Skip to main content

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες από όπου μπορούμε να αξιολογήσουμε την ηχητική απόδοση σε μια μοντέρνα έξυπνη κατοικία – η ποιότητα του ήχου και η ευελιξία στον χειρισμό ή αλλιώς εργονομία. Το θέμα της αξιολόγησης της ποιότητας του ήχου είναι πολύπλευρη και με ποικίλες αναγνώσεις, οπότε γι’ αυτό θα την αφήσω για ανάλυση στη δυνατή συντακτική ομάδα του Yellow Box. Σε επόμενα τεύχη είμαι βέβαιος ότι θα ακολουθήσουν αναλυτικά test για συσκευές που περιγράφω πιο κάτω. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα ασχοληθούμε αποκλειστικά και μόνο με την πλευρά της εργονομίας, τον τρόπο με τον οποίο αλληλοεπιδρά ο χρήστης με το σύστημα ήχου και τους τρόπους με τους οποίους ένα ηχοσύστημα μπορεί να ελεγχθεί “έξυπνα” και να γίνει μέρος ενός smart home.

What is “Smart” about sound?

Καταρχάς όμως πρέπει να δούμε τι εννοούμε “έξυπνο” όσον αφορά τον ήχο σε ένα σπίτι. H εποχή όπου είχαμε πραγματικές κόπιες της μουσικής μας δείχνει να τελειώνει και πλέον ακόμα και η ιδιοκτησία ενός μουσικού κομματιού έχει αλλάξει μορφή. Σε κάποιες περιπτώσεις όταν αγοράζουμε ένα album ή κομμάτι μπορεί να μην αποκτήσουμε ποτέ κάτι το χειροπιαστό αλλά ένα ψηφιακό αρχείο. Και άλλες φορές δεν αγοράζουμε καν το album ή το κομμάτι, αλλά το δικαίωμα να τα ακούσουμε από κάποιο service.

Ουσιαστικά μιλάμε για μια αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με τον τρόπο που ακούγαμε παλιότερα μουσική. Οι “έξυπνες” συσκευές ήχου έχουν προσαρμοστεί στο “νέο παράδειγμα” και μας επιτρέπουν να διαβάζουμε ή να stream-άρουμε μουσικά αρχεία σε διάφορες μορφές, καθώς και να έχουμε πρόσβαση σε πληθώρα υπηρεσιών από τις οποίες μπορούμε να ακούσουμε μουσική.

Έτσι για παράδειγμα, αντί να έχουμε μια βιβλιοθήκη με CDs, μπορούμε να έχουμε έναν ή μια συστοιχία σκληρών δίσκων (Server ή NAS) ή ακόμα και cloud, από όπου μπορούμε να αντλούμε μουσική ανεξαρτήτως σε ποιο δωμάτιο βρισκόμαστε.

Η επαφή μας με τη μουσική δεν περιορίζεται όμως στην ακρόαση. Η μουσική είναι κουλτούρα και με αυτό εννοώ ότι μέσα στην εμπειρία της μουσικής συμπεριλαμβάνεται και η ενημέρωση για τους καλλιτέχνες, σε ποιες μπάντες είχαν παίξει παλιότερα, φωτογραφικό υλικό και πολλά άλλα. Καθώς ακούμε την αγαπημένη μας μουσική, οι “έξυπνες” συσκευές ήχου τραβάνε από το internet πληροφορίες όπως εξώφυλλα δίσκων, στίχους, ιστορία, στιγμές των καλλιτεχνών και άλλα που συμπληρώνουν την εμπειρία ακρόασης. Πλέον μπορούν ακόμα και να μας προτείνουν μουσική (όχι οι ίδιες αλλά τα services στα οποία μας δίνουν πρόσβαση) με βάση τα γούστα μας.

Επίσης μας δίνουν τη δυνατότητα να αγοράζουμε μουσική χωρίς να φύγουμε από το σπίτι μας. Μάλιστα σε σχέση με παλιότερα, δεν είναι απαραίτητο να αγοράζουμε το album για ένα δύο καλά κομμάτια, αλλά μπορούμε να αγοράζουμε μόνο αυτά που μας αρέσουν.

