Τα Βραβεία Γκράμι αποτελούν το λαμπρότερο γεγονός στην παγκόσμια μουσική βιομηχανία και διαθέτουν αντίστοιχο κύρος με τα κινηματογραφικά Βραβεία Όσκαρ.
Αρχικά ονομάζονταν Βραβεία Γραμμοφώνου (Gramophone Awards) και θεσμοθετήθηκαν από τη «Εθνική Ακαδημία Ηχογραφικών Τεχνών και Επιστημών» (« National Academy of Recording Arts and Sciences»), την ένωση των αμερικανών επαγγελματιών που δραστηριοποιούνται στο χώρο της δισκογραφίας.
Τα Βραβεία Γκράμι ξεκίνησαν μέσω του εγχειρήματος της Λεωφόρος της Δόξας στο Χόλιγουντ, τη δεκαετία του 1950. Οι ειδικοί που είχαν επιλεγεί για την επιτροπή της Λεωφόρου της Δόξας ξεκίνησαν τότε να ψάχνουν σημαντικές προσωπικότητες της μουσικής βιομηχανίας, οι οποίοι θα μπορούσαν να αποκτήσουν ένα αστέρι στην εν λόγω λεωφόρο. Καθώς δούλευαν οι ειδικοί, συνειδητοποίησαν πως υπήρχαν πολλοί άλλοι ήδη καταξιωμένοι στο αντικείμενό τους, που όμως δε θα μπορούσαν ποτέ να κερδίσουν ένα αστέρι στη Λεωφόρο του Χόλιγουντ. Τότε τα στελέχη της μουσικής βιομηχανίας αποφάσισαν να θεσμοθετήσουν μια απονομή βραβείων αντίστοιχη των Βραβείων Όσκαρ και των Βραβείων Έμμι. Αυτή ήταν και η αρχή της Εθνικής Ακαδημίας Τεχνών κι Επιστημών Ηχογράφησης. Αφότου αποφασίστηκε η δημιουργία αυτού του βραβείου, έπρεπε να αποφασιστεί και το πώς θα ονομάζεται. Ένα πιθανό όνομα ήταν το Έντι, τιμώντας έτσι τον εφευρέτη του φωνογράφου, Τόμας Έντισον. Τελικά συμφώνησαν στη χρήση του ονόματος της εφεύρεσης του Εμίλ Μπερλίνερ, δηλαδή του γραμμοφώνου.
Η πρώτη απονομή των βραβείων έλαβε χώρα ταυτόχρονα σε δύο διαφορετικές τοποθεσίες στις 4 Μαΐου του 1959 – το Ξενοδοχείο Μπέβερλι Χίλτον στο Μπέβερλι Χιλς της Καλιφόρνια και στο Ξενοδοχείο Park Sheraton στη Νέα Υόρκη, όπου απονεμήθηκαν 28 βραβεία. Ο αριθμός των απονεμηθέντων βραβείων αυξομειώθηκε στο πέρασμα των ετών με κατηγορίες να προσθαφαιρούνται, ξεπερνώντας μια χρονιά τα 100 βραβεία. Η δεύτερη απονομή των βραβείων, που έγινε και αυτή το 1959 ήταν η πρώτη απονομή που μεταδόθηκε τηλεοπτικά, αν και η πρώτη απονομή που μεταδόθηκε ζωντανά ήταν η 13η απονομή των βραβείων το 1971.
Περιλαμβάνουν 84 κατηγορίες και 23 μουσικά είδη, και απονέμονται στις αρχές κάθε χρόνου στο Λος Άντζελες (26 Ιανουαρίου το 2020). Οι νικητές αναδεικνύονται κατόπιν ψηφοφορίας από τα μέλη της Ακαδημίας, και όχι με βάση τη δημοτικότητα, τις πωλήσεις ή την πορεία τους στους πίνακες επιτυχιών. Ως έπαθλο λαμβάνουν ένα επίχρυσο αγαλματίδιο ενός γραμμοφώνου.
Όπως προείπαμε, τα πρώτα Βραβεία Γκράμι ανακοινώθηκαν στις 4 Μαΐου του 1959. Τραγούδι της Χρονιάς αναδείχθηκε το «Nel Blu Dipinto di Blu» του Ντομένικο Μοντούνιο, ενώ το βραβείο για το Άλμπουμ της Χρονιάς απονεμήθηκε στον Χένρι Μαντσίνι, για τη μουσική του στην ταινία του Μπλέικ Έντουαρντς «Peter Gun». Ως το 1979 ο Μαντσίνι κέρδισε άλλα 19 βραβεία.
Το ρεκόρ των περισσότερων βραβείων στην ιστορία του θεσμού κατέχει ο ουγγροαμερικανός μαέστρος Γκέοργκ Σόλτι, διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας του Σικάγου επί 22 χρόνια. Κέρδισε 31 Γκράμι και ως το θάνατό του το 1997 ήταν υποψήφιος άλλες 74 φορές.
Ο «βασιλιάς του ροκ» Έλβις Πρίσλεϊ έχει κερδίσει μόνο τρία βραβεία, οι Beatles οκτώ και οι Rolling Stones δύο και αυτά τη δεκαετία του ενενήντα. Οι Doors δεν κέρδισαν ποτέ Γκράμι, παρά το γεγονός ότι ο Χοσέ Φελιτσιάνο κέρδισε ένα το 1968 διασκευάζοντας τη γνωστή επιτυχία τους «Light My Fire».
Ο μοναδικός έλληνας που έχει κερδίσει Γκράμι είναι ο δημοσιογράφος και σκιτσογράφος Θανάσης Αλατάς το 2010 για το τραγούδι του ράπερ Jay-Z «Run this Town». To συγκεκριμένο τραγούδι περιέχει ένα απόσπασμα (sampler) από το κομμάτι «Κάποια ημέρα στην Αθήνα» («Someday in Athens»), που έγραψε ο Αλατάς το 1976 για τον πρώτο και μοναδικό δίσκο του ροκ συγκροτήματος «Τα 4 Επίπεδα της Ύπαρξης».