Skip to main content

Το σχήμα μιας σπείρας, κι έπειτα όλα τα επιμέρους σημεία της, εδώ ή εκεί, αστέρια λέιζερ, αστέρια νέον να ανάβουν ή να σβήνουν στο ρυθμό μιας ρετροφουτουριστικής ποπ διάθεσης και sci – fi αισθητικής. Κι έπειτα. Η συμφωνική μουσική και μαζί ο ηλεκτρονικός ήχος, κι αγγλόφωνος στίχος, συνθέσεις κινηματογραφικής διάθεσης, και μια σειρά από abstract “μουσικά καρέ” που κατά την συρραφή τους θα πάρουν τελική μορφή δημιουργώντας τοπία συμπαγών μουσικών αφηγήσεων. Κι έπειτα. Εδώ ή εκεί σκιές, φιγούρες που αποκαλύπτονται φευγαλέα πάνω στο αναβόσβημα, εμπνεύσεις και αναφορές μετασχηματισμένες στο σήμερα. Κι έπειτα. Μια τριλογία concept άλμπουμ, και ξανά το σχήμα μιας σπείρας, γιατί αυτό το σχήμα απ’ όλα τα σχήματα είναι και το μοναδικό που εκ φύσεως εξελίσσεται, κι άρα πιθανόν και εκφράζει ιδανικά και τον Theodore, ένα πρόσωπο που με κάθε επόμενο βήμα, αντίστοιχα, εξελίσσεται κι εξελίσσει την μουσική του.

 width=

μια συνέντευξη  με αφορμή την πρόσφατη κυκλοφορία του νέου άλμπουμ του Theodore “The Voyage”

ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: ηλεκτρονικός ήχος/ διαστημική όπερα/ ταξίδι/ ο “φανταστικός” αστροναύτης Ντέιβιντ Μπάουμαν / αιώρηση/ ο ασπρόμαυρος Μπάστερ Κίτον / κόνσεπτ/ κινηματογράφος σε μορφή παρτιτούρας / πτήση / Μάλερ/ σημειώσεις φιλοσοφίας / we / united / εκτός συνόρων / συμμετρία / sci – fi κουλτούρα/  

Δεν ήταν καλός στην μελέτη, κι επιπλέον δεν ήταν καλός στο prima vista, κι έτσι όταν οι καθηγητές μουσικής τοποθετούσαν απροειδοποίητα μπροστά του μια παρτιτούρα Μπαχ εκείνος έπαιζε Μπαχ μέχρι ένα σημείο κι έπειτα συνέχιζε με κάτι άλλο, κάτι δικό του.

Τ: Ήμουνα μουσικός από μικρός αλλά κανένα όργανο δεν με έκανε να θέλω να είμαι αυτό που λέμε “σολίστας”. Κι επιπλέον στην περίπτωση που θέλεις να γίνεις σολίστας πρέπει να μελετήσεις κι εγώ δεν καθόμουν να μελετήσω ποτέ, έπαιζα οχτώ ώρες την ημέρα μουσική αλλά μελετούσα τις ασκήσεις μου δέκα λεπτά πριν πάω στο μάθημα.

Β: Με ποιο όργανο ξεκίνησαν οι μουσικές σπουδές σου;