Λόγω των παραπάνω μπορούμε πλέον να παίρνουμε τη μουσική μας μαζί μας όπου πάμε. Δεν χρειάζεται πλέον να περνάμε μουσική από τη μια συσκευή στην άλλη. Ακόμα και όταν πάμε σε άλλο σπίτι ή έρθει κάποιος επισκέπτης στο δικό μας δεν χρειάζεται ούτε να στέλνουμε αρχεία, ούτε να συνδέουμε καλώδια. Αρκεί μια σύνδεση Bluetooth ή AirPlay για να stream-άρουμε απευθείας.

Τέλος, πολλά players μπορούν να δέχονται φωνητικές εντολές μέσω Apple Siri, Amazon Alexa, Google Assistant κ.α. Κάτι τέτοιο ουσιαστικά παρακάμπτει τη χρήση κάποιου interface για όσους δεν τους αρέσουν τα κουμπάκια και οι οθόνες, προσφέροντας συγχρόνως και το αντίστοιχο “wow factor”.

Multiroom

Θυμάμαι ακόμα το πρώτο “multiroom” που είχαμε όταν ήμουν μικρός. Ήταν ένα μεγάλο έπιπλο όπου μέσα είχε τις πηγές (πικάπ, CD, κασετόφωνο), τον ενισχυτή και πάνω δεξιά είχε κουμπιά με τα διαφορετικά δωμάτια και ένα για όλο το σπίτι. Δεν υπήρχε τρόπος να αλλάξεις τη στάθμη σε συγκεκριμένα δωμάτια. Είχες ένα volume, το volume του ενισχυτή για όλο το σπίτι ή όποιο χώρο έχεις επιλεγμένο. Αν και εκείνη την εποχή ήταν πολύ εντυπωσιακό, ο σημερινός χρήστης παίρνει πολύ καλύτερη λειτουργικότητα για ένα κλάσμα της τιμής. Το έπιπλο και τα κουμπάκια του έχουν μεταμορφωθεί σε tablet ή κινητό, δεν υπάρχουν καλώδια (αν και σίγουρα ωφελούν), δεν απαιτούνται ειδικές εγκαταστάσεις και ο χρήστης μπορεί πλέον να έχει τον πλήρη έλεγχο σε τι μουσική και στάθμη θα αναπαραγάγει σε κάθε χώρο, χωρίς καν να σηκωθεί από τον καναπέ του.

 

Integrated smart home audio

Σε ένα integrated smart home ο ήχος μπορεί να προσαρμόζεται σε εσάς και τις ανάγκες σας. Από πολύ απλές εφαρμογές, όπως το να κλείνει το ηχοσύστημα σε χώρους που δεν χρησιμοποιούνται, στο να χαμηλώνει ή να πατιέται αυτόματα pause, όταν έχουμε εισερχόμενη τηλεφωνική κλήση ή αν χτυπάει το κουδούνι και να συνεχίζει όταν το τελειώσουμε, μέχρι να μας ξυπνάει κάνοντας αργό fade in του αγαπημένου μας σταθμού ή της playlist μας ή να χαμηλώνει τη μουσική στα παιδικά δωμάτια μετά από κάποια ώρα. Όλα έχουν να κάνουν με τη φαντασία και το πάθος σας, με τη προϋπόθεση ότι την υλοποίηση θα την αναλάβει και μια σοβαρή εταιρία integration με δυνατές γνώσεις. Κατά την άποψή μου το smart home εκεί αντικατοπτρίζει τα τεράστια οφέλη του, στην αλληλεπίδραση μεταξύ των συσκευών και όχι σε ένα σχετικά φθηνό και μερικώς ευέλικτο multiroom. Αλλά αυτά θα τα δούμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια του άρθρου.

 

Smart devices

Επειδή το εύρος των συσκευών και των εφαρμογών είναι πραγματικά μεγάλο, θα ξεκινήσουμε από τα μεγαλύτερα ονόματα στον χώρο του “έξυπνου ήχου” που μπορούν να δώσουν κάποιες από τις παραπάνω “έξυπνες” λειτουργίες σε μια μικρή κατοικία ή ένα μικρό smart home και στη συνέχεια αφού δούμε ποια είναι τα όριά τους θα δούμε τι λύσεις υπάρχουν για μεγαλύτερα σπίτια ή για integrated smart homes.

 width=

Sonos

H Sonos είναι το πρώτο όνομα που μας έρχεται στο μυαλό. Έχει μια πολύ μεγάλη γκάμα από players, sound bars και άλλα ηχεία, ενισχυτές κτλ. τα οποία συνθέτουν ένα αρμονικά δεμένο “οικοσύστημα”. Είτε επιλέξουμε ένα απλό player όπως το Port το οποίο μας δίνει ένα line out για να συνδεθεί σε υπάρχον ηχοσύστημα, είτε κάποιο συνδυασμό player-ηχείου όπως το One, μπορούμε πολύ εύκολα να stream-άρουμε μουσική από online services ή κάποιο NAS σε έναν ή περισσότερους χώρους. Για ένα απλό σπίτι κάτι τέτοιο είναι ιδανικό για πολλούς λόγους. Καταρχάς μπορούμε να ξεκινήσουμε από ένα χώρο και σε δεύτερο χρόνο να προσθέσουμε και άλλους, απλώνοντας έτσι το κόστος σε βάθος χρόνου. Μπορούμε ακόμα να έχουμε ένα συνδυασμό από σταθερά και φορητά ηχεία αναλόγως τι μας βολεύει.

Ένα δεύτερο μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι αν έχουμε επαρκή κάλυψη Wi-Fi αποφεύγουμε πλήρως το πέρασμα καλωδίων και την ακαταστασία που πολλές φορές προκαλούν. Έχουμε μόνο ένα καλώδιο τροφοδοσίας, ίσως και κανένα για τα φορητά μοντέλα. Βέβαια το Wi-Fi έχει και τους περιορισμούς του και γι’ αυτό ενδείκνυται η χρήση ethernet, όπου είναι δυνατόν, αλλά το γεγονός ότι έχουμε τόσες επιλογές είναι σίγουρα θετικό.

Ο χειρισμός των συσκευών Sonos γίνεται από την εφαρμογή “Sonos S1 Controller” ή μετά το πρόσφατο update, “Sonos S2 Controller”. Από εκεί μπορούμε να ονομάσουμε τα ηχεία/χώρους μας, να ενοποιήσουμε ηχεία σε stereo ζεύγη με ή χωρίς sub και γενικά να παραμετροποιήσουμε το σύστημά μας. Στη συνέχεια απλά διαλέγουμε τι θέλουμε να ακούγεται από κάθε ηχείο ή και να τα γκρουπάρουμε σε ένα ή περισσότερα γκρουπ δωματίων ή χώρων. Για παράδειγμα θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα πάρτι όπου θα έχουμε διαφορετική μουσική για τους μεγάλους στο μισό σπίτι και διαφορετική για τα παιδιά στο υπόλοιπο. Και το κάθε γκρουπ έχει το δικό του group volume χωρίς να χάνουμε τη δυνατότητα να καθορίσουμε την ένταση στους επιμέρους χώρους.

Integration του Sonos σε Smart Home

Ένας δεύτερος λόγος που η Sonos είναι το πρώτο όνομα που μου έρχεται στο μυαλό συνδυαστικά με τον “έξυπνο” ήχο είναι το integration σε smart homes. Εκτός από τις λειτουργίες του “οικοσυστήματος” της Sonos, οι players της μπορούν να ελεγχθούν από controllers αυτοματισμού για smart homes, όπως για παράδειγμα αυτών της Crestron. Έτσι ένα integrated smart home μπορεί να έχει πρόσβαση σε spotify, online radio & podcasts, AirPlay 2 και πολλές άλλες λειτουργίες μέσω του Sonos. Θα επεκταθούμε πάνω σε αυτό στην συνέχεια του άρθρου μας, όπου θα δούμε συνολικά τι μπορούμε να κάνουμε με players, όπως αυτοί της Sonos, σε ένα integrated smart home.

 width=

BlueSound

Η BlueSound παράγει μια παρόμοια, αν και μικρότερη, γκάμα ηχείων και players που προσφέρουν την ίδια λειτουργικότητα με τα προϊόντα της Sonos. Τουλάχιστον σε επίπεδο εταιρικής εικόνας, η BlueSound πλασάρεται ως μια περισσότερο Hi-Fi επιλογή δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην ποιότητα του ήχου και λιγότερη στην εργονομία και ευελιξία, χωρίς όμως να υστερεί σε αυτούς τους τομείς.

