιτεχνική εκπαίδευση του γιού της, εγκαταλείποντας τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στην εκπαίδευση του μικρού Φεδερίκο, στον οποίο μετέδωσε το πάθος της για το πιάνο και τη μουσική. Η μητέρα του επίσης, του μετέδωσε τη βαθιά συναίσθηση της κατάστασης των φτωχών και τον σεβασμό για τον πόνο τους, που ο Γκαρθία Λόρκα μετέπειτα θα ενσωματώσει στο λογοτεχνικό του έργο.
Το 1909 μετακόμισε με την οικογένειά του στη Γρανάδα της Ανδαλουσίας, όπου σύντομα ενεπλάκη στις δραστηριότητες των τοπικών καλλιτεχνικών ομάδων. Εκεί σπουδάζει στο «Colegio del Sagrado Corazón», που διευθύνεται από έναν ξάδερφο της μητέρας του, και το 1914 γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο, φοιτώντας αρχικά στη Νομική σχολή (όχι από δική του φιλοδοξία, αλλά για να ακολουθήσει την επιθυμία του πατέρα του ) για να περάσει μετά στη φιλολογία. Γνωρίζει τις περιοχές των τσιγγάνων (gitani) της πόλης που έγιναν μέρος της ποίησής του όπως αποδεικνύεται από το Romancero του 1928. Το πρώτο του λογοτεχνικό έργο, το «Εντυπώσεις και Τοπία», δημοσιεύεται το 1918, αλλά είχε επιτυχία μόνο σε τοπικό επίπεδο.

Άγαλμα προς τιμή του Λόρκα, στην πλατεία Σάντα Άνα της Μαδρίτης
Παράλληλα ξεκινάει τις σπουδές στο πιάνο υπό την καθοδήγηση του μαέστρου Αντόνιο Σεγούρα, και γίνεται ένας επιδέξιος βιρτουόζος του κλασικού ρεπερτορίου, αλλά και του λαϊκού της Ανδαλουσίας. Με τον γνωστό μουσικό από τη Γρανάδα Μανιουέλ Δε Φάγια- με τον οποίο διατήρησε μια δυνατή φιλία-συνεργάζεται στην οργάνωση της πρώτης τσιγγάνικης λαϊκής γιορτής τραγουδιού της Ανδαλουσίας (13-14 Ιουνίου 1922).
Το 1919 φτάνει στη Μαδρίτη για να συνεχίσει τις σπουδές του, κατοικώντας κοντά στην περίφημη Residencia de Estudiantes. Στο πανεπιστήμιο συνάπτει φιλία με τον Λουίς Μπουνιουέλ και τον Σαλβαδόρ Νταλί, όπως και με άλλες σημαντικές προσωπικότητες της ισπανικής ιστορίας. Μεταξύ αυτών και ο Γκρεγόριο Μαρτίνεθ Σιέρρα, ο διευθυντής τού Teatro Eslava, μετά από πρόσκλησή του οποίου ο Λόρκα γράφει και σκηνοθετεί το 1919-20, το πρώτο του έργο, Τα μάγια της πεταλούδας, το οποίο όμως δεν είχε θετική αποδοχή.
Στο ίδρυμα Residencia ο Γκαρθία Λόρκα παραμένει εννιά χρόνια (μέχρι το 1928), ενώ συχνά ταξιδεύει στη Βαρκελώνη και στην περιοχή Καδακές ως φιλοξενούμενος του Σαλβαδόρ Νταλί, με τον οποίο τον δένει σχέση εκτίμησης και φιλίας. Η σχέση αυτή έλαβε, από την πλευρά του Λόρκα, ερωτικό χαρακτήρα.