T: Στο πιάνο έκανα τα πρώτα μου μαθήματα μουσικής αλλά το πρώτο όργανο που ζήτησα εγώ να μάθω ήταν το μπουζούκι. Τότε ήμουν πολύ μικρός, έκανα διακοπές στο Τολό με την γιαγιά μου, κι εκεί είχα δει μια παρέα μπουζουκόβιων που κάθονταν κι έπαιζαν στο τραπεζάκι τους κάθε βράδυ. Αυτό ήταν. Γύρισα απ’ τις διακοπές κι είπα θέλω να κάνω κι εγώ το ίδιο, θέλω να μάθω μπουζούκι. Έκανα μαθήματα για πολλά χρόνια, παράλληλα με το πιάνο, αλλά κάποια στιγμή τα παράτησα όλα. Αυτή είναι βασικά η στιγμή που ξεκίνησα πραγματικά να παίζω πολλή μουσική, δηλαδή τότε άρχισα να κάθομαι με τις ώρες πάνω από ένα όργανο προσπαθώντας να βγάλω τραγούδια, παίζοντας ταυτόχρονα κι  ό,τι άλλο μου ερχόταν στο μυαλό. Αργότερα έμαθα και σαξόφωνο και πριν από το γυμνάσιο έπιασα επίσης και την κιθάρα στα χέρια μου, πρώτα κλασσική και μετά ηλεκτρική. Μαζί με τα πρώτα ακόρντα ξεκίνησα τότε για πρώτη φορά να βάζω και δικά μου στιχάκια, ενώ, μπαίνοντας ακόμα πιο βαθιά στα πράγματα, έφτιαξα και την πρώτη μου μπάντα. Έψαχνα απεγνωσμένα για πως θα συμβεί αυτό και τελικά μαζευτήκαμε κάποια άτομα παραμένοντας μαζί για χρόνια. Ήταν ωραία, κι είχαμε και διάρκεια, επειδή μας άρεσε αυτό που κάναμε κι έτσι αντί να βγαίνουμε για ποτά μαζευόμασταν να παίξουμε. Από ρεπερτόριο δεν είχαμε φυσικά κάτι συγκεκριμένο, απλώς κάναμε ένα mix απ’ τα ακούσματα μας με διασκευές. Παρ’ όλα αυτά, επειδή από εκείνη την περίοδο είχα ήδη γράψει και κάτι δικά μου πράγματα υπάρχει κι ένα κομμάτι απ’ τον πρώτο μου δίσκο, το “Love Is A Dog From Hell”, που έχει παιχτεί κι απ’ αυτήν την μπάντα.

Το άλμπουμ που φιλοξενεί το εν λόγω κομμάτι δεν είναι άλλο από το debut άλμπουμ του Theodore με τον τίτλο “7”, ένα άλμπουμ που ηχογραφήθηκε αμέσως μετά το σχολείο, το διάστημα που ως φοιτητής ο Theodore βρισκόταν στην Αγγλία σπουδάζοντας κλασσική σύνθεση και μουσική κινηματογράφου. Κι αν εξαιτίας της απειρίας, αλλά και της χειροποίητης διάθεσης με την οποία έγιναν όλα, το συγκεκριμένο άλμπουμ παρέμεινε ακυκλοφόρητο, εξακολουθεί να είναι ενδεικτικό μιας ορμητικής διάθεσης για δημιουργία.

Β: Το πρώτο σου άλμπουμ ολοκληρώθηκε σε εξαιρετικά νεαρή ηλικία, πράγμα που με κάνει να σκέφτομαι ότι μάλλον ήσουν από εκείνα τα παιδιά που από πολύ νωρίς είχαν ξεκαθαρίσει τι θέλουν να κάνουν.

 width=

Τ: Στην πραγματικότητα εγώ μικρός δεν σκεφτόμουν να ακολουθήσω μουσικές σπουδές, εγώ έλεγα πως ήθελα να σπουδάσω αστροφυσική. Πήγαινα όμως σ’ ένα εξαιρετικό σχολείο, με την έννοια ότι ήταν ένα σχολείο που αφενός έψαχνε να βρει τα πραγματικά ταλέντα και κλίσεις των μαθητών κι αφετέρου αξιολογούσε την τέχνη, κι άρα και τους καλλιτέχνες, ως κάτι σημαντικό. Βλέποντας λοιπόν οι δάσκαλοι πως εγώ είμαι για την μουσική με ενθάρρυναν προς αυτή την κατεύθυνση, και το ίδιο έκαναν και οι γονείς μου, κι έτσι έγινε και αποκρυσταλλώθηκε κι η δική μου σκέψη κι έφυγα για την Αγγλία. Αυτή η προνομιακή δυνατότητα, ασφαλώς, μου πρόσφερε πολλά μιας και από κει και έπειτα βρέθηκα σε μια Ακαδημία Τέχνης με ολοκληρωμένο σύστημα σπουδών που έδινε βάση τόσο στην θεωρία όσο και στην πρακτική. Για παράδειγμα, εμένα οι εργασίες μου ήταν να γράψω μουσική για τους χορογράφους που βρίσκονταν στην διπλανή αίθουσα ή να γράψω μουσική για animation που φτιάχνονταν από αντίστοιχους σπουδαστές. Ταυτόχρονα, γράφοντας μία εργασία έμπαινα και στο στούντιο της σχολής και ηχογραφούσα. Ήδη από εκείνη την περίοδο είχα ωστόσο ξεκινήσει να φεύγω από το στάδιο του μαθητή και με απασχολούσε έντονα το να γράψω την δική μου μουσική και να δω τι θα κάνω μ’ αυτή την μουσική μιας και είχα την ανάγκη να επικοινωνώ αυτά που κάνω.

