Skip to main content

Η Σαβίνα Γιαννάτου διαθέτει μια φωνή κρυστάλλινη, μια φωνή αιθέρια, μια φωνή μαγευτική. Ταυτόχρονα όμως, η Σαβίνα Γιαννάτου διαθέτει και μια φωνή γεμάτη από μεταμορφωτική δύναμη – μια δύναμη που στάθηκε τελικά ικανή να αλλάξει τα εγχώρια δεδομένα στο τραγούδι. Γιατί από την εποχή της Λιλιπούπολης μέχρι την γόνιμη πορεία της στην ethnic και free jazz σκηνή, την διεθνή καταξίωση, και ό,τι άλλο μεσολαβεί, η Σαβίνα Γιαννάτου παραδίδει μαθήματα ερμηνευτικής τέχνης ανοίγοντας παράλληλα νέους ορίζοντες, νέες προοπτικές στην χρήση και ένωση του ανθρώπινου ήχου με την μουσική.

Όταν ζητάω από την Σαβίνα Γιαννάτου να ανατρέξει σε παιδικές αναμνήσεις που σχετίζονται με την μουσική, εκείνη σκάει στα γέλια καθώς τα πρώτα πράγματα που της έρχονται στο μυαλό είναι “γκάφες”.

Σ: Η σχέση μου με την μουσική ξεκίνησε όταν μπήκα στην σχολική χορωδία. Αυτή ήταν μια καταπληκτική χορωδία κι εγώ περνούσα υπέροχα. Παράλληλα όμως ήμουν κι εξαιρετικά μικρή, ήμουν το μικρότερο μέλος της χορωδίας, δεν είχα συναίσθηση. Θυμάμαι λοιπόν που σε μια παράσταση χασμουρήθηκα επί σκηνής. Και γέλασαν όλοι αλλά εγώ δεν πήρα χαμπάρι. Κι επίσης θυμάμαι που, άθελα μου, κλοτσούσα ορισμένες φορές τον μαέστρο μας. Στις πρόβες εκείνος έπαιζε πιάνο κι εγώ καθόμουνα σε μια καρέκλα απέναντι του. Συχνά, τα πόδια μου κουνιόντουσαν με το ρυθμό της μουσικής κι έτσι χτυπούσαν πάνω στα δικά του. Μέχρι να μου το επισημάνει και πάλι δεν είχα πάρει χαμπάρι. Τον είχα ταράξει τον άνθρωπο (γέλια).

 width=

Β: Σ’ εκείνη την ηλικία φανταζόσουν το μέλλον σου στο τραγούδι;

Σ: Όσο ήμουν ακόμη παιδί δεν φανταζόμουν το μέλλον μου στην μουσική. Όταν μπήκα στην εφηβεία, τα πράγματα ωστόσο άρχισαν να αλλάζουν. Ήμουν 12 χρονών κι η μεγαλύτερη αδελφή μου, η Σοφία, ήτανε μέλος ενός συγκροτήματος που εμφανίζονταν στην “Πέμπτη Εποχή”. Από το σπίτι είχα την ελευθερία να πηγαίνω μαζί της στα live κι έτσι έγινε κι ήρθα σε επαφή με ανθρώπους που έπαιζαν σόλο κιθάρα και μαζί τραγουδούσαν. Αυτή η ανεξαρτησία με εντυπωσίασε. Και παράλληλα γέννησε την επιθυμία να μάθω κι εγώ να παίζω αυτό το όργανο, να μάθω κιθάρα. Με την βοήθεια της Λένας Πλάτωνος, που ήταν τότε στενή φίλη της αδελφής μου, ξεκίνησα μαθήματα δίπλα στον Γεράσιμο Μηλιαρέση ενώ ταυτόχρονα άρχισα να ονειρεύομαι να γίνω σολίστ. Μελετούσα πέντε και έξι ώρες την ημέρα, μελετούσα ασταμάτητα. Παρ’ όλα αυτά, σ’ εκείνα τα χρόνια, πολλοί κλασικοί μουσικοί υποστήριζαν πως η κιθάρα δεν είναι ένα σοβαρό όργανο κι έτσι έγινε, και επηρεασμένη απ’ αυτή την άποψη, τελικά εγκατέλειψα. Προφανώς, θα μπορούσα να έχω συνεχίσει τις σπουδές μου επιλέγοντας ένα διαφορετικό μουσικό όργανο αλλά εμένα δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Εγώ είχα εμμονή με τον ήχο της κιθάρας. Φαντάσου ότι μελετούσα βάζοντας το αυτί μου πάνω στο ηχείο του οργάνου ώστε να ακούω τον ήχο από μέσα.

