Ο Τζον Γκράχαμ Μέλορ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 21 Αυγούστου 1952 στην Άγκυρα της Τουρκίας, λόγω του πατέρα του Ronald Mellor, που υπηρετούσε ως διπλωμάτης. Από μικρός ασχολήθηκε με τη μουσική, ενώ ως έφηβος σύχναζε στους υπόγειους σταθμούς του Λονδίνου παίζοντας γιουκαλίλι. Οι μουσικές του επιρροές ανιχνεύονται σε πέραν του Ατλαντικού μουσικούς και συγκροτήματα, όπως ο Λιτλ Ρίτσαρντ, οι «The Beach Boys» και ο Woody Guthrie.
Για λίγα χρόνια υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Woody Mellor, προτού καταλήξει αυτοσαρκαζόμενος στο Τζο Στράμερ (Strummer στα αγγλικά σημαίνει αυτόν που παίζει ατέχνως ένα μουσικό όργανο), ενθυμούμενος το πόσο άτσαλα έπαιζε το γιουκαλίλι ως πλανόδιος μουσικός.
Ο Τζο Στράμερ υπήρξε ένας από τους κορυφαίους μουσικούς που ανέδειξε η πανκ. Μπορεί στα τέλη της δεκαετίας του70, οι «Sex Pistols» να ήταν οι πιο διάσημοι εκπρόσωποι του υποείδους αυτού της ροκ μουσικής, αλλά το κοινό είχε κατά μία έννοια αναγορεύσει τους «The Clash», το συγκρότημα που ίδρυσε και με το οποίο δοξάστηκε, ως επάξιους εκπροσώπους της γενιάς του.
Με πολιτικούς στίχους, εμπνευσμένους από την πάλη των τάξεων και τα συνεχή κρούσματα φυλετικών διακρίσεων στην Μεγάλη Βρετανία, ο Τζο Στράμερ ήταν ο πιο συνειδητοποιημένος μουσικός του πανκ. «Όλη η εξουσία βρίσκεται στα χέρια όσων έχουν αρκετά χρήματα για να την αγοράσουν», λέει σε ένα σημείο το τραγούδι «White Riot», το οποίο κυκλοφόρησε το 1977, σηματοδοτώντας την παρουσία των «The Clash» στο μουσικό στερέωμα.
Σε ηλικία 18 ετών, παρακολούθησε μαθήματα στη κεντρική σχολή τέχνης του Λονδίνου με σκοπό να γίνει σχεδιαστής cartoon. Παράτησε τη Σχολή όταν ο αδερφός του, Ντέιβιντ, αυτοκτόνησε. Το 1973 τον βρίσκει να συμπαραστέκεται στους αστέγους του Λονδίνου και να κάνουν καταλήψεις στα εκατοντάδες εγκαταλελειμμένα βικτοριανά σπίτια της περιοχής. Ήταν τότε που σχημάτισε μαζί με κάποιους από τους καταληψίες, τους 101ers, όνομα εμπνευσμένο από την οδό που έμεναν. Τραγουδούσαν στις παμπ του Λονδίνου και ήταν η μπάντα που του έδωσε την πρώτη του εμπειρία ως μουσικό.
Πριν από τη δημιουργία των «The Clash», έπαιζε κιθάρα στα συγκροτήματα «Vultures» και «101ers», που έπαιζαν ριδμ εντ μπλουζ σε κλαμπ. Όταν όμως είδε τους άγνωστους ακόμη «Sex Pistols» να παίζουν ως δεύτερο συγκρότημα σε μια συναυλία των «101ers» στο Λονδίνο, στις 3 Απριλίου 1976, ο Τζο Στράμερ, προσχώρησε στο κίνημα του πανκ και δημιούργησε τους «The Clash», μαζί με τον επίσης κιθαρίστα Μικ Τζόουνς, ο οποίος ήταν ο βασικός τους συνθέτης ενώ τους πλαισίωναν ο μπασίστας Πολ Σίμονον και ο ντράμερ Τόρι Κράιμς, που γρήγορα αντικαταστάθηκε από τον Τόπερ Χίντον. Η πρώτη εμφάνιση του νέου συγκροτήματος έγινε στις 4 Ιουλίου 1976 στο Σέφιλντ ανοίγοντας τη συναυλία των Sex Pistols.
Ο ριζοσπαστισμός του και οι κοινωνικές του ανησυχίες τον ενέπνεαν να γράφει τραγούδια με πολιτικό περιεχόμενο. Σκληρά λόγια, που χτυπούσαν κατευθείαν στην καρδιά χωρίς υπονοούμενα και που ήταν εξόχως ενοχλητικά για το συντηρητικό κομμάτι της κοινωνίας. Οι νέοι όμως έβρισκαν στους στίχους ένα κομμάτι της ζωής τους και ταυτόχρονα γούσταραν και τη μουσική του συγκροτήματος. Η συμμετοχή του σε αντιρατσιστικές και αντιναζιστικές οργανώσεις τον όπλισαν με ιδέες και επιχειρήματα. Στο στόχαστρο ήταν πάντα ο καπιταλισμός, ο καταναλωτισμός και οι ανισότητες. Ο Strummer καλεί τους λευκούς να πάψουν να είναι αυτάρεσκοι και να επανεξετάσουν την αποτυχία του κοινωνικοοικονομικού συστήματος της εποχής.