Από τότε που ήμουν δηλαδή μικρός, και έπαιζα μπουζούκι, θυμάμαι τον εαυτό μου να λειτουργεί αλλιώς στην περίπτωση που υπήρχε κάποιος άλλος μέσα στο σπίτι. Ακόμη και αν δεν βρισκόμασταν στον ίδιο ακριβώς χώρο ή δεν μου μιλούσε ποτέ γι’ αυτό, εγώ, αισθανόμουν την παρουσία κι αυτό επιδρούσε πάνω μου. Περνούσα καλύτερα. Κι ήμουν πιο ενεργοποιημένος. Εξαιτίας αυτής της αίσθησης, πολλά μουσικά θέματα ή κομμάτια ξεκίνησαν μάλιστα και σε στιγμές που κάπου κοντά βρισκότανε και κάποιος άλλος. Κι εξαιτίας αυτής της διάθεσης, μοιράσματος, νομίζω πως επεδίωξα και τόσο άμεσα live εμφανίσεις. Ωστόσο επειδή στα πρώτα μου live βρισκόμουν ακόμη στο Λονδίνο, κι επειδή εκεί δεν με ήξερε κανένας, έπαιζα συχνά σε άδεια μαγαζιά. Κι όμως. Ακόμη κι αυτό μου άρεσε, στην πραγματικότητα έχω περάσει καταπληκτικά παίζοντας σ’ αυτά τα άδεια μαγαζιά και επικοινωνώντας έστω με τον έναν και μοναδικό άνθρωπο που μπορεί να καθόταν εκεί. Τελικά, μέχρι και σήμερα θεωρώ ότι μ’ έναν τρόπο συνεχίζω πάντα να έχω αυτό το έντονο συναίσθημα που είχα κι ως παιδί, δηλαδή εξακολουθώ να έχω την επιθυμία να παίζω και να γράφω μουσική για κάποιον που βρίσκεται σ’ ένα διπλανό δωμάτιο, κάπου τριγύρω, και ακούει.

 width=Β: Στα σημερινά σου live εγώ εισπράττω πάντως αυτή την αίσθηση του δωματίου που περιγράφεις. Γι’ εμένα, μοιάζει δηλαδή σαν να επιχειρείς κάθε φορά να μεγεθύνεις το δικό σου προσωπικό δωμάτιο, και μας προσκαλείς εκεί, φροντίζοντας να μας μεταφέρεις όσο πιο ολοκληρωμένα ένα βίωμα εντός αυτού του χώρου που ξεπερνάει τα όρια της μουσικής ακρόασης. Η τάση σου να δουλεύεις πάνω σε concept από που ξεκινάει;

Τ: Βασικά, εγώ πάντα νιώθω πως λέω ιστορίες μέσα απ’ την μουσική. Αυτή είναι η ανάγκη μου και γι’ αυτό και ονειρεύομαι να γράφω μεγαλύτερα έργα, να γράφω δηλαδή ολοκληρωμένα concept, έχοντας καταλήξει πως η δομή της δουλειάς μου είναι αυτή και πως αυτό μου αρέσει να κάνω. Άλλωστε, ως δημιουργός είμαι επηρεασμένος τόσο απ’ την φόρμα της συμφωνικής μουσικής όσο και από έργα όπως το “The Dark Side of the Moon” των Pink Floyd και γι’ αυτό κι όταν γράφω ένα άλμπουμ, ούτως ή άλλως, δεν αισθάνομαι πως έχω γράψει ένα ή δύο ή δέκα μουσικά κομμάτια αλλά στο δικό μου κεφάλι όλα είναι ένα. Τώρα, επειδή γράφω σ’ αυτό το ύφος, ανάμεσα σ’ αυτά που γράφω προσπαθώ πάντα να τοποθετώ και κάποιες συνδέσεις καθώς και αλλά κρυφά νοήματα που μόνο εγώ γνωρίζω. Μου αρέσει όμως πάρα πολύ να το κάνω αυτό και γι’ αυτό και σε κάθε δίσκο υπάρχουν πράγματα που ενώνονται με κάτι επόμενο.

