Το (I Can’t Get No) Satisfaction είναι ένα τραγούδι του αγγλικού ροκ συγκροτήματος The Rolling Stones, που κυκλοφόρησε το 1965. Το κομμάτι γράφτηκε από τον Κιθ Ρίτσαρντς και τον Μικ Τζάγκερ. Οι στίχοι του τραγουδιού έχουν επίκεντρο την ερωτική απογοήτευση και την εμπορικότητα.
Το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το τραγούδι, λέει ότι ο κιθαρίστας Κιθ Ρίτσαρντς, το έγραψε τυχαία επιστρέφοντας εξουθενωμένος στο ξενοδοχείο του μετά από μία συναυλία στη Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών. Η κούραση δεν το εμπόδισε να δουλέψει μία μελωδία, που του είχε καρφωθεί στο μυαλό. «Το θαύμα ήταν ότι εκείνο το μαγνητόφωνο Philips έμεινε ανοικτό να καταγράφει. Ξαναγύρισα πίσω την ταινία και ήταν δύο λεπτά του κομματιού και μετά άλλα 40′ με εμένα να ροχαλίζω», διηγείται ο ίδιος. Ο Ρίτσαρντς ήταν τότε 21 ετών. Εκείνο το βράδυ δεν γνώριζε πως είχε δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες μουσικές επιτυχίες.
Την επομένη, ο Ρίτσαρντς έδειξε στον τραγουδιστή του συγκροτήματος, Μικ Τζάγκερ, το τραγούδι, κι εκείνος κουνώντας το κεφάλι του, συναίνεσε να το δουλέψουν, αλλά χωρίς μεγάλη πεποίθηση για το τελικό αποτέλεσμα. Ο αρχικός στίχος «I Don’t Get No Satisfaction» έγινε «I Can’t Get No Satisfaction», και οι υπόλοιποι στίχοι άρχισαν απλά να γράφονται αυθόρμητα.
Ο Ρίτσαρντς, παρόλα αυτά, δεν ήταν απόλυτα ικανοποιημένος. Το τραγούδι ανοίγει με το riff της κιθάρας , το οποίο ενώνεται με το μπάσο κάπου στη μέση της φράσης. Επαναλαμβάνεται τρεις φορές με τα ντραμς και την ακουστική κιθάρα πριν μπουν τα φωνητικά: “Δεν μπορώ να πάρω καμία ικανοποίηση” λέει συνεχώς. Οι τρεις επαναλαμβανόμενες νότες και το riff που ανεβοκατεβαίνει -σκέφτεται – πως ίσως να πρέπει να παρεμβάλλονται διαλείμματα, να μην είναι συνεχόμενα. Ηχογραφεί έτσι το τραγούδι πολλές φορές, πρώτα το Chess Studios του Σικάγου, μετά στα στούντιο της RCA στο Λος Άντζελες, όμως ακόμη αισθάνεται πως κάτι λείπει από το κομμάτι. Τότε είναι που ο πιανίστας, Ίαν Στιούαρτ, του προτείνει το κουτί του «φαζ» (Maestro Fuzz-Tone) της Gibson.
Ο Ρίτσαρντς, που δεν ήταν υπέρ της τεχνολογίας, το δοκίμασε και η παραμόρφωση άλλαξε τα πάντα. Η μπάντα πλέον μπορούσε να χτίσει τον ήχο γύρω από τη μελωδία αυτή και να γράψει τη δική της ιστορία στο χώρο.
Ο Ρίτσαρντς από την πρώτη στιγμή είχε την αμφιβολία, πως μπορεί ένα κομμάτι που προέκυψε από το ροχαλητό του να γίνει επιτυχία; Αποφασίζουν να ψηφίσουν για το εάν θα το κυκλοφορήσουν. Ο ίδιος κι ο Τζάγκερ είναι αντίθετοι, όμως τα άλλα τρία μέλη του γκρουπ, ο δεύτερος, αλλά ανταγωνιστικός στα σόλα, κιθαρίστας Μπράιαν Τζόουνς, που και αυτός δεν ήταν αρχικά ενθουσιασμένος γιατί «υπήρχε πολύ Κιθ Ρίτσαρντς σε αυτό το τραγούδι», ο μπασίστας Μπιλ Γουάιμαν και ο ντράμερ Τσάρλι Γουότς τελικά ψηφίζουν υπέρ και τελικά το 45άρι με το «Satisfaction» κυκλοφορεί και συναρπάζει όλον τον κόσμο – και συνεχίζει να ενθουσιάζει ακόμη τις νεότερες γενιές, που εξακολουθούν να ταυτίζονται με τους στίχους, το πνεύμα του, το διαβολεμένο «ριφ» του.
Το τραγούδι πρωτοκυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ως single, στις 6 Ιουνίου του 1965, και προστέθηκε στην αμερικανική έκδοση του δίσκου Out of Our Heads, ο οποίος κυκλοφόρησε τον Ιούλιο. Το κομμάτι έκανε τεράστια εισπρακτική και έφτασε νούμερο 1 στα τσαρτ του Ηνωμένου Βασιλείου και των ΗΠΑ. Παρόλα αυτά, το τραγούδι, στη Βρετανία ακουγόταν μόνο μέσω πειρατικών ραδιοφωνικών σταθμών, καθότι είχε κριθεί ότι έχει απρεπή σεξουαλικό στίχο.
Από πολλούς θεωρείται το καλύτερο τραγούδι των The Rolling Stones. Μάλιστα, στη λίστα του περιοδικού Rolling Stone, στον κατάλογο με τα 500 σημαντικότερα τραγούδια όλων των εποχών, κατέλαβε τη δεύτερη θέση. Το τραγούδι προστέθηκε στην National Recording Registry της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου.
Πηγή : en.wikipedia.org