Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου 1798 και πέθανε στην Κέρκυρα στις 9 Φεβρουαρίου 1857. Ήταν Έλληνας ποιητής, πιο πολύ γνωστός για τη συγγραφή του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας και ύστερα της Κύπρου. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε το δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της.
Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του, Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια Κρητικών προσφύγων που ζούσαν στο Ηράκλειο, που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670, μετά την κατάληψη της Κρήτης το 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους όνομα στα ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon, Salomone. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από τη Μάνη.
Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στη Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με τη συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων, αλλά ενδεχομένως και λόγω του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.

Χειρόγραφο του Σολωμού από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους
Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα Ελληνικά. Αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι μόνο επειδή ο ποιητής δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασική και ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στη δημοτική γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρότυπο. Για να διαμορφώσει το γλωσσικό του όργανο άρχισε να μελετά συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τα καλύτερα μέχρι τότε δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στη νεοελληνική λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι η Ξανθούλα, η Αγνώριστη, Τα δυο αδέρφια και Η τρελή μάνα.
Σημαντική για τη στροφή του προς τη συγγραφή στα ελληνικά θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε τη Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη τον Δάντη του». Ο Σολωμός τού εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στη μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου. Ο αριστοκράτης Σολωμός αντίθετα από τον Κάλβο, ξεκινώντας από την ιταλική παιδεία, «ανακάλυψε τον νέο ελληνισμό σαν μια δύναμη άγνωστη, θαυμαστή και γονιμοποιό».
Ο πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα (το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι) και στην Ευρώπη (1825 στο Παρίσι, σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες γλώσσες) και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του. Σε αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και «μαθητών» του. Με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν άρχισε μια σημαντική περίοδος για τη μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή: είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον τη γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον, ποίημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Ύμνο αλλά και πολλές αδυναμίες, Η Καταστροφή των Ψαρών, ο Διάλογος, που αναφέρεται στη γλώσσα, η Γυναίκα της Ζάκυθος.
Η ημερομηνία θανάτου του (9 Φεβρουαρίου) έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας. Ήταν τόσο μεγάλη και σημαντική η φήμη του, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865. _ΥΒ
Πηγή : el.wikipedia.org