“Θεωρώ πολύ σημαντική την χορωδία στην οποία βρέθηκα ως παιδί γιατί εκεί, μέσα από την ποιότητας της δουλειάς, και τα πολυφωνικά τραγούδια, άρχισα να σχηματίζω άποψη για το πως θέλω να ακούω, για το τι μου αρέσει. Αργότερα, ο ήχος της κιθάρας σχηματοποίησε ακόμη περισσότερο την αισθητική μου και γι’ αυτό και σήμερα πια θεωρώ πως αυτές οι δυο συνιστώσες, σε μεγάλο βαθμό, με διαμόρφωσαν”.

Σ: Από την πρώτη στιγμή που μαθαίνω να βάζω τα δάχτυλα μου πάνω στην κιθάρα, αρχίζω να φτιάχνω και δικά μου τραγούδια. Φτιάχνω μουσική, πολύ απλή, παράλληλα με στίχο και τραγουδάω όπως πιστεύω ότι πρέπει να τραγουδιέται κάτι. Το ίδιο διάστημα, η Λένα Πλάτωνος βρίσκεται στην Αυστρία ξεκινώντας να μελοποιεί. Με την επιστροφή της, θα προτείνει να κάνουμε μαζί ένα δίσκο 45 στροφών ο οποίος από την μια πλευρά θα έχει ένα δικό μου κομμάτι κι από την άλλη ένα δικό της. Της άρεσε ένα από τα τραγούδια μου κι ανέλαβε να το ενορχηστρώσει. Σ’ αυτήν την ηχογράφηση τραγούδησα και τα δυο κομμάτια κι όταν το στούντιο ολοκληρώθηκε πήγαμε να βρούμε έναν μουσικό παραγωγό. Εκείνος δεν ήθελε ωστόσο να επενδύσει, τα κομμάτια του φάνηκαν μη εμπορικά. Πάνω στην κουβέντα γύρισε όμως και είπε πως η φωνή μου τον ενδιαφέρει και μου πρότεινε να πάω να τραγουδήσω κάποια άλλα τραγούδια. Αυτό όμως εμένα δεν με αφορούσε, δεν το συζητούσα καν. Όταν έγινε αυτή η κουβέντα εγώ ήμουν 13 χρονών. Τότε δηλαδή μου έγινε πρόταση για να βγω και να γίνω τραγουδίστρια κι εγώ αρνήθηκα. Επειδή αν δεν ήταν τα τραγούδια της Λένας ή τα δικά μου τραγούδια δεν με ενδιέφερε να τραγουδήσω τίποτα. Αυτό πραγματικά – και τώρα που το σκέφτομαι – δείχνει πως είχα άποψη και μια επιθυμία πολύ συγκεκριμένη στο μυαλό μου από τότε. Είχα κατασταλάξει σ’ αυτό που ήθελα και το ακολουθούσα. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με συναισθηματικούς λόγους, αλλά με μουσικούς.

Β: Τι μεσολαβεί ανάμεσα σ’ αυτό το σημείο και την εποχή που τελικά θα εμφανιστείς ως τραγουδίστρια;

Σ: Ουσιαστικά, αυτό που μεσολάβησε ήταν μια μεγάλη παύση. Εκείνη την περίοδο, έχοντας παρατήσει την κιθάρα, αφού δεν ήταν, ως θα όφειλε, ένα “σοβαρό” όργανο, ονειρευόμουν να γίνω συνθέτρια. Εκείνη την περίοδο, έτυχε επίσης να κάνω μια κουβέντα και πάνω στην κουβέντα κάποιος με ρώτησε για τα σχέδια μου, τι σκοπεύω να γίνω όταν μεγαλώσω. Όταν λοιπόν εγώ απάντησα “συνθέτρια”, εκείνος άρχισε να μου λέει ότι το έργο ενός συνθέτη αποκτά αξία μόνο από την στιγμή που θα προσφέρει στο λαό. Αν δεν σκοπεύεις να ακολουθήσεις έναν δρόμο σαν του Μίκη Θεοδωράκη καλύτερα να μην ασχοληθείς, είπε.