“Η μουσική είναι πολλά πράγματα και παίζει ρόλο το αν είναι ζωντανή ή όχι αλλά και σε ποια συνθήκη είσαι εσύ όταν την ακούς. Ακόμα και αν δεν είναι live και είσαι στο σπίτι σου και πάλι παίζει ρόλο σε ποια συναισθηματική συνθήκη είσαι εσύ που την ακούς αλλά και με τι σύστημα ακούς.  Είναι κάπως σαν τη μυρωδιά η μουσική άμα το σκεφτείς, μπαίνει μέσα σου αφιλτράριστη, κι είναι ανεξήγητο, πάντα, αυτό που σε κάνει να νιώθεις”.

Β: Στο άλμπουμ σου “It Is But Its Not” το concept βασίζεται στην θεωρία του Ηράκλειτου, κατά την οποία ετερόκλητα στοιχεία αλληλοσυμπληρώνονται, οδηγούμενα στην υπαρξιακή ουδετερότητα. Εκεί, κάθε κομμάτι έχει λοιπόν ένα αντιδιαμετρικά αντίθετο ταίρι, το οποίο και δίνει νόημα στην ύπαρξη του πρώτου και αντίστροφα. Στο επόμενο άλμπουμ που κυκλοφορείς, το “Inner Dynamics” αυτοί οι πόλοι των αντιθέτων μεταφέρονται στο εσωτερικό πεδίο και μ’ ένα τρόπο δημιουργείται έτσι μια συνομιλία μεταξύ διαφορετικών πλευρών του εαυτού. Με το πρόσφατο “The Voyage” αυτή η συνομιλία με τον εαυτό μεταφέρεται τελικά στο Διάστημα, σ’ ένα ταξίδι μακριά απ’ τον φυσικό κόσμο. Διακρίνοντας αυτή την πρόθεση της αφήγησης μιας ιστορίας, και χωρίζοντας τα μέρη της, δηλαδή την μουσική απ’ το στίχο, θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια παραπάνω για το πως κι από που ξεκινάς.

Τ: Δουλεύω πάντα ταυτόχρονα σε παράλληλους χρόνους τα κομμάτια της εκάστοτε ιστορίας μου αλλά σίγουρα, πριν φτάσω εκεί, θα πρέπει πρώτα να έχω καταλήξει στο θέμα για να ξέρω που πάω και να έχω μία πρώτη δομή στην οποία θα χτίσω. Καταλήγοντας ως προς αυτό, συνεχίζω ύστερα  οργανώνοντας αυτά που έχω σκεφτεί σε κάποια κεφάλαια ενώ, παράλληλα, αφενός γράφω πράγματα κι αφετέρου παίζω μουσική. Έτσι, ξεκινάει σιγά – σιγά να σχηματίζεται το υλικό μου χωρισμένο σε δυο αυτόνομα, ας πούμε, μέρη τα οποία βέβαια και κάποια στιγμή θα πρέπει να ενώσω. Κι εδώ είναι το σημείο που πάντα βασανίζομαι και λίγο. Γιατί, για παράδειγμα, από δέκα σελίδες σημειώσεις θα πρέπει να βρω εκείνες τις τρεις στροφές που με εκφράζουν. Αυτή είναι μια δύσκολη στιγμή, αλλά από την άλλη, όλη αυτή η δυσκολία είναι που θα βγάλει και κάτι πιο προσωπικό στην φόρα. Εκεί ξεκινάνε δηλαδή στην ουσία να σκάνε πράγματα κι εκεί μπαίνει ο εαυτός μου. Στο τέλος, όταν φτάνω σε κάτι που με ικανοποιεί σαν αποτέλεσμα, όλα τα κομμάτια μοιάζει τελικά να έχουν μπει στην θέση τους από μόνα τους και να έχουν ταιριάξει ως δια μαγείας.

