Skip to main content

Ο Μωρίς Ραβέλ (πλήρες ονοματεπώνυμο Ζοζέφ Μωρίς Ραβέλ, Joseph Maurice Ravel, 7 Μαρτίου 1875 – 28 Δεκεμβρίου 1937) ήταν Γάλλος συνθέτης. Μαζί με τον Κλωντ Ντεμπυσσύ θεωρούνται οι κύριοι εκπρόσωποι του μουσικού ιμπρεσιονισμού. Τα έργα του για πιάνο αποτελούν ιδιαίτερα δημοφιλή κομμάτια του κλασικού ρεπερτορίου. Πολλά από αυτά όπως τα Jeux d’eauMiroirsLe tombeau de Couperin και το Gaspard de la nuit απαιτούν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία από τους εκτελεστές τους.

Λίγο πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1912) ανεβαίνει η εξαίσια χορογραφική του σουίτα «Δάφνις και Χλόη», με πρωταγωνιστές τους Νιζίνσκι και Καρσάβινα. Την ίδια χρονιά ενορχηστρώνεται και το αριστούργημά του «Η μάνα μου η χήνα» που έχει πρωτογραφτεί στα 1908 για πιάνο σε 4 χέρια.

Μετά τον πόλεμο ανοίγεται για αυτόν μια νέα εποχή που τη σημαδεύουν τα καινούρια του έργα «Βαλς», σονατίνα για βιολί, «Τσιγγάνα», δυο κοντσέρτα για πιάνο, «Το Παιδί και τα Μάγια», «Μπολερό». Πυροδοτεί πάλι την κοινή γνώμη με το να αρνηθεί τον τίτλο της Λεγεώνας της Τιμής (1920). Ταξιδεύει στις ΗΠΑ (1928), έπειτα στην Αγγλία και κατόπιν από το 1932 γυρίζει σχεδόν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες για να παρουσιάσει το δημοφιλές κοντσέρτο του σε σολ.

Το πιο γνωστό του έργο είναι το Μπολερό (1928), το οποίο ο ίδιος θεωρούσε ασήμαντο και κάποτε το είχε περιγράψει ως «ένα κομμάτι για ορχήστρα χωρίς μουσική». To Μπολερό αρχικά, γράφτηκε για μπαλέτο, κατόπιν παραγγελίας της ρωσίδας μπαλαρίνας Ίντα Ρουμπινστάιν, αλλά έγινε γνωστό από τις ορχηστρικές του εκτελέσεις. Πριν φύγει για μια θριαμβευτική περιοδεία στη Βόρεια Αμερική τον Ιανουάριο του 1928, ο Maurice Ravel είχε συμφωνήσει να γράψει μια παρτιτούρα μπαλέτου με “ισπανική γεύση” για τη φίλη του, τη Ρωσίδα χορεύτρια και ηθοποιό Ida Rubinstein (1885-1960).

Αρχικά, η Ρουμπινστάιν ζήτησε από τον Ραβέλ να ενορχηστρώσει 6 κομμάτια από την πιανιστική σύνθεση του Αλμπένιθ «Ιμπέρια». Τον πρόλαβε, όμως, ο ισπανός μαέστρος Ενρίκε Αρμπός, που απέκτησε και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα. Τότε, ο Ραβέλ αποφάσισε να ενορχηστρώσει μια δικιά του παλιά σύνθεση. Τελικά, άλλαξε γνώμη και αποφάσισε να γράψει μια νέα σύνθεση.

Η πρεμιέρα του «Μπολερό» έγινε στις 22 Νοεμβρίου 1928 στη Όπερα των Παρισίων, σε χορογραφία της Μπρονισλάβα Νιζίσκα και σκηνογραφία του Αλεξάντρ Μπενουά. Την Ορχήστρα της Όπερας των Παρισίων διηύθυνε ο Βάλτερ Στάραμ.

Αποτελεί ένα πείραμα σε μια πολύ ειδική και περιορισμένη κατεύθυνση και δεν πρέπει να υποπτευόμαστε ότι στοχεύει να επιτύχει άλλα ή περισσότερα από αυτά που κάνει στην πραγματικότητα».

Σύμφωνα με το πρόγραμμα της παράστασης, η υπόθεση του μπαλέτου ήταν η εξής : Μέσα σ’ ένα καπηλειό, άνθρωποι χορεύουν κάτω από μια λάμπα, που κρέμεται από το ταβάνι. Σε απάντηση της πρόσκλησής τους, μια κοπέλα ανεβαίνει πάνω στο τραπέζι και χορεύει όλο και πιο ζωηρά.

Το έργο γνώρισε αμέσως μεγάλη επιτυχία προς μεγάλη έκπληξη του Ραβέλ, που πίστευε ότι δεν θα γινόταν αποδεκτό από τους μουσικούς. Η αμερικανική του πρεμιέρα έγινε δεκτή με  ζητωκραυγές από το μουσικόφιλο κοινό της Νέας Υόρκης, όταν παρουσιάσθηκε από τον Αρτούρο Τοσκανίνι και τη Φιλαρμονική της αμερικανικής μεγαλούπολης στις 14 Νοεμβρίου 1929. Στην επιτυχία του έργου συνέβαλε αφάνταστα και η διάδοσή του μέσω του γραμμοφώνου. Η πρώτη ηχογράφηση του «Μπολερό» έγινε στις 8 Ιανουαρίου του 1930.

Το «Μπολερό» αν και δεν είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Ραβέλ, είναι όμως το πιο δημοφιλές. Αποτελεί ένα αληθινό ενορχηστρωτικό θαύμα. Ο συνθέτης εισάγει ένα – ένα τα διαφορετικά όργανα της ορχήστρας, βασιζόμενος απλώς και μόνο στην επανάληψη ενός κυρίου θέματος, που χωρίζεται σε δύο μουσικές φράσεις. Το έργο αρχίζει με τον ρυθμό του μπολερό, που παίζεται από το ταμπούρο, ενώ οι βιόλες και τα βιολοντσέλα υποστηρίζουν τον ρυθμό. Ο Ραβέλ κατάφερε να αναδείξει τον ανοιχτά ερωτικό χαρακτήρα του ήρεμου, απλού και λικνιστικού σπανιόλικου θέματος, το οποίο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, σταδιακά μεταβάλλοντας τις αποχρώσεις των μουσικών οργάνων και οδηγώντας τελικά σε μια μοναδική κορύφωση.

Από το 1933 αρχίζει να έχει προβλήματα με την υγεία του που συνεχώς επιδεινώνεται. Πεθαίνοντας τέσσερα χρόνια αργότερα, αφήνει ένα θησαυρό από έργα γραμμένα σε ξεχωριστά καλοδουλεμένη αρμονική και μελωδική γλώσσα, με θαυμάσια ενορχήστρωση, μια από τις καλύτερες όλων των εποχών, που φέρνει τη γνήσια σφραγίδα της εξαιρετικά γόνιμης και ευαίσθητης ιδιοφυίας του.

Πηγή : el.wikipedia.org