»Τότε, τελείωνε η Χούντα, το φιλικό μου περιβάλλον ήταν έντονα πολιτικοποιημένο και μία από τις απόψεις που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στην νεολαία ήταν πώς στην τέχνη ό,τι δεν είναι στρατευμένο δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Μαζί μ’ αυτή την σκέψη υπήρχε φυσικά και μια ολόκληρη επιχειρηματολογία που αφορούσε την “σωστή” και την “λάθος” τέχνη. Αυτή την τέχνη που πρέπει να υπηρετείς και αυτή που όχι. Και υπήρχε επίσης κι η έννοια της χρησιμότητας. Να κάνεις κάτι που είναι χρήσιμο στην τέχνη, να είσαι χρήσιμος, να είσαι κάτι θετικό σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο. Κι αν ο δικός μου τρόπος διέφερε; Τότε τι; Τέλος πάντων, για να μην τα πολυλογώ, εφ’ όσον μου ήταν φανερό ότι δεν θα μπορούσα ποτέ να γίνω “Μίκης Θεοδωράκης”, κι αφού η δική μου μουσική κλίση ήταν τελείως αλλού, αποφάσισα να αλλάξω τελείως κατεύθυνση. Με αφορούσε να είμαι ένα χρήσιμο, θετικό άτομο κι έτσι κυριολεκτικά προσπάθησα να το εφαρμόσω πηγαίνοντας προς τις θετικές επιστήμες. Ευτυχώς μέσα απ’ αυτήν την άγονη κατάσταση – “άγονη” γιατί δεν μου ταίριαζε – με έφερε πίσω η Λένα. Φοιτούσα στο οικονομικό τμήμα της νομικής, κι ήμουν στο πρώτο έτος σπουδών όταν εμφανίστηκε ξανά στην ζωή μου και μου είπε “έλα να τραγουδήσεις στην Λιλιπούπολη”. Και παρ’ όλο που δεν είχα καμία ασφάλεια για το μέλλον μου ως τραγουδίστρια, τα άφησα όλα για να πάω εκεί που πραγματικά ήμουν πάντα.

»Όλα αυτά οφείλονταν όμως και στην εποχή όπως είπα. Παντού έβλεπες δηλαδή να υπάρχουν τότε οι ταμπέλες και τα τρομερά διαχωριστικά. Κι επίσης σ’ εκείνα τα χρόνια εκδηλωνόταν έντονα μια “υποτίμηση” ή “υπερτίμηση” των πραγμάτων. Για παράδειγμα ο λαϊκός τραγουδιστής ή ο παραδοσιακός, ο αυτοδίδακτος μουσικός, δεν μετρούσε το ίδιο με εκείνον που είχε σπουδάσει κλασική μουσική. Σήμερα, ευτυχώς, έχουν αλλάξει πάντως τα πράγματα, έχουν πέσει πολλά φράγματα. Και γι’ αυτό κι ένας κλαρινετίστας π.χ. γνωρίζει πλέον ότι για να παίξει δημοτικό κλαρίνο πρέπει να σπουδάσει την τεχνική του δημοτικού με την ίδια αφοσίωση που χρειάστηκε και για το κλασικό. Ή ένας παραδοσιακός μουσικός μπορεί να έχει τελειώσει το Μπέρκλευ ή μπορεί ίσως να διαβάσει μια παρτιτούρα σύγχρονης μουσικής καλλίτερα από έναν κλασικά εκπαιδευμένο συνάδελφο του. Έχουν φύγει οι παλιές ταμπέλες και όχι μόνο στην μουσική. Ίσως υπάρχουν άλλες ταμπέλες, αλλά αυτές που ξέραμε, εμείς της γενιάς μου, δεν υπάρχουν. Ευτυχώς! Κάτι μάθαμε μέσα στα χρόνια, και κάπως εξελιχθήκαμε σιγά – σιγά.

