Η Εθνική Λυρική Σκηνή (συντομογραφία: ΕΛΣ) είναι πολιτισμικός φορέας με αντικείμενο το λυρικό θέατρο, που εδρεύει στην Αθήνα από το 1939. Από το 1994 και υπό την εποπτεία του Υπουργείου Πολιτισμού τελεί σε καθεστώς Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου, ενώ από το 2017 στεγάζεται μόνιμα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Η ΕΛΣ παρουσιάζει σε ετήσια βάση έργα όπερας, μπαλέτου και μουσικού θεάτρου, αλλά και οπερέτες, συναυλίες συμφωνικού περιεχομένου καθώς και ειδικές εκπαιδευτικές παραστάσεις για παιδιά και μαθητές.
Ο οργανισμός ιδρύθηκε το 1939 εξαιτίας κάποιων ενεργειών του Κωστή Μπαστιά, αρχικά ως παράρτημα του Εθνικού Θεάτρου, πραγματοποιώντας παραστάσεις στο κτίριο Τσίλλερ επί της οδού Αγίου Κωνσταντίνου.
Η πρώτη παράσταση δόθηκε στις 5 Μαρτίου 1940 με την οπερέτα του Γιόχαν Στράους ” Η Νυχτερίδα”. Ωστόσο, η επίσημη πρεμιέρα έγινε με τη Μαντάμα Μπατερφλάι του Τζάκομο Πουτσίνι στις 25 Οκτωβρίου του 1940, τρεις μέρες πριν την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου, παρουσία πολλών πρεσβευτών, αλλά και του γιου του Πουτσίνι, Αντόνιο. Στις 20 Ιουνίου του ίδιου έτους, η Ελληνίδα υψίφωνος Μαρία Κάλλας υπογράφει το πρώτο της επαγγελματικό συμβόλαιο με την ΕΛΣ.
Η Οπερέτα είναι ένα διεθνές θεατρικό είδος όπερας σε μικρότερη, απλούστερη και ελαφριά απόδοση με περισσότερο κωμικό χαρακτήρα, της οποίας ένα μεγάλο μέρος είναι πρόζα. Στην ελληνική αποδόθηκε με τον όρο «Μελοδραμάτιο» (υποκοριστικό του Μελοδράματος), που όμως δεν καθιερώθηκε.
Η Νυχτερίδα είναι ένα έργο που βρίσκεται στον γενετικό κώδικα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Την έχουν ερμηνεύσει μερικοί από τους σημαντικότερους πρωταγωνιστές της και έχει αγαπηθεί από το κοινό της. Είναι ένα έργο που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι έχει «ελληνοποιηθεί» μέσα από την τόσο στενή ταύτισή του με τη μουσικοθεατρική ζωή της μεταπολεμικής Ελλάδας και ιδιαίτερα με εκείνη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.
Παρά το γεγονός ότι η Νυχτερίδα θεωρείται η αντιπροσωπευτικότερη και διασημότερη βιεννέζικη οπερέτα, υπερβαίνει τα στερεότυπα του είδους, δηλαδή δεν αποτελεί ακόμα μια συρραφή από βαλς, μαζούρκες και πόλκες –τις οποίες μάλιστα ο Στράους έγραφε με χαρακτηριστική άνεση–, αλλά κατόρθωσε να αναπτύξει δομές ικανές να στηρίξουν μια κωμική όπερα. Υπέροχα μουσικά θέματα επανέρχονται σε κομβικά σημεία του έργου δίνοντας ενότητα στο σύνολο, όπως άλλωστε και η διάθεση καρναβαλιού η οποία διατρέχει την Α΄ Πράξη, κορυφώνεται στον χορό του Ορλόφσκι στη Β΄ Πράξη και εξακολουθεί στη φυλακή της Γ΄ Πράξης.
Στη Νυχτερίδα τα βαλς ορόσημα του Στράους δεν χρησιμοποιούνται αδιάφορα, αλλά γίνονται φορείς συναισθημάτων, ανάλογα με την περίσταση, ενώ η εντυπωσιακή εισαγωγή δεν αποδίδει απλώς τις διαθέσεις, αλλά προαναγγέλλει τη θεατρική δράση.
Ο Γιόχαν Στράους συγκαταλέγεται ανάμεσα στους κορυφαίους της μουσικής, αφού ξεχώρισε για την κομψότητα, το καλό γούστο, το πνεύμα και τη γνησιότητά του. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι υμνήθηκε από συναδέλφους του όπως οι Μπραμς, Βάγκνερ, Μάλερ, Ραβέλ, Σαίνμπεργκ κ.ά. όσο κανείς άλλος. Ήταν όμως ο Γκούσταφ Μάλερ εκείνος που έκανε στον Στράους το μεγαλύτερο δώρο: στις 13 Μαρτίου του 1894 ο κορυφαίος συνθέτης και αρχιμουσικός διηύθυνε στην Όπερα του Αμβούργου τη Νυχτερίδα, επικυρώνοντας την ποιότητα της μουσικής, δίνοντας στο έργο τα διαπιστευτήρια για μια διεθνή σταδιοδρομία στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου και χαρίζοντάς του τη δημοτικότητα που έως σήμερα παραμένει αμείωτη.
Στο έργο όλα ξεκινούν από φάρσα που είχε γίνει στο παρελθόν: μετά από αποκριάτικο χορό ο Δρ Φάλκε βρέθηκε να τριγυρνά στους δρόμους, μέρα μεσημέρι, μασκαρεμένος με κοστούμι νυχτερίδας. Υπεύθυνος ήταν ο Γκάμπριελ φον Άιζενσταϊν, στον οποίο ο Φάλκε αποφασίζει να ανταποδώσει τα ίσα κατά τη διάρκεια χορού που παραθέτει ο Ρώσος πρίγκιπας Ορλόφσκι. Άφθονη σαμπάνια και μάσκες φροντίζουν για κέφι, παρασύροντας τους πρωταγωνιστές σε σειρά παρεξηγήσεων. Για διαφορετικούς λόγους όλοι καταλήγουν στη φυλακή, όπου τελικά αποκαλύπτεται η πραγματικότητα._YB