Ο Εμίλ Μπερλίνερ (Emil Berliner) γεννήθηκε στο Ανόβερο της Γερμανίας στις 20 Μαΐου 1851 σε μια εβραϊκή εμπορική οικογένεια. Αν και μεγάλωσε Εβραίος, αργότερα έγινε αγνωστικός. Ολοκλήρωσε τη μαθητεία για να γίνει έμπορος, όπως επίτασσε η οικογενειακή παράδοση. Ενώ το πραγματικό του χόμπι ήταν η εφεύρεση, δούλεψε ως λογιστής για να καλύψει τις ανάγκες του. Για να αποφύγει τον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο , ο Μπερλίνερ μετανάστευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 1870 με έναν φίλο του πατέρα του, στο κατάστημα του οποίου εργάστηκε στην Ουάσινγκτον DC. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη και, κάνοντας διάφορες περιστασιακές δουλειές, όπως η διανομή χαρτιού και ο καθαρισμός μπουκαλιών, σπούδαζε τα απογεύματα φυσική στο Cooper Union Institute. Στη Νέα Υόρκη -ανάμεσα στις πρόχειρες δουλειές- βρήκε θέση υπεύθυνου καθαριότητας στο εργαστήριο του Constantine Fahlberg, εφευρέτη της σακχαρίνης. Αυτή η εμπειρία σε ερευνητικό εργαστήριο, πυροδότησε την φιλοδοξία του Μπερλίνερ κάνοντάς τον να νοιώσει ότι είχε γεννηθεί για την επιστήμη, την έρευνα και τις ανακαλύψεις.
Από αμφότερους τους γονείς, ο Εμίλ και τ᾽ αδέλφια του (12) κληρονόμησαν σπουδαία αίσθηση ακεραιότητας χαρακτήρα, πίστη στις ικανότητες και υπερηφάνεια για τα επιτεύγματά τους.
Το 1876 ο Μπερλίνερ επέστρεψε στην Ουάσινγκτον και ξανάρχισε να εργάζεται στην Behrend and Co., όπως ήταν πλέον η σύγχρονη μορφή της. Εκείνος ήταν ο χρόνος των εορτασμών για την εκατονταετηρίδα από την Αμερικανική Επανάσταση και μεταξύ των αξιομνημόνευτων εκδηλώσεων που έγιναν στην Ουάσινγκτον, ήταν η παρουσίαση ενός νέου τηλεφώνου από τον Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ. Ο Μπερλίνερ ενθουσιάστηκε στη θέα της συσκευής την οποία έβλεπε για πρώτη φορά. Άρχισε να μελετά το τηλέφωνο. Για το ερευνητικό πνεύμα του, μία από τις αδυναμίες τού μηχανισμού, ήταν ο πομπός του. Εργαζόμενος μόνος στο μικρό διαμέρισμά του, κατασκεύασε νέο είδος αναμεταδότη τον οποίο ονόμασε «πομπό χαλαρής σύζευξης», είδος μικροφώνου, το οποίο ενίσχυε την ένταση της διαβιβαζόμενης φωνής. Αυτό που κατάφερε κατέχοντας μόνο στοιχειώδεις γνώσεις ηλεκτρισμού και φυσικής ήταν πράγματι εκπληκτικό.