“Ωστόσο, η τέχνη μπορεί να γίνει ανατρεπτική με πολλούς τρόπους, και σίγουρα ανάμεσα σ’ αυτούς επιλέγει και τρόπους υπόγειους, έμμεσους, αδιόρατους. Ή μπορεί να είναι ανατρεπτική σ’ έναν ύστερο χρόνο, να δημιουργήσει κάτι που θα γίνει ανατρεπτικό στο μέλλον”.

 width=

Β: Όταν τελικά επιστρέφεις στην μουσική και ξεκινάς την επαγγελματική σου σταδιοδρομία στο τραγούδι πως νιώθεις; Τι θυμάσαι από την εποχή της Λιλιπούπολης;

Σ: Αυτό που θυμάμαι είναι το πόσο ευχαριστημένη ένιωθα. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι το να τραγουδάω στο στούντιο τα τραγούδια της Λένας, είτε με τους στίχους της Μαριανίνας, είτε αργότερα, εκτός Λιλιπούπολης, με ευχαριστούσε και με γέμιζε περισσότερο από κάθε τι άλλο. Αποδεικνυόταν τρομερά σημαντικό. Ακόμα και αυτό το κτήριο της ΕΡΤ μ’ αυτά τα γραφεία και τους διαδρόμους που σίγουρα γι’ άλλους εργαζόμενους ήταν ψυχρά κι ανάποδα, εμένα μου φαινόντουσαν τότε μια όαση. Γιατί αυτός ήταν ο χώρος που μου επέτρεπε να εκφραστώ δημιουργικά.

Με την συμμετοχή της στην Λιλιπούπολη, η Σαβίνα Γιαννάτου θα εμπλουτίσει το ελληνικό τραγούδι με έναν θησαυρό από ερμηνείες, ενώ, παράλληλα, τραγουδώντας για τα ροζ φιλιά της Ροζαλίας, τα μπιζέλια, τα ταξίδια με το ηλιακό λεωφορείο, τα χρυσαλιφούρφουλα και τις καφέ αρκούδες, θα μας συστηθεί ως τραγουδίστρια με τον πλέον ευφάνταστο τρόπο, αυτόν που ξυπνά κι αφυπνίζει κι ένα κομμάτι δικής μας ευτυχίας. Επιπλέον, έχοντας μπει σε μια τροχιά που τίποτα δεν μπορεί πια να ανακόψει, μετά το τέλος της Λιλιπούπολης, θα συνεχίσει την πορεία της εξίσου δημιουργικά. Εξελίσσοντας την συνεργασία της με την Λένα Πλάτωνος τραγουδάει Εμπειρίκο και Καρυωτάκη, συμμετέχει στον ιστορικό δίσκο “Σαμποτάζ” και βρίσκεται δίπλα στον Μάνο Χατζιδάκι. Εδώ είναι τα χρόνια που ξεκινάει να συνεργάζεται επίσης και μ’ άλλους σπουδαίους συνθέτες όπως ο Ν. Κυπουργός, ο Δ. Μαραγκόπουλος αλλά και ο Ν. Μαμαγκάκης. Η αεικίνητη διάθεση εκείνης της περιόδου δεν σταματά όμως εκεί. Σ’ αυτά τα χρόνια, εκτός από το να τραγουδάει, η Σαβίνα Γιαννάτου φτιάχνει δικές της εκπομπές για το ραδιόφωνο, μαθητεύει δίπλα στον Σπύρο Σακκά αλλά κι ετοιμάζει ένα ταξίδι.