“Με κάθε δουλειά μου προσπαθώ να δημιουργήσω ένα περιβάλλον σαν ταινία στην οποία θα περάσεις καλά για όση ώρα αυτή η ταινία διαρκεί. Δεν κάνω βέβαια ταινία αλλά κάπως αισθάνομαι πως ό,τι κάνω έχει και μια κινηματογραφική πτυχή”.

 width=

Β: Στο “The Voyage”  κάνεις μια αναφορά στην ταινία “Οδύσσεια του Διαστήματος” καθώς και στον κινηματογραφικό χαρακτήρα αυτής της ταινίας, τον Ντέιβιντ Μπάουμαν. Επιπλέον, εσύ ο ίδιος γράφεις μουσική για κινηματογραφικά αλλά και για θεατρικά έργα. Μεταξύ άλλων, πριν από λίγα χρόνια, παρουσίασες επίσης ένα πολύ ιδιαίτερο project επαναγράφοντας όλη την μουσική στο φιλμ βωβού κινηματογράφου «ο Κινηματογραφιστής» του Μπάστερ Κίτον. Αλήθεια, σ’ αυτή την τελευταία περίπτωση τι σε ενέπνευσε να το κάνεις; Θεωρείς πως η μουσική παίζει καθοριστικό ρόλο ως προς το πως θα δούμε ένα έργο;

 Τ: Σίγουρα η μουσική οδηγεί πράγματα στο συναίσθημα μας και ιδιαίτερα σε ταινίες όπως αυτή, ταινίες του βωβού κινηματογράφου, η κατεύθυνση που δίνει η μουσική είναι έντονη υπογραμμίζοντας συνέχεια το πως θα νιώσεις. Κι αυτό είναι ίσως κι ένα από τα στοιχεία που με έκανε να θέλω να ασχοληθώ μ’ αυτή την ταινία αλλά και τον Μπάστερ Κίτον, έναν χαρακτήρα του οποίου βλέπουμε συνήθως μόνο την μια όψη. Δηλαδή σε πρώτο επίπεδο αυτός είναι σαφώς ένας χαρακτήρας αστείος και λίγο ατσούμπαλος, μία κωμική φιγούρα που συνεχώς μπλέκει και μετά επιβιώνει από αυτό που έχει μπλέξει. Η δραματικότητα και η τραγικότητα αυτής της φιγούρας δεν φανερώνεται λοιπόν εύκολα όπως επίσης δεν φανερώνεται κι ούτε η ρομαντική πτυχή που έχουν όλες αυτές οι ταινίες. Κι αυτό πράγματι γίνεται κι εξαιτίας της μουσικής, μια μουσική που είναι φορεμένη, και έχει μπει γιατί τότε ταίριαζε με το ύφος του βωβού κινηματογράφου. Αυτή την μουσική που σε οδηγεί προς μια συγκεκριμένη οπτική θέλησα λοιπόν να αλλάξω προσπαθώντας να δώσω μια άλλη οπτική, την οπτική που έχω εγώ βλέποντας αυτές τις ταινίες. Γιατί, ναι, σίγουρα κι η μουσική επηρεάζει το πως θα δούμε ένα έργο, πως θα νιώσουμε.

“Το “The Voyage” που είναι κάτι σαν το “Space Oddity”, είναι δηλαδή ένα άλμπουμ που το έγραψα  κυρίως για το δυστοπικό περιβάλλον που δημιουργεί ο άνθρωπος γύρω του.  Τα στραβά και τα δύσκολα που δημιουργεί ο άνθρωπος κι έχουν να κάνουν με την επιδίωξη ενός δήθεν καλύτερου τρόπος ζωής.  Ωστόσο βλέπουμε τελικά πως όσο περισσότερο επιδιώκουμε κάτι τέτοιο τόσο μεγαλύτερη καταστροφή δημιουργούμε γιατί αυτός είναι ο κύκλος της ζωής στην οποία μας οδηγεί ο καταναλωτισμός σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα. Κι απ’ αυτή την συνθήκη αναχωρεί κι ο χαρακτήρας του άλμπουμ μου, που είναι ένας χαρακτήρας εμπνευσμένος από τον ίδιο χαρακτήρα του “Space Oddity”, δηλαδή από τον αστροναύτη Ντέιβιντ Μπάουμαν που εμφανίζεται στην ταινία “Οδύσσεια του Διαστήματος” του Κιούμπρικ. Στην δική μου περίπτωση, στο άλμπουμ, όσο το ταξίδι στο διάστημα προχωράει ο χαρακτήρας διαπιστώνει όλο και περισσότερο πως το ταξίδι του είναι πνευματικό”.

