Skip to main content

Περηφάνια και Προκατάληψη ( Pride and Prejudice) είναι ο τίτλος του πιο διάσημου μυθιστορήματος της Τζέιν Όστεν το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 28 Ιανουαρίου 1813. Είναι το δεύτερο βιβλίο της που δημοσιεύτηκε, ενώ είναι ένα από τα σημαντικότερα κείμενα της αγγλικής λογοτεχνίας, είναι πολυεπίπεδο και με πολλές ερμηνείες. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «κωμωδία ηθών» της τάξης των μεσαίων γαιοκτημόνων της Αγγλίας, προς τα τέλη του 18ου, αρχές του 19ου αιώνα ή ως ρεαλιστικό «οικογενειακό μυθιστόρημα» ή ως μαρτυρία της μετάβασης της κοινωνίας της Αντιβασιλείας προς το σύγχρονο κόσμο. Το σίγουρο όμως είναι ότι, πρόκειται για μια μελέτη της μοίρας της γυναίκας σε μια κοινωνία που ήταν ανίκανη να την αντιμετωπίσει ως άνθρωπο με κρίση, απόψεις, επιλογές, με ανδρικά δηλαδή, για την εποχή, χαρακτηριστικά. Το χειρόγραφο του, αρχικά γράφτηκε μεταξύ 1796 και 1797 στο Στίβεντον του Χάμπσαϊρ όπου η Όστεν ζούσε στο πρεσβυτέριο. Ονομάστηκε Πρώτες Εντυπώσεις όμως δεν δημοσιεύτηκε ποτέ με αυτό τον τίτλο και μετά από αλλαγές μετονομάστηκε σε Περηφάνια και Προκατάληψη.

Το μυθιστόρημα αρχικά γράφτηκε μεταξύ Οκτώβρη του 1796 και Αυγούστου του 1797. Ο πατέρας της Όστεν έγραψε στο Λονδρέζο βιβλιοπώλη Τόμας Κάντελ τον Νοέμβριο του 1797 προτείνοντας το για δημοσίευση όμως απορρίφθηκε χωρίς να διαβαστεί και επεστράφη μέσω ταχυδρομείου. Το αδημοσίευτο χειρόγραφο παρέμεινε με την Όστεν και ήταν το 1811 που το πρώτο της μυθιστόρημα Λογική και Ευαισθησία δημοσιεύτηκε.

Η δημοσίευση του πρώτου της μυθιστορήματος ενθάρρυνε την Όστεν να αναθεωρήσει το χειρόγραφο για τις Πρώτες Εντυπώσεις πιθανώς μεταξύ 1811 και 1812. Μετονόμασε την ιστορία Περηφάνια και Προκατάληψη, μια εμφανώς κλισέ φράση της εποχής. Όταν μετονόμαζε το μυθιστόρημά της η Τζέιν Όστεν πιθανώς είχε κατά νου τα Βάσανα και αντιπαραθέσεις που συνοψίζονται στο τελικό κεφάλαιο της Σεσίλια της Φάνυ Μπάρνεϊ, το οποίο ονομάζεται Περηφάνια και Προκατάληψη και όπου η φράση εμφανίζεται τρεις φορές με κεφαλαία γράμματα. Είναι επίσης πιθανό ότι ο αρχικός τίτλος του μυθιστορήματος άλλαξε για να αποφευχθεί σύγχυση με άλλα έργα. Στα χρόνια μεταξύ της ολοκλήρωσης των Πρώτων Εντυπώσεων και της αναθεώρησης τους σε Περηφάνια και Προκατάληψη, δημοσιεύτηκαν δύο άλλα έργα με τον ίδιο τίτλο: ένα μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Χόλφορντ και μια κωμωδία του Οράτιου Σμιθ.