Προς τα τέλη του 1929 ο Γκαρθία Λόρκα πέφτει θύμα μιας ολοένα και βαθύτερης κατάθλιψης, και αισθάνεται ενοχές για την ομοφυλοφιλία του, που καταφέρνει, όλο και λιγότερο, να κρύψει από φίλους και συγγενείς, ενώ αντίθετα η φήμη του για το Τσιγγάνικο τραγούδι, εξαπλώνεται ολοένα και πιο πολύ. Η οικογένειά, του βλέποντας την επιδείνωση της ψυχολογικής του κατάστασης, οργανώνει για αυτόν ένα ταξίδι στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με τη μυστική βοήθεια του Φερνάνδο Δε Λος Ριος, φίλου μέσω του οποίου κατάφερε να κερδίσει υποτροφία.
Αυτό το ταξίδι, και συγκεκριμένα η παραμονή του στη Νέα Υόρκη, όπου ο Φεδερίκο είναι φοιτητής για σύντομο χρονικό διάστημα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, κατέχει μεγάλη σημασία στην ποιητική δραστηριότητα του Γκαρθία Λόρκα. Αυτό που πολλοί θεωρούν αριστούργημά του, δηλαδή το έργο Ποιητής στη Νέα Υόρκη επικεντρώνεται στην αλλοτρίωση του ανθρώπου όπως τη συναντάμε στη σύγχρονη κοινωνία και τους μηχανισμούς που επιτρέπουν σε λίγους να κυριαρχούν επί των πολλών. Ένα πρωτοποριακό έργο για τα δεδομένα του καλλιτεχνικού πανοράματος σε σύγκριση με τα υπόλοιπα της εποχής.
Μετά από μια σύντομη αλλά γεμάτη ένταση παραμονή στην Κούβα, η επιστροφή του στην Ισπανία του 1930, συμπίπτει με την πτώση της δικτατορίας του Πρίμο ντε Ριβέρα και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Το 1931 συνέθεσε το Ντιβάνι Της Ταμαρίτ, ενώ παράλληλα δούλεψε και πάνω σε έργα για το κουκλοθέατρο. Το 1931 ο Γκαρθία Λόρκα διορίζεται διευθυντής της εταιρείας Teatro Universitario la Barraca. Αυτή η εταιρεία, που ιδρύθηκε από τον Υπουργό Παιδείας, ανέλαβε την ευθύνη να διαδόσει τις θεατρικές παραγωγές τις στις πιο απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές της χώρας. Ο Γκαρθία Λόρκα δεν περιορίζεται στο να διευθύνει, αλλά είναι και ηθοποιός.
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιοδείας με το «La Barraca» συγγράφει τα πιο γνωστά του θεατρικά έργα, επονομαζόμενα ως «αγροτική τριλογία», «Ματωμένος γάμος», η «Γέρμα» και «το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», τραγωδίες με θέμα τη κοινωνική καταπίεση κι έκδηλο το ανθρώπινο στοιχείο. Αντίστοιχο θέμα έχει και το ποίημα Θρήνος Για Τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, το οποίο τελείωσε εκείνη την εποχή.
Ο Λόρκα έχει πει φράσεις ιστορικές, που ακόμα και σήμερα και στο μέλλον είναι -και θα είναι- μοναδικές. Παραθέτουμε μερικές ενδεικτικά:
Η ποίηση δεν θέλει ειδικούς, θέλει λάτρεις.
Δεδομένου ότι δεν ανησυχούσα για το να γεννηθώ, δεν ανησυχώ για το θάνατο.
Η τύχη έρχεται σε όσους το περιμένουν λιγότερο.
Το πιο τρομερό από όλα τα συναισθήματα είναι το αίσθημα της νεκράς ελπίδας.
Πάμε να βρούμε μια γωνιά, όπου θα σ΄αγαπώ για πάντα.
Καρδιά. Γιατί με στέλνεις, αν δεν θέλω?
Η ποιητική δημιουργία είναι ένα αδιανόητο μυστήριο, όπως το μυστήριο της γέννησης του ανθρώπου. Ακούτε φωνές, δεν ξέρετε από που, και είναι άχρηστο να ανησυχείτε για το από που προέρχονται.
Πηγή : el.wikipedia.org