Σ: Εκείνη την περίοδο είμαι χωμένη στην μουσική και οι σκέψεις μου αφορούν κυρίως την μουσική. Τραγουδάω, συμμετέχω στο “εργαστήρι παλιάς μουσικής”, και συνεχίζω να φτιάχνω δικά μου τραγούδια. Παρ’ όλ’ αυτά, τα πράγματα δεν φαίνονται ιδιαίτερα εύκολα για το είδος της μουσικής στο οποίο ονειρεύομαι να υπάρχω και να “δρω”. Μου γίνονται προτάσεις αλλά αυτές οι προτάσεις δεν συνδέονται με τους μουσικούς χώρους μέσα στους οποίους εγώ βλέπω τον εαυτό μου, με αποτέλεσμα να αρχίσω να νοιώθω κάποια στιγμή επαγγελματικό αδιέξοδο. Σκέφτομαι πως θα πρέπει να βρω κάποιον άλλον τρόπο για να βιοπορίζομαι – κάτι που ευτυχώς ξεπερνιέται τότε με την πρόταση του Νίκου Μαμαγκάκη να συμμετάσχω ως Αρετούσα στην όπερα “Ερωτόκριτος και Αρετούσα”. Την ίδια εποχή θα μου ζητήσει επίσης ο Ν. Κυπουργός να τραγουδήσω τα “Νανουρίσματα” ενώ ταυτόχρονα δέχεται κι η “Λύρα” να κυκλοφορήσει τα τραγούδια μου ενορχηστρωμένα από μένα, με τίτλο “Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος”. Νοιώθω επιτέλους να προχωράω, και καθώς ο Σπύρος Σακκάς ξεκινάει την ιδέα ενός εργαστηρίου φωνητικής τέχνης, εγώ παρακολουθώ μαθήματα εκεί για 2 χρόνια. Στην πορεία, θα αποφασίσω επίσης να συνεχίσω σπουδές μουσικής σε μια σχολή στην Αγγλία, με υποτροφία του “Μουσηγέτη”. Η χρησιμότητα αυτής της σπουδής στο εξωτερικό, μου φάνηκε τελικά, ότι ήταν κυρίως ψυχολογική για μένα. Διότι με την επιστροφή μου έκανα μία στροφή και αποφάσισα ότι αυτή είναι η δουλειά μου, το τραγούδι, και οφείλω να στηριχτώ οικονομικά σ’ αυτό. Τότε, ήμουν 32 χρονών. Δηλαδή, μου πήρε 12 χρόνια στο επάγγελμα μέχρι τελικά να αποφασίσω ότι είμαι τραγουδίστρια και άρα μπορώ – ή επιβάλλεται – να διεκδικώ να εργάζομαι ανεξαρτήτως συνθετικής παρουσίας δίπλα μου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Αφού πήρα αυτή την απόφαση άρχισα να κάνω εγώ προτάσεις για συναυλίες χωρίς να περιμένω να με ζητήσει κάποιος. Φτιάξαμε ένα ντουέτο με τον κιθαρίστα Κώστα Γρηγορέα, με τον οποίο παίζουμε ακόμα μαζί. Κι επίσης ζήτησα συνεργασία από την χορογράφο Νατάσσα Ζούκα, με την οποία και φτιάξαμε από κοινού μία παράσταση με τον τίτλο “Music for a while” σε σκηνοθεσία-χορογραφία δική της. Αυτό το έργο έγινε με σχεδόν ανύπαρκτα μέσα αλλά στην συνέχεια ταξίδεψε πολύ. Για περίπου δυο χρόνια, γυρνούσαμε σε περιοδεία όλη την Ελλάδα μ αυτό το μουσικό έργο. Αυτή ήταν, μπορώ να πω, η ενηλικίωσή μου στην δουλειά μου.

Β: Σ’ αυτό το σημείο θα ξεκινήσει κι η ενασχόληση σου με την free jazz και τον αυτοσχεδιασμό της φωνής; Πως ακριβώς θα δοθεί το έναυσμα;

Σ: Το ’91 είναι η χρονιά που για πρώτη φορά θα δω τον Peter Kowald να παίζει. Ε, κι εκεί παθαίνω σοκ. Πως το έκανε όλο αυτό; Πως; Πως το κάνει αυτό κάποιος; Πως φτάνει σ’ αυτό το σημείο σε σχέση με την μουσική; Λίγο καιρό μετά θα παρακολουθήσω επίσης ζωντανά την Diamanta Galas. Ε, κι εκεί παθαίνω το δεύτερο σοκ. Υπήρχε μία ενέργεια απερίγραπτη, έφευγε ο ήχος της φωνής της απ’ την σκηνή και σε χτυπούσε κατευθείαν στο σώμα, στο στήθος, στην καρδιά. Όταν άκουσα αυτό τον ήχο κατάλαβα πως αυτό θα ήθελα να κάνω με τη φωνή μου.