Β: Πέρα από καλλιτέχνης είσαι επίσης ο δημιουργός της ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρίας United We Fly, μιας εταιρίας δραστήριας και συναυλιακά. Το να αναλαμβάνουν οι καλλιτέχνες την οργάνωση παραγωγής, την παραγωγή και διακίνηση του έργου τους δεν είναι βέβαια κάτι ασυνήθιστο στην Ελλάδα, ωστόσο, μιας και εσύ πήγες κι ένα βήμα παραπέρα φτιάχνοντας ένα πλαίσιο που συγκεντρώνει κι άλλους καλλιτέχνες, θα ήθελα να μου πεις δυο λόγια για το πως οδηγήθηκες σ’ αυτή την απόφαση.

Τ: Ουσιαστικά, αυτό που με έκανε να πάρω αυτή την απόφαση ήταν η σκέψη πως ο τρόπος που κινείται η μουσική στην χώρα μας στα πλαίσια της μουσικής βιομηχανίας, ή πιο σωστά βιοτεχνίας, δεν ήταν αυτό που επιθυμούσα και ούτε ήταν αυτό που μου άρεσε. Από την άλλη αυτός ήταν ο χώρος στον οποίο θα έμπαινα, κι άρα, από την στιγμή που μπορούσα να φτιάξω κάτι διαφορετικό ως πλαίσιο το έφτιαξα. Κι έτσι έγινε και ξεκίνησα αυτή την εταιρεία προσπαθώντας να συμβάλλω όσο μπορώ στην δημιουργία μιας μουσικής σκηνής με την ευρεία έννοια. Μια τέτοια διαδικασία εμπεριέχει βέβαια κι ένα είδος συνεχή αγώνα αλλά με τα χρόνια μπορώ να πω ότι έχει φτιαχτεί ένα καλό περιβάλλον. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουμε με πολλή αγωνία και μεράκι. Και έπειτα υπάρχουν κι οι καλλιτέχνες ή οι εργαζόμενοι στην παραγωγή που είναι όλοι τους μία ομάδα ανθρώπων που προσπαθούν να κάνουν τα πράγματα με έναν άλλον, διαφορετικό τρόπο. Συνολικά, υπάρχουν δηλαδή κάποιες άλλες ποιότητες με τις οποίες προσεγγίζουν το έργο τους αλλά και την επαγγελματική τους ζωή κι αυτή η διαφοροποίηση που αφορά το πως θέλουμε να υπάρχουμε μες στην μουσική, είναι νομίζω κι η διακριτή ταυτότητα όλων όσων είμαστε εδώ, στην United We Fly.

Αυτό το είδος μουσικής που υποστηρίζει αυτή η μικρή εταιρεία δεν είναι βέβαια ένα είδος εξαιρετικά κερδοφόρο, με την έννοια ότι δεν πλουτίζει κάποιος από αυτό. Και γι’ αυτό και σ’ αυτό το είδος μουσικής  δεν υπάρχουν μεγάλες εταιρείες που να επενδύουν ή να δημιουργήσουν τα πλαίσια που απαιτούνται για να βγουν οι μπάντες προς στο εξωτερικό. Όλο αυτό βέβαια είναι κι ένα ζητήματα αποφάσεων που αφορά και την στήριξη από την πολιτεία, δηλαδή κι η ίδια η πολιτεία θα μπορούσε να αποφασίσει ότι αυτή η μουσική έχει μία άξια ώστε να την στηρίξει όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Υπάρχει όμως κενό και μάλιστα μεγάλο γιατί αυτή η χώρα, σε επίπεδο πολιτισμού, είναι στραμμένη προς το παρελθόν. Κι αυτό είναι λάθος, γιατί ο πολιτισμός μιας χώρας δεν μπορεί να είναι μόνο η ευθύνη της διασφάλισης της ακεραιότητας μιας πολιτιστικής κληρονομιάς αλλά πρέπει να είναι και το παρόν του πολιτισμού,  δηλαδή πρέπει να υπάρχει ενδιαφέρον και για τον πολιτισμό που παράγουμε στο σήμερα. Και ιδιαίτερα σ’ αυτή την χώρα κάτι τέτοιο θα έπρεπε να συμβαίνει γιατί εδώ ο πολιτισμός θα μπορούσε να είναι σημαία μας. Έχουμε σπουδαία θέατρα, όπως την Επίδαυρο και το Ηρώδειο, και έχουμε επίσης σπουδαίους καλλιτέχνες. Από μουσικούς, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, κινηματογραφιστές, χορογράφους και χορευτές – είμαστε μια χώρα που παράγει σπουδαία έργα και τέχνη το οποίο θα ήταν καλό κάποτε να το δει κι η πολιτεία. Δεν γίνεται να ανατρέχουμε μόνο στα αριστουργήματα του παρελθόντος, και την τέχνη το προγόνων, και μάλιστα από την στιγμή που δημιουργούνται τόσα αριστουργήματα στο σήμερα. Κι ούτε βέβαια γίνεται να βγαίνει η Υπουργός Πολιτισμού και να κάνει δηλώσεις για την λαμπρή εποχή του χρυσού κινηματογράφου των ’60, την ίδια στιγμή που ένας Λάνθιμος έχει φτάσει να βρίσκεται στα βραβεία Oscar και την ίδια στιγμή ο Κεκάτος παίρνει βραβείο στις Κάννες. Δηλαδή, ακόμη κι αν δεν είσαι ενήμερος από σύγχρονους καλλιτέχνες είναι δουλειά, είναι ο ρόλος κι η αρμοδιότητα όποιου βρίσκεται σ’ αυτή την θέση να γνωρίζει ότι και σήμερα ο κινηματογράφος διανύει μια χρυσή εποχή. Και γι’ αυτόν τον κινηματογράφο ή την μουσική ή το θέατρο οφείλει επίσης να μιλήσει, με περηφάνια, αλλά και να στηρίξει. Γιατί υπάρχει σύγχρονη τέχνη και μάλιστα αξιόλογη.