Η Όστεν πούλησε τα πνευματικά δικαιώματα του μυθιστορήματος στον Τόμας Έγκερτον του Γουάιτχολ για 110 λίρες (η Όστεν είχε αρχικά ζητήσει 150 λίρες). Η απόφαση αυτή αποδείχθηκε ακριβή. Η Όστεν είχε εκδώσει το Λογική και Ευαισθησία βάσει προμήθειας προστατεύοντας τον εκδότη από απώλειες και λαμβάνοντας τα όποια κέρδη μείον το κόστος και την προμήθεια του εκδότη. Μη γνωρίζοντας ότι η Λογική και Ευαισθησία θα εξαντλούσε την έκδοσή της, αποφέροντας της 140 λίρες, μετέφερε τα πνευματικά δικαιώματα στον Έγκερτον έναντι εφάπαξ πληρωμής, το οποίο σήμαινε ότι όλο το ρίσκο (και όλα τα κέρδη) θα ήταν δικά του. Έχει υπολογιστεί ότι ο Έγκερτον στη συνέχεια και μόνο από τις δύο πρώτες εκδόσεις του βιβλίου έβγαλε περίπου 450 λίρες.

Η πλοκή…

Ο κύριος και η κυρία Μπένετ έχουν πέντε κόρες που είναι όλες ανύπαντρες. Όταν ένας πλούσιος και ευχάριστος νέος μετακομίζει στην γειτονιά η κυρία Μπένετ ελπίζει να τον εξασφαλίσει ως γαμπρό για την όμορφη μεγαλύτερη κόρη της, δίδα Τζέιν Μπένετ. Η εκκολαπτόμενη σχέση όμως σαμποτάρεται από τον υπερόπτη φίλο του νεαρού, κύριο Ντάρσυ, που θεωρεί το προξενιό ακατάλληλο. Όταν ο κύριος Ντάρσυ με τη σειρά του ερωτεύεται την δεύτερη κόρη των Μπένετ, δίδα Ελίζαμπεθ Μπένετ, η συγκαταβατική πρόταση του για γάμο απορρίπτεται από την Ελίζαμπεθ με ειρωνεία και η προσέγγιση φαίνεται να σταματά. Εντούτοις, τα γεγονότα συνωμοτούν για να συνδέσουν τα διάφορα μέλη παρά τα εμπόδια και τις παρεξηγήσεις που τα χωρίζουν. Η περηφάνια της μιας πλευράς και η προκατάληψη της άλλης σιγά σιγά προσπερνιούνται και οι χαρακτήρες αποκομίζουν μεγαλύτερη γνώση του εαυτού τους και των άλλων.

 width=

Τζέιν Όστεν

Η Τζέιν Όστεν γεννήθηκε το 1775 στο Στίβεντον του Χαμσάιρ, και ήταν η έβδομη από τα οχτώ παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας της, ο αιδεσιμότατος Τζορτζ Όστιν, ήταν πολυμαθής και καλλιεργημένος, και η Τζέιν μορφώθηκε κυρίως στο σπίτι. Διάβαζε ασταμάτητα από παιδί, ιδιαίτερα τα έργα του Φίλντινγκ, του Στερν, του Ρίτσαρντσον και του Σκοτ. Άρχισε να γράφει από πολύ μικρή ηλικία. Έγραψε το “Αγάπη και φιλία” όταν ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών. Ακολούθησε η “Ιστορία της Αγγλίας” στα δεκάξι και το “Μια συλλογή επιστολών” στα δεκαεπτά. Μετά τον θάνατο του πατέρα της, το 1805, αυτή και η μητέρα της μετακόμισαν στο Σαουθάμπτον, για να εγκατασταθούν τελικά στο Τσότον του Χαμσάιρ το 1809, όπου και έγραψε τα μεγαλύτερα μυθιστορήματά της. Αν και η ίδια έζησε μια πολύ ήσυχη ζωή -δεν παντρεύτηκε ποτέ και σπάνια έβγαινε από το σπίτι- τα έργα της δείχνουν την εκπληκτική της παρατηρητικότητα. Μόνο τέσσερα μυθιστορήματα εκδόθηκαν όσο ζούσε “Λογική και ευαισθησία” (1811), “Περηφάνια και προκατάληψη” (1813), “Μάνσφιλντ Παρκ” (1814) και “Έμμα” (1816) -και όλα εκδόθηκαν ανώνυμα. Σε μια σπάνια έξοδό της από το σπίτι αρρώστησε και πέθανε από τη νόσο του Άντισον το 1817. Δύο ακόμη μυθιστορήματα, το “Πειθώ” και το “Νορθάνγκερ Άμπει” εκδόθηκαν μετά το θάνατό της, το 1818. Το “Σάντιτον”, το μυθιστόρημα που έγραφε όταν πέθανε, εκδόθηκε το 1925.