»Από κει και πέρα ξεκινάω λοιπόν να μπαίνω στον κόσμο των διαφορετικών τεχνικών της φωνής, χωρίς κάποιον δάσκαλο, μόνη μου. Τότε δεν υπήρχε τίποτα πάνω σ’ αυτό το κομμάτι της έρευνας της φωνής στην Ελλάδα. Ο Νίκος Τουλιάτος – ο ντράμερ – έπαιζε σόλο σ’ ένα μπαρ και μου είπε όποτε το επιθυμούσα να πηγαίνω να αυτοσχεδιάσω μαζί του. Έτσι σιγά- σιγά δημιουργήσαμε ένα ντουέτο αυτοσχεδιασμού. Σε κάθε εμφάνιση εγώ ηχογραφούσα την φωνή μου. Υστέρα γυρνούσα σπίτι και άκουγα. Άκουγα και απέρριπτα ό,τι δεν μου άρεσε. Την επόμενη φορά που παίζαμε κρατούσα αυτά που ήταν χρήσιμα και μ’ αυτόν τον τρόπο έφτιαξα σιγά – σιγά ένα “λεξιλόγιο” αυτοσχεδιασμού, το οποίο και μέσα στα χρόνια εξελίχθηκε κι αναπτύχθηκε. Κάπως έτσι. Την ίδια πάνω κάτω εποχή γνώρισα προσωπικά και τον Peter Kowald και άρχισα να παίζω μαζί του στην Γερμανία ως ντουέτο ή σε γκρουπ μαζί και με άλλους μουσικούς.

 width=

Φωτογραφία: Αλέξανδρος Βογιατζάκης

Πέρα από free jazz ερμηνεύτρια, η Σαβίνα Γιαννάτου ξεχωρίζει όμως και ως μια ερμηνεύτρια της ethnic και world μουσικής. Ως κεντρικό μέλος των “Primavera en Salonico” ερμηνεύει εδώ και δεκαετίες κομμάτια από την Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, προσθέτοντας ένα δικό της ύφος που ανανεώνει αυτό το ρεπερτόριο. Ας σημειωθεί πως η συγκεκριμένη μπάντα είναι μια από τις μακροβιότερες, έχοντας στο ενεργητικό της δεκάδες συναυλίες και συμμετοχές σε μουσικά φεστιβάλ. Η διεθνής της παρουσία θα ξεκινήσει μάλιστα από την πρώτη στιγμή καθώς ο δίσκος με τον οποίο θα κάνουν το ντεμπούτο τους βρίσκει αμέσως απήχηση. H “Άνοιξη στη Σαλονίκη”, ένα άλμπουμ που εμπεριέχει λαϊκά σεφαραδίτικα τραγούδια, δηλαδή κομμάτια των ισπανοεβραίων της Θεσσαλονίκης, είναι ένας δίσκος που βασίστηκε σε παλιές ηχογραφήσεις, ένας ιδιαίτερος δίσκος που εξακολουθεί να αγαπιέται μέχρι και σήμερα.

Σ: Έχει ενδιαφέρον. Ο τότε γραμματέας της εβραϊκής κοινότητας, ο Αλμπέρτο Ναρ, είχε δώσει στην εταιρεία “Λύρα” ηχογραφημένες φωνές ηλικιωμένων Θεσσαλονικιών Ισπανοεβραίων που τραγουδούσαν αυτά τα τραγούδια, τα Ισπανοεβραϊκά της Θεσσαλονίκης. Η πρωτοβουλία αυτή του Αλμπέρτο Ναρ ήταν πολύ σημαντική καθώς τα τραγούδια αυτά θα είχαν χαθεί αν δεν τα είχε καταγράψει. Η εταιρεία θεώρησε πως ο δίσκος θα ενδιαφέρει μόνο την εβραϊκή κοινότητα. Στην πορεία όμως αποδείχτηκε αφ’ ενός ότι το ελληνικό κοινό ανταποκρίθηκε αμέσως, και ο δίσκος έγινε γρήγορα γνωστός στην Ελλάδα χωρίς ιδιαίτερη διαφήμιση, αφ’ ετέρου ότι υπήρξε και μουσικολογικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό. Επίσης ήταν ο πρώτος δίσκος στην Ελλάδα που αναφερόταν στα τραγούδια της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, που μέχρι τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο αποτελούσε την πιο σημαντική κοινότητα της πόλης, μετατρέποντας την Θεσσαλονίκη σε πρωτεύουσα των Βαλκανίων τον 19 αιώνα, κάτι που μέσα στα χρόνια είχε τελείως αποσιωποιηθεί. Την στιγμή που εμένα μου προτάθηκε να τραγουδήσω σ’ αυτό το δίσκο δεν είχα καμία συναίσθηση όλων αυτών. Είχα μάλλον πλήρη άγνοια. Εμένα μου άρεσαν τα τραγούδια. Ποτέ δεν είχα φανταστεί την προέκταση τους την ιστορική, την κοινωνική, την πολιτική, την μουσικολογική. Φαντάσου, πως πριν από λίγα χρόνια συνάντησα ένα παιδί και όπως μιλούσαμε γυρίζει και μου λέει “Σαβίνα εγώ είμαι Θεσσαλονικιός αλλά δεν γνώριζα τίποτα για τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης κι έμαθα γι’ αυτούς εξαιτίας του δίσκου σας”. Εκείνη την στιγμή ένιωσα ότι είχα συμμετάσχει σε κάτι πολύ σημαντικό. Κι αυτό συνδέεται νομίζω και μ’ αυτό που λέγαμε πριν. Η τέχνη μπορεί να εκφράσει κάτι ιδιαίτερα χρήσιμο με πάμπολλους τρόπους χωρίς αναγκαστικά να το επιδιώκεις.

Β: Με τους “Primavera en Salonico” θα εξερευνήσεις το μουσικό είδος της ethnic/world music. Από την άλλη έχεις την δική σου πορεία στην free jazz. Ανάμεσα στα δυο αυτά μουσικά είδη  δημιουργείς όμως και μια πρωτοπόρα ανταλλαγή, μια επικοινωνία μέσω της φωνής και των λαρυγγισμών.

Σ: Στην ethnic μουσική εμένα με ενδιέφεραν πάνω απ’ όλα τα ηχοχρώματα κι αυτό έχει μία σχέση με την free jazz. Έτσι συνέβη λοιπόν αυτή η ανταλλαγή κι η επικοινωνία που αναφέρεις. Γιατί εγώ έπαιρνα όλα αυτά τα περίεργα ηχοχρώματα των διαφορετικών παραδόσεων και τα ενσωμάτωνα στην free jazz. Κι έπειτα πήγαινα πίσω στην world μουσική, και στους “Primavera en Salonico”, και πρότεινα να αυτοσχεδιάζουμε σ’ αυτό το στυλ. Και καλά έκανα γιατί το γκρουπ αντέδρασε τελικά θετικά σ’ αυτό και όλο το γκρουπ μετακινήθηκε μέσα απ’ αυτό. Έτσι ο μουσικός αυτοσχεδιασμός έγινε στοιχείο της ταυτότητας μας, κι ένα απλό παραδοσιακό κομμάτι μπορούσε να εξελιχθεί σε κάτι χαώδες κι έπειτα να ξαναέρθει στην κανονική του δομή. Αυτό πράγματι ήταν κάτι πρωτοπόρο για τότε σ ’αυτό το είδος μουσικής. Νομίζω δώσαμε ένα παράδειγμα κι είμαι χαρούμενη όταν βλέπω σήμερα πως όλο αυτό βρίσκει συνεχιστές. Νεότεροι άνθρωποι ακολουθούν αυτό το παράδειγμα όπως κι εμείς ακολουθήσαμε κάποτε άλλα παραδείγματα. Κι αυτό είναι όμορφο γιατί έτσι προχωράει η ζωή.

Β: Οι λαρυγγισμοί είναι ένας εξωλεκτικός τρόπος έκφρασης. Είσαι μια τραγουδίστρια που νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια χωρίς τις λέξεις;

Σ: Η αλήθεια είναι ότι εγώ δυσκολεύομαι πάρα πολύ να εκφραστώ με λέξεις. Δυσκολεύομαι να μιλήσω για δικά μου συναισθήματα. Ο αυτοσχεδιασμός όμως έχει να κάνει μόνο με ήχους. Αυτοσχεδιάζοντας με ήχους φτιάχνω δήθεν λέξεις. Μπλέκω δήθεν λέξεις με ήχους και μελωδίες χωρίς να το σκέφτομαι καν. Λέξεις που δεν έχουν νόημα, που φτιάχνουν μία γλώσσα που κανείς δεν καταλαβαίνει απολύτως τίποτα. Ο καθένας ακούει και φαντάζεται ότι θέλει ανάλογα με το ηχόχρωμα της φωνής. Οπότε εγώ παραμένω ασφαλής με την ασάφεια των δήθεν λέξεων που χρησιμοποιώ, γιατί το νόημα είναι ανύπαρκτο. Το έχω εξελίξει αυτό το είδος του δήθεν λόγου μέσα στα χρόνια. Επανειλημμένως μετά από συναυλίες με έχουν ρωτήσει σε τι γλώσσα μιλάω επί σκηνής. Είναι αρκετά πειστική σαν γλώσσα ηχητικά. Αυτά όλα αφορούν τον αυτοσχεδιασμό, αλλά εάν μιλάμε για τον λόγο στην ερμηνεία των τραγουδιών, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

 width=

»Όταν τραγουδάω τραγούδια στην γλώσσα μου, εκφράζω ασυναίσθητα πέρα από το νόημα των λέξεων, και τις μνήμες από διαφορετικές στιγμές, πού και πώς άκουσα μια λέξη, ποιος την έλεγε, πότε την είπα εγώ και σε ποιον, τι φόρτιση μπορεί να μου έφερε μία λέξη. Αυτό είναι μία ασυνείδητη κατάσταση βέβαια. Η δική σου γλώσσα, είναι γεμάτη συνειρμούς, είναι γεμάτη η ζωή σου μ’ αυτήν, οπότε μπορώ να πω ότι μέσω ενός ελληνικού τραγουδιού είμαι σε θέση να εκφράσω πολύ περισσότερα συναισθήματα, κάτι όμως που μπορεί να το κάνει ιδιαίτερα βαρύ για μένα κάποιες φορές, σε αντίθεση με ένα ξενόγλωσσο τραγούδι που οι λέξεις του είναι μόνο ωραίοι ήχοι στ’ αυτιά μου. Αλλά ο ήχος και τα ηχοχρώματα από μόνα τους είναι μια υπόθεση πολύ γοητευτική και εμπλουτιστική και μουσικά και συναισθηματικά. Και τα χρειαζόμαστε όλα αυτά. Και τους ήχους, και τις λέξεις και τα νοήματα».

Β: Στο δικό σου προσωπικό χάρτη έχεις κάνει μια μεγάλη πορεία Σαβίνα. Πίσω σου υπάρχει μια λαμπρή δισκογραφία, εκατοντάδες συναυλίες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, δεκάδες συμμετοχές σε μουσικά και θεατρικά projects καθώς και μια διεθνής καταξίωση. Υπάρχουν ακόμη οι “Primavera en Salonico” και η συνεργασία σας με την παγκοσμίου φήμης δισκογραφική εταιρία ECM, η διδασκαλία φωνής και τα μαθήματα ελεύθερου αυτοσχεδιασμού που παραδίδεις και τέλος υπάρχει κι το κομμάτι της σύνθεσης με το οποίο έχεις ανά διαστήματα ασχοληθεί. Προσωπικά, νιώθω βέβαια πως όλη η πορεία σου αφορά την σύνθεση. Μια σύνθεση που πραγματοποιείτε μέσω της φωνής, της μουσικής, των ήχων και των ταυτοτήτων όπως είπες.

Σ: Προσωπικά δεν χρειάζομαι να κατονομάσω αυτό που κάνω, να βάλω δηλαδή κι εγώ μια ταμπέλα. Στην πραγματικότητα, εμένα στην ζωή μου πολλές φορές με οδήγησαν σε πράγματα, οι συγκυρίες, η τύχη κι η ροή των πραγμάτων. Κι αυτό συνεχίζω να ακολουθώ μέχρι και σήμερα. Προτεραιότητα μου είναι να υπάρχουν γύρω μου συνεργάτες και να προχωράω μαζί τους. Αυτό το διάστημα ίσως μάλιστα να κάνω περισσότερο ακριβώς αυτό. Νοιώθω ότι εμπιστεύομαι, ότι συμμετέχω σε σχήματα που είναι είτε μουσικά, είτε θεατρικά, είτε ανήκουν σε άλλο πεδίο των τεχνών. Ακολουθώ κυρίως παρά δημιουργώ εγώ η ίδια. Αλλά αυτοσχεδιάζω πάντα μόλις έχω την δυνατότητα, κι αυτό είναι κάτι το ιδιαίτερα δημιουργικό αλλά και συμμετοχικό ταυτόχρονα. Με ενδιαφέρουν οι διαφορετικοί “ρόλοι” στη δουλειά μου, το βρίσκω γόνιμο και ανανεωτικό και είμαι ευγνώμων όταν συμβαίνει.