Όταν τα μέλη της νεοσύστατης Αμερικάνικης Τηλεφωνικής Εταιρίας Μπελ [American Bell Telephone Company (ABT Co.)] πληροφορήθηκαν ότι στην Ουάσινγκτον κάποιος νεαρός και εντελώς άγνωστος, είχε υποβάλλει αίτηση για δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (ο Μπερλίνερ την συνέταξε δίχως την βοήθεια κάποιου νομικού συμβούλου) προς το αρμόδιο γραφείο, στην οποία περιλαμβανόταν νέου τύπου πομπός, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Ο Τόμας Γουότσον [Thomas Watson], ο τηλεφωνικής φήμης «Κος Γουότσον», στάλθηκε στην Ουάσινγκτον για ερευνήσει το θέμα. Επέστρεψε με μια τόσο ένθερμη αναφορά για την εφεύρεση και τον ίδιο τον Μπερλίνερ, που η εταιρία προσφέρθηκε να αγοράσει τα δικαιώματα της κατασκευής και να προσλάβει τον Μπερλίνερ σε θέση βοηθού έρευνας. Για τα επόμενα επτά χρόνια, ο Μπερλίνερ απασχολήθηκε από την ABT Co., αρχικά στη Νέα Υόρκη και αργότερα στη Βοστώνη. Κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, εργάσθηκε πάνω σε πολυάριθμα προβλήματα που σχετίζονταν με την πρωτόπειρη τηλεφωνική βιομηχανία κι εξελίχθηκε σε πρώτης τάξεως θεωρητικό ηλεκτρολόγο.
Τον καιρό που εργαζόταν στη Βοστώνη, ο Μπερλίνερ έγινε Αμερικανός πολίτης και την ίδια χρονιά, το 1881, παντρεύτηκε μια νέα γυναίκα, Γερμανικής καταγωγής, ονόματι Κόρα Άντλερ (Cora Adler). Το 1884, ο Μπερλίνερ αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά ως ανεξάρτητος ερευνητής και εφευρέτης, πραγματοποιώντας το όνειρό του. Παραιτήθηκε από την ABT Co. και μαζί με την Κόρα, έφυγαν από την Βοστώνη κι έστησαν το νοικοκυριό τους στην Ουάσινγκτον Π.Κ. [Περιφέρεια της Κολούμπια].
Στο μικρό του σπίτι στην Ουάσινγκτον, ο Μπερλίνερ προχώρησε σε περαιτέρω βελτιώσεις για το τηλέφωνο τού Μπελ, πουλώντας τα νόμιμα δικαιώματα των εφευρέσεών του στην Τηλεφωνική Εταιρία. Ακολούθως, το 1886 άρχισε να εργάζεται πάνω στην επινόηση που έμελλε ν᾽αναδειχθεί η μεγαλύτερή του συνεισφορά στην ανθρωπότητα. Αυτή ήταν η εξέλιξη του γραμμοφώνου, η εγγραφή και αναπαραγωγή του ήχου μέσω δίσκων.
Του χορηγήθηκε το πρώτο του δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για αυτό που ονόμασε το ” Berliner Gramophone ” το 1887. Το Berliner Gramophone – οι δίσκοι του ταυτίζονται με χαραγμένο “E. Berliner Gramophone” ως το λογότυπο – ήταν η πρώτη (και για σχεδόν δέκα χρόνια) η μοναδική δισκογραφική εταιρεία στον κόσμο.
Το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας περιέγραψε τον ήχο εγγραφής χρησιμοποιώντας οριζόντια διαμόρφωση μιας γραφίδας καθώς εντοπίζει μια γραμμή σε μια περιστρεφόμενη κυλινδρική επιφάνεια επικαλυμμένη με ένα ανθεκτικό αδιαφανές υλικό όπως ο άνθρακας, στη συνέχεια σταθεροποιημένος με βερνίκι και χρησιμοποιείται για φωτοχαρακτική μια αντίστοιχη εγκοπή στην επιφάνεια ενός μεταλλικού κυλίνδρου αναπαραγωγής. Στην πράξη, ο Berliner επέλεξε τη μορφή δίσκου, η οποία έκανε το βήμα της φωτογραφικής χάραξης πολύ λιγότερο δύσκολο και προσέφερε την προοπτική δημιουργίας πολλαπλών αντιγράφων του αποτελέσματος με κάποια απλούστερη διαδικασία, όπως η ηλεκτροτυπία (Η ηλεκτροτυπία (επίσης γαλβοπλαστική ) είναι μια χημική μέθοδος για τον σχηματισμό μεταλλικών μερών που αναπαράγουν ακριβώς ένα μοντέλο), η χύτευση ή η σφράγιση. Το 1888 ο Berliner χρησιμοποιούσε μια πιο άμεση μέθοδο εγγραφής, στην οποία η γραφίδα ανίχνευσε μια γραμμή μέσω μιας πολύ λεπτής επικάλυψης κεριού σε ένα δίσκο ψευδαργύρου, ο οποίος στη συνέχεια χαράχθηκε σε οξύ για να μετατρέψει τη γραμμή του απογυμνωμένου μετάλλου σε μια αυλάκωση.