Πηγή έμπνευσης του ήταν η συμμετοχή και η σύλληψη του τον Αύγουστο του 1976 κατά τη διάρκεια ταραχών που δημιουργήθηκαν στο καρναβάλι του Νotting Hill μεταξύ μαύρων και αστυνομίας. Το άλμπουμ «London Calling» με εξώφυλλο τον Simonon να σπάει τη κιθάρα του, ήταν η μεγαλύτερη τους επιτυχία, που τους έκανε μπάντα παγκόσμιας απήχησης. Τραγούδια όπως το Sandanista, Rock the Casbath, I’m so bored with USA γίνονται ύμνοι για τους νέους. Οι Clash τραγουδούν για την ανεργία, τον φασισμό, τον Ισπανικό Εμφύλιο, τη κοινωνική καταπίεση και τα προβλήματα της εργατικής τάξης. Συλλαμβάνουν μια σημαντική πτυχή της γενιάς τους, ενώ η ντίσκο καλεί τους νέους σε ανώδυνο χορό και ξεφάντωμα. Oι στίχοι διαμαρτυρίας σε συνδυασμό με τον πρωτότυπο ήχο κάτι μεταξύ πανκ, ροκ ρέγκε, φανκ και ροκαμπίλι τους αναδεικνύουν στο «the only group that matters», όπως τους ονόμασαν.
…London calling to the faraway towns
Now war is declared, and battle come down
London calling to the underworld
Come out of the cupboard, you boys and girls…
Το ακατέργαστο δυναμικό πνεύμα του πρώτου σινγκλ του συγκροτήματος με τον τίτλο «White Riot»(1977), έθεσε τον τόνο για τα άλμπουμ «The Clash» (1977) και «Give ‘Em Enough Rope» (1978). To «London Calling» (1979) τους έκανε ευρύτερα γνωστούς και αργότερα χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό «Rolling Stone» ως το κορυφαίο άλμπουμ της δεκαετίας του ‘80. Το «Combat Rock» (1982) χαρακτηρίστηκε από τους λαϊκούς ύμνους «Rock the Casbah» και «Should I Stay or Should I Go». Το άλμπουμ αυτό η αρχή του τέλους για το συγκρότημα που διαλύθηκε το 1985.
Στις 27 Ιουλίου 1985 σε μια από τις τελευταίες τους συναυλίες οι «The Clash» εμφανίστηκαν στην Αθήνα χωρίς τον Μικ Τζόουνς που είχε αποχωρήσει από το συγκρότημα, στο πλαίσιο του «Rock in Athens».
Αμέσως μετά την διάλυση των «Clash» ο Τζο Στράμερ ακολούθησε σόλο καριέρα. Το 1989 κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Earthquake Weather», που ενώ πήρε θετικά σχόλια από τους κριτικούς, απέτυχε εμπορικά.
Ως ηθοποιός εμφανίστηκε σε χαρακτηριστικούς ρόλους στις ταινίες: «Βασιλιάς για μια νύχτα» («The King of Comedy», 1982) του Μάρτιν Σκορσέζε, «Καλώς Ήρθατε στην Κόλαση» («Straight to Hell», 1986) και «Γουόκερ ο Κατακτητής» («Walker», 1987) του Άλεξ Κοξ , «Mystery Train» (1989) του Τζιμ Τζάρμους και «Προσέλαβα έναν Επαγγελματία Δολοφόνο» («I Hired a Contract Killer» , 1990) του Άκι Καουρισμάκι.
Το 1999 σχημάτισε μια νέα μπάντα τους «Joe Strummer & the Mescaleros», με τους οποίους κυκλοφόρησε δύο άλμπουμ, τα «Rock Art and the X-Ray Style» (1999) και «Global a Go-Go» (2001) γνωρίζοντας επιτυχία κυρίως στις ΗΠΑ. Στις 30 Νοεμβρίου 2001, εμφανίσθηκαν ενώπιον του αθηναϊκού κοινού στο κλειστό του Σπόρτινγκ.
Ο Τζο Στράμερ πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο στο σπίτι του στο Μπλούμφιλντ της νοτιοδυτικής Αγγλίας στις 22 Δεκεμβρίου 2002. Ήταν παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών. Ο θάνατός του συνέβη σε μια περίοδο που τα πρώην μέλη των «The Clash» συζητούσαν την επανασύνδεσή τους.
Πηγή:el.wikipedia.org