 width=

B: Παρά τις σοβαρές ελλείψεις που αναφέρεις από την πολιτεία, εσύ, όπως και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, δίνεις τον καλύτερο σου εαυτό σ’ ότι κάνεις, κι απόδειξη, είναι και τα live που στήνεις. Σε πλήρη ευθυγράμμιση με την λογική του concept, η κυκλοφορία του τελευταίου σου άλμπουμ συνοδεύτηκε μάλιστα από μια ολοκληρωμένη παραστατική πρόταση, από ένα live που περιλαμβάνει ένα εντυπωσιακό light show προσομοίωσης ενός νυχτερινού ουρανού και των αστερισμών του. 

Τ: Είναι αλήθεια πως μαζί με τη Μελίνα Ζερβάκη που είναι συνεργάτης μου στα φώτα φτιάξαμε ένα φανταστικό σόου. Και το λέω αυτό γιατί οφείλω πολλά σε πολλούς κάθε φορά που φτιάχνω κάτι, υπάρχει δηλαδή κόσμος που κάθε φορά με στηρίζει με το δημιουργικό του ή παραγωγικό του εαυτό κι είμαι πραγματικά ευγνώμον γι’ αυτό. Κατ’ άλλα είναι αλήθεια πως κι εγώ ο ίδιος ευχαριστιέμαι τα live μου πάρα πολύ γιατί είναι σαν να φεύγω λίγο από το σώμα μου και να ζω αυτό που ζω εκείνη τη στιγμή. Έχουν υπάρξει live που πραγματικά έχω σκεφτεί φωναχτά και έχω πει στον εαυτό μου “μα, πόσο ωραία περνάω τώρα” (γέλια). Γι’ αυτό και αυτή την χρονιά έχω βάλει πλάνο να παίξω όσο περισσότερο μπορώ. Δεν το έκανα παλιότερα, γιατί η αλήθεια είναι πως δεν μπορείς να παίζεις ασταμάτητα live.  Αλλά φέτος θέλω πραγματικά να παίξω και γι’ αυτό και θα κάνω το αντίθετο από αυτό που έλεγα.

Β: Είσαι ένας καλλιτέχνης με κίνηση και στο εξωτερικό. Έχεις προγραμματισμένες συναυλίες λοιπόν και εκεί;

Τ: Ναι, για το επόμενο διάστημα έχουν προγραμματιστεί κάποιες συναυλίες ήδη στην Αμερική.

Β: Άρα φεύγεις για ταξίδι;

Τ: Πράγματι ετοιμάζομαι ξανά για ταξίδι αλλά αυτή την φορά θα είναι πιο σύντομο και πιο κοντινό από το “The Voyage”.

Με τον Theodore aka Θοδωρή Πολυχρονόπουλου βρεθήκαμε στον υπέροχο χώρο που έχει φτιάξει, το στούντιο της United We Fly.