Ο Berliner που κατανόησε χωρίς, ότι το Gramophone του ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό παιχνίδι, το 1894, έπεισε μια ομάδα επιχειρηματιών να επενδύσουν 25.000 $, με τα οποία ξεκίνησε την εταιρεία Gramophone των Ηνωμένων Πολιτειών. Άρχισε να εμπορεύεται δίσκους επτά ιντσών και ένα πιο σημαντικό Gramophone, το οποίο, ωστόσο, ήταν ακόμα χειροκίνητο.
Η δυσκολία στη χρήση πρώιμων χειροκίνητων Gramophones έκανε το περιστρεφόμενο πικάπ να περιστρέφεται με αποδεκτή σταθερή ταχύτητα ενώ παίζει δίσκο. Ο μηχανικός Eldridge R. Johnson , ιδιοκτήτης ενός μικρού μηχανοστασίου στο Κάμντεν του Νιου Τζέρσεϋ, βοήθησε τον Berliner στην ανάπτυξη ενός κατάλληλου χαμηλού κόστους κινητήρα ελατηρίου για το Gramophone και έγινε κατασκευαστής του. Ο Berliner έδωσε στον Frank Seaman τα αποκλειστικά δικαιώματα πωλήσεων στις ΗΠΑ, αλλά μετά από διαφωνίες, ο Seaman άρχισε να πουλάει τη δική του έκδοση του Gramophone, καθώς και μη εξουσιοδοτημένα αντίγραφα των αρχείων Berliner. Με δικαστική απόφαση του απαγορεύτηκε να πουλάει προϊόντα του Berliner. Η εταιρεία Berliner Gramophone των ΗΠΑ έκλεισε στα μέσα του 1900 και ο Berliner μετακόμισε στον Καναδά. Μετά από διάφορους νόμιμους ελιγμούς, η εταιρεία Victor Talking Machine Company ιδρύθηκε επίσημα από τον Eldridge Johnson το 1901 και η εμπορική ονομασία “Gramophone” εγκαταλείφθηκε εντελώς και μόνιμα στις ΗΠΑ, αν και η χρήση της συνεχίστηκε αλλού.
Για πολλά χρόνια ο Εμίλ Μπερλίνερ διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην κοινωνία και τα κοινωνικά θέματα, ιδιαίτερα στον τομέα της δημόσιας υγείας. Το 1909 δώρισε πόρους για την ανέγερση πτέρυγας ιατρικής φροντίδας στο σανατόριο Starmont στην Ουάσινγκτον Γκρόουβ του Μέριλαντ, αφιερωμένη στην μνήμη του πατέρα του. Διετέλεσε πρόεδρος του Συλλόγου Φυματίωσης στην Ουάσινγκτον για μερικά χρόνια και το 1924, εγκαινίασε το Γραφείο Αγωγής Υγείας για να προάγει τα οφέλη της δημόσιας υγιεινής και να παρέχει υπηρεσίες επιμόρφωσης σε μητέρες και παιδιά.
Στις 3 Αυγούστου 1929, ο Berliner πέθανε από καρδιακή προσβολή στο σπίτι του στο Wardman Park Hotel στην Ουάσιγκτον, σε ηλικία 78 ετών.