Μια σημαντική διαφορά μεταξύ Blue Sound και Sonos είναι η χρήση του Bluetooth. To Node2i – ο player της BlueSound μπορεί να λειτουργήσει και ως πηγή Bluetooth και ως “προορισμός”. Έτσι μπορούμε είτε να ακούσουμε τη μουσική μας μέσω ασύρματων ακουστικών, είτε να το έχουμε συνδεδεμένο σε ενισχυτή/ηχεία και να του στέλνουμε μουσική μέσω του κινητού μας. Η εφαρμογή χειρισμού λέγεται BlueOS και μας δίνει τις ίδιες δυνατότητες με την αντίστοιχη της Sonos.

 

Ήχος στο integrated smart home

Στη συνέχεια θα δούμε ένα σύστημα που απευθύνεται αποκλειστικά σε integrated smart homes σαν τον αντίποδα στα “έξυπνα” προϊόντα ήχου. Για παράδειγμα θα χρησιμοποιήσουμε τη σειρά προϊόντων Sonnex της Crestron. Αν και είμαι βέβαιος ότι θα υπάρχουν αντίστοιχα συστήματα άλλων κατασκευαστών, αναφέρομαι σε αυτό λόγο καλύτερης εξοικείωσης και υψηλών τεχνολογικών δυνατοτήτων. Η κύρια διαφορά από τα συστήματα στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω είναι ότι δεν προσπαθεί να κάνει τα πάντα σε ένα κουτί, αλλά να προσδιοριστεί ως το κεντρικό μέρος του συστήματος που θα διαρκέσει στον χρόνο. Για τον λόγο αυτό η βαρύτητα πέφτει στην συνδεσιμότητα, στην ταχύτητα του switching (την αλλαγή μεταξύ πηγών ή το άναμμα ενός χώρου), την υψηλή ισχύ εξόδου, το room correction, την ποιότητα κατασκευής και κατά συνέπεια την σταθερότητα, την επικοινωνία με τον controller του smart home και φυσικά, αν και δεν θα το αναλύσουμε διεξοδικά, την ποιότητα του ήχου.

Αν και παραπάνω μιλήσαμε για το “νέο παράδειγμα” στον ήχο, συστήματα σαν το Sonnex ελάχιστα επηρεάζονται από τέτοιου είδους αλλαγές στην αγορά. Έχουν προνοήσει να υπάρχει η δυνατότητα σύνδεσης όποιας πηγής ήχου επιθυμούμε (π.χ. ένα Sonos ή BlueSound ή ένα AppleTV κ.α.), ώστε να μην χάνουμε τις δυνατότητες που μας προσφέρουν, οπότε όσο και αν προοδεύει η τεχνολογία και εμείς αντικαθιστούμε παλιές συσκευές με νέες, η καρδιά του συστήματος θα είναι πάντα έτοιμη να δεχθεί τη “μεταμόσχευση” του νέου μέλους.

Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο ήχος θα αλλάξει δραστικά στο μέλλον, με τρόπο που δεν μπορούμε να φανταστούμε στο παρόν, τα μεγάλα συστήματα αυτοματισμού μπορούν να ανταπεξέρθουν. Θα κάνουμε 2 διαφορετικές υποθέσεις για να δούμε τι δυνατότητες έχει αν αντικατασταθούν οι υπάρχουσες συνδέσεις για παράδειγμα τα RCA ή Coaxial από άλλες, ή αν αντικατασταθεί ο τρόπος που κωδικοποιείται ο ήχος ψηφιακά. Και οι 2 υποθέσεις είναι αρκετά ακραίες, αλλά την τελευταία δεκαετία έχουμε πλέον συνηθίσει σε τόσο αιφνίδιες αλλαγές τεχνολογίας.

Στην περίπτωση κατάργησης συνδέσεων, επειδή μια συσκευή όπως το Sonnex είναι modular και μπορεί να επεκταθεί είτε με κάρτες, είτε με εξωτερικά μηχανήματα, θα παραγόταν κάποια κάρτα που θα μετέτρεπε το σήμα από τη νέα σύνδεση στο format με το οποίο διαχειρίζεται τον ήχο εσωτερικά (υποθέτω PCM) και θα συνέχιζε να λειτουργεί κανονικά – ίσως με μια μικρή αύξηση της καθυστέρησης στο switching, το οποίο όμως ήδη είναι πολύ γρηγορότερο από τα προϊόντα με τα οποία το συγκρίνουμε.

Στην περίπτωση αλλαγής του τρόπου που κωδικοποιείται ψηφιακά ο ήχος, τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά για τον κατασκευαστή, γιατί έχει τη δυνατότητα με ένα firmware update να δώσει τη νέα λειτουργικότητα.

Και στις δυο περιπτώσεις, η επένδυσή του ιδιοκτήτη κρατάει την αξία της και το σπίτι συνεχίζει να λειτουργεί όπως ακριβώς το έχει συνηθίσει.

Το πλεονέκτημα τέτοιων συστημάτων και ειδικά στη σχέση κόστους-κέρδους, αρχίζει να διακρίνεται σε κατοικίες με πάνω από 4-5 χώρους και γίνεται όλο και μεγαλύτερο όσο ανεβαίνει ο αριθμός των χώρων. Εκεί φαίνεται πλέον η συγκριτική διαφορά μεταξύ ενός συστήματος player/ενισχυτή/ηχεία σε κάθε δωμάτιο, αντίστοιχα με ένα Player, ένα πολυζωνικό ενισχυτή και τα ηχεία κάθε χώρου. Προφανώς μειώνοντας τον αριθμό των players και αντικαθιστώντας τους πολλούς αποκεντρωμένους ενισχυτές με ένα κεντρικό έχουμε και οικονομικό όφελος και ένα πιο τακτοποιημένο και optimized σύστημα.

 width=

DSP

Μια ειδοποιός διαφορά στην οποία έχω εμβαθύνει και ξεχωρίζει ριζικά το Sonnex της Crestron από τα αντίστοιχα συστήματα άλλων κατασκευαστών, είναι το δυνατό DSP που μας δίνει πλήρη παραμετροποίηση του ήχου, ξεχωριστά για κάθε χώρο. Στα integrated smart homes είναι συνήθης πρακτική να γίνεται calibration του ήχου από ομάδα ειδικών ώστε να ταιριάξουν τα χαρακτηριστικά των ηχείων με αυτά των ενισχυτών, αλλά και του ίδιου του χώρου. Τόσο στις εντάσεις, όσο και στην συχνοτική απόκριση. Και αυτό φυσικά είναι συνέπεια του ότι όταν σχεδιάζεται ένα smart home από την αρχή, ο ιδιοκτήτης έχει όλες τις επιλογές ανοικτές όσων αφορά την επιλογή ηχείων. Το σύστημα, μέσω του DSP του, μπορεί να προσαρμοστεί σε μια τεράστια γκάμα ηχείων, αφού η ισχύς εξόδου είναι ρυθμιζόμενη, ενώ διαθέτει επιπλέον προστασία για αυτό τον σκοπό.

Κάτι τέτοιο καταλαβαίνετε ότι δεν συμβαίνει όταν αγοράσουμε κάποιο “έξυπνο” προϊόν και το εγκαταστήσουμε μόνοι μας, γιατί η επιλογή ηχείου είναι αυτή που παρέχεται από τον κάθε κατασκευαστή και είναι ήδη ταιριασμένη (στο επίπεδο που επιτρέπει το design και η εργονομία) με τον ενισχυτή που παρέχεται.

More complex integration possibilities

Αλλά τα οφέλη ενός πολυζωνικού ενισχυτή που “μιλάει τη γλώσσα” του controller αυτοματισμού του smart home σας δεν προέρχονται μόνο από αυτά που προαναφέραμε. Το μεγαλύτερο όφελος προέρχεται από το τι μπορούμε να κάνουμε με ένα τέτοιο σύστημα και επίτηδες το άφησα για το τέλος για να μην καταστήσω όλα τα ανωτέρω απλές και βαρετές πληροφορίες.

Έχουμε καλύψει το ότι μπορούμε να παίξουμε μουσική σε διαφορετικούς χώρους, αλλά τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;

Μπορούμε για παράδειγμα να παίζουμε ότι ήχο κουδουνιού θέλουμε καθορίζοντας διαφορετικές εντάσεις σε διαφορετικούς χώρους του σπιτιού και για διαφορετικές ώρες. Και μάλιστα θα μπορούσαμε να αναπαραγάγουμε τον ήχο του κουδουνιού μόνο στους χώρους όπου υπάρχει ανθρώπινη παρουσία, αντί για όλο το σπίτι. Αν κάπου ακούμε μουσική την ώρα που χτυπήσει το κουδούνι, το sonnex μέσω του controller αυτοματισμού μπορεί να σταματήσει προσωρινά τη μουσική, να παίξει τον ήχο του κουδουνιού και στη συνέχεια να κάνει fade in τη μουσική ώστε να συνεχίσουμε να ακούμε. Ακόμα και αν χρησιμοποιούσαμε ένα απλό κουδούνι, το σύστημα έρχεται με έτοιμη τη λειτουργία να χαμηλώσει ή να mute-άρει τη μουσική όταν χτυπήσει κουδούνι ή ακόμη και ο συναγερμός!

Ένα άλλο παράδειγμα είναι κατά κάποιο τρόπο το parental control – τον έλεγχο που μπορεί να δοθεί στους γονείς για το τι θα κάνουν τα παιδιά τους. Ένα smart home θα μπορούσε εύκολα να προγραμματιστεί, ώστε οι γονείς να μπορούν να επιλέξουν το μέγιστο επίπεδο που μπορεί να παίξει μουσική ανά δωμάτιο, ακόμα και για διαφορετικές ώρες της μέρας! Και φυσικά θα μπορούσαμε με αντίστοιχο τρόπο να δίνουμε πρόσβαση σε διαφορετικές πηγές για διαφορετικές ώρες της ημέρας. Αν δούμε τη μεγαλύτερη εικόνα, αντίστοιχες συσκευές υπάρχουν και για video switching, οπότε θα μπορούσαμε να βγάλουμε μια διαταγή “Νίκο, Playstation από τις 6 μέχρι τις 9”…και όπου Playstation εσείς βάλτε Μουσική.

Φανταστείτε τέλος, όταν βάζετε το ρομαντικό σας playlist να χαμηλώνει και να γλυκαίνει αργά ο φωτισμός, να ενεργοποιείται το AC ώστε να πάει την θερμοκρασία του χώρου εκεί που τη θέλετε και να σας έρχεται ειδοποίηση όταν ο ανιχνευτής κίνησης αντιληφθεί ότι κάποιο από τα παιδιά σας ξύπνησε.

 width= width=

Smart devices vs smart home

Όπως ένας άνθρωπος είναι πολύ παραπάνω από το σύνολο των συστατικών του, έτσι και το έξυπνο σπίτι είναι πολύ παραπάνω από μια συλλογή από έξυπνες συσκευές. Όπως αν βάλουμε 52 κιλά οξυγόνο, 14 κιλά άνθρακα, 8 κιλά υδρογόνο κοκ[i]. σε ένα δοχείο και τα ανακατέψουμε δεν θα δημιουργήσουμε έναν άνθρωπο, έτσι και αν βάλουμε μια συλλογή από “έξυπνες” συσκευές σε ένα απλό σπίτι δεν το κάνουμε απαραίτητα smart home. Στις κακές περιπτώσεις μπορεί να πάρουμε και κάτι δυσλειτουργικό. Το κόλπο είναι στο “ανακάτεμα”…

Αν και ευτυχώς για όλους μας δεν γνωρίζουμε ακόμη πως να κατασκευάζουμε ανθρώπους, οι καλές εταιρίες integration γνωρίζουν πως να σχεδιάσουν ένα Future proof smart home.

Σίγουρα τα παραπάνω players και ασύρματα ηχεία μπορούν με ένα σχετικά χαμηλό κόστος να δώσουν smart λειτουργίες σε ένα απλό σπίτι. Αλλά πως εντάσσονται σε ένα integrated smart home, που εξ ορισμού έχει το δικό του σύστημα ελέγχου και το δικό του interface;

Εκεί η εμπειρία έχει δείξει ότι οι περισσότερες λειτουργίες και ειδικά αυτές του multiroom γίνονται πολύ καλύτερα από μηχανήματα που είναι σχεδιασμένα ειδικά για αυτή τη δουλειά και έχουν στον σχεδιασμό τους μια εμπειρία δεκάδων χρόνων, συχνά προερχόμενη από τον χώρο του επαγγελματικού ήχου, όπου οι multiroom απαιτήσεις είναι υψηλότερες. Άλλωστε το multiroom δεν είναι καμία καινοτομία, ασχέτως πως το ξαναπακετάρουν με διαφορετικούς τρόπους και το πλασάρουν σαν νέο οι marketing strategists, για να μας κεντρίσουν το ενδιαφέρον και να διατηρήσουν την εικόνα της εταιρίας τους “ανανεωμένη”, “δυναμική” ή “νεανική”.

Σε ένα όμορφα σχεδιασμένο smart home συνήθως δεν βλέπεις πουθενά players. Αυτοί είναι κλεισμένοι μέσα σε ένα rack room. Πολλές φορές δεν βλέπεις καν τα ηχεία που είναι in-wall. Ο χώρος είναι για εσάς και την οικογένειά σας και όχι για να πλασάρει η κάθε εταιρία την εικόνα της και το νέο της στυλ. Αυτά είναι πράγματα που καθορίζονται από εσάς και έχετε την ευελιξία να χρησιμοποιήσετε αισθητικά ότι σας αρέσει ή σας βολεύει και όλα τα υπόλοιπα να τα κλείσετε σε ένα ειδικά διαμορφωμένο χώρο, όπου μπορείτε να ελέγχετε πολύ καλύτερα τη σκόνη, τη θερμοκρασία και την υγρασία, πράγμα που παρατείνει τον χρόνο ζωής τους.

Επιπλέον τα στυλ των προϊόντων αλλάζουν αρκετά συχνά για λόγους καθαρά marketing και τα ίδια διαρκούν λιγότερο από ότι ένα σπίτι και αντικαθιστούνται από νέα. Το στυλ μιας κατοικίας αλλάζει με αργούς ρυθμούς και ας μη ξεχνάμε και το κυριότερο: η επιλογή από μηδενική βάση είναι κατά πολύ ευρύτερη από το να διαλέγετε ανάμεσα σε έτοιμες λύσεις.

Τα περισσότερα smart homes έχουν διακριτικά touch panels, iPads ή Wi-Fi remotes για τον χειρισμό τους και ακόμα και στις περιπτώσεις που ο χρήστης θέλει να το χειρίζεται από το τηλέφωνό του, θέλει να έχει ένα μοναδικό interface για όλο του το σπίτι και όχι μια πλειάδα διαφορετικών εφαρμογών. Αν υποθέσουμε ότι εκτός από τον ήχο θέλει να ελέγχει και τον φωτισμό, την σκίαση, τον συναγερμό, το θυροτηλέφωνο και ό,τι άλλο, τότε καταλαβαίνετε ότι θα έπρεπε να μάθει πολλές διαφορετικές εφαρμογές, με δεκαπλάσια μενού και εκατονταπλάσιες επιλογές!

 

Conclusions

Ίσως λοιπόν αυτό που παρατηρούμε να είναι τελικά ένας νομοτελειακός κανόνας της αγοράς. Οι μεγαλύτερες επενδύσεις έχουν εξ ορισμού μεγαλύτερο αρχικό κόστος αλλά αυτό αποδίδει τόσο σε ποιότητα και χρηστικότητα, όσο και σε βάθος χρόνου. Αντίθετα οι μικρότερες επενδύσεις έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Μας δίνουν τη δυνατότητα να αποκτήσουμε κάτι που προηγουμένως δεν είχαμε με προσιτό κόστος αλλά για να το επιτύχουν αναγκάζονται πάντα να θυσιάσουν αρκετά χαρακτηριστικά και να στρογγυλέψουν γωνίες. Είτε αυτό είναι η ποιότητα, η αντοχή στο χρόνο, είτε η απρόσκοπτη συνεργασία με τις υπόλοιπες συσκευές ενός σπιτιού, θα αφήσουν πίσω σημαντικές παραχωρήσεις που για πολλούς -όπως για μένα – είναι γροθιά στο στομάχι.

Η αλήθεια είναι ότι συστήματα σαν το Sonnex της Crestron απευθύνονται σε τελείως διαφορετικό κοινό από αυτά της Sonos ή της BlueSound. Όπως κάποιος που θέλει απλά να έχει ήχο σε 2-3 δωμάτια θα θεωρήσει υψηλό το κόστος ενός συστήματος multiroom, το οποίο μάλιστα θα χρησιμοποιήσει και ελάχιστα, έτσι και κάποιος με μεγαλύτερες προσδοκίες θα βρει τα συστήματα της Sonos ή της BlueSound ανεπαρκή και σε κάποιες περιπτώσεις παραδόξως ακριβά – ειδικά αν συνυπολογίσει την ποιότητα του ήχου και τον χρόνο ζωής του συστήματος.

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο πέμπτο τεύχος του YELLOWBOX από τον Γιώργο Γεωργιάδη. _YB