Η Τζέιν Όστεν, είναι από τις πιο δημοφιλείς και πολυδιαβασμένες μυθιστοριογράφους της αγγλικής λογοτεχνίας. Είχε γράψει κάποτε -σε επιστολή της- ότι ένα γερό εισόδημα είναι η καλύτερη συνταγή για την ευτυχία.

Στη συνείδηση αρκετών ανθρώπων έχει μείνει ως μια συγγραφέας που επικεντρώνεται αποκλειστικά στις ρομαντικές σχέσεις οι οποίες συνήθως καταλήγουν σε γάμο (την εποχή όπου ζούσε η Όστεν ήταν σχεδόν απαράβατος όρος από τους εκδότες να υπάρχει ένα “ηθικό” τέλος) .
Κάτι τέτοιο φυσικά δεν είναι απαραιτήτως κακό, εξάλλου και η ίδια η συγγραφέας επικεντρώθηκε ως ένα βαθμό στο ρομαντισμό, αλλά μια τέτοια αντίληψη των έργων της, μάλλον αδικεί την Όστεν ως συγγραφέα, καθώς μέσα από τις ιστορίες της προσπάθησε να δείξει τις αξίες που θεωρούσε απαραίτητες για την πρόοδο της κοινωνίας.
Φαίνεται πολύ συχνά και σε όλα της τα έργα, να  αναλύει με λεπτομέρειες την οικονομική κατάσταση των ηρώων και να την λαμβάνει υπόψιν ως παράγοντα  στην ευημερία ενός ατόμου ή ζευγαριού. Έτσι, παρόλο που στο Μάνσφιλντ Παρκ η Όστεν εξιστορεί ένα πλούσιο, αλλά άκρως δυστυχισμένο γάμο ο οποίος πρέπει να διαλυθεί, δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο γεγονός ότι ο καθένας θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός όσον αφορά τα χρήματα πριν παντρεύει, και ότι αν δε διαθέτει αρκετά, αρκετά καλό είναι να μην παντρευτεί καθόλου.  Είναι σα να μας λέει να μην παντρεύουμε με μόνο κίνητρο τα χρήματα, αλλά και χωρίς να διαθέτουμε καθόλου, γιατί σε οποιαδήποτε περίπτωση θα δυστυχήσουμε.
Έτσι, η Όστεν προσπαθεί να δείξει ότι καλό είναι να προσπαθούμε να βρούμε τη χρυσή τομή μεταξύ ρομαντισμού και πρακτικότητας. Πέρα όμως από τα πλαίσια του γάμου και των σχέσεων, η Όστεν προσπαθεί να δείξει ότι συγκεκριμένες συμπεριφορές είναι επιβλαβείς όχι μόνο για τις ρομαντικές σχέσεις, αλλά και για το ίδιο το άτομο, και όποιον αλληλεπιδρά μαζί του.
Σε όλα της τα έργα (από το Περηφάνια και Προκατάληψη, μέχρι το σατιρικό μυθιστόρημα το Αββαείο του Νορθάνγκερ), η Όστεν φαίνεται να αντιπαθεί δύο συγκεκριμένες συμπεριφορές: την υπερφύαλη κριτική και την